Τη δεύτερη πώληση πακέτου εξοπλισμών στην Ταϊβάν, αξίας 11,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενέκρινε σήμερα η κυβέρνηση των ΗΠΑ μετά την επιστροφή στην εξουσία του Ντόναλντ Τραμπ, όπως ανακοίνωσε σήμερα η Ταϊπέι.
Πρόκειται για την πιο σημαντική πώληση από το 2001, όταν ο Τζορτζ Γ. Μπους είχε επικυρώσει την παράδοση όπλων αξίας 18 δισεκ. δολαρίων στην Ταϊβάν.
Ο πρόεδρος της Ταϊβάν Λάι Τσινγκ-τε ανακοίνωσε τον περασμένο μήνα ότι η κυβέρνησή του επρόκειτο να προτείνει επιπρόσθετες αμυντικές δαπάνες ύψους 40 δισεκ. δολαρίων για τα επόμενα αρκετά χρόνια, καθώς το νησί προσπαθεί να προστατευθεί απέναντι σε ενδεχόμενη κινεζική εισβολή.
Τα οκτώ συμβόλαια που ανακοινώθηκαν σήμερα περιλαμβάνουν συστήματα εκτόξευσης πολλαπλών πυραύλων Himars, οβιδοβόλα, αντιαρματικούς πυραύλους, drones και ανταλλακτικά για διάφορους τύπους εξοπλισμών, σύμφωνα με το υπουργείο Εξωτερικών της Ταϊβάν.
«Πρόκειται για τη δεύτερη πώληση όπλων στην Ταϊβάν που ανακοινώνεται στη διάρκεια της δεύτερης θητείας της κυβέρνησης Τραμπ, καταδεικνύοντας γι’ άλλη μια φορά τη σταθερή δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών για την ασφάλεια» του νησιού, υπογράμμισε.
Η πώληση, που έχει επικυρωθεί από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, αλλά περιμένει την έγκριση του Κογκρέσου, αναμένεται να πραγματοποιηθεί περίπου σε έναν μήνα, σύμφωνα με το υπουργείο Άμυνας της Ταϊβάν.
Το Γιουάν, το κοινοβούλιο του νησιού που ελέγχεται από την αντιπολίτευση του Κουομιντάνγκ (ΚΜΤ) και του συμμάχου του, του Λαϊκού Κόμματος της Ταϊβάν (PPT), θα πρέπει επίσης να εγκρίνει τα συμβόλαια.
Οι ΗΠΑ δεν αναγνωρίζουν επίσημα καθεστώς κράτους στην Ταϊβάν, αλλά παραμένουν ο κύριος εταίρος και πάροχος όπλων στο νησί.
Το 2019 η Ουάσινγκτον είχε εγκρίνει πώληση όπλων αξίας 10 δισεκ, δολαρίων, εκ των οποίων οκτώ δισεκ. για την αγορά μαχητικών αεροσκαφών.
Το Πεκίνο διεκδικεί το νησί ως αναπόσπαστο τμήμα της επικράτειάς του και απειλεί να το ανακαταλάβει με τη βία.
«Η Κίνα καλεί τις Ηνωμένες Πολιτείες (…) να τιμήσουν τις ιερές δεσμεύσεις που ανέλαβαν οι Αμερικανοί ηγέτες και να σταματήσουν αμέσως τις επικίνδυνες ενέργειες που συνίστανται στο να εξοπλίζουν την Ταϊβάν», δήλωσε σήμερα στην καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου ο Γκούο Ζιακούν, εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών.
Ο Λάι Τσανγκ-τε έκανε λόγο για σχέδια αύξησης αμυντικών δαπανών σε ποσοστό μεγαλύτερο του 3% του ΑΕΠ το 2026 και στο 5% με ορίζοντα το 2030, απαντώντας σε σχετικά αμερικανικά αιτήματα.
Αν και η Ταϊβάν διαθέτει δική της αμυντική βιομηχανία, εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα αμερικανικά όπλα απέναντι στη δύναμη πυρός της Κίνας.
Η Ουάσινγκτον είχε εγκρίνει τον Νοέμβριο μια πρώτη πώληση όπλων στην Ταϊβάν που αφορούσε «εξαρτήματα και ανταλλακτικά, καθώς και υποστήριξη για την επισκευή και επιστροφή αεροσκαφών F-16, C-130 και Indigenous Defense Fighter (IDF)» έναντι 330 εκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με ανακοίνωση που δημοσιοποίησε η Υπηρεσία συνεργασίας για την ασφάλεια και την άμυνα των ΗΠΑ.




