Έντονη αντιπαράθεση σε παγκόσμιο επίπεδο προκαλεί το σχέδιο του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (IMO) για περιορισμό των εκπομπών ρύπων στη διεθνή ναυτιλία, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να προειδοποιούν για σοβαρές συνέπειες σε χώρες που θα το στηρίξουν στην κρίσιμη ψηφοφορία της επόμενης εβδομάδας.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ εξέδωσε κοινή ανακοίνωση μέσω τριών κορυφαίων υπουργών — Εξωτερικών, Ενέργειας και Μεταφορών — χαρακτηρίζοντας την πρόταση «απαράδεκτη» και «οικονομικά επικίνδυνη», υποστηρίζοντας ότι λειτουργεί ως «ένας ανεπίσημος παγκόσμιος φόρος» που θα πλήξει σοβαρά την αμερικανική οικονομία και τον καταναλωτή.
«Η κυβέρνηση απορρίπτει κατηγορηματικά το σχέδιο και δεν θα ανεχτεί ενέργειες που επιβαρύνουν τον λαό μας, τους ενεργειακούς παρόχους, τις ναυτιλιακές εταιρείες και την τουριστική μας βιομηχανία», δήλωσαν οι Υπουργοί Μάρκο Ρούμπιο, Κρις Ράιτ και Σον Ντάφι.
Η πρόταση του IMO αποσκοπεί στη μετάβαση της παγκόσμιας ναυτιλίας προς την ουδετερότητα άνθρακα, θέτοντας ένα ενιαίο διεθνές πλαίσιο περιορισμού εκπομπών για έναν από τους πιο ρυπογόνους τομείς, ο οποίος ευθύνεται για σχεδόν το 3% των παγκόσμιων αερίων του θερμοκηπίου.
Παρόλο που πολλές μεγάλες εταιρείες μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων βλέπουν θετικά τη δημιουργία ενιαίων κανόνων για την επιτάχυνση της αποανθρακοποίησης, μεγάλοι παίκτες του πετρελαϊκού τομέα εκφράζουν έντονη ανησυχία, κάνοντας λόγο για σοβαρούς κινδύνους στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα.
Οι ΗΠΑ απειλούν τώρα ανοιχτά με αντίποινα: από περιορισμούς στην είσοδο πλοίων με σημαίες χωρών που στηρίξουν το σχέδιο, έως την επιβολή θεωρήσεων, ειδικών τελών και ακόμη και κυρώσεων σε αξιωματούχους που «προωθούν ακτιβιστικές πολιτικές για το κλίμα», σύμφωνα με τη δήλωση της Ουάσινγκτον.
Η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί με αγωνία τις εξελίξεις, καθώς το ζήτημα απειλεί να προκαλέσει ρήγμα τόσο στο εσωτερικό του ΟΗΕ όσο και στη γεωπολιτική ισορροπία μεταξύ οικονομίας και περιβάλλοντος.