Ο πρώην βουλευτής της Γερμανίας Έντουαρντ Λίντνερ καταδικάστηκε σήμερα σε φυλάκιση εννέα μηνών με αναστολή για τη συμμετοχή του στο διαβόητο σκάνδαλο «Caviargate», το οποίο αφορούσε την εξαγορά ψήφων στο Συμβούλιο της Ευρώπης.
Ο 80χρονος Λίντνερ, ο οποίος υπηρέτησε ως μέλος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης από το 2008 έως το 2016, κατηγορήθηκε ότι έλαβε εκατομμύρια ευρώ από το Αζερμπαϊτζάν και τα διένειμε σε άλλους αξιωματούχους της ΚΣΣΕ για να ψηφίσουν υπέρ της χώρας ή να μιλήσουν θετικά γι’ αυτήν στα μέσα ενημέρωσης.
Η υπόθεση αναδείχθηκε ως κλασική περίπτωση εξαγοράς ψήφων, με τον δικαστή να υπογραμμίζει ότι η πράξη ήταν απολύτως παράνομη και με σκοπό την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του Αζερμπαϊτζάν, το οποίο συχνά κατηγορείται για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το Αζερμπαϊτζάν, μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης από το 2001, φέρεται να προσπάθησε να επηρεάσει την πολιτική επιρροή των ευρωπαϊκών θεσμών μέσω παράνομων μεθόδων.
Ο Λίντνερ αρνήθηκε τις κατηγορίες, υποστηρίζοντας ότι οι ενέργειές του ήταν νόμιμες και αποσκοπούσαν στην άσκηση πολιτικής επιρροής. Ωστόσο, το δικαστήριο απέρριψε την ερμηνεία του, καταλήγοντας στην καταδίκη του.
Η απόφαση του δικαστηρίου αναφέρει ότι η γερμανίδα συντηρητική βουλευτής Κάριν Στρεντς, η οποία συμφώνησε με τον Λίντνερ για την υποστήριξη του Αζερμπαϊτζάν με αντάλλαγμα χρήματα, θα πρέπει να επιστρέψει το ποσό των 110.000 ευρώ που είχε λάβει για τις υπηρεσίες της. Η Στρεντς απεβίωσε το 2021, με τη δικαστική απόφαση να επηρεάζει την περιουσία της.
Η υπόθεση «Caviargate» έχει προκαλέσει σοβαρές ανησυχίες για τη διαφθορά εντός των ευρωπαϊκών θεσμών και τη δυνατότητα επηρεασμού των αποφάσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης μέσω χρημάτων και πολιτικών ανταλλαγμάτων. Η δίκη, η οποία ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2025, παρουσίασε τέσσερις κατηγορούμενους, με δύο από αυτούς να εξασφαλίζουν αναστολή της ποινικής διαδικασίας μετά από καταβολή προστίμου. Ο τρίτος κατηγορούμενος, ο συντηρητικός βουλευτής Άξελ Φίσερ, δεν παρευρέθηκε λόγω ασθένειας, με τη δίκη του να αναβάλλεται για το φθινόπωρο.
Αυτό το σκάνδαλο αναδεικνύει την ανάγκη για αυστηρότερους ελέγχους και διαφάνεια στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων στο Συμβούλιο της Ευρώπης και άλλους διεθνείς οργανισμούς.