(3ο μέρος)Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ- Η κατηφόρα της γυναίκας μου προς την πουτανιά

Κοινοποίηση:
sexy-girls-yoga-pants-2-500x330

Φτάνοντας πίσω στο σπίτι του Σταύρου και της Μαρίας,

η εικόνα ήταν διαφορετική από εκείνη όταν είχα φύγει, κοντά δυο ώρες πριν. Η μουσική είχε χαμηλώσει πολύ, οι περισσότεροι είχαν αναχωρήσει. Λιγότερα από πέντε, έξι άτομα συζητούσαν στους καναπέδες, ο Σταύρος ανάμεσα σε αυτά. Πουθενά η γυναίκα μου, πουθενά οι «δύο». Προς στιγμήν ξέχασα τι είχα κάνει εγώ με τη Μαρία πριν λίγο και ένιωσα ένα τσίμπημα ζήλιας. Είναι δυνατό να είχε φύγει η Φλώρα με τους συναδέλφους της;

Πλησίασα το Σταύρο που καθόταν ανάμεσα σε ένα γνωστό μου ζευγάρι. Ο άντρας ήταν υπάλληλός του, γύρω στα 55. Η γυναίκα του λίγο μικρότερη, αξιόλογη για την ηλικία της από κάθε άποψη. Κάθε χρόνο ίδια μέρα που την έβλεπα, έκανα σκέψεις για αυτήν. Μου έριχνε μεν κάπου δέκα χρόνια, αλλά είχε ωραίο σώμα, μέτριο ύψος και φαινομενικά στητά βυζιά. Βοηθούσε σίγουρα το σουτιέν, ανοιχτόχρωμο σήμερα και ορατό μέσα από την άσπρη μπλούζα της. Αλλά το κύριο χαρακτηριστικό της ήταν το πουτανέ, γαμησιάρικο ύφος. Όποτε την έβλεπα (σπάνια όπως είπα) την κατέτασσα στη φαντασία μου στις γυναίκες που τα δίνουν όλα, σκέψη που με καύλωνε ιδιαιτέρως.

Εκείνη τη στιγμή όμως με απασχολούσαν άλλα.

Περίμενα ότι ο Σταύρος θα με ρωτήσει «πώς και άργησα τόσο» με τη γυναίκα του, οπότε ήμουν έτοιμος να ρωτήσω για τη δική μου, αλλάζοντας θέμα. Ωστόσο εκείνος μόλις με είδε από πάνω του, είπε απλώς «κάπου εδώ είναι η Μαρία» και συνέχισε τη συνομιλία του.

Πού κάπου εδώ; Η κουζίνα ήταν άδεια, το τραπέζι της γεμάτο χρησιμοποιημένα ποτήρια. Τα δύο άλλα δωμάτια με τις πόρτες και τα φώτα τους ανοιχτά, επίσης άδεια. Στο μπαλκόνι; Με τέτοιο κρύο; Έριξα μια ματιά, ένας άλλος υπάλληλος του Σταύρου κάπνιζε ένα χοντρό πούρο κουκουλωμένος στο παλτό (ο Σταύρος δεν άντεχε τον καπνό πούρου), ούτε εδώ η Μαρία. Έμενε η κρεβατοκάμαρα, το τελευταίο δωμάτιο του σπιτιού στο βάθος.

Πλησίασα, η πόρτα ήταν γερμένη αλλά όχι κλειστή, το φως σβηστό. Το μόνο δωμάτιο δηλαδή στο σκοτάδι.

Το αίμα μου πάγωσε όταν άκουσα από μέσα ομιλίες, φωνή ανδρική και γυναικεία. Πλησίασα έτσι που η σκιά μου να μη φανεί στο άνοιγμα και προσπάθησα να διακρίνω τι έλεγαν. Ήταν εύκολο. Ένας άνδρας (που υπέθεσα αμέσως ότι ήταν είτε ο Πέτρος, είτε ο Παύλος) μιλούσε με τη γυναίκα μου.

– Άσε με. Λίγο μόνο, πάνω από το πουκάμισο. Έτσι. Τι ωραία βυζιά που έχεις!

– Πιο ωραία από της γυναίκας σου;

Η φωνή της Φλώρας ακούστηκε έξτρα μεθυσμένη, του άλλου νηφάλια.

– Άσε της γυναίκας μου, τα δικά σου με καυλώνουν. Άσε με να τα φιλήσω.

– Είπες πάνω από το πουκάμισο! (η γυναίκα μου).

Μετά η φωνή του άλλου:

– Έλα, δώσ’ του τα. Δεν βλέπεις πόσο τα θέλει;

Ησυχία, μετά ένας ήχος φιλιού που σκάει απότομα.

