17Ν: Όταν έσκασε η βόμβα στα χέρια του Ξηρού

Κοινοποίηση:
17n-diki__3_

Δεν ήταν Δευτέρα. Ήταν Σάββατο, όταν το ημερολόγιο έδειχνε 29 του μήνα και δύο «σκιές» προχωρούσαν στο λιμάνι του Πειραιά, λίγο μετά τις 21:30 το βράδυ. Ήταν μια ζεστή νύχτα του 2002, γεμάτη από την υγρασία και τις συνήθεις μυρωδιές γύρω από τις αποβάθρες, ενώ λίγο πιο κάτω ήταν τα εκδοτήρια των εισητηρίων. Εκεί κατευθύνονταν οι «σκιές» με τα κωδικά ονόματα «Μιχάλης» και «Λουκάς», οι κατά κόσμον Σάββας Ξηρός και Δημήτρης Κουφοντίνας, κουβαλώντας ο καθένας τους από έναν εκρηκτικό μηχανισμό.

Στόχος των δύο μελών της 17Ν ήταν τα εκδοτήρια της Minoan Flying Dolphins, όμως η μοίρα ή για την ακρίβεια ένα παλιό κινέζικο ρολόι, που είχε χρησιμοποιηθεί στον ένα εκρηκτικό μηχανισμό, σφράγισε το τέλος εποχής για την περιώνυμη τρομοκρατική οργάνωση. Ο Κουφοντίνας άκουσε την εκρηξη και κατάλαβε αμέσως ότι κάτι πολύ κακό είχε συμβεί, όταν είδε κόσμο μαζεμένο και τον Σάββα Ξηρό σοβαρά τραυματισμένο. Έφυγε, όταν άκουσε τις σειρήνες, γνωρίζοντας ότι έπρεπε να κάνει συγκεκριμένες «δουλειές», ώστε οι Αρχές να βρουν όσο το δυνατόν λιγότερα αποδεικτικά στοιχεία και τεκμήρια.

Ο Ξηρός μεταφέρεται αρχικά στο Τζάνειο, ενώ οι Αρχές βρίσκουν μέσα στην τσάντα του μια αρμαθιά κλειδιά και ένα περίστροφο, ενώ λίγη ώρα μετά η Αντιτρομοκρατική εισβάλλει στο εργαστήριο αγιογραφίας του Σάββα στην οδό Αιγιαλείας στον Κολωνό. Ο τότε αρχηγός της ΕΛΑΣ, Φώτης Νασιάκος, είναι «σφίγγα» τα πρώτα 24ωρα, όπως και όλοι όσοι ασχολούνται με την υπόθεση, ενώ ο Κουφοντίνας έχει ήδη πιάσει δουλειά. Πηγαίνει στις δυο γιάφκες της 17Ν στα Πατήσια και στο Παγκράτι και καταστρέφει χειρόγραφα, ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τους σκληρους τους δίσκους.

Στην γιάφκα της Δαμάρεως ρίχνει όλα τα όπλα μέσα στην μπανιέρα γεμάτη με νερό, ό,τι απορρυπαντικά υπήρχαν και χλωρίνη, προκειμένου να εξαλειφθούν δείγματα DNA και αποτυπώματα. Τελειώνοντας, θα πάρει μαζί του τα δύο πιο πολύτιμα για τον ίδιο αντικείμενα, την γραφομηχανή της οργάνωσης, στην οποία γράφονταν οι προκυρήξεις και το ιστορικό 45άρι, αυτό που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1975, στην δολοφονία του σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα, Ρίτσαρντ Ουέλς.

Οι συλλήψεις και η παράδοση του «Λουκά»

Λίγα 24ωρα μετά την σύλληψη του Ξηρού, οι εργαστηριακοί έλεγχοι στο 38άρι περίστροφο που είχε πάνω του ο τρομοκράτης, δείχνουν ότι αυτό ανήκε στον αστυφύλακα Χρήστο Μάτη. Ο τελευταίος είχε πέσει νεκρός τα Χριστούγεννα του 1983 στην Εθνική Τράπεζα στα Πετράλωνα, κατά την διάρκεια ληστείας από μέλη της 17Ν και το όπλο του κατέληξε στα χέρια του Σάββα Ξηρού. Από εκείνη την στιγμή ένα πολύ μεγάλο αντιτρομοκρατικό δίχτυ που, σύμφωνα με στελέχη υπηρεσιών ασφαλείας, ήταν έτοιμο από καιρό, έπεσε πάνω από χώρους, στέκια και πρόσωπα ύποπτα για σχέσεις με μέλη της οργάνωσης. Ο Κουφοντίνας «εξαφανίζεται», ο πολυτραυματίας Σάββας Ξηρός μεταφέρεται αυστηρά φρουρούμενος στον Ευαγγελισμό και η Ελλάδα παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα τις εξελίξεις, που είναι καταιγιστικές.

Οι συλλήψεις των Χριστόδουλου και Βασίλη Ξηρού, του Διονύση Γεωργιάδη, του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου στους Λειψούς, του Βασίλη Τζωρτζάτου και του Θεολόγου Ψαραδέλλη στην Χιλιαδού έρχονται στα μέσα Ιουλίου. Θα ακολουθήσουν κι άλλες, όμως το μεγάλο «ψάρι», ο «φαρμακοχέρης», όπως αποκαλούσαν τον Δημήτρη Κουφοντίνα, παραμένει άφαντος, παρά το ανθρωποκυνηγητό της ΕΛΑΣ. Οι ανακρίσεις, ειδικά αυτή του Σάββα Ξηρού στον Γιάννη Διώτη, λαμβάνει μυθικές διαστάσεις, αφού, όπως γράφεται κατά κόρον, χρησιμοποιούνται ψυχοφάρμακα, προκειμένου να «σπάσει».

Την ίδια στιγμή, ο «Λουκάς» βρίσκεται στο Αγκίστρι, απέναντι από την Αίγινα, ζει περίπου σαν ερημίτης και παρακολουθεί τις εξελίξεις και τα όσα λέγονται και γράφονται στα ΜΜΕ για το κυνηγητό του. Όταν αποφασίζει να παραδοθεί ο αρχιεκτελεστής της 17Ν θα το κάνει με τους δικούς του όρους, θέλοντας ίσως να δείξει ότι, αν ήθελε, θα μπορούσε να μείνει κρυμμένος, ίσως για μήνες.

Στις 5 Σεπτεμβρίου, πέντε λεπτά μετά τις 14:30 το μεσημέρι, ένα ταξί αφήνει τον «Λουκά» μπροστά από το κτήριο της ΓΑΔΑ στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας, ο οποίος αφήνει για την κούρσα 100 ευρώ στον ταξιτζή. Με κοντό μαλλί και μαύρο παντελόνι, ο Κουφοντίνας πλησιάζει το φυλάκιο στην είσοδο του κτηρίου και με σταθερή φωνή λέει στον αστυνομικό που είχε βάρδια: «Είμαι ο Δημήτρης Κουφοντίνας και θέλω να παραδοθώ». Ο τελευταίος δεν τον πιστεύει, πρωτίστως γιατί ο άνδρας που έχει μπροστά του δεν μοιάζει με αυτόν που όλοι έχουν δει σε φωτογραφίες, αλλά όταν ο Κουφοντίνας επιμένει, επικοινωνεί με την Αντιτρομοκρατική.

Οι αξιωματικοί που κατέβηκαν σε χρόνο dt παίρνουν μαζί τον άνδρα με το μαύρο παντελόνι, ανεβαίνουν στον 12ο όροφο και μετά την ταυτοποίηση των δαχτυλικών αποτυμάτων του, πιστοποιούν ότι έχουν μπροστά τους τον αρχιεκτελεστή της 17Ν. Της οργάνωσης που άρχισε να ξηλώνεται μια τέτοια μέρα πριν από 18 χρόνια μετά από σχεδόν τρεις δεκαετίες γεμάτες από δολοφονίες, ληστείες και εκτελέσεις σαν αυτή του σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα Ρίτσαρντ Ουέλς.

Όταν «μίλησε» το 45άρι

To Ψυχικό την νύχτα είναι συνήθως ένα έρημο προάστιο, ειδικά τον χειμώνα όταν οι κάτοικοι του κλείνονται από νωρίς στα σπίτια τους και απολαμβάνουν την θαλπωρή της ζέστης. Οι τρεις άνθρωποι όμως που περίμεναν μέσα σε ένα Simca, εκείνο το βράδυ του Δεκέμβρη πριν από 45 χρόνια, δεν ήταν νευρικοί. Κρύωναν και κατά πάσα πιθανότητα όπως κάνουν όλοι σε τέτοιες συνθήκες, έτριβαν τα χέρια τους για να ζεσταθούν περιμένοντας τον στόχο τους, λίγα μέτρα μακριά από την είσοδο της κατοικίας του.

Κι ο στόχος τους δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος, αλλά ο Ρίτσαρντ Ουέλς, ένας επιτελικός αξιωματούχος της CIA που διηύθυνε τον σταθμό της υπηρεσίας στην Αθήνα. Η τριάδα που τον περίμενε είχε μελετήσει για καιρό τις κινήσεις του σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα, σε μια Ελλάδα που μόλις είχε επανέλθει η Δημοκρατία και προσπαθούσε να συνέλθει από την επταετία των συνταγματαρχών.

Ένας από αυτούς έσφιγγε στο χέρι του ένα 45άρι Colt, γεμάτο και ελεγμένο εξονυχιστικά, ώστε να μην συμβεί τίποτε, όταν θα πάταγε την σκανδάλη. Ο δρόμος έξω από την κατοικία του Ρίτσαρντ Ουέλς, που διέμενε στην αριστοκρατική συνοικία του Παλαιού Ψυχικού, ήταν εντελώς έρημος. Ο Αμερικανός αξιωματούχος των μυστικών υπηρεσιών είχε πάει μαζί με την δεύτερη σύζυγό του, Κίκα, σε ένα χριστουγεννιάτικο κάλεσμα. Προφανώς δεν φανταζόταν ποτέ ότι η μοίρα της ζωής του είχε ήδη σφραγιστεί αμετάκλητα, όταν επέστρεφε στο σπίτι του, αν και είχε αντιληφθεί ότι το τελευταίο διάστημα κάποιοι τον παρακολουθούσαν.

Πίστευε ότι πιθανόν να ήταν πράκτορες της KGB που υπηρετούσαν στο κλιμάκιο της Αθήνας, αλλά είχε κάνει λάθος. Την στιγμή που η λιμουζίνα στην οποία επέβαινε έφτασε στην είσοδο της κατοικίας του, οι τρεις άνθρωποι βγήκαν από το αυτοκίνητό τους και επιτάχυναν το βήμα τους. Φορούσαν όλοι κουκούλες και μόλις πλησίασαν τον στόχο τους, οι δύο απομάκρυναν την σύζυγο και τον οδηγό του Ουέλς, ενώ ο τρίτος πυροβόλησε τρεις φορές τον σταθμάρχη της CIA, που έπεσε νεκρός. Το θρυλικό στα χρόνια που ακολούθησαν 45αρι Colt της 17Ν, αυτό που δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα, είχε «πιάσει» δουλειά, και η τρομοκρατική οργάνωση μόλις ξεκινούσε την ματωμένη πορεία της.

Η τριάδα απομακρύνθηκε με γρήγορα βήματα αλλά χωρίς να τρέχει, μπήκε στο πράσινο Simca και αναπτύσσοντας ταχύτητα χάθηκε μέσα στους δρόμους του Ψυχικού, την ίδια στιγμή που οι κραυγές της κυρίας Ουέλς, έσπαζαν την ηρεμία της νύχτας. Η δολοφονία του σταθμάρχη της CIA ήταν το πρώτο θέμα στην ειδησεογραφία της επόμενης μέρας, όμως, παρά το γεγονός ότι η τρομοκρατική οργάνωση έστειλε την πρώτη της προκήρυξη, αυτή δεν δημοσιεύθηκε σε καμία εφημερίδα. Μετά από εισαγγελική απόφαση που απαγόρευσε την δημοσιοποίησή της, οι πολίτες στην Ελλάδα δεν έμαθαν για τη νεοσύστατη οργάνωση.

Την ίδια ακριβώς τύχη είχε και η δεύτερη προκήρυξη, που απέστειλε η οργάνωση δύο ημέρες αργότερα, στην οποία κατηγορούσε τις εφημερίδες για τα όσα έγραψαν περί «μελαμψών Αράβων εκτελεστών», περί «Τούρκων δολοφόνων» και «ατόμων» που είχαν ξενική προφορά. Οι συγγραφείς της ξεκαθάριζαν επίσης ότι στόχος τους ήταν αποκλειστικά ο σταθμάρχης της CIA και μόνο, γι’ αυτό και δεν πείραξαν την σύζυγο και τον οδηγό του.

Λίγες ημέρες αργότερα, στο Παρίσι, μια άγνωστη γυναίκα παραδίδει στον Γάλλο φιλόσοφο και αρθογράφο της αριστερής εφημερίδας Liberation, Ζαν Πολ Σαρτρ, την προκήρυξη της 17Ν μέσα σε έναν κλειστό φάκελο. Ο τελευταίος την παραδίδει στον τότε διευθυντή της εφημερίδας, Ζορζ Ζιλί, ο οποίος, αφού της ρίχνει μια ματιά, την κρατάει, αλλά δεν την δημοσιεύει. Θα το κάνει δύο χρόνια μετά, όταν η 17Ν θα χτυπήσει ξανά, εκτελώντας την Τρίτη 14 Δεκεμβρίου του 1976, στην οδό Άτλαντος στο Παλαιό Φάληρο, τον βασανιστή της Χούντας και απότακτο αστυνομικό Ευάγγελο Μάλλιο.

Οι εκτελεστές είναι δύο, όμως το θύμα τους επιζεί μέχρι να μεταφερθεί στην Γενική Κλινική Π. Φαλήρου. Με όσες δυνάμεις έχει, φωνάζει «1973» στους γιατρούς -εννοώντας προφανώς κάποιον αριθμό αυτοκινήτου- προσθέτοντας την φράση «ένας ψηλός και μια κοπέλα». Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια της ζωής του.

Λίγα 24ωρα αργότερα η Liberation δημοσιεύει την προκήρυξη της οργάνωσης για την δολοφονία Ουέλς, την οποία αναδημοσιεύουν την επομένη όλες οι ελληνικές εφημερίδες. Οι έρευνες της αστυνομίας πιστοποιούν ότι ο Μάλλιος δολοφονήθηκε με το ίδιο 45αρι που χρησιμοποιήθηκε στην δολοφονία του Αμερικανού σταθμάρχη. Αυτή, που άνοιξε τον κύκλο της τρομοκρατίας στην Ελλάδα εκείνο το κρύο βράδυ του Δεκέμβρη στο Παλαιό Ψυχικό και κράτησε σχεδόν τρεις δεκαετίες…

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: