Aσσασίνοι: Οι αδίστακτοι μουσουλμάνοι δολοφόνοι

Κοινοποίηση:
ass1

Δεν σταματούσαν πουθενά. Σκορπούσαν τον τρόμο τόσο στους σταυροφόρους όσο και στους ομοθρήσκους τους

«Δεν φτάνει μόνο να σκοτώνουμε τους εχθρούς μας. Δεν είμαστε φονιάδες, αλλά εκδικητές. Πρέπει να ενεργούμε δημόσια για παραδειγματισμό. Θανατώνουμε έναν, τρομοκρατούμε εκατό χιλιάδες»
Χασάν Ιμπν Σαμπάχ, την πρώτη μέρα εκπαίδευσης του κάθε Ασσασίνου
Η μεσαιωνική σέκτα, από την οποία δεν μπόρεσε ποτέ, κανένα υποψήφιο θύμα της, να γλιτώσει. Η σέκτα των Ασσασίνων. Το τρομερότερο τάγμα όλων των εποχών.
Πόλη Ραγίι 
(σημερινή Τεχεράνη) 1070 μ.Χ.
Ο νεαρός με τη λευκή κελεμπία, τα μακριά μούσια και τα καστανά μάτια, που όταν σε κοιτάζουν λες και βλέπουν βαθιά μες στην ψυχή σου, στεκόταν σαν αποχαυνωμένος στην άκρη του κεντρικού δρόμου του παζαριού. Απέναντι του, όρθιος, περιτριγυρισμένος από δεκάδες ανθρώπους, μιλούσε ο Γκιιάτ αντ-Ντιν Αμπούλ-Φατχ Ουμάρ ιμπν Ιμπραχίμ αλ-Χαγιάμ Νισαπουρί. Ο κόσμος τον ήξερε απλά ως Ομάρ Καγιάμ.
Ένα από τα μεγαλύτερα μυαλά που γεννήθηκαν στον πλανήτη. Είχε μελετήσει όλους τους αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους, ήταν κορυφαίος αστρονόμος, ιατρός, μαθηματικός και ποιητής.
Ο νεαρός περίμενε στωικά τον «φιλασούφ» να τελειώσει την απαγγελία των τετράστιχων ποιημάτων του, των ρουμπαγιάτ, και στη συνέχεια τον πλησίασε με σεβασμό: «Είμαι ο Χασάν ιμπν Σαμπάχ, ταπεινός δούλος της σκιάς που ρίχνει η μεγαλοπρέπειά σου» χαιρέτισε τον Καγιάμ με ευγενικό τρόπο. Ήταν η αρχή μιας ισχυρότατης φιλίας που κράτησε χρόνια, ανάμεσα σε έναν φιλόσοφο και σε έναν «υποψήφιο δολοφόνο». Σουνίτης ο ένας, σιίτης ο άλλος, αλλά αυτό δεν τους εμπόδισε να πορευτούν από κοινού για πολλά χρόνια.
Οι δυο νέοι είχαν κοινά ενδιαφέροντα και ήταν και οι δυο παθιασμένοι με τη γνώση και τη μάθηση.
Ο Χασάν καταγόταν από οικογένεια σιιτών και δεν μπορούσε να αποδεχτεί πως οι Σελτζούκοι είχαν γίνει κυρίαρχοι της Περσίας και κατείχαν τη Βαγδάτη, το Ισφαχάν και τη Σαμαρκάνδη, πόλεις που διακρίνονταν για το ελεύθερο πνεύμα και την αγάπη των κατοίκων τους για τις τέχνες και τα γράμματα. Οι Σελτζούκοι, από την άλλη, ήταν οι υπερασπιστές της σουνιτικής ορθοδοξίας. Σουνίτης ήταν και ο Καγιάμ.
«Ομάρ, δεν αντέχω άλλο. Θα φύγω. Το σπαθί πρέπει να πολεμηθεί με σπαθί. Θέλω να με ακολουθήσεις» είπε ο Χασάν κάποιο μεσημέρι, ύστερα από 15 χρόνια, στον καλό του φίλο, αφού είχαν πιει τα δροσερά σαράμπ τους, τα σερμπέτια τους δηλαδή, και είχαν φάει αρνί με πιλάφι και αρωματικά. «Εκεί που θα πάω, δεν θα σου λείψει τίποτε. Θα φτιάξω μια τεράστια βιβλιοθήκη μόνο για σένα. Μόνο για τη γνώση».