– Σιγά! Θα μας ακούσουν (φωνή της γυναίκας μου).

– Ποιος θα μας ακούσει; Είναι όλοι πίτα. Έλα, άσε τον να τα φιλήσει (φωνή του δεύτερου άνδρα).

Ακολούθησαν τριάντα, σαράντα δευτερόλεπτα απόλυτης ησυχίας που έκαναν την καρδιά μου να χτυπά τρελά. Έπειτα:

– Έλα, λίγο μόνο παρ’ το. Μια σταλιά (φωνή του πρώτου).

– Όχι εδώ μέσα.

– Δεν θα μπει κανείς (φωνή του δεύτερου). Έλα, δεν μπορούμε να τον αφήσουμε έτσι.

Δηλαδή πώς;

– Δε γίνεται, απάντησε η γυναίκα μου. Τη Δευτέρα.

Τη Δευτέρα;

– Λίγο σου λέω, πέντε δευτερόλεπτα. Ένα φιλάκι μόνο (φωνή του πρώτου).

– Έλα, δεν μπορεί να περιμένει ως τη Δευτέρα (φωνή του δεύτερου).

– Αν μπει κανείς…

Ξανά η φωνή του πρώτου άνδρα:

– Εγώ δηλαδή δε δικαιούμαι; Θα μείνω έτσι;

Και μαζί του δεύτερου:

– Τι τσουλάκι θα είσαι αν τον αφήσεις στη μέση;

Τι ήταν αυτό που είχε ήδη προσφέρει «το τσουλάκι» στον άλλο; Ακολούθησε ησυχία, χειρότερη και από τους διαλόγους. Κυριολεκτικά – όχι τρόπος του λέγειν – είχα παγώσει. Κρύωνα, άρχισα να τρέμω. Κοίταξα πίσω, κανείς δεν ερχόταν στο διάδρομο. Ευτυχώς, γιατί η εικόνα που θα σχημάτιζαν για μένα – να κάνω ακουστικό μπανιστήρι στην ίδια τη γυναίκα μου – θα ήταν απελπιστική. Τότε:

– Αχ, ωραία, έτσι.

Ήταν ο πρώτος, αυτός που «δεν έπρεπε να μείνει έτσι». Δεν χρειαζόταν πολλά για να καταλάβω. Η γυναίκα μου κάτι του έκανε, ελπίζω απλώς να το έκανε με το χέρι.

– Αχ, τέλειωσε με, συνέχισε αυτός.

– Αν γυρίσει ο άνδρας μου…

– Έλα, πάρε το! Έλα… θα βγει ο Πέτρος να κοιτάει (κατάλαβα συνεπώς ότι ο Πέτρος ήταν ο «δεύτερος»).

– Δεν πάω πουθενά, απάντησε αυτός. Μου αρέσει να της τα κρατάω έτσι. Δεν πρόκειται να έρθει κανείς.

Το μυαλό μου σχημάτισε αμέσως την εικόνα. Ο Πέτρος από πίσω της με τα χέρια στα βυζιά της, ενώ εκείνη ασχολούταν με τον Παύλο, μπροστά της. Ετοιμάστηκα να απομακρυνθώ αν άκουγα βήματα, αλλά δεν έγινε τίποτα τέτοιο. Λίγη ησυχία ακόμα και μετά:

– Αχ, έλα. Πάρε το, γλείψε το. Λίγο, στην άκρη μόνο.

Η λέξη έπεσε στο κεφάλι μου σαν κεραυνός. Ήταν ξεκάθαρο ότι της ζητούσε να τον πάρει στο στόμα! Τι θα έκανε κάποιος άλλος στη θέση μου; Οι εννιά στους δέκα θα ορμούσαν μέσα να κάνουν φασαρία. Αλλά τι δικαίωμα είχα όταν λίγο πριν πηδούσα την αδελφή της; Κι όμως, αυτό που κυρίως με κρατούσε δεν ήταν λόγοι «δικαιοσύνης» αλλά ένας υπολογισμός: Ήμουν σίγουρος ότι η Μαρία θα έλεγε στη Φλώρα τι είχαμε κάνει, καλό λοιπόν θα ήταν να έχω διατηρήσει μια γραμμή άμυνας.

