Το Ισραήλ ξεδιπλώνει τη νέα φάση του αιμοσταγούς σχεδίου μέσω χερσαίων επιχειρήσεων στη Γάζα. Οι πεινασμένοι και εξουθενωμένοι κάτοικοι της πόλης μοιάζουν σαν να μην έχουν καμία επιλογή: από τη μία οι σφοδροί βομβαρδισμοί και από την άλλη η φυγή στο άγνωστο, με τους καταυλισμούς στα νότια των παλαιστινιακών εδαφών να έχουν γεμίσει και τις συνθήκες διαβίωσης εκεί να μοιάζουν αδύνατες. Τη ζοφερή κατάσταση περιγράφουν κάτοικοι της πόλης της Γάζας στον Guardian.
«Ακόμα και όταν οι βομβαρδισμοί δεν γίνονται ακριβώς δίπλα μας, τους ακούμε καθαρά και το έδαφος τρέμει κάτω από τα πόδια μας από την ένταση των εκρήξεων», δήλωσε η Φατίμα αλ-Ζάχρα Σαχγουέιλ, 40 ετών.
Πρόσθεσε ότι οι νεκροί και οι τραυματίες από τους βομβαρδισμούς τα ξημερώματα της Τρίτης μεταφέρθηκαν στο ιατρικό συγκρότημα αλ-Σίφα, όπου άκουσε ότι η κατάσταση ήταν «καταστροφική». Ωστόσο, είχε χάσει την επαφή με τις εξελίξεις, καθώς προσπαθούσε να πάρει την σχεδόν αδύνατη απόφαση για το τι να κάνει για να προστατεύσει τα τέσσερα παιδιά της.
Ο παραλιακός δρόμος Ρασίντ, η «διαδρομή διαφυγής» προς το νότο την οποία καθόρισε το Ισραήλ, είναι γεμάτος από εξαντλημένους και απελπισμένους ανθρώπους. Το κόστος της μεταφοράς ήταν πολύ υψηλό.
«Επιπλέον, δεν έχω σκηνή για να μας προσφέρει καταφύγιο, και είναι πολύ ακριβές για να τις αγοράσω. Δεν θα μπορούσα να πάρω όλα τα υπάρχοντα και τα εφόδια που έχω ήδη αγοράσει πολλές φορές στο παρελθόν», δήλωσε η Φατίμα. «Και μετά είναι και τα βάσανα που θα αντιμετωπίζαμε στην αναζήτηση νερού και η έλλειψη ελεύθερου χώρου για να μείνουμε. Οπότε, αν φύγω, απλά θα περιπλανούμαι στο άγνωστο».
Όπως και πάνω από το 90% των κατοίκων της Γάζας, η οικογένεια έχει εκτοπιστεί λόγω του πολέμου. Η συντριπτική πλειοψηφία έχει αναγκαστεί να μετακινηθεί πολλές φορές. Η Σαγχουέιλ και η οικογένειά της έχουν ήδη εκτοπιστεί 19 φορές.
Τώρα, με την έναρξη της χερσαίας επίθεσης, ο ισραηλινός στρατός καλεί 1 εκατ. κατοίκους να μετακινηθούν για άλλη μια φορά προς τα νότια. Όμως η Σαγουέιλ και η οικογένειά της, όπως και πολλοί άλλοι, έχουν πάει στο νότο στο παρελθόν και γνωρίζουν ότι δεν είναι ασφαλές καταφύγιο.
«Δεν θύμισε καθόλου… ζωή», είπε για το διάστημα που πέρασε στο νότιο τμήμα της Γάζας νωρίτερα στον πόλεμο. «Ζώντας σε μια σκηνή με έντομα, ποντίκια, άμμο, τη ζέστη του καλοκαιριού, το κρύο του χειμώνα και τη βροχή, ήταν μια αφόρητη περίοδος. Δεν υπάρχει ούτε μία μέρα χωρίς βομβαρδισμούς και θανάτους στο νότο, ακόμη και στις λεγόμενες ανθρωπιστικές ζώνες που έχει ορίσει ο στρατός. Άρα, θα τρέχω από θάνατο σε θάνατο; Τι διαφορά θα έχει αυτό;».
Είναι αδύνατο να υπολογιστεί η πιθανότητα επιβίωσης με τόσα πολλά προβλήματα. Το ένστικτό της είναι να μείνει εκεί που είναι, δηλώνει στον Guardian.
«Η ανθρώπινη φύση αναζητά σταθερότητα, ένα μέρος όπου μπορείς να ακουμπήσεις σε έναν σταθερό τοίχο και να νιώσεις σαν στο σπίτι σου», είπε. «Ένα κομμάτι ύφασμα δεν είναι σπίτι: δεν σου προσφέρει ασφάλεια, ούτε την αίσθηση του σπιτιού».
Ο Γιούσεφ αλ Μασράουι, 32χρονος φωτογράφος και κινηματογραφιστής, πατέρας δύο παιδιών βρίσκεται στην ίδια δύσκολη θέση. Καθώς έχει καταφύγει με την οικογένειά του στην περιοχή Νάσερ της πόλης της Γάζας, οι κίνδυνοι που ενέχει η παραμονή του εκεί αυξάνονται ραγδαία, αλλά είναι του είναι αδύνατο να προσδιορίσει σε ποιο σημείο η παραμονή του εκεί έγινε πιο επικίνδυνη από το να ριψοκινδυνέψει να βγει στο άγνωστο.
«Τα μαχητικά αεροσκάφη και τα ελικόπτερα δεν σταματούν να επιχειρούν. Χθες το βράδυ ήταν τρομακτικό», είπε. «Οι βομβαρδισμοί δεν έχουν σταματήσει τις τελευταίες έξι ημέρες. Κάθε 45 λεπτά με μία ώρα, γίνεται μια επίθεση πολύ κοντά, από ελικόπτερα ή μαχητικά αεροσκάφη ή μερικές φορές από πυροβολικό».
«Δεν έχω ακριβώς “αποφασίσει” να μείνω, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν έχω πού αλλού να πάω», είπε. «Η οικογένεια μου εκτοπίστηκε στο νότιο τμήμα της Γάζας νωρίτερα στον πόλεμο και δεν έχει καμία επιθυμία να επιστρέψει».
«Ο στρατός ισχυρίστηκε ότι ήταν μια «ανθρωπιστική ζώνη», αλλά αυτό ήταν εντελώς ψευδές. Ήταν το αντίθετο. Πάντα γίνονταν επιθέσεις εκεί, και συνεχίζουν να γίνονται», είπε.
«Ο εκτοπισμός έχει επίσης ψυχολογικό κόστος. Κανείς δεν θέλει να φύγει. Πιστεύω ότι δεν υπάρχει πραγματικά ασφαλής περιοχή στη Γάζα, είτε στο βορρά είτε στο νότο, οπότε προτιμούμε να μείνουμε στο βορρά. Ο θάνατος έρχεται μόνο μία φορά».