Πολλές φορές, πολίτες που έχουν φροντίσει να ασφαλίσουν την υγεία τους μέσω προγράμματος ασφαλιστικής εταιρείας βρίσκονται αντιμέτωποι με την αρνητική απάντηση της εταιρείας να καλύψει ορισμένα ζητήματα.
Αυτή η κατάσταση δεν είναι εύκολα αποδεκτή και οδηγεί τους ενδιαφερόμενους σε μια διαδικασία “αντιπαράθεσης” με την ασφαλιστική, όπου και οι δύο πλευρές επιχειρηματολογούν για το τι θεωρούν ότι πρέπει να καλυφθεί σύμφωνα με το ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Ωστόσο, αυτή η κατάσταση είναι ιδιαίτερα απογοητευτική για τον καταναλωτή, ο οποίος καταβάλλει ετησίως ασφάλιστρα προκειμένου να έχει πρόσβαση στις υπηρεσίες της ιδιωτικής υγείας και να επωφεληθεί από το σύνολο των σύγχρονων ιατρικών θεραπειών, σύμφωνα με τις συστάσεις του θεράποντος ιατρού.
Από την άλλη πλευρά, οι ασφαλιστικές εταιρείες έχουν τη δική τους τεχνική και επιστημονική προσέγγιση στα ζητήματα που αρνούνται να καλύψουν. Στην πραγματικότητα, οι διαφωνίες μπορεί να προκύψουν για διάφορους λόγους: είτε πρόκειται για νέες μεθόδους θεραπείας που δεν αναγνωρίζονται, είτε για χρεώσεις που σχετίζονται με νοσηλείες που η ασφαλιστική δεν εγκρίνει, είτε για πιο ειδικά ζητήματα που σχετίζονται με την εκάστοτε περίπτωση.
Στο κέντρο αυτών των δύο διαφορετικών προσεγγίσεων βρίσκεται ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, ο οποίος λειτουργεί ως ενδιάμεσος μεταξύ της ασφαλιστικής εταιρείας και του ασφαλισμένου. Η παρέμβασή του μπορεί να είναι κρίσιμη για την επίλυση των διαφορών και την κατανόηση των θέσεων και των δύο πλευρών.
Ποιες είναι οι διαδικασίες που ακολουθούνται σε αυτές τις περιπτώσεις;
Όπως έχει αποδειχθεί, η λύση συνήθως προκύπτει από την παρέμβαση του Συνηγόρου του Καταναλωτή. Οι πολίτες που αντιμετωπίζουν προβλήματα με την ασφαλιστική τους εταιρεία έχουν τη δυνατότητα να απευθυνθούν στην Ανεξάρτητη Αρχή. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι ασφαλισμένοι καταφέρνουν να δικαιωθούν.
Ο Συνήγορος του Καταναλωτή επικοινωνεί με την ασφαλιστική εταιρεία, εκθέτει την κατάσταση και τη θέση του καταναλωτή, και πολλές φορές η ασφαλιστική αποδέχεται τις παρατηρήσεις του, οδηγώντας σε ρύθμιση του ζητήματος. Αν η ασφαλιστική δεν αποδεχθεί την προσέγγιση στην πρώτη επικοινωνία, ο Συνήγορος εκδίδει πόρισμα-απόφαση. Σε αυτό το πόρισμα, επιβάλλει στην εταιρεία να εφαρμόσει τις ρυθμίσεις που θεωρούνται δίκαιες με βάση τη νομική επιστήμη, υπέρ του καταναλωτή.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από τις προσφυγές στην Ανεξάρτητη Αρχή, οι ασφαλισμένοι δικαιώνονται τις περισσότερες φορές, αποδεικνύοντας τη σημασία του Συνηγόρου του Καταναλωτή ως ένα αποτελεσματικό εργαλείο για την προστασία των δικαιωμάτων τους.