Την ίδια στιγμή οι εικόνες από τη σκοτεινή κρεβατοκάμαρα έκαναν το αίμα στο καυλί μου να κυκλοφορεί. Ήμουν καλά; Μέσα η γυναίκα μου ίσως έπαιρνε πίπα σε δύο ξένους ανθρώπους. Το λιγότερο, τους είχε αφήσει να πιάσουν τα βυζιά της και καθόταν πλάι τους, ενώ αυτοί της ζητούσαν να κάνει «κάτι παραπάνω» για να τελειώσουν. Παρόλο που είχα ήδη χύσει μια φορά το πρωί και μια δεύτερη σχεδόν μια ώρα πριν, κατέβασα το χέρι μου και έπιασα το καυλί μου πάνω από το παντελόνι. Έχει γούστο να σηκωνόταν. Τότε ακούστηκε ο Παύλος να τελειώνει. Πού έχυσε; Σε χαρτομάντιλο; Πάνω στο κρεβάτι; Στα παλτά των τελευταίων καλεσμένων; Στο στόμα της;

Έκανα μεταβολή. Γύρισα στο σαλόνι, έβαλα ένα ποτήρι ουίσκι με χέρι που έτρεμε και προσπάθησα να ηρεμήσω. Οι εικόνες και οι διάλογοι της γυναίκας μου στο σκοτάδι, μέσα στα χέρια δυο αντρών με το καυλί τους έξω, με χτυπούσαν με ορμή, σαν χαλάζι. Η καρδιά μου χτυπούσε ακανόνιστα, δεν άκουγα τη μουσική, κοιτούσα μπροστά χωρίς στην πραγματικότητα να βλέπω τίποτα.

Τότε, ενώ είχα την πλάτη προς το διάδρομο, οι δύο συνάδελφοι της γυναίκας μου πέρασαν από δίπλα μου, βάζοντας τα σακάκια τους που προφανώς είχαν πάρει από την κρεβατοκάμαρα. Πήγαν κατευθείαν στο Σταύρο και τον χαιρέτισαν, χωρίς να κοιτάξουν προς το μέρος μου.

Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα δυο χέρια με έπιασαν από πίσω στη μέση και το πρόσωπο της Φλώρας κόλλησε στον ώμο μου.

– Γύρισες; Σε έψαχνα παντού.

Γέλασε δυνατά. Η ανάσα της μύριζε αλκοόλ (τίποτα άλλο…). Δύο από τους τελευταίους γείτονες του Σταύρου στον απέναντι καναπέ μας κοίταξαν και σηκώθηκαν και αυτοί να τον χαιρετήσουν.

– Ήθελα να χορέψουμε.

Με αιφνιδίασε. Το «χορέψουμε» το είπε συλλαβιστά, σαν να ήταν δυο λέξεις. Είχε πιει πολύ περισσότερο από όσο συνήθιζε. Για μια στιγμή σκέφτηκα να της πω για την κρεβατοκάμαρα αλλά συγκρατήθηκα.

– Και να με γαμήσεις. Είμαι πολύ καυλωμένη.

Έσερνε τις λέξεις. Εγώ πάλι, δεν ξέρω αν είχα γίνει δυαδική προσωπικότητα, αλλά από τη μια ένιωσα να με πλημμυρίζει οργή, από την άλλη μια υπόγεια, σκοτεινή καύλα, καθώς επίτηδες εκείνη πίεζε τα βυζιά της πάνω στην πλάτη μου. Αυτά που λίγο πριν έπιαναν οι δύο.

– Γιατί καύλωσες έτσι; τη ρώτησα. Χόρεψες με τους δύο δικούς σου;

Η καύλα στη φωνή της ήταν το κάτι άλλο, καθώς μου απαντούσε.

– Ναι, και με τους δύο. Έτριβα τις ρώγες μου πάνω τους.

– Πουτάνα, είπα μαλακά.

– Ναι είμαι πουτάνα. Πουτανάκι. Για σένα όμως.

Που λίγο πολύ, σκέφτηκα, ήταν αλήθεια. Η φωνή της στην κρεβατοκάμαρα λίγο πριν, όταν μιλούσε στους δύο, δεν «έβγαζε» την ίδια καύλα.

– Έπρεπε να τους πάρεις και από μια πίπα, αποτόλμησα για να δω την αντίδρασή της.

– Μπορεί και να τους πήρα…

απάντησε μπερδεύοντας και επαναλαμβάνοντας τα λόγια της. Και αμέσως:

– Έλα, πάμε μέσα να πάρω εσένα μία.

Την κοίταξα παραξενεμένος.

– Πού παιδί μου;

– Στην κρεβατοκάμαρα, έλα, δε θα μας δει κανείς, έκανε τραβώντας με από το χέρι.

Ήταν εκτός εαυτού. Δεν έδειχνε κανένα δισταγμό.

Κοίταξα προς το Σταύρο. Αυτή τη φορά λόγω των περιστάσεων πρόσεξα περισσότερο την καυλιάρα 50άρα με το άπλετα ορατό σουτιέν κάτω από την μπλούζα της. Του μιλούσε γερμένη ελαφρώς προς το μέρος του πίνοντας κάτι διαφανές (τζιν ή βότκα), ενώ ο άντρας της στην άκρη του καναπέ άκουγε με χαμόγελο.

Εκείνη τη στιγμή έφευγε και η γνωστή γειτόνισσα με το γκόμενο της. Ο τελευταίος σε πελάγη άγνοιας, ως συνήθως. Δεν είχαν παλτά φυσικά, αφού είχαν έρθει από το απέναντι διαμέρισμα. Ήταν οι τελευταίοι.

Γύρισα ξανά προς τη γυναίκα μου, που εξακολουθούσε να με τραβάει. Η κίνησή της ήταν τελείως δηλωτική των προθέσεών της και μου έκανε εντύπωση πόσο λίγο την ένοιαζε αν το καταλάβαιναν οι παρόντες. Όπως περίμενα, τα ανοιχτά κουμπιά στο πουκάμισο ήταν τρία, με τις εσωτερικές καμπύλες από το στήθος της τέλεια φανερές. Αλλά το κυριότερο, το πουκάμισο ήταν τσαλακωμένο, αναστατωμένο και ακατάστατο στο σημείο που έμπαινε μέσα στη φούστα.

Την ακολούθησα στην κρεβατοκάμαρα. Προχωρούσε βαστώντας το τοίχο, πολύ πιο μεθυσμένη από ό,τι η αδελφή της νωρίτερα. Μπήκα πίσω της και με την πλάτη μου ακούμπησα πάνω στην πόρτα, να είμαι βέβαιος ότι δεν θα μπει κάποιος. Εκείνη ξεκούμπωσε βιαστικά το παντελόνι μου και σκύβοντας άρπαξε το καυλί μου στο στόμα. Έκανε σαν τρελή. Είχα καιρό να τη δω έτσι, ίσως χρόνια. Με τα χέρια άρχισα να τη χαϊδεύω στα μαλλιά ενώ εκείνη έγλειφε με μανία, επενεργώντας στη μέτρια για την ώρα στύση μου. Η γλώσσα της σε συνδυασμό με τη σκέψη ότι τα ίδια χείλη μπορεί να είχαν προ ολίγου πάρει άλλους δύο (το πιθανότερο) και το ίδιο στόμα ίσως είχε καταπιεί το σπέρμα τους, με απογείωναν.

Χαμήλωσα το σώμα μου και κάθισα στο πάτωμα, με την πλάτη πάντα στην πόρτα για σιγουριά. Ακολούθησε σαν μαγνητισμένη, συνεχίζοντας το γλείψιμο. Πρώτα στο κεφάλι από το καυλί, μετά σε όλο το μήκος ως τη ρίζα του, μετά στα αρχίδια και πίσω πάλι όλο μέσα στο στόμα της.

Άφησα τα μαλλιά της και έπιασα τα βυζιά μέσα από το άνοιγμα του πουκάμισου. Αυτά τα ίδια που χωρίς την παραμικρή αμφιβολία έπιαναν λίγα λεπτά πριν τέσσερα ξένα χέρια. Η ιδέα με καύλωνε τόσο που παρά ότι είχα χύσει μέσα στη Μαίρη – πόσο; μια ώρα πριν; – αισθάνθηκα ότι δε θα βαστούσα ώρα.

– Πουτάνα, πώς κάνεις έτσι; Θα πάρεις και αύριο πίπα, δεν είναι η τελευταία σου.

Έγλειφε το καυλί μου γύρω-γύρω εκείνη τη στιγμή.

– Αύριο και κάθε μέρα, απάντησε.

Ήθελα να ρωτήσω αν θα παίρνει και στους άλλους δύο, αλλά το απέφυγα. Αν μου απαντούσε αυτά που φανταζόμουν θα τέλειωνα αμέσως από την καύλα. Και δεν ήθελα να τελειώσω έτσι γρήγορα.

Της άνοιξα άλλο ένα κουμπί στο πουκάμισο και έπειτα άλλο ένα. Τώρα ήταν όλο ανοιχτό, πιασμένο στη μέση της μόνο, χαμηλά στη φούστα.

Τα βυζιά της στο μισοσκόταδο μέσα από το σουτιέν (έμπαινε μόνο το φως της πόλης από το παράθυρο) με καύλωναν όπως πάντα, καθώς ακολουθούσαν τις κινήσεις του σώματός της. Έβαλα την παλάμη μου από μέσα και άρχισα να της χαϊδεύω το ένα. Ξαφνικά μου ήρθε μια πολύ καυλωτική ιδέα.

