Η Ρουμανία και η Βουλγαρία δίνουν μάχη με τον χρόνο για να αποτρέψουν το κλείσιμο των ζωτικής σημασίας διυλιστηρίων πετρελαίου τους, πριν τεθούν σε ισχύ οι αμερικανικές κυρώσεις εις βάρος των ρωσικών ιδιοκτητών τους αργότερα μέσα στον μήνα.
Η απόφαση της Ουάσιγκτον να συμπεριλάβει τις Lukoil και Rosneft στη «μαύρη λίστα» των κυρώσεων έχει προκαλέσει αναταράξεις στις ευρωπαϊκές χώρες όπου δραστηριοποιούνται οι δύο μεγαλύτερες ρωσικές πετρελαϊκές εταιρείες.
Οι κυβερνήσεις σπεύδουν να αποτρέψουν ελλείψεις καυσίμων πριν οι κυρώσεις τεθούν σε εφαρμογή στις 21 Νοεμβρίου.
Την Παρασκευή, 7 Νοεμβρίου 2025, το κοινοβούλιο της Βουλγαρίας ενέκρινε νομοσχέδιο που δίνει στην κυβέρνηση το δικαίωμα να διορίσει διαχειριστή στο τεράστιο διυλιστήριο της Lukoil στο Burgas.
Ο διορισμένος αυτός διαχειριστής θα έχει ευρείες εξουσίες: να αναλάβει τον επιχειρησιακό έλεγχο, να εγκρίνει την πώληση του διυλιστηρίου ή ακόμη και να προχωρήσει σε κρατικοποίησή του, εάν κριθεί αναγκαίο.
Παράλληλα, η Σόφια εξετάζει το ενδεχόμενο να ζητήσει εξαίρεση από τις κυρώσεις.
Η Ρουμανία, όπου η Lukoil διαχειρίζεται το διυλιστήριο Petrotel, δεν έχει λάβει ακόμη επίσημη απόφαση. Σύμφωνα με ανώτατο κυβερνητικό αξιωματούχο που μίλησε ανώνυμα, το Βουκουρέστι εξετάζει το ενδεχόμενο να ζητήσει «παράταση» στην εφαρμογή των κυρώσεων, ενώ καταρτίζει το δικό του σχέδιο δράσης.
Η κρατικοποίηση θεωρείται «ύστατη επιλογή», πρόσθεσε η ίδια πηγή.
Ο Ρουμάνος υπουργός Ενέργειας, Bogdan-Gruia Ivan, δήλωσε στο POLITICO ότι η χώρα είναι «πλήρως προετοιμασμένη επιχειρησιακά για κάθε ενδεχόμενο».
Το σχέδιο της κυβέρνησης, είπε, θα στοχεύει «στη διατήρηση της οικονομικής δραστηριότητας της Ρουμανίας, χωρίς όμως να συνεχίσει η χρηματοδότηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας».
Το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, το οποίο πρέπει να εγκρίνει οποιαδήποτε πώληση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αρνήθηκαν να σχολιάσουν.
Κυρώσεις, πωλήσεις και αδιέξοδα
Οι προσπάθειες να εξευρεθούν νέοι ιδιοκτήτες για τα διυλιστήρια δέχθηκαν ακόμη ένα πλήγμα την Πέμπτη, όταν ο ελβετικός εμπορικός όμιλος Gunvor απέσυρε την προσφορά του για την αγορά των διεθνών περιουσιακών στοιχείων της Lukoil, μετά από έντονη αντίδραση του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών.
Τα νέα μέτρα επηρεάζουν και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η Γερμανία εξασφάλισε εξαμηνιαία εξαίρεση για το διυλιστήριο Schwedt, ιδιοκτησίας Rosneft, το οποίο βρίσκεται υπό κρατικό έλεγχο από το 2022.
Ο Ούγγρος πρωθυπουργός Viktor Orbán ταξίδεψε την Παρασκευή στην Ουάσιγκτον, ελπίζοντας να διασφαλίσει εξαίρεση για τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου μέσω αγωγών για τη χώρα του και τη γειτονική Σλοβακία.
Οι κυρώσεις έρχονται σε μια περίοδο όπου ο Donald Trump εμφανίζεται ολοένα και πιο απογοητευμένος από τη στασιμότητα στις προσπάθειες επίτευξης εκεχειρίας στην Ουκρανία, ενώ η ΕΕ εντείνει την εκστρατεία της για την απεξάρτηση του μπλοκ από τη ρωσική ενέργεια.
Οι επιπτώσεις, από τη Σόφια έως το Βουκουρέστι
Τεχνικά, η εξασφάλιση εξαιρέσεων ή ο διορισμός κρατικών διαχειριστών δεν θα έπρεπε να αποτελέσει πρόβλημα.
Ωστόσο, το χειρότερο σενάριο — το πλήρες σταμάτημα λειτουργίας των διυλιστηρίων — θα είχε πολύ διαφορετικές συνέπειες για τις δύο χώρες.
