Είναι αναγκαίες «μεγαλύτερες προσπάθειες, που παραμένουν το κλειδί για την οικονομική ανάκαμψη και διαρκή ανάπτυξη» τόνισε η επικεφαλής Κριστίν Λαγκάρντ, υπογραμμίζοντας ότι πρέπει να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις.
Με το καρότο και το μαστίγιο αντιματώπισε για ακόμη μια φορά το ΔΝΤ τη χώρα.
Σύμφωνα με την Κριστίν Λαγκάρντ μάλιστα οι αλλαγές στο Δημόσιο δεν συμβαδίζουν με το πρόβλημα της χώρας τονίζοντας μάλιστα ότι οι βαθύτερες μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα είναι «ζωτικής σημασίας για να ολοκληρωθεί η αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή και το πρόγραμμα να προχωρήσει με την ευρεία στήριξη της κοινής γνώμης».
Προχωρώντας ακόμη ένα βήμα παραπ΄’ερα η κ. Λαγκάρντ τόνισε ότι πρέπει να απομακρυνθεί το προσωπικό που χαρακτήρισε μη επαρκές.
Πρόσθεσε επίσης ότι για τον εκσυγχρονισμό της διοίκησης των εσόδων πρέπει να γίνουν περισσότερα, όπως και για τη μεταρρύθμιση της φορολογίας εισοδήματος, προσθέτοντας ότι θα είναι σημαντικό να αποφευχθούν αλλαγές στη φορολογική πολιτική που υπονομεύουν τα έσοδα. «Με δεδομένη την αργή πρόοδο στις μεταρρυθμίσεις της δημόσιας διοίκησης, οι προσπάθειες πρέπει να επικεντρωθούν στην εξασφάλιση της εξόδου από ανειδίκευτο προσωπικό για να δημιουργηθεί χώρος ώστε να προσληφθεί νέο προσωπικό με τα κατάλληλα προσόντα» ανέφερε η επικεφαλής του ΔΝΤ.
Στη συνέχεια, υποστήριξε ότι «ευρύτερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να επιταχυνθούν για να δοθεί ώθηση στην παραγωγικότητα και την ανάπτυξη. Και επείγοντα μέτρα πρέπει να ληφθούν για να αντιμετωπιστούν οι ανησυχίες σχετικά με τη διάρθρωση και τη διακυβέρνηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, καθώς και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς του».
Η κ. Λαγκάρντ πρόσθεσε, μεταξύ άλλων, ότι «σημαντική πρόοδος έχει σημειωθεί στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, ιδίως μέσω της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών».
Καταλήγοντας, τόνισε ότι «το δημόσιο χρέος αναμένεται να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα και την επόμενη δεκαετία. Οι διαβεβαιώσεις από τους Ευρωπαίους εταίρους ότι θα εξετάσουν περαιτέρω μέτρα και βοήθεια, αν χρειαστεί, για να μειωθεί το ελληνικό χρέος σε σημαντικά επίπεδα, κάτω από 110% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και που εξαρτάται από την πλήρη εφαρμογή όλων των προϋποθέσεων που περιέχονται στο ελληνικό πρόγραμμα, είναι ευπρόσδεκτες».