– Έλα, δείξε μου πώς χόρεψες μαζί τους.

Καμιά απάντηση, συνέχισε να με γλείφει.

– Έλα, σήκω, είπα ξανά.

Έκανα να σηκωθώ ο ίδιος αλλά είχε πάρει όλο το καυλί μου μέσα στο στόμα της και δεν το άφηνε. Τα κατάφερα με το ζόρι, ενώ εκείνη με ακολούθησε με το στόμα της και ένα δυσαρεστημένο «μ…».

– Έλα, χόρεψε μαζί μου. Δείξε μου πώς χόρεψες με αυτούς.

Την τράβηξα να έρθει τελείως όρθια, το πρόσωπό της στο δικό μου.

– Μη, θέλω το καυλί.

– Έλα, δείξε μου πώς χόρεψες και θα το πάρεις ξανά.

– Μα…

– Έλα, επέμεινα.

Με αγκάλιασε με τα χέρια της στο λαιμό μου.

– Να, έτσι χόρεψα.

– Μπλουζ;

– Ναι.

– Κάνε ακριβώς πώς χόρεψες. Πώς τους ακουμπούσες.

Άρχισε να πιέζει το στήθος της πάνω μου και να χορεύει αργά έναν υποθετικό ρυθμό.

– Μόνο έτσι;

– Καυλώνεις; ρώτησε.

– Ναι, αλλά θέλω να κάνεις ακριβώς πώς χορέψατε.

– Να έτσι, κουνιόμουν δεξιά αριστερά να τρίβονται οι ρόγες μου πάνω τους.

Και πράγματι, άρχισε να κουνιέται και να τρίβει ελαφρά τις ρώγες της στο στήθος μου. Εννοείται, δεν ήξερα κανένα μπλουζ να χορεύεται έτσι. Όσο για την κίνησή της, ήταν τόσο πουτανιάρικη που λίγες θα τολμούσαν να την κάνουν μπροστά σε άλλους. Αν αλήθεια την είχε κάνει έτσι, θα την είχε πάρει μάτι όλο το σπίτι και θα ήξεραν τώρα οι πάντες τι πουτανάκι είναι.

– Δε σας βλέπανε;

– Μας βλέπανε. Είχε γίνει ησυχία.

Γέλασε πνιχτά με αυτό.

– Και μιλούσατε; Τι τους έλεγες;

– Εγώ τίποτα.

– Αυτοί τι έλεγαν;

– Ότι έχω ωραία βυζιά, ότι θέλουν να μου τα πιάσουν και να τα χύσουν, ότι θέλουν να γίνω το τσουλάκι τους και να με χρησιμοποιούν όποτε είναι καυλωμένοι.

– Δεν τους αρκεί η γυναίκα τους;

– Όχι, η γυναίκα του Πέτρου είναι λέει αριστοκράτισσα, συγκρατημένη (αποδίδω τα λόγια της σωστά, αν και εκείνη την ώρα μπέρδευε τις μισές συλλαβές από το μεθύσι). Εμένα με θέλει για να με χύνει σαν πουτάνα. Μου είπε πώς.

– Πώς; Πες μου.

– Να δουλεύει καθιστός στο γραφείο του και εγώ να του γλείφω τον πούτσο.

– Και θα το κάνεις;

– Θα το κάνω για να δει τι χάνει που δεν έχει μια πουτάνα γυναίκα.

– Μια βασίλισσα της πίπας, πρόσθεσα (συχνά την αποκαλούσα έτσι, όταν με έπαιρνε στο στόμα της, στον καναπέ).

– Ναι.

– Και η γυναίκα του άλλου; (δεν ήθελα να πω το όνομά του).

– Η γυναίκα του Παύλου είναι τσουλάκι που γαμιέται όπου βρει. Τους παίρνει και τους δύο. Θέλουν να με κάνουν ίδια, να έχουν λέει δύο.

Μου έκανε εντύπωση πόσα ήξερε για τις γυναίκες τους.

– Και θα γίνεις εσύ το τσουλάκι τους;

– Ναι, το καραπούτανο τους (και έτσι την αποκαλούσα, στα γαμήσια μας φυσικά).

– Θα ανοίγεις το πόδια να μπαίνουν στο μουνί σου όποτε θέλουν;

– Ναι, και θα έρχομαι να στα λέω για να δεις τι πουτάνα γυναίκα έχεις.