Στη Βουλγαρία, όπου το ρωσικής ιδιοκτησίας διυλιστήριο καλύπτει έως και 80% των εγχώριων αναγκών σε καύσιμα, η χώρα θα έμενε χωρίς επαρκείς προμήθειες «μέχρι το τέλος του έτους», εκτιμά ο Martin Vladimirov του think tank Center for the Study of Democracy.
Στη Ρουμανία, το διυλιστήριο Petrotel παράγει περίπου 20% της εθνικής κατανάλωσης, σύμφωνα με την ενεργειακή αναλύτρια Ana Otilia Nuțu του Expert Forum.
Ένα ενδεχόμενο κλείσιμο θα οδηγούσε σε «μικρές αυξήσεις τιμών για μερικούς μήνες», είπε, καθώς η χώρα θα αναζητούσε εναλλακτικές εισαγωγές.
Η ίδια προειδοποίησε, ωστόσο, ότι μια διακοπή λειτουργίας θα έπληττε και τις εξαγωγές προς τη Μολδαβία — κάτι που «θα αποτελούσε τεράστια επικοινωνιακή ευκαιρία για τη Ρωσία».
Η κυβέρνηση της Μολδαβίας ανακοίνωσε την Παρασκευή ότι υπέβαλε πρόταση για την αγορά των περιουσιακών στοιχείων της Lukoil στη χώρα, συμπεριλαμβανομένης μιας αποθήκης καυσίμων αεροσκαφών, ενώ ζήτησε από την Ουάσιγκτον καθυστέρηση στην εφαρμογή των κυρώσεων.
Ο Ρώσος αναλυτής ενέργειας Mikhail Krutikhin, συνιδρυτής της εταιρείας RusEnergy, εκτίμησε ότι τα διυλιστήρια μπορούν να συνεχίσουν να λειτουργούν «ασφαλώς», εφόσον ο νέος ιδιοκτήτης διατηρήσει το υπάρχον προσωπικό και προσλάβει πρόσθετους ειδικούς.
Δύσκολες πωλήσεις και πολιτικοί κίνδυνοι
Το μεγάλο πρόβλημα, ωστόσο, βρίσκεται αλλού: ποιος θα αγοράσει αυτά τα διυλιστήρια;
Και τα δύο είναι «καλοδιαχειρισμένα», σύμφωνα με πρώην στέλεχος της Lukoil, αλλά η εύρεση εταιρείας που θα αναλάβει τα νομικά ρίσκα, το κόστος μεταφοράς, τα υψηλά ασφάλιστρα και τις δαπανηρές αναβαθμίσεις θα είναι «εξαιρετικά δύσκολη».
Ο Vladimirov εκτιμά την αξία του διυλιστηρίου Burgas σε περίπου 1,5 δισ. δολάρια, ενώ η Nuțu σημειώνει ότι το ρουμανικό Petrotel είναι λιγότερο ελκυστικό: με ετήσιο κύκλο εργασιών κάτω των 40 εκατ. ευρώ το 2023, βαρύνεται από χρέη και «χρειάζεται τεράστιες επενδύσεις».
Στο μεταξύ, το ζήτημα των μελλοντικών διαιτησιών αποτελεί νέα πρόκληση, ειδικά αν υπάρξει κρατική ανάληψη ελέγχου.
Το βουλγαρικό κοινοβούλιο ενέκρινε την πρώτη εκδοχή του νομοσχεδίου για την ανάληψη του διυλιστηρίου μέσα σε 30 δευτερόλεπτα.
«Αυτή η βιασύνη και η παντελής έλλειψη κανονικής διαδικασίας ενέχουν τον κίνδυνο σοβαρών λαθών», προειδοποίησε ο βουλευτής της αντιπολίτευσης Ivaylo Mirchev από το κόμμα Democratic Bulgaria.
«Τώρα προτίθενται να δώσουν σε έναν άνθρωπο τέτοιες υπερεξουσίες, που στο τέλος η Lukoil θα στραφεί δικαστικά εναντίον της Βουλγαρίας — και τα χρήματα θα καταλήξουν στη Ρωσία», πρόσθεσε.
Η Nuțu, ωστόσο, υποστήριξε ότι η πώληση των διυλιστηρίων πρέπει να συντονιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο η Lukoil να παρακάμψει τις αμερικανικές κυρώσεις.
Ο πρώην υπουργός Ενέργειας της Λιθουανίας, Žygimantas Vaičiūnas, συμφώνησε: η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, είπε, πρέπει να ελέγχει κάθε πιθανό αγοραστή προτού προχωρήσει οποιαδήποτε συμφωνία.
«Η Επιτροπή διαθέτει δικαιώματα εποπτείας», δήλωσε στο POLITICO. «Σε αυτή την περίπτωση, πρέπει να εξεταστούν όλα τα ενδεχόμενα».





