Τρεις «αλήθειες» για την διαπραγμάτευση και τα αποτελέσματά της παρουσίασε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, στο πλαίσιο της ομιλίας του στην έναρξη της συνεδρίασης της Κεντρικής Επιτροπής το κόμματος.
Ανέφερε μεταξύ άλλων ο κ. Τσίπρας:
Αλήθεια πρώτη: Πήγαμε στη μάχη της Ευρώπης με ναρκοθετημένο κάθε μας βήμα.
Μας είχαν στήσει παγίδα οι πιο επιθετικές συντηρητικές δυνάμεις της Ευρώπης, σε συνεργασία με την κυβέρνηση Σαμαρά, για να μας ρίξουν στα βράχια πριν καλά-καλά αναλάβουμε την κυβέρνηση.
Με στόχο τη χρηματοπιστωτική ασφυξία και την ανατροπή της κυβέρνησης.
Με στόχο δηλαδή τη λεγόμενη αριστερή ή αντιμνημονιακή παρένθεση.
Πήγαμε στη διαπραγμάτευση σε καθορισμένα από πριν ασφυκτικά χρονικά περιθώρια.
Με άδεια ταμεία και τις τράπεζες στο όριο.
Με σημαδεμένα από τις δεσμεύσεις της προηγούμενης κυβέρνησης και τους προστάτες της χαρτιά και e-mails.
Με το μαχαίρι της πιστωτικής ασφυξίας στο λαιμό.
Όλα τα είχαν έτοιμα για να μας οδηγήσουν σε ναυάγιο, οδηγώντας σε ναυάγιο τη χώρα.
Τι δεν είχανε προβλέψει :
Πρώτον ότι θα πάρουμε ένα ποσοστό πολύ κοντά στην αυτοδυναμία.
Δεύτερον ότι θα σχηματίσουμε κυβέρνηση σε χρόνο ρεκόρ, αφήνοντας απέξω τα αγαπημένα τους παιδιά.
Τρίτον ότι θα έχουμε μια πρωτοφανή λαϊκή υποστήριξη μετά τις εκλογές.
Μια πρωτοφανή λαϊκή ενότητα στήριξης του αγώνα μας για την αξιοπρέπεια και τη κυριαρχία, που όμοιά της έχει να ζήσει ο τόπος μας από τα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης.
Και όλα αυτά τους ανέτρεψαν τους σχεδιασμούς και μας έδωσαν το περιθώριο να αποφύγουμε τη παγίδα.
Αλήθεια δεύτερη: Είχαμε βέβαια και προεκλογικά εκτιμήσει και συζητήσει για αυτή την εξέλιξη.
Αυτό όμως δεν μείωσε τις δυσκολίες.
Γιατί η θεωρητική σύλληψη δεν αρκεί σε τέτοιες περιπτώσεις.
Χρειάζονται κινήσεις προετοιμασίας που απαιτούν χρόνο και μέσα διακυβέρνησης.
Κι εμείς στη φάση αυτή, της άμεσης ανάληψης κυβερνητικών καθηκόντων, δεν είχαμε προλάβει ούτε καν να ανοίξουμε τη Βουλή.
Δεν είχαμε, λοιπόν, αντικειμενικά κανένα άλλο όπλο, παρά μόνο την αποφασιστικότητά μας να ανταποκριθούμε στη θέληση του λαού, όπως αυτή εκφράστηκε εκλογικά.
Αλήθεια τρίτη: Είχαμε σωστά διαβλέψει ότι ένα από τα ισχυρά μας χαρτιά ήταν η ανησυχία για τη γενικότερη αποσταθεροποίηση που θα προκαλούσε η μη συμφωνία, που θα οδηγούσε στη εφαρμογή του σχεδίου ασφυξίας που είχαν ενορχηστρώσει οι συντηρητικές δυνάμεις της Ευρώπης.
Ανησυχία που οδήγησε μεγάλες χώρες, όπως η Γαλλία, οι ΗΠΑ, η Κίνα, και άλλες, σε μια πιο θετική και υπεύθυνη θέση, σε σχέση με τον ευρωπαϊκό άξονα της λιτότητας.
Και μας επέτρεψε να ελιχθούμε ανάμεσα σε διαφοροποιημένα συμφέρονται και στρατηγικές προς όφελος των ελληνικών θέσεων.
Από την άλλη μεριά όμως, βρεθήκαμε απέναντι και σε ένα άξονα δυνάμεων, με πρωτεργάτες τους Ισπανούς και τους Πορτογάλους, που για ευνόητους πολιτικούς λόγους, επιχειρούσαν να οδηγήσουν όλη τη διαπραγμάτευση στο χείλος του γκρεμού, παίρνοντας το ρίσκο μιας ανεξέλεγκτης εξέλιξης, προκειμένου να αποφύγουν το εσωτερικό πολιτικό ρίσκο.
Ποιο λοιπόν το συμπέρασμα από αυτές τις αλήθειες;
Το σχέδιο, στο οποίο συνένοχος και εν πολλοίς εκτελεστικό όργανο είναι και ο πρώην πρωθυπουργός που την ώρα που η Ελλάδα διεκδικούσε με αγωνία, καλούσε το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα σε ψηφίσματα εναντίον της εθνικής προσπάθειας.
Το σχέδιό τους, λοιπόν, ήταν και παραμένει να οδηγήσουν την κυβέρνησή μας σε φθορά, ανατροπή, ή άνευ όρων παράδοση, πριν το κυβερνητικό έργο αρχίσει να αποδίδει καρπούς.
Και πριν το ελληνικό παράδειγμα επιδράσει στους συσχετισμούς σε άλλες χώρες.
Και κυρίως πριν από τις εκλογές στην Ισπανία.
Δηλαδή: Να μας πιέσουν τόσο ώστε να οδηγηθούμε σε απαράδεκτες υποχωρήσεις υπό την απειλή της πιστωτικής ασφυξίας.
Να σπείρουν έτσι απογοήτευση και να μας αποκόψουν από τη λαϊκή βάση.
Να χρησιμοποιήσουν αν χρειαστεί και μπορέσουν ακόμα και την πιστωτική ασφυξία ως μέσο πρόκλησης λαϊκής δυσαρέσκειας.
Με τελικό στόχο είτε να μας σύρουν σε κάποιο κυβερνητικό σχήμα αμφίβολης ηθικής και πολιτικής νομιμοποίησης, κατά το παράδειγμα της κυβέρνησης Παπαδήμου.
Είτε να μας ανατρέψουν και να τελειώνουν με όσα εμείς εκπροσωπούμε και τους φοβίζουν.