– Έλα, μη σταματάς να τα τρίβεις πάνω μου (οι ρώγες της με καύλωναν τρελά). Τι άλλο σου είπαν; Να τους πάρεις πίπα στο αυτοκίνητό τους;

Ήταν μια φαντασίωση που ήδη χρησιμοποιούσαμε.

– Ναι, να με χύσουν στα βυζιά στο πίσω κάθισμα.

– Και θα το κάνεις;

– Θα το κάνω και θα γυρίσω σε εσένα χυμένη.

– Σαν καλή πουτάνα.

– Χωρίς να τα σκουπίσω. Θα τα αφήσω να τα δεις…

– Τι άλλο; επέμεινα.

– Να έρθουμε εδώ μετά το χορό και να τους την παίξω.

– Και εσύ δέχτηκες;

– Ναι, δέχτηκα.

Πήγα να πω «το ξέρω».

– Για αυτό δεν ήσασταν πουθενά όταν γύρισα;

– Ναι, ήμουν εδώ μαζί τους.

– Και τι έκανες;

– Τους έπαιζα το καυλί.

– Και πού έχυσαν μωρή τσούλα;

– …

– Λέγε, πού έχυσαν;

Τα βυζιά της ήξερα ότι ήταν καθαρά.

– Πού; επέμεινα τρίτη φορά.

– Πάνω τους.

– Πουτάνα, ψεύτρα, τους πήρες στο στόμα.

– Ναι, τους πήρα στο στόμα… για να μη με δεις χυμένη σήμερα.

Δεν ήθελα περισσότερα. Ένιωσα το σπέρμα να ορμάει να βρει διέξοδο.

– Σκύψε, χύνω…

πρόλαβα να της πω και εκείνη αμέσως έπεσε πάνω στο καυλί μου με το στόμα ρουφώντας το σπέρμα μου. Αυτό ήταν. Όλη η κούραση της βραδιάς (μαζί με το γαμήσι της Μαρίας) με πλημμύρισε και έκανε τα γόνατά μου να λυγίσουν. Κάθισα στο πάτωμα μήπως πάρω δυνάμεις. Η γυναίκα μου κατάπιε ως την τελευταία σταγόνα και ξάπλωσε στη μοκέτα αποκαμωμένη, σε στάση εμβρύου. Το καυλί μου έπεσε σε χρόνο ντε-τε.

– Ζαλίζομαι, ανάγγειλε. Θα με πας σπίτι;

Άφησα να περάσουν δυο λεπτά χωρίς να απαντήσω και έπειτα τη βοήθησα να σηκωθεί. Υποβαστάζοντας τη, της κούμπωσα το πουκάμισο με δυσκολία. Με το λίγο φως που ερχόταν από το διάδρομο βρήκα το σακάκι της στο κρεβάτι και το έριξα πάνω της, χωρίς να της φορέσω καν τα μανίκια.

Μέσα ήταν μόνο ο Σταύρος και το ζευγάρι. Σήκωσαν το κεφάλι να μας χαιρετήσουν και το βλέμμα τους πήγε κατευθείαν στο πουκάμισο. Κοίταξα να δω τι συνέβαινε. Το είχα κουμπώσει στραβά και εξακολουθούσε βέβαια να είναι ανάστατο. Το μόνο που του έλειπε – ευτυχώς – ήταν κανείς λεκές από χύσια. Η 50άρα με κοίταξε με ένα πονηρό χαμόγελο, οι δύο άντρες ήταν πιο διακριτικοί. Η Φλώρα ακουμπούσε πάνω μου με τα μάτια μισόκλειστα.

– Κύριε Δημήτρη, είπε η 50άρα, δε γνωριστήκαμε ούτε φέτος. Να γνωριστούμε λίγο καλύτερα.

– Βέβαια, είπε ο Σταύρος, θα το κανονίσω. Δημήτρη, σου έχω συστήσει ξανά τον Τέλη και την Πόπη.

– Καληνύχτα, είπε η Φλώρα, εκτός τόπου και χρόνου, σέρνοντας τη λέξη.

Η Πόπη κοίταξε την τελειωμένη Φλώρα με νόημα, εστιάζοντας ξανά στο πουκάμισο.

– Χορεύεις ωραία, γλυκιά μου.

Δε δίστασα (σε ανταπόδοση) να καρφώσω και εγώ τα μάτια στο άσπρο σουτιέν, μέσα από την μπλούζα.

– Κανονίστε να γνωριστούμε, είπα.

Ο χαιρετισμός ολοκληρώθηκε όπως-όπως. Ο Σταύρος είπε ότι θα έμενε ακόμα λίγο με τους δύο και θα περνούσε αύριο το πρωί να πάρει τη Μαρία.

Σχεδόν κουβάλησα τη Φλώρα στο σπίτι. Από το βάθος ακούστηκε το ελαφρύ ροχαλητό της Μαρίας. Χωρίς να πλύνει ούτε τα δόντια της, πέταξε τα ρούχα και μπήκε με το σουτιέν και την κιλότα κάτω από το κρεβάτι. Για ένα δευτερόλεπτο σκέφτηκα ότι θα μύριζε το άρωμα της αδελφής της στα στρωσίδια, αλλά όχι. Ένα λεπτό μετά κοιμόταν βαριά.

Εμένα ήταν αδύνατο να με πάρει ο ύπνος. Έβαλα ένα ακόμα ουίσκι (μόλις το τρίτο της βραδιάς με όλα τα σούρτα φέρτα) και γύρισα στο σαλόνι, στον καναπέ.

Έπαιξαν ξανά στο μυαλό μου τα περιστατικά της νύχτας, πού ήμουν σίγουρος ότι θα άλλαζαν τη ζωή μας. Στην ανάμνηση της Μαρίας να μου λέει «τόσα χρόνια» χαμογέλασα, στην εικόνα (τη φαντάστηκα) της Φλώρας να χορεύει τρίβοντας τα βυζιά της στους δύο ένιωσα ξανά ένα τσίμπημα ζήλιας και μετά παραδόξως το μυαλό μου πήγε στο Σταύρο και την πενηντάρα. Τι να συζητούσαν με τόση προσήλωση στον καναπέ;

Έκλεισα τα μάτια και κοιμήθηκα για δυο ώρες εκεί, πριν πάω κατά τις πέντε τα ξημερώματα στο κρεβάτι μου.

Κεφάλαιο 5

Αν και είχα κοιμηθεί ελάχιστα, ξύπνησα την ώρα που ξυπνάω πάντα, περίπου στις εφτά. Δίπλα μου η Φλώρα κοιμόταν γυρισμένη προς εμένα, με το στόμα μισάνοιχτο, η ανάσα της να βγαίνει με ένα σφύριγμα και το στήθος της σχεδόν μπροστά μου, μέσα στο σουτιέν. Δε θυμόμουν ποτέ να είχε κοιμηθεί έτσι, με τα εσώρουχα, χωρίς πιτζάμες, αλλά η χτεσινή νύχτα δεν ήταν σαν τις άλλες. Και βέβαια μύριζε έντονα αλκοόλ.

Θυμήθηκα ότι μέσα, στο άλλο δωμάτιο, κοιμόταν η Μαρία. Στο μυαλό μου γύρισαν, τι άλλο, τα χτεσινά. Δεδομένο ένα, είχα πάρει την αδελφή της και μάλιστα από ό,τι φαινόταν το πράγμα θα είχε και συνέχεια. Δεδομένο δύο, η γυναίκα μου είχε «παίξει» με τους δύο συναδέλφους της, σε έκταση που μπορούσα να υποπτευτώ μεν, αλλά δεν ήμουν σίγουρος ως που είχε φτάσει. Για να το πω απλά, δεν ήμουν σίγουρος αν είχε φτάσει μέχρι το τσιμπούκι. Άλλο τι έλεγε για να με καυλώσει. Δεδομένο τρία, και πιο σημαντικό από όλα, δεν την ένοιαζε να το κάνει αυτό δίπλα σε είκοσι ανθρώπους, με την πόρτα μισάνοιχτη, ενώ λίγο πριν έκανε επίδειξη τρίβοντας τις ρώγες στους παρτενέρ της. Ήταν αυτή η Φλώρα που ήξερα;

Αμέσως η εικόνα των δύο να χαϊδεύουν τα βυζιά της στο σκοτάδι με ερέθισε. Πήγαινα «καλά»; Χμ, μπορεί και όχι. Καθώς κοίταζα τα δύο σφιχτά, γεμάτα βυζιά της μέσα στο σουτιέν, τα τιραντάκια χαλαρά πάνω στους ωραίους σκούρους ώμους της, τη φαντάστηκα ξανά στο δωμάτιο και προσπάθησα να ανακαλέσω τις λέξεις που είχαν χρησιμοποιήσει, κάτι που με καύλωσε ακόμα περισσότερο: «δώσε τα», «άσε τον να τα γλείψει», «παρ’ το λίγο, στην άκρη μόνο». Δεν κρατήθηκα. Έσκυψα, έβγαλα τη ρώγα από το ένα στήθος έξω από το σουτιέν και άρχισα να τη γλείφω. Η Φλώρα κουνήθηκε ελαφρά.

– Όχι… νυστάζω…

Σπάνιο της Φλώρας να αρνηθεί, πρέπει να ήταν ράκος. Αδιάφορος, συνέχισα να τη γλείφω.

– Θέλω να κοιμηθώ, μη με βασανίζεις…

μουρμούρισε. Συνέχισα ακάθεκτος. Χαμηλώνοντας μάλιστα το τιραντάκι, έβγαλα έξω όλο το βυζί και το έγλειψα παντού.

– Πουτάνα, θα σε γαμήσω για να μάθεις να τρίβεις τα βυζιά σου στους άλλους, είπα, ελπίζοντας να την κάνω να συμμετάσχει.

Τότε εκείνη έκανε κάτι που ακόμα και για τα στάνταρντ της προθυμίας της να ανταποκριθεί στις «πρωτοβουλίες» μου, πήγαινε πολύ. Με μια κίνηση γύρισε από την άλλη πλευρά του κρεβατιού, προς τον τοίχο, κατέβασε την κιλότα και τούρλωσε προς εμένα το κώλο και το μουνί της.

– Αν θες να γαμήσεις, γάμα, αλλά μη μου μιλάς, άσε με να κοιμηθώ.

Και έμεινε ακίνητη, συνεχίζοντας (;) τον ύπνο της.

Το καυλί μου δεν ήθελε πολλά. Το έφερα από κάτω, με το αριστερό χέρι άνοιξα τα μουνόχειλα και με το δεξί το έβαλα στο μουνί της. Συνάντησα μια αρχική δυσκολία, δοκίμασα δύο φορές, μπήκα τελικά μέσα της. Έπειτα την έπιασα και με τα δύο χέρια από πίσω, ανασήκωσα και άλλο τον κώλο της, κόλλησα τελείως πάνω της και άρχισα να τη γαμάω.

– Πουτάνα, είπα. Γαμιόλα. Άπιστο μουνί, αχόρταγο… (όλα αυτά σχεδόν στο αυτί της, χαμηλόφωνα. Δεν ήθελα να ακουστεί τίποτα στο μέσα δωμάτιο).

Συνέχισα να της γαμάω το μουνί χωρίς εκείνη να αντιδρά καθόλου. Άλλη μια καύλα από αυτές που με τρέλαιναν. Και άλλοτε έκανε ότι κοιμόταν ενώ πηδιόμασταν για να με ερεθίσει, ότι δηλαδή ήταν δήθεν έρμαιο στα χέρια μου, αυτή τη φορά όμως έμοιαζε με αληθινό. Δεν αποκλείεται και να βρισκόταν αλήθεια ανάμεσα στον «ξύπνιο» και τον ύπνο.

Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό μου: Η σκέψη ότι «εκδικούμουν» τα χτεσινοβραδινά σε συνδυασμό με την ασυνήθιστη στάση της, τη λεκάνη της ελαφρά ανασηκωμένη προς εμένα, με έκανε να καυλώσω τόσο που πριν περάσουν δυο λεπτά έχυσα μέσα της. Σίγουρα όχι μεγάλη ποσότητα, δεν είχαν περάσει ούτε πέντε ώρες από την πίπα στην κρεβατοκάμαρα του Σταύρου και της Μαρίας.

Έβγαλα το καυλί μου και σκούπισα τα τελειώματα σε ένα χαρτομάντιλο, ενώ εκείνης απλώς της ανέβασα το βρακί και τη σκέπασα. Ας χυνόταν το σπέρμα μου στην κιλότα της, ας γίνονταν χάλια τα σεντόνια, λίγο με ένοιαζε. Όταν θα τα καθάριζε θα θυμόταν την καύλα μου.

Σηκώθηκα να ανοίξω την καφετιέρα και έριξα μια ματιά στη Μαρία. Κοιμόταν του καλού καιρού, σκεπασμένη ολόκληρη – και το κεφάλι – στο πάπλωμα.

Ενώ έπινα τον καφέ μου σκεφτόμουν σε τι ιστορία είχα μπει. Δύο αδελφές, η μια πιο πουτάνα από την άλλη. Η αλήθεια είναι ότι ως πρόσφατα θεωρούσα ότι η Μαρία -συγκριτικά με τη δική μου- ήταν πουτάνα εκτός συναγωνισμού, αλλά άρχιζα να έχω τις αμφιβολίες μου. Τέλος πάντων, πουτάνες και δυο, παρμένες και οι δύο από μένα το προηγούμενο βράδυ, να κοιμούνται τώρα αποκαμωμένες στα κρεβάτια του σπιτιού μου.

Η ζωή προμηνυόταν ωραία; Τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή, ήμουν βέβαιος.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: