Η δημόσια υπεράσπιση του Σαουδάραβα πρίγκιπα διαδόχου από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ για τη δολοφονία του Τζαμάλ Κασόγκι ανέδειξε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τη νέα κατεύθυνση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής το 2025. Παρά τις εκτιμήσεις των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ, ο Τραμπ υποβάθμισε οποιαδήποτε πιθανή ευθύνη του Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, ενισχύοντας τις ανησυχίες ότι η Ουάσινγκτον έχει πλέον απομακρυνθεί από τον παραδοσιακό της ρόλο ως υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η στάση αυτή εντάσσεται σε ένα ευρύτερο μοτίβο: μια εξωτερική πολιτική που αντιμετωπίζει τις διεθνείς σχέσεις μέσα από το πρίσμα συναλλαγής και προσωπικής διπλωματίας. Ο Τραμπ, στη μέση της δεύτερης θητείας του, έχει προχωρήσει σε ανοικτή στήριξη ισχυρών ηγετών με αυταρχικές τάσεις — από την Ουγγαρία και την Τουρκία μέχρι την Κίνα και το Ελ Σαλβαδόρ — ενώ παράλληλα ασκεί εντονότερη πίεση σε κυβερνήσεις που βρίσκονται ιδεολογικά απέναντι στην Ουάσινγκτον.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνησή του έχει αναδιαμορφώσει πλήρως το θεσμικό πλαίσιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Με τον Μάρκο Ρούμπιο στην ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών, οι ετήσιες εκθέσεις έχουν περιοριστεί και ολόκληρος ο μηχανισμός έχει στραφεί προς την προώθηση «δυτικών αξιών», εις βάρος παραδοσιακών θεμάτων όπως η έμφυλη βία και τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+ κοινοτήτων. Οι αξιωματούχοι το παρουσιάζουν ως αποφυγή «παρέμβασης» σε εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών, αλλά η αντίφαση γίνεται εμφανής όταν η Ουάσινγκτον παρεμβαίνει δυναμικά στην Ευρώπη για να καταγγείλει τον, κατά την άποψή της, περιορισμό δεξιών πολιτικών δυνάμεων.
Η επίσκεψη του Μπιν Σαλμάν στον Λευκό Οίκο, η πρώτη εδώ και πάνω από επτά χρόνια, επισφράγισε αυτή τη νέα πραγματικότητα. Ο Τραμπ τον υποδέχτηκε με τιμές, τον επαίνεσε δημόσια και τον απάλλαξε από κάθε υποψία για τον θάνατο του Κασόγκι. Για τους επικριτές του προέδρου, η εικόνα αυτή συνοψίζει την πλήρη αναδιάταξη των αμερικανικών προτεραιοτήτων — μια στροφή που, όπως υποστηρίζουν, επιτρέπει σε αυταρχικούς ηγέτες να κινούνται με ακόμη μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση.
Παρά τις έντονες αντιδράσεις από οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολιτικούς αντιπάλους, η κυβέρνηση υπεραμύνεται της προσέγγισής της, υποστηρίζοντας ότι η «Αμερική Πρώτα» στρατηγική οδηγεί σε λιγότερες διεθνείς συγκρούσεις και ισχυρότερες συμμαχίες. Ωστόσο, για πολλούς αναλυτές, η απόσταση ανάμεσα στη ρητορική αυτή και την πραγματικότητα μεγαλώνει.
Το ερώτημα που διατυπώνεται όλο και πιο συχνά είναι κατά πόσο οι ΗΠΑ παραμένουν σε θέση να επικαλούνται μια ηθική ηγεσία στον παγκόσμιο διάλογο περί δικαιωμάτων — ή αν η εποχή αυτή έχει πλέον παρέλθει, με ευθύνη της ίδιας της Ουάσινγκτον.