Ο Ομάρ σκοτείνιασε, γνώριζε ότι η φιλία τους είχε φτάσει στο τέλος: «Δεν μπορώ να σε ακολουθήσω. Για μένα κάθε τι που σκοτώνει παύει να έχει γοητεία. Ασχημαίνει στα μάτια μου. Ξεπέφτει και γίνεται πρόστυχο. Δεν πολεμώ με το σπαθί, μα με το μυαλό μου. Αν σε ακολουθήσω, θα ξέρεις πως πάντα θα είμαι θλιμμένος και δεν θα επικροτώ αυτά που έχεις στο μυαλό σου να κάνεις. Θα είσαι και εσύ θλιμμένος που ο καλός σου φίλος θα διαφωνεί με τις μεθόδους σου. Το μόνο που μπορώ να σου δώσω να με θυμάσαι, για να βάλεις στη βιβλιοθήκη σου, είναι η συλλογή με τα ρουμπαγιάτ μου. Πάρ’ τη και φύλαξε τη εκεί που πας».
Οι δυο φίλοι χώρισαν με δάκρυα στα μάτια. Ο Καγιάμ παρέμεινε στην Περσία και ξεκίνησε να οικοδομεί ένα απίστευτο για την εποχή του αστεροσκοπείο προκειμένου να παρακολουθεί την κίνηση των πλανητών. Ο Σαμπάχ έφυγε προς την Κασπία Θάλασσα…
Ο Γέρος του Βουνού
Στην επαρχία του Νταϊλάμ κοντά στο Ρουντμπάρ του Ιράν, ξεχωρίζει ένας κατακόρυφος βράχος σε ύψος 1.829 μέτρων. Είναι ένα τοπίο με γυμνά βουνά, ξεχασμένες λίμνες, απότομους γκρεμούς και στενά περάσματα. Εκεί βρίσκεται ένα κάστρο άπαρτο, απόρθητο.
Ακόμη και ο πιο πολυάριθμος στρατός δεν θα μπορούσε να φτάσει, παρά μόνο εάν οι άνδρες προχωρούσαν ο ένας πίσω από τον άλλον. Εκεί, ανάμεσα στα βουνά, έχει το βασίλειό του ο ποταμός Σαχ-Ρουντ. Οι άνθρωποι τον ονομάζουν «Τρελό Ποταμό». Την άνοιξη, όταν λιώνουν τα χιόνα της οροσειράς του Έλμπουρτζ, ο Σαχ-Ρουντ φουσκώνει και παρασύρει ορμητικά πέτρες και δέντρα. Αλίμονο σε όποιον στρατό τολμήσει να στρατοπεδεύσει στις όχθες του για να καταλάβει το κάστρο.
Κάθε βράδυ μια πυκνή ομίχλη σκαρφαλώνει στον γκρεμό και σταματάει στα μισά του. Τότε το φρούριο μοιάζει σαν να βρίσκεται επάνω από τα σύννεφα.
Στην τοπική διάλεκτο το ονομάζουν Αλαμούτ, δηλαδή το «μάθημα του αετού». Ο μύθος λέει πως κάποιος πρίγκιπας που ήθελε να χτίσει ένα κάστρο για να ελέγχει αυτά τα βουνά αμόλησε ένα εκπαιδευμένο αρπακτικό πουλί. Εκείνο, αφού διέγραψε μερικούς κύκλους στον ουρανό, πήγε και στάθηκε σε έναν βράχο. Εκεί ο πρίγκιπας έχτισε το κάστρο του Αλαμούτ.
Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1090 ο Χασάν, ο γιος του Αλή Σαμπάχ από το Κομ, έγινε ο κύριος του κάστρου που θα είναι για 166 χρόνια η έδρα της πιο τρομερής αίρεσης στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η έδρα των Ασσασίνων.
Ασσασίνοι
Ο Μάρκο Πόλο εσφαλμένα, στο βιβλίο του «Il Milione» που εξιστορούσε τις περιπέτειές του κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών του στην Ασία, απέδωσε τη λέξη «ασσασίνος» στο χασίς. Θεωρούσε πως μόνο άνθρωποι ποτισμένοι με χασίς, ή άλλο παραισθησιογόνο της εποχής, θα μπορούσαν να δολοφονήσουν κάποιον μπροστά στα μάτια άλλων και στη συνέχεια, χαμογελώντας, να παραμείνουν στον τόπο του εγκλήματος δίχως να προσπαθήσουν να φύγουν, προκειμένου να τους εκτελέσουν και εκείνους. «Ήταν οι Χασσασιγιούν, οι χασισοπότες δολοφόνοι» αναφέρει.
Έκτοτε η λέξη «ασσασέν» έγινε στη Δύση και παραμένει μέχρι σήμερα συνώνυμο της δολοφονίας. Η αλήθεια όμως είναι εντελώς διαφορετική. Τα ελάχιστα κείμενα που διασώθηκαν από τη βιβλιοθήκη του Αλαμούτ βεβαιώνουν ότι ο Χασάν ιμπν Σαμπάχ συνήθιζε να αποκαλεί τους οπαδούς του «Ασσασιγιούν», δηλαδή «πιστούς στο Ασσάς», το θεμέλιο της ισλαμικής πίστης.
Αμέσως ο Χασάν ιμπν Σαμπάχ, που θα ονομαστεί ο «Γέρος του Βουνού», επισκευάζει το κάστρο του. Και με έξυπνες κατασκευές φράζει ακόμη και το παραμικρό πέρασμα απ’ το οποίο θα μπορούσε να περάσει κάποιος εχθρός. Για να λύσει το πρόβλημα του νερού, σκάβει μέσα στο βουνό και δημιουργεί ένα εντυπωσιακό δίκτυο από δεξαμενές και κανάλια για να συγκεντρώνεται εκεί το λιωμένο χιόνι. Ο Χασάν στην αίθουσα που κατοικούσε, είχε φτιάξει και τη «θαυματουργή στέρνα». Είχε στηριχθεί στον Αρχιμήδη και είχε καταφέρει η στέρνα να γεμίζει αυτόματα, ανάλογα με τον ρυθμό που την άδειαζαν, και να μην ξεχειλίζει ποτέ.
Πίσω από την αίθουσά του, είχε δημιουργήσει μια εκπληκτική βιβλιοθήκη με ανεκτίμητα επιστημονικά χειρόγραφα, την οποία κατέστρεψαν οι Μογγόλοι, όταν κατέλαβαν το Αλαμούτ, πολλά χρόνια αργότερα.
Όλη τη μέρα διάβαζε και εκπαίδευε τους Ασσασίνους του. Η πειθαρχία που εφάρμοζε ήταν κάτι παραπάνω από «σιδηρά». Ο μεγάλος Δάσκαλος των Δολοφόνων αποκεφάλισε, μάλιστα, τον πρωτότοκο γιο του, αμέσως, χωρίς δίκη, ύστερα από καταγγελία κάποιου για ένα έγκλημα που έγινε στα τείχη. Λίγες ημέρες αργότερα ο πραγματικός ένοχος ομολόγησε. Αποκεφαλίστηκε και εκείνος. Ο Χασάν αποκεφάλισε επίσης και το άλλο αρσενικό παιδί του, επειδή το έπιασε μεθυσμένο.
Η ζωή των Ασσασίνων στο τάγμα ήταν σκληρή. Αυστηρός ασκητισμός, καμία εκτροπή, καμία ψυχαγωγία. Εκπαίδευση στα μαχαίρια και τα σπαθιά, εκπαίδευση και άριστη γνώση του καμουφλάζ. «Να μαθαίνεις τον εχθρό σου, τις κινήσεις και τις συνήθειές του. Ακόμη και να γίνεσαι φίλος του. Να μάθεις να περιμένεις και να έχεις υπομονή ακόμη και να περάσουν χρόνια. Να τον κάνεις να σε εμπιστευτεί και τότε να χτυπήσεις» έλεγε ο Γέρος του Βουνού.
Η σέκτα είχε στην κορυφή της ιεραρχίας τον Ύπατο Ιεροκήρυκα, ο οποίος ήταν ο γνώστης όλων των μυστικών. Γύρω του ήταν οι «Νταΐ». Ήταν όλοι τους άριστοι γνώστες στον χειρισμό των όπλων, αλλά και των δηλητηρίων που μπορούσαν να βγουν από φυτά. Στόχος τους ήταν να εκπαιδεύσουν τους μαθητευόμενους.
Κάτω από αυτούς ήταν οι «Ραφίκ», οι σύντροφοι, τα στελέχη του κινήματος. Ήταν ικανοί να διοικήσουν έναν στρατό, μια πόλη, ένα κάστρο. Οι πιο άξιοι από αυτούς θα γίνουν κάποια μέρα «Νταί».
Αμέσως μετά βρίσκονταν οι «Λασέκ». Πρόκειται για οπαδούς αλλά και κατοίκους του Αλαμούτ, χωρίς ιδιαίτερη κλίση σε σπουδές ή πράξεις βίας, αλλά χρήσιμους για το κάστρο. Ήταν οι γυναίκες, οι γεωργοί, οι βοσκοί και διάφοροι τεχνίτες, που έμεναν εντός των τειχών.
Οι «Μουτζίμπ» ακολουθούσαν στην ιεραρχία. Ήταν οι επιδεκτικοί προσηλυτισμού, οι μαθητευόμενοι. Ανάλογα με τις ικανότητες που επιδείκνυαν στην εκπαίδευση, ο Ύπατος Ιεροκήρυκας θα έκρινε ξεχωριστά για τον κάθε έναν, εάν θα γινόταν «Ραφίκ», «Λασέκ» ή εάν θα έπαιρνε τον δρόμο για τους «Φινταΐ» (αυτούς που θυσιάζονται). Ήταν η κατηγορία εκείνη που συμβόλιζε στα μάτια των μουσουλμάνων την αληθινή δύναμη του Σαμπάχ. Ήταν οι άνθρωποι που ανενδοίαστα θα δολοφονούσαν όταν έπαιρναν εντολή.
Η εκγύμναση των «Φινταί» ήταν το δυσκολότερο έργο των «Νταί». Έπρεπε να μάθουν να κρύβουν το ακονισμένο τους στιλέτο, και με μια κίνηση να το τραβούν και να το καρφώνουν στο στήθος ή τον λαιμό του θύματος. Έπρεπε να μάθουν άριστα την ανατομία του ανθρώπινου σώματος. Έπρεπε να εξοικειωθούν με τα ταχυδρομικά περιστέρια, να αποστηθίσουν το κωδικοποιημένο αλφάβητο, να μάθουν να τρυπώνουν σε ένα εχθρικό περιβάλλον, να γίνονται ένα με αυτό, να μην κινούν υποψίες, να μάθουν ακόμη και την τοπική προφορά της περιοχής του θύματος που έπρεπε να εκτελέσουν. Κα το σημαντικότερο: Να αποκτήσουν πίστη και να μάθουν να αψηφούν τον θάνατο.
Εάν η σέκτα είχε αποφασίσει τον θάνατο κάποιου, τίποτε δεν μπορούσε να τη σταματήσει. Αργά ή γρήγορα, το θύμα θα συναντούσε τον Αλλάχ του, ή τον Θεό του. Ακόμη και ο ίδιος ο Σαλαντίν αναγκάστηκε να έρθει σε μυστική συμφωνία μαζί τους προκειμένου να βγει από τη λίστα τους.
Η ιστορία λέει πως, όταν του μετέφεραν ότι ήταν υποψήφιος, περιφρόνησε τις απειλές. Ένα βράδυ όμως ξύπνησε στη σκηνή του και βρήκε στο προσκέφαλό του καρφωμένο ένα δηλητηριασμένο στιλέτο των Ασσασίνων.
Τότε έλαβε σοβαρά την προειδοποίηση και αναγκάστηκε να έρθει σε συμφωνία μαζί τους. Η σκηνή του μεγαλύτερου ηγέτη του ισλάμ βρισκόταν στο κέντρο του στρατοπέδου και τη φρουρούσαν 24 ώρες τη μέρα τα μέλη της προσωπικής φρουράς του Σαλαντίν, που είχαν το παρατσούκλι «Αναμμένα Κάρβουνα», λόγω των ικανοτήτων τους στη μάχη και του πάθους τους στον πόλεμο. Ο Ασσασίνος είχε καταφέρει να ξεγλιστρήσει μέσα στο στρατόπεδο σαν σκιά και να μπει μέσα στη φρουρούμενη σκηνή. Εάν ήθελε να τον δολοφονήσει, θα το έκανε. Ήταν όμως μια προειδοποίηση.
Ιερουσαλήμ, 1192 μ.Χ.
Οι Ναΐτες ιππότες και οι Ιωαννίτες μοναχοί, ιππότες και αυτοί, είχαν γονατίσει και είχαν χαμηλώσει τα κεφάλια τους. Μπροστά τους περνούσε ο βασιλέας της Ιερουσαλήμ, ο Κορράδος του Μομφερά. Ένας από τους σημαντικότερους ηγεμόνες που συμμετείχαν στην Γ’ Σταυροφορία. Η τεράστια πομπή του μόλις είχε περάσει τον ναό της Ανάστασης και διέγραφε έναν κύκλο στους δρόμους της πόλης για να φτάσει στον ναό του Αλ Άκσα. Το πλήθος είχε βγει στους δρόμους και κοίταζε τον νέο χριστιανό βασιλιά που καθόταν στο πανύψηλο λευκό του άτι, ντυμένος με τη βαριά, στο χρώμα του χρυσού, πανοπλία του. Λάβαρα κυμάτιζαν σε κάθε πύργο των τειχών και σαλπιγκτές έδιναν τον ρυθμό.
«Ξέρεις, Ισμαήλ, όλα αυτά τα χρόνια σε πέρασα από διάφορες δοκιμές για να σιγουρευτώ για την αφοσίωσή σου. Πίστευα ότι ήσουν κάποιος τρελός που ήθελε να με δολοφονήσει για να μην αναλάβω τον θρόνο» γύρισε και είπε ο βασιλιάς στον 22χρονο Άραβα που βρισκόταν έφιππος σχεδόν δίπλα του.
«Σε νιώθω πλέον δικό μου άνθρωπο και πρέπει να σου εκμυστηρευτώ ότι με βοήθησες πολύ να κατανοήσω τον τρόπο σκέψης των ομόθρησκών σου». Ο Ισμαήλ χαμήλωσε το βλέμμα του σε ένδειξη σεβασμού. Η πομπή προχωρούσε και έφτασε κάτω από τον καυτό ήλιο στην είσοδο του Αλ Άκσα.
Ο Κορράδος αφίππευσε και η προσωπική του φρουρά σχημάτισε έναν κύκλο από σπαθιά και ασπίδες γύρω του, καθώς έμπαινε στον ιερό χώρο των μουσουλμάνων. Ο Ισμαήλ τον πλησίασε για να του πει κάτι, αφού είχε το ελεύθερο. Όσοι βρίσκονταν εκείνο το μεσημέρι στην πλατεία, είδαν τον νεαρό Άραβα να σκύβει πάνω από τον νέο βασιλιά της Ιερουσαλήμ, να βγάζει ένα στιλέτο από τον θώρακά του και να το καρφώνει με μανία οκτώ φορές στον ακάλυπτο από την πανοπλία λαιμό του Κορράδου.
«Άρχοντά μου, θα μπορούσα να σε σκοτώσω οποιαδήποτε στιγμή. Ήθελα όμως να δουν όλοι τον θάνατο ενός σκυλιού» είπε ο Ισμαήλ στον γεμάτο αίματα Κορράδο που πάσχιζε να φράξει με τα χέρια του τις τρύπες στον λαιμό του. Το αίμα σχημάτιζε πίδακες σε κάθε χτύπο της καρδιάς του που σε λίγο θα σταματούσε. Τα μάτια του γεμάτα έκπληξη είχαν ανοίξει αφύσικα και κοίταζαν τον δολοφόνο του.
«Ο Χασάν σε χαιρετά από τον τάφο του. Κανείς δεν γλιτώνει από τους Ασσασίνους» είπε ο Ισμαήλ, πέταξε το ματωμένο του στιλέτο στα μάρμαρα της πλατείας και αφέθηκε να τον κομματιάσουν με τα ξίφη τους οι φρουροί του νεκρού βασιλιά της Ιερουσαλήμ…
ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: