16 Αυγούστου 1943: Η σφαγή του Κομμένου της Άρτας

Κοινοποίηση:
ImageHandler (4)

Μια από τις μεγαλύτερες σφαγές αμάχων στην ιστορία της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα, διαπράχθηκε στις 16 Αυγούστου 1943 στο χωριό Κομμένο του νομού Άρτας. Οι ναζί σκότωσαν 317 άμαχους, ανάμεσά τους γυναίκες, μικρά παιδιά, ακόμα και βρέφη.

Και, όπως συνήθως, κανείς δεν τιμωρήθηκε για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο μαρτυρικό χωριό.

Θα δούμε πώς διαδραματίστηκαν τα γεγονότα, στηριζόμενοι, κυρίως στο βιβλίο “Η Φρίκη του Κομμένου” του Herman Frank Meyer ο οποίος βραβεύτηκε από την Κοινότητα του Κομμένου για το έργο και την έρευνά του, αλλά και σε αναφορές αυτόπτων μαρτύρων, κυρίως του Στέφανου Παππά, συγγραφέα του βιβλίου “Η Σφαγή του Κομμένου” (1996).

Το χωριό Κομμένο


Το Κομμένο Άρτας βρίσκεται στην αριστερή όχθη του ποταμού Άραχθου, κοντά στον Αμβρακικό κόλπο. Αποτελεί (από το 2010), ιστορική έδρα του Δήμου Νικολάου Σκουφά. Οι κάτοικοί του ασχολούνται με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και την αλιεία. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, είχε 626 κατοίκους. Κατά την απογραφή του 1940, ο πληθυσμός του ήταν 776 άτομα.

11 Αυγούστου 1943 – Η αρχή της τραγωδίας

Το μεσημέρι της 11ης Αυγούστου 1943, έφτασαν στο Κομμένο 2 αποστολές ανταρτών (μία του ΕΔΕΣ και μία του ΕΛΑΣ) για να συζητήσουν με τους κατοίκους τις μελλοντικές συνεισφορές τους.

“Ήρθαν σαν τους κλέφτες, μας εκβίασαν, τονίζοντας ότι δεν θα υπάρξουν διαπραγματεύσεις” (Αλέξανδρος Μάλλιος, κάτοικος του Κομμένου, επιζών της σφαγής, συνέντευξη, Μάιος 1997).
Στο Κομμένο, έκανε ως τότε “κουμάντο” ο ΕΔΕΣ.

Οι κάτοικοι του χωριού τροφοδοτούσαν τους αντάρτες με 400 οκάδες όσπρια και σιτηρά (1 οκά ισοδυναμούσε με 1.282 γραμμάρια).

Οι Ελασίτες που εμφανίστηκαν στις 11 Αυγούστου ζήτησαν να τους παρέχονται 7.000 οκάδες τρόφιμα. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των ανταρτών και των κατοίκων του χωριού, μπροστά από μια ταβέρνα, γινόταν όλο και πιο θορυβώδεις.

Ένας Ελασίτης είχε σκαρφαλώσει στον μεγάλο πλάτανο της πλατείας του χωριού ενώ ένας άλλος είχε ακουμπήσει ένα οπλοπολυβόλο στον τοίχο της ταβέρνας. Ο ιδιοκτήτης της, έβαλε ένα τσουκάλι στη φωτιά προσπαθώντας να κατευνάσει τα πνεύματα.

Ξαφνικά, ένα ανοιχτό γερμανικό στρατιωτικό όχημα εμφανίστηκε στην πλατεία του χωριού. Ο οδηγός του πανικοβλήθηκε από τη θέα του οπλοπολυβόλου και έχασε τον έλεγχό του. Άλλοι δύο Γερμανοί επέβαιναν στο όχημα. Πριν κατακαθίσει η σκόνη που σήκωσε το όχημα οι κάτοικοι του χωριού και οι αντάρτες διαλύθηκαν. Ορισμένες θαρραλέες γυναίκες πρόλαβαν και έκρυψαν τα όπλα στα χόρτα πίσω από την ταβέρνα. Ο Ελασίτης χειριστής του οπλοπολυβόλου επιχείρησε να σκοτώσει τους τρεις Γερμανούς που επέβαιναν στο ανοιχτό “Φόλκσβαγκεν”. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε. Μάλιστα, οι κάτοικοι του χωριού βοήθησαν τους Γερμανούς να βγάλουν το αμάξι από το χαντάκι και να επιστρέψουν στο στρατόπεδό τους (στις όχθες του ποταμού Λούρου).

Στο γερμανικό όχημα, επέβαιναν ο συνταγματάρχης Γιόζεφ Ζάλμινγκερ, ένας υπασπιστής του και ο οδηγός, υποδεκανέας Άντον Μπάντερ.

Ο Ζάλμινγκερ είχε τραυματιστεί συνολικά 14 φορές σε διάφορες μάχες! “Αυτό που τον χαρακτήριζε δεν ήταν μόνο θάρρος και ηγετικές ικανότητες αλλά και υπέρμετρη φιλοδοξία για άνοδο και περισσότερες διακρίσεις” (Έριχ Σίντλερ, συμπολεμιστής του Ζάλμινγκερ, συνέντευξη, 1998).

 Γιόζεφ Ζάλμινγκερ

Αρκετοί κάτοικοι του Κομμένου, προβλέποντας ότι αυτό το γεγονός θα είχε οδυνηρές επιπτώσεις, εγκατέλειψαν το χωριό και κρύφτηκαν στη βαλτώδη περιοχή του Άραχθου. Παράλληλα, μια αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον πρόεδρο του χωριού Λάμπρο Ζορμπά, τον ιερέα Λάμπρο Σταμάτη και τον καθηγητή Στέφανο Παππά, πήγαν στην Άρτα για να εξηγήσουν στο ιταλικό αρχηγείο το συμβάν με τους Γερμανούς και το οπλοπολυβόλο. Ανέφεραν ότι οι αντάρτες όχι απλά δεν είχαν προσκληθεί από αυτούς αλλά ότι το χωριό υπέφερε από τις απαιτήσεις τους.

Κανείς απ’ όσους μετείχαν στη συνάντηση με τους προεστούς του Κομμένου δεν καταγόταν απ’ το χωριό, όλοι ήταν “ξένοι” και ανήκαν είτε στον ΕΛΑΣ είτε στον ΕΔΕΣ. Συνεπώς, δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να τιμωρηθούν οι κάτοικοι του Κομμένου εξαιτίας της συμπεριφοράς των ανταρτών.

Στις 13 Αυγούστου 1943, η αντιπροσωπεία επέστρεψε στο Κομμένο, φέρνοντας ευχάριστα νέα. Η ιταλική διοίκηση τους διαβεβαίωσε ότι δεν υπήρχε κανένας φόβος για πιθανή αντεκδίκηση ή σκληρά αντίποινα και ότι δεν ευθυνόταν κάποιος απ’ το χωριό για την παρουσία των ανταρτών και του οπλοπολυβόλου στο Κομμένο.

Ο σχεδιασμός της σφαγής


Δυστυχώς όμως για τους κατοίκους του μαρτυρικού Κομμένου, οι Γερμανοί είχαν τελείως διαφορετική άποψη απ’ τους συμμάχους τους (ως τότε…) Ιταλούς. Το 98ο Σύνταγμα, υπό τη διοίκηση του συνταγματάρχη Γιόζεφ Ζάλμινγκερ, αποτελούνταν από τρία τάγματα. Το τρίτο βρισκόταν υπό τις διαταγές του 30χρονου ταγματάρχη Ράινχολντ Κλέμπε. Ο 12ος λόχος αποτελούνταν από 120 άνδρες και διοικητής του ήταν ο 29χρονος υπολοχαγός Βίλι Ρέζερ.

Ράινχολντ Κλέμπε

Οι άνδρες του Συντάγματος ήταν στην πλειοψηφία τους μπαρουτοκαπνισμένοι, είχαν πολεμήσει στη Ρωσία και προέρχονταν από το Μαυροβούνιο όπου είχαν σκοτώσει “περίπου 10.000 κομμουνιστές ή λήσταρχους” (κατά τη ναζιστική ορολογία).

Είχαν στρατοπεδεύσει, όπως είπαμε, στις όχθες του Λούρου, στην περιοχή μεταξύ Ιωαννίνων και Άρτας. Πήραν μέρος σε διάφορες “εκκαθαριστικές επιχειρήσεις” (δολοφονίες και σφαγές αμάχων στην πλειοψηφία τους δηλαδή), στη μαρτυρική και αδούλωτη Ήπειρο, από τις αρχές Ιουλίου ως τα μέσα Αυγούστου. Όμως τα αποτελέσματα των επιχειρήσεων αυτών δεν ήταν ιδιαίτερα ικανοποιητικά για τους αδίστακτους ναζί…

Η αναφορά της 12ης Αυγούστου, για την περιπέτεια του Ζάλμινγκερ στο Κομμένο, ήταν καταδικαστική για το χωριό (αν και έβριθε ανακριβειών…).

“Προσωπική αναγνωριστική επιχείρηση διαπίστωσε ότι το Κομμένο (12 χλμ. Ν-ΝΑ της Άρτας) βρίσκεται στα χέρια συμμοριτών, 25-30 άνδρες με στολές ερήμου. Προς το παρόν δεν έχουν σχεδιαστεί αντίποινα” (12.8.43. ΟΑ-ΣΤ Φράιμπουργκ: RH 28-1/ 102).

Όμως, στις 14 Αυγούστου 1943, η ηγεσία της μεραρχίας αποφάσισε και: “η ομάδα Ζάλμινγκερ έλαβε διαταγή να προετοιμάσει αιφνιδιαστική επιχείρηση κατά της διαπιστωμένης συμμορίας στο Κομμένο” (ΟΑ-ΣΤ Φράιμπουργκ: RH 28-1/ 99 σελ. 88).

Ο, τότε δεκανέας, Άλμπερτ Τσάντερ, που όπως θα δούμε παρακάτω έπαιξε σημαντικό ρόλο στη σφαγή, μιλώντας στον H.F. Mayer τη δεκαετία του 1990 είπε: “Ολόκληρος ο λόχος (12/98) μας, έπρεπε πρώτα να συγκεντρωθεί στο στρατόπεδο και μετά ο διοικητής του λόχου, Βίλι Ρέζερ, μας εξήγησε τους λόγους για την επιχείρηση εκδίκησης της επόμενης ημέρας. Μέσα στο χωριό δέχτηκε ο διοικητής του συντάγματός μας εχθρικά πυρά και γι’ αυτό έπρεπε να τιμωρηθεί το χωριό. Ο Ζάλμινγκερ το είπε (κατάπτυστο ψέμα όπως προκύπτει απ’ όσα αναφέραμε…). Το χωριό στο οποίο θα γινόταν η επιχείρηση βρισκόταν στα χέρια των ανταρτών. Ναι, και μετά μας είπαν ότι έπρεπε να καταστρέψουμε τα πάντα, επειδή οι Εγγλέζοι είχαν μόλις βομβαρδίσει την Κολωνία και αναρίθμητα γυναικόπαιδα είχαν βρει τον θάνατο κατά τον βομβαρδισμό” (χωρίς σχόλια…).

Ο Σίγκμουντ Κραν, που ανήκε τότε στο προσωπικό κουζίνας, ανέφερε: “Το πρωί έπρεπε να δώσω καφέ στους στρατιώτες που ήταν έτοιμοι για την πορεία. Τότε, είχε ακουστεί ότι έψαχναν εθελοντές για κάποια ειδική αποστολή. Παρουσιάστηκαν όμως εθελοντικά μόνο 12 με 15 άτομα κι έτσι ακυρώθηκε η πρώτη διαταγή και ύστερα από απόφαση του διοικητή του λόχου έπρεπε να προετοιμαστεί ολόκληρος ο 12ος λόχος του 98ου συντάγματος για την επικείμενη πορεία”.
Προφανώς, οι ελάχιστοι εθελοντές που παρουσιάστηκαν έκαναν τους Ζάλμινγκερ και Κλέμπε να δώσουν εντολή στον Ρέζερ να συμμετέχει με όλο του τον λόχο στην “επιχείρηση εκδίκησης”.

Οι φωτεινές εξαιρέσεις


Υπήρξε όμως και κάποιος, η συνείδηση του οποίου δεν του επέτρεψε να πάρει μέρος σ’ αυτό το κακούργημα. Ήταν ο Μάρτιν Ίγκελ, αρχηγός διμοιρίας, ο οποίος το 1972, κατέθεσε: “(ο Ρέζερ) με τον οποίο είχα συχνά προβλήματα (…) με απέκλεισε συνειδητά από εκείνη την επιχείρηση εκδίκησης κατά του άμαχου πληθυσμού”. Προφανώς ο Ρέζερ πίστευε ότι ο Ίγκελ δεν θα έδειχνε την απαιτούμενη βαρβαρότητα στην σχεδιαζόμενη επιχείρηση και προτίμησε να αφήσει τον, σημαντικό αυτό στρατιώτη, στο στρατόπεδο.

Ένας ακόμα στρατιώτης του 12ου λόχου, ο τότε νοσοκόμος Γιοχάνες Έκερ, ανέφερε για τον Βίλι Ρέζερ: “Ήταν απάνθρωπος και αμείλικτος. Ήταν επίσης γνωστό ότι ο Ρέζερ ήταν 150% ναζιστής… Εγώ τον φώναζα πάντα “Νέρων του 12/98”.

Ο Έκερ, όπως θα δούμε, ήταν παρών στη σφαγή του Κομμένου, αλλά ως νοσοκόμος, δεν χρειάστηκε να κάνει τίποτα, καθώς κανείς από τους Γερμανούς δεν έπαθε ούτε γρατζουνιά.
Ο ματωμένος γάμος…

Τη μέρα της γιορτής της Κοίμησης της Θεοτόκου του 1943, έγινε στο Κομμένο και ο γάμος της Αλεξάνδρας Μάλλιου που ο πατέρας της Θεόδωρος ήταν ένας από τους πλέον ευκατάστατους κατοίκους του χωριού, με τον Θεοχάρη Καρίνο, από τον γειτονικό Παχυκάλαμο.
Η τελετή, ξεκίνησε στις 5 το απόγευμα. Ο ιερέας του Κομμένου Λάμπρος Σταμάτης, ήταν αυτός που τέλεσε τον γάμο. Στο χωριό, εκτός από ντόπιους, υπήρχαν και πολλοί συγγενείς του γαμπρού από τον Παχυκάλο.

Ο ιερέας του Κομμένου Λάμπρος Σταμάτης

Μια μικρή ορχήστρα, άρχισε να παίζει και οι καλεσμένοι διασκέδαζαν ως το πρωί της 16ης Αυγούστου. Ο Θεοχάρης με την Αλεξάνδρα, δεν μπόρεσαν να φύγουν για τον Παχυκάλαμο, όπως όριζε το έθιμο, αλλά κοιμήθηκαν στο σπίτι του Θεόδωρου Μάλλιου, 13 ετών τότε.
Δυστυχώς, την ώρα που καλά καλά δεν είχε τελειώσει το γλέντι του γάμου και οι καλεσμένοι δεν είχαν φύγει (οι συγγενείς και οι φίλοι του γαμπρού από τον Παχυκάλο, έμειναν στο Κομμένο) στο γερμανικό στρατόπεδο ξεκινούσε η αντίστροφη μέτρηση για την “εκκαθαριστική επιχείρηση” της Άρτας. Δυστυχώς, όπως θα δούμε, ούτε τους δυο νεόνυμφους δεν σεβάστηκαν οι ναζιστές…

Η οικογένεια  του Θεόδωρου Μάλλιου

Η σφαγή (η φρίκη) του Κομμένου – Αγριότητες που δεν μπορεί να τις συλλάβει ανθρώπινος νους
Στο γερμανικό στρατόπεδο, το προσκλητήριο της 16ης Αυγούστου σήμανε στις 5 το πρωί. Οι 120 άνδρες του λόχου 12/98, εμφανίστηκαν εξοπλισμένοι με οβιδοβόλα, οπλοπολυβόλα, πολυβόλα και καραμπίνες τύπου 98 Κ.

Στα φορτηγά, επιβιβάστηκαν ακόμα και μουλάρια για την μεταφορά των πυρομαχικών στο χωριό. Ο ταγματάρχης Ράινχολντ Κλέμπε, αν και υπέφερε εκείνο το πρωί από το στομάχι του, έδωσε το παρών στο προσκλητήριο και ακολούθησε τη μονάδα, που 1,5 ώρα περίπου αργότερα, έφτασε στο Κομμένο.

Το χωριό περικυκλώθηκε από τρεις πλευρές. Στα δυτικά, όπου βρισκόταν ο Άραχθος, δεν τοποθετήθηκαν στρατιώτες. Τους στρατιώτες που θα φύλαγαν τον “εξωτερικό κλοιό”, διάλεξαν ο υπολοχαγός Βίλι Ρέζερ και ο διμοιρίτης, ανθυπολοχαγός Χέλμουτ Ντόνατ. Ο Ρέζερ έδωσε ξεκάθαρη εντολή. “Κανείς δεν πρέπει να επιζήσει, όλοι στο χωριό πρέπει να εκτελεστούν” (Όσκαρ Γκρούντμαν, Κουρτ Ντρέερ, Ρόμπερτ Φάιστνερ κ.ά., άνδρες του λόχου που πραγματοποίησε την επιχείρηση στο Κομμένο.) Οι στρατιώτες του “εξωτερικού κλοιού”, είχαν πάρει εντολή να πυροβολούν όποιον επιχειρούσε να ξεφύγει.

Σε λίγο, η τρίτη ομάδα των Γερμανών, έριξε τις πρώτες οβίδες στο χωριό. Πυρά από τα όπλα και τα πολυβόλα, διέκοψαν τον ύπνο των κατοίκων. Κάποιοι μόλις είχαν κοιμηθεί, κάποιοι άλλοι ήταν ακόμα ξυπνητοί. Ανάμεσά τους ο ιερέας Λάμπρος Σταμάτης που πήγαινε στην εκκλησία.

Μόλις είδε τον Ρέζερ, με τον σταυρό στο χέρι κι ένα Ευαγγέλιο προσπάθησε να τον μεταπείσει. Μια σφαίρα από το όπλο του Βίλι Ρέζερ, έκοψε το νήμα της ζωής του ιερέα.
Το αιματοβαμμένο Ευαγγέλιο, εκτίθεται σήμερα ως ιερό κειμήλιο στην εκκλησία του Κομμένου.

“Στο χωριό δεν υπήρξε η παραμικρή αντίσταση, ούτε καν ένας πυροβολισμός και από την δική μας πλευρά, δεν υπήρξε ούτε ένας τραυματίας” (Κουρτ Ντρέερ, δεκανέας του 12/98 τότε).
Σιγά σιγά, η μονάδα άρχισε να μπαίνει στο χωριό.

Διμοιρίτες και κατώτεροι αξιωματικοί είχαν στη διάθεσή τους οπλοπολυβόλα. Οι απλοί στρατιώτες είχαν μόνο καραμπίνες και χειροβομβίδες. “Πρώτα ρίχνονταν χειροβομβίδες και οπλοπολυβόλα από τις πόρτες. Πολλά πτώματα κάηκαν μέσα στα σπίτια και η μυρωδιά ήταν αφόρητη (Γιοχάνες Ραλ, άνδρας του 12/98 τότε).
Και όταν κάποιοι έβγαιναν ζωντανοί, οι Γερμανοί έπρεπε να ξαναγεμίσουν τα όπλα τους για να μπορέσουν να τους πυροβολήσουν ξανά.

Ο νοσοκόμος Έκερ, στον οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω, καθόταν μέσα σ’ ένα φορτηγό χωρίς να κάνει τίποτα, καθώς κανένας από τους Γερμανούς δεν έπαθε τίποτα απολύτως.
Δίπλα του, ο ταγματάρχης Ράινχολντ Κλέμπε. Ο Έκερ, θυμάται χαρακτηριστικά:
“Όταν άρχισαν οι πυροβολισμοί άκουσα στην είσοδο του χωριού να φωνάζουν ο ένας στον άλλον: Πυροβόλησε εσύ! Εγώ δεν μπορώ! Εσύ κουβαλάς πολυβόλο και είναι πιο εύκολο, εγώ είμαι αναγκασμένος να σημαδεύω”.

Στα πρώτα σπίτια του χωριού, οι Γερμανοί εξόντωσαν όλα τα μέλη 20 οικογενειών, ανάμεσά τους την οικογένεια του προέδρου Λάμπρου Ζορμπά.
Τυχεροί ήταν όσοι έμεναν κοντά στον Άραχθο. Όποιοι ήξεραν κολύμπι, γλίτωσαν περνώντας στην απέναντι όχθη του ποταμού. Άλλοι, ανάμεσά τους γυναικόπαιδα, που δεν γνώριζαν κολύμπι, έφτασαν στον Άραχθο και προσπάθησαν να περάσουν στην απέναντι όχθη με πλοιάρια, βάρκες μήκους 5 μέτρων και πλάτους ενός.

Δύο δρομολόγια πραγματοποιήθηκαν χωρίς προβλήματα. Δυστυχώς στο τρίτο, η βάρκα δεν άντεξε το βάρος 17 ατόμων κα βούλιαξε. Μόνο δύο παιδιά 14 και 16 ετών έφτασαν στην απέναντι όχθη του ποταμού. Σκορπίζοντας τον τρόμο και τον θάνατο, οι  Γερμανοί έφτασαν στη δεύτερη πλατεία του χωριού, όπου είχε γιορτάσει η οικογένεια Μάλλιου τους γάμους της Αλεξάνδρας με τον Θεοχάρη.

Αρκετοί καλεσμένοι και οι μουσικοί δεν είχαν πάει ακόμα για ύπνο. Με την εμφάνιση των Γερμανών και τη ρίψη χειροβομβίδων, άλλοι έτρεχαν έντρομοι να κρυφτούν κι άλλοι έβγαιναν πανικόβλητοι από τα σπίτια για να δουν τι συμβαίνει. Άλλοι σκοτώθηκαν επιτόπου, όπως ο Θεόδωρος Μάλλιος, η σύζυγός του Βασιλική και 4 από τα 7 παιδιά τους: Σπυρίδων 24 ετών, Αύρα 16, Αμαλία 18 και Ανδριάνα 7 ετών. Άλλοι κάηκαν ζωντανοί μέσα στα σπίτια. 19 άτομα, ανάμεσά τους ο γαμπρός, η νύφη, 3-4 μικρά παιδιά και αρκετές γυναίκες συγκεντρώθηκαν στη μικρή πλατεία. Ο Άλμπερτ Τσάντερ έστησε το πολυβόλο 10-15 μέτρα μακριά τους. Ο Βίλι Ρέζερ ή ο 25χρονος ομαδάρχης Χέλμουτ Ντόνατ έδωσε εντολή στον Τσάντερ να αρχίσει να πυρ, απειλώντας τον με στρατοδικείο. Σε ελάχιστο χρόνο και οι 19 ήταν νεκροί…

Ο Χέλμουτ Ντόνατ, ένας ιδιαίτερα αντιπαθητικός αξιωματικός ανάμεσα στους στρατιώτες του, τραυματίστηκε στη διάρκεια του πολέμου και επικαλέστηκε “κενά μνήμη” για τη σφαγή στο Κομμένο. Τα “κενά” αυτά δεν τον εμπόδισαν να ασκήσει το επάγγελμα του δασκάλου στην Αυστρία, απ’ όπου καταγόταν και να συνταξιοδοτηθεί ως διευθυντής.

Συνολικά, τουλάχιστον 317 ήταν οι νεκροί της γερμανικής “επιχείρησης” στο Κομμένο.
Κάποιες ενέργειες των Ναζί στο Κομμένο δεν μπορεί να τις χωρέσει ανθρώπινος νους. Η διαστροφή ορισμένων ξεπέρασε και την πιο αρρωστημένη φαντασία…
Η Θεοδώρα, σύζυγος του Βασίλειου Σκουραβέλη, παρά τις αγωνιώδεις εκκλήσεις της, πρώτα βιάστηκε από ένα Γερμανό στρατιώτη και έπειτα εκτελέστηκε, από τον ίδιο, με μια σφαίρα στο κεφάλι.
Ο δεύτερος ιερέας του χωριού Ζώης Παππάς βρέθηκε σκοτωμένος με μαχαίρι και βγαλμένα τα μάτια…

Τα ηλικίας 7 μηνών βρέφη των Ευστάθιου και Χρήστου Κολιοκώτση βρέθηκαν νεκρά με φρικτά εγκαύματα στο πρόσωπο γύρω από το στόμα τους. Πιθανότερη εκδοχή; Οι Γερμανοί τους έβαλαν στο στόμα βαμβάκι ποτισμένο με βενζίνη, που μετά το άναψαν.
Η Παναγιώτα Τσιμπούκη, 21 ετών τότε και έγκυος, βρέθηκε νεκρή με την κοιλιά ξεσκισμένη κάτω από τον πλάτανο στην πλατεία του χωριού. Οι “σαδιστές δολοφόνοι”, όπως γράφει ο Χ.Φ. Μάγερ, “είχαν τοποθετήσει το έμβρυο στην αγκαλιά της”.

Ο Άλμπερτ Σένγκερ που βρισκόταν σ’ ένα σημείο μαζί με 5 ακόμα στρατιώτες ήταν ανάμεσα σ’ αυτούς που πυροβόλησαν 5 άνδρες και 5 γυναίκες που προσπαθούσαν απεγνωσμένα να ξεφύγουν. Όπως παραδέχτηκε ο ίδιος: “Είδα αργότερα τα πτώματα των εκτελεσθέντων να κείτονται στο χώμα. Ήταν όλοι νεκροί, δεν χωράει καμία αμφιβολία”. Ο ίδιος στην κατάθεση του (KY, 508 AR 1462/68, σελ. 164) αναφέρει μεταξύ άλλων: “Κάτι που με έκανε σχεδόν να αηδιάσω ήταν ότι ορισμένοι από τους στρατιώτες του 12ου λόχου έπρατταν αισχρότητες εις βάρος των πτωμάτων.

Ήμουν αυτόπτης μάρτυρας, όταν κάποιοι στρατιώτες έχωσαν μπουκάλια μπύρας στα γεννητικά όργανα γυναικείων πτωμάτων. Νομίζω ότι είδα και πτώματα με βγαλμένα μάτια…”.
Το φρικιαστικό τέλος της 21χρονης εγκύου, επιβεβαιώνει και ο επιζών της σφαγής Δημήτριος Αποστόλου: “Ναι, πράγματι, τη γυναίκα με το νεκρό έμβρυο στην αγκαλιά την είδα. Βρισκόταν εδώ κάτω απ’ τον πλάτανο”.

Μετά τη σφαγή – Οι Ερινύες που για κάποιους δεν εμφανίστηκαν ποτέ…
Ανάμεσα στους αδίστακτους δολοφόνους, υπήρξαν και κάποιοι που έδειξαν μια στοιχειώδη ανθρωπιά προς τους άμαχους, αθώους του Κομμένου.
Κάποιοι στρατιώτες πυροβολούσαν απλώς μπροστά στα πόδια των κατοίκων και τους φώναζαν να τρέξουν να κρυφτούν. Ο Κουρτ Ντρέερ ανέφερε χαρακτηριστικά:
“Θυμάμαι ακόμη ακριβώς ότι προσπάθησα να σώσω τέσσερα μικρά παιδάκια περίπου τριών μέχρι πέντε ετών. Τα έκρυψα κάτω από μια κουβέρτα. Δεν ξέρω όμως αν τα παιδάκια τελικά ανακαλύφθηκαν αργότερα και πυροβολήθηκαν”.

Η σύζυγος του Ευστάθιου Μαγγιώρου παρακάλεσε με δάκρυα στα μάτια ένα Γερμανό στρατιώτη που ετοιμαζόταν να την εκτελέσει, να τη λυπηθεί. Εκείνος λύγισε και την άφησε να φύγει, λέγοντάς της να κρυφτεί πίσω απ’ το σπίτι.
Η Ισμήνη Σπυροκώστα γλίτωσε καθώς κρύφτηκε, όπως είπε, πίσω από ένα τειχίο και έμεινε ακίνητη. Ιταλοί όμως δεν πήραν μέρος στην επιχείρηση. Πιθανότατα ήταν κάποιος Γερμανός που συγκινήθηκε και τη βοήθησε να σωθεί.

Γύρω στις 11 το πρωί, όλα στο Κομμένο είχαν τελειώσει…
Ένας Γερμανός στρατιώτης, αφού έβαλε φωτιά στο σπίτι του Χρήστου Μπίτση, ο οποίος γλίτωσε από τη σφαγή, αφού όμως ακρωτηριάστηκαν τα δύο του πόδια και έχασε τα υπόλοιπα εννιά μέλη της οικογένειάς του, σκαρφάλωσε σε μια πορτοκαλιά και άρχισε να κόβει φρέσκους καρπούς!

Όλος ο λόχος συγκεντρώθηκε κάτω απ’ τις πορτοκαλιές στην είσοδο του χωριού και κάτω απ’ τη μουριά στο σπίτι του προέδρου Λάμπρου Ζορμπά. Οι αξιωματικοί έδωσαν άδεια στους στρατιώτες να πάρουν μαζί τους λαφυραγωγημένα αντικείμενα. “Μόνο οι αξιωματικοί φόρτωσαν στα φορτηγά κλεμμένα χαλιά και άλλα πολύτιμα αντικείμενα…” (ΚΥ, 508 AR 1462/1462/68).

Επίσης: “Είδα με τα μάτια μου στρατιώτες οι οποίοι γελούσαν κι έκαναν αστεία εις βάρος των πτωμάτων” (Άλμπερτ Ζένγκερ).

Ο νοσοκόμος Γιοχάνες Έκερ θυμάται κάποιον επιλοχία που μετά το τέλος της “επιχείρησης” πέταξε το καπέλο του στα πόδια του υπολοχαγού Βίλι Ρέζερ, λέγοντάς του: “Κύριε υπολοχαγέ, λάβετε υπόψη σας ότι αυτή ήταν η τελευταία φόρα που συμμετείχα σε κάτι τέτοιο. Ήταν ένα κακούργημα χωρίς προηγούμενο και πιστεύω ότι δεν είχε καμία σχέση με πολεμική τακτική”.
Ο Άλμπερτ Ζένγκερ προσθέτει: “Μετά το τέλος της επιχείρησης οργανώθηκε στο στρατόπεδο ένα φαγοπότι από τα τρόφιμα και το κρασί που είχαν αρπαχτεί από το χωριό. Ήπιαν όλο το κρασί και ορισμένοι είχαν μεθύσει. Όμως -και αυτό θα ήθελα να το τονίσω- η πλειοψηφία δεν είχε την παραμικρή διάθεση να διασκεδάσει”.

Από τους 317 νεκρούς, 172 ήταν γυναίκες και 145 άντρες. 97 νεκροί ήταν μικρότεροι των 15 ετών και 14 μεγαλύτεροι των 65.

Παράλληλα, σύμφωνα με τον Στέφανο Παππά, οι Γερμανοί άρπαξαν 388 βόδια και αγελάδες, 600 γιδοπρόβατα και 64 άλογα!

Στα πουλερικά είχαν τη συνδρομή των Ιταλών, οι οποίοι στις 17 Αυγούστου πήγαν στο Κομμένο για να θάψουν τους νεκρούς (πιθανότατα μετά από εντολές των Ζάλμινγκερ και Κλέμπε που προσπαθούσαν να κρύψουν τα εγκλήματά τους…).
Τι απέγιναν οι βασικοί υπεύθυνοι της σφαγής;

Ο συνταγματάρχης Ζάλμινγκερ που με τη ψεύτικη αναφορά του έγινε αφορμή για τη σφαγή του Κομμένου, σκοτώθηκε μια μέρα πριν φύγει από την Ελλάδα, στην περιοχή του Λούρου όταν το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε έπεσε σε κορμό που είχαν στήσει στον δρόμο οι αντάρτες του ΕΔΕΣ.

“Το κεφάλι του… δεν είχε αποκοπεί εντελώς, αλλά κρεμόταν ακόμη στο σώμα από ένα μόνο κομμάτι κρέας στο πίσω μέρος του λαιμού”.

(Ένορκη κατάθεση του Άντον Στανγκλ στις 26/1/1972)
Ο υπολοχαγός Λούντβιχ Βίλιμπαλντ Ρέζερ σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια αεροπορικού βομβαρδισμού στο Φράιμπουργκ στις 27 Νοεμβρίου 1944.

Ο ταγματάρχης Κλέμπε, από το 1946 ως το 1950, σπούδασε στο Μόναχο κτηνιατρική και έγινε διδάκτορας. Μετά το 1950, συμμετείχε στην ανασύσταση του γερμανικού στρατού, οργανώνοντας το 114ο τάγμα ορεινών καταδρομών στο Μίτενβαλντ. Το 1969, πήγε στην Αργεντινή, καθώς συνταξιοδοτήθηκε, ενώ το 1973-1974, πήγε στην Κίνα και την Ταϊβάν για να εκπαιδεύσει Κινέζους στρατιώτες στην τακτική των ορεινών καταδρομών. Πέθανε το 1992 σε ηλικία 79 ετών.

Η “δίκη” για τη σφαγή του Κομμένου

Στις 3 Δεκεμβρίου 1945, κατέθεσε σχετικά με την υπόθεση Κομμένο ο Ευστάθιος Νησιώτης καταγγέλλοντας ως υπεύθυνο τον στρατηγό φον Στέτνερ, διοικητή της μεραρχίας Εντελβάις, στην οποία ανήκε ο λόχος 12/98. Στις 12 Δεκεμβρίου 1945 και στις 9 Μαρτίου 1946, κατέθεσε ο καθηγητής Στέφανος Παππάς για τη σφαγή.

Το 1965 (θαυμάστε ταχύτητα…) το ελληνικό ΥΠΕΞ παρέδωσε τις καταθέσεις των Παππά-Νησιώτη στην πρεσβεία της, τότε, Δυτικής Γερμανίας στην Αθήνα. Το 1968, ξεκίνησε μια “δίκη-παρωδία” υπό τη διεύθυνση του πρωτοδικείου Ι του Μονάχου.

Από τους μάρτυρες που κατέθεσαν, προέκυψε ότι “ο χαρακτηρισμός σφαγή δεν είναι επ’ ουδενί λόγω υπερβολή”.
Ο μοναδικός επιζώ από τους τρεις βασικούς υπεύθυνους της σφαγής, ο Κλέμπε, κατέθεσε το 1968.
Το πόρισμα της εισαγγελικής έρευνας: “Οι έρευνες έκαναν φανερό ότι ο κατηγορούμενος δρ Κλέμπε μπήκε στο χωριό μόνο μετά την ολοκλήρωση της επιχείρησης”. Μάλιστα, ο εισαγγελέας επαίνεσε (!) τον Κλέμπε, γιατί επέπληξε έντονα τον διοικητή του λόχου (τον νεκρό Βίλι Ρέζερ), μετά από όσα είδε! Έτσι… “με βάση τα στοιχεία αυτά θα πρέπει να διακοπούν οι έρευνες κατά του κατηγορούμενου δρ Κλέμπε ελλείψει αποδείξεων”.
Ο Άλμπερτ Τσάντερ, ο δεινός πυροβολητής που θέρισε τουλάχιστο 19 άτομα στο Κομμένο, ανάμεσά τους και τους νεόνυμφους Θεοχάρη και Αλεξάνδρα, θεωρήθηκε “ότι εξαναγκάστηκε με τη βία να πράξει κατά τον τρόπο αυτό”.
Επίλογος

Θα κλείσουμε το άρθρο αυτό, με όσα γράφει ο καθηγητής Αθανάσιος Γκότοβος στο βιβλίο του “Τσαμουριά”:

“Χαρακτηριστικές για τον συνδυασμό φίλτρου, λιτότητας και ψεύδους είναι οι επίσημες αναφορές των γερμανικών υπηρεσιών της εποχής για δύο από τα χειρότερα εγκλήματα πολέμου στην κατεχόμενη Ελλάδα, τη σφαγή στο Κομμένο και τη σφαγή στο Δίστομο. Και για τις δύο περιπτώσεις οι περιγραφές δεν ξεπερνούν τις δέκα γραμμές, εμφανίζουν τη σφαγή ως μάχη που έγινε μετά από επίθεση ένοπλων ανταρτών εναντίων των γερμανικών στρατευμάτων και παρουσιάζουν τους νεκρούς ως πεσόντες στη μάχη αντάρτες μαχητές”.

Τα περισσότερα στοιχεία του άρθρου και οι σπάνιες φωτογραφίες προέρχονται από το δυσεύρετο βιβλίο του Χ.Φ. Μάγερ, “Η Φρίκη του Κομμένου”, εκδόσεις ΚΑΛΕΝΤΗΣ 1998, μετάφραση Γιάννης Μυλωνόπουλος.

Χ.Φ. Μάγερ

Πηγή: protothema.gr

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: