Άφησαν «εποχή» στη δεκαετία του 90! Δείτε ξανά 20 χρόνια πριν τους ρέιβερς εκείνης την εποχής!
ΑΡΘΡΟ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΟΥ 1997
Το κίνημά τους έγινε ήδη 10 ετών. Και παρά τις κατά καιρούς «δοσοληψίες» με την αστυνομία (όπως συνέβη πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη), είναι απολύτως ενσωματωμένο στην καταναλωτική κοινωνία μας: η βιομηχανία της διασκέδασης επενδύει σε αυτό
Ο Τζέιμς Παλούμπο περπατάει πάνω κάτω στο πολυτελές γραφείο του με τους γυάλινους τοίχους παίζοντας νευρικά στα δάχτυλά του ένα ασημένιο στυλό Tiffany & Co. υπό τους ήχους κλασικής μουσικής. Απ’ έξω, μια στρατιά νεαρών υπαλλήλων του είναι θρησκευτικά προσηλωμένοι στις οθόνες των υπολογιστών τους. Ο 34χρονος άνδρας, που φοράει ένα συντηρητικό κοστούμι με γραβάτα και έχει αποφοιτήσει από το Ιτον και την Οξφόρδη, είναι πρώην τραπεζίτης και νυν ιδιοκτήτης του δημοφιλέστερου κλαμπ του Λονδίνου, του Ministry of Sound.
Παρά το νεανικό πρόσωπό του και το ακόμη πιο νεανικό υποτίθεται επάγγελμά του, ο ίδιος ισχυρίζεται ότι αισθάνεται «44 ετών στην ψυχή». Μια φωτεινή επιγραφή στον τοίχο λέει: «Χτίζουμε μια παγκόσμια επιχείρηση ψυχαγωγίας που βασίζεται σε ένα ισχυρό, φιλόδοξο όνομα, σεβαστό για τη δημιουργικότητα και την ποιότητά του. Η ομάδα του Ministry of Sound θα είναι πιο επαγγελματική, εργατική και ανανεωτική από κάθε άλλη στον πλανήτη».
Μετά από μία δεκαετία στον τραπεζικό τομέα, ο Παλούμπο γιος λόρδου και εγγονός ιταλού μετανάστη που έγινε εκατομμυριούχος επιθυμούσε μια αλλαγή. Ετσι το 1991 αποφάσισε να επενδύσει 250.000 στερλίνες, μέρος των χρημάτων που είχε κερδίσει στο Σίτι, για να μετατρέψει σε κλαμπ μια εγκαταλειμμένη αποθήκη στο Νοτιοανατολικό Λονδίνο. Το Ministry of Sound έγινε αμέσως η Μέκκα της νυχτερινής διασκέδασης των απανταχού οπαδών της σκληρά χορευτικής μουσικής ή ρέιβερ, οι οποίοι συνωστίζονται κάθε Σαββατοκύριακο έξω από την πόρτα ευελπιστώντας να τους επιτραπεί η είσοδος στο «κλασικό κλαμπ» της δεκαετίας του ’90.
Εξι χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1997, ο Παλούμπο εγκαινιάζει ένα περιοδικό, το «Sky», υποδέχεται την ομάδα των d.j. του κλαμπ που μόλις επέστρεψε από μια περιοδεία στην Κίνα, επιβλέπει την εγγραφή του ετήσιου δίσκου που κυκλοφορεί το Ministry of Sound, εγκρίνει τα σχέδια της ομώνυμης σειράς ρούχων αλλά και συμβουλεύει τον βρετανό πρωθυπουργό Τόνι Μπλερ στην πολιτική του για τους νέους, αφού η βοήθειά του στην προεκλογική εκστρατεία των Εργατικών αποδείχθηκε πολύτιμη· όπως και η βοήθειά του προς τους Συντηρητικούς αλλά και προς τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες, στους οποίους μάλιστα δάνεισε και το κλαμπ του για μια συγκέντρωση… συνταξιούχων.
«Είμαι εντελώς αντίθετος προς τα ναρκωτικά. Ποτέ δεν έχω καπνίσει ούτε ένα τσιγάρο, το θεωρώ δείγμα αδυναμίας» λέει ο Παλούμπο, παρά το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις του απευθύνονται στα μέλη μιας υποκουλτούρας που έχει επηρεασθεί από το ecstasy, και το κλαμπ του πουλάει μόνο αναψυκτικά και «smart drinks» (χυμούς ενισχυμένους με βιταμίνες) γιατί οι θαμώνες του έχουν ήδη καταναλώσει δυνατότερα «ποτά» προτού περάσουν την πόρτα.
Αν όλα αυτά φαντάζουν θεωρητικά παράδοξα, στην πραγματικότητα δεν έχουν τίποτε το ασυνήθιστο ή μοναδικό. Το μέλλον κάθε νεανικής υποκουλτούρας, μη εξαιρετέας και των ρέιβερ, είναι η εκμετάλλευσή της από την καταναλωτική βιομηχανία. Η επανάσταση, δηλαδή, είναι πολύ σύντομη. Οι επιχειρηματίες της μουσικής, της μόδας και της διασκέδασης, οι οποίοι αδημονούν να προωθήσουν στην αγορά κάθε δυνητικά εμπορεύσιμο στυλ, επεμβαίνουν προσφέροντας δελεαστικά συμβόλαια για δίσκους, τηλεοπτικό χρόνο, δόξα και χρήματα στους «επαναστάτες». Ετσι κάθε νέο κίνημα πακετάρεται καταλλήλως και αρχίζει να υπηρετεί το κέρδος αντί την ανατροπή, ώσπου να ενσωματωθεί στην επικρατούσα κουλτούρα. Ο,τι ξεκινάει ως επανάσταση τελειώνει, αναπόφευκτα, ως επιτήδευση.
Η επανάσταση πέθανε νωρίς
«Από τη στιγμή που εμφανίζεται μια υποκουλτούρα, παρουσιάζεται και η τάση απορρόφησής της από την επικρατούσα κουλτούρα» λέει ο Αντώνης Αστρινάκης, λέκτωρ Κοινωνιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης. «Υπάρχουν όμως και εσωτερικοί ανασχηματισμοί εντός της υποκουλτούρας με αποτέλεσμα αυτή να διαφοροποιείται συνεχώς από την επικρατούσα. Συνήθως ανανεώνεται η ελίτ που αποτελεί τον πυρήνα της υποκουλτούρας στην περίπτωση του ρέιβ, οι ομάδες των d.j. που παράγουν αυτή τη μουσική ενώ η μάζα μένει πίσω χρονικά. Το drum ‘n’ base (το τελευταίο μουσικό παρακλάδι της ρέιβ σκηνής), λ.χ., έχει εμφανιστεί εδώ και μήνες, αλλά θα περάσει και άλλος χρόνος ώσπου να γίνει ευρέως γνωστό».
Τα πρώτα ψήγματα της εν λόγω υποκουλτούρας εμφανίστηκαν το καλοκαίρι του 1987 όταν ο βρετανός d.j. Πολ Οκενφολντ (νυν παραγωγός) πήγε στην Ιμπιζα της Ισπανίας και αντιλήφθηκε την ύπαρξη του στυλ balearic (των Βαλεαρίδων Νήσων) το οποίο «εξέφραζε τη στάση ότι μπορείς να κάνεις ό,τι θες». Τον επόμενο χειμώνα το στυλ είχε ήδη διασχίσει τη Μάγχη και χάρη στα τότε βρετανικά κλαμπ Shoom, Spectrum και Land of Oz και στους πρώτους d.j. που προσέδωσαν κύρος στο επάγγελμα, τους Ντάνι Ράμπλινγκ, Τρέβορ Φανγκ, Κόλιν Φέιβερ, Αλφρέντο και Λέο είχε πάρει τη μορφή υποκουλτούρας.
Προτού περάσουν δύο χρόνια, η αντίδραση της κυρίαρχης κουλτούρας είχε πάρει και αυτή μορφή τη μορφή του «ηθικού πανικού». Στις 27 Ιανουαρίου 1990, 5.000 ρέιβερ συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Τραφάλγκαρ του Λονδίνου και κατευθύνθηκαν απειλητικά και τροχάδην προς το παλάτι του Μπάκιγχαμ για να υπερασπισθούν το «δικαίωμα στη διασκέδαση». Στις 3 Μαρτίου 1990, 3.200 άτομα συγκεντρώθηκαν στο Χάιντ Παρκ του Λονδίνου, πάλι με το ίδιο αίτημα. «Το να υπερασπίζεσαι το ρέιβ είναι σαν να υπερασπίζεσαι τη λέπρα» είχε πει τότε ένας από τους διαδηλωτές.
«Το ρέιβ είναι μια μεγαλοαστική/μεσοαστική υποκουλτούρα» λέει ο κ. Αστρινάκης γιατί, ως γνωστόν, κινήματα προσφέρει στην παγκόσμια κοινωνική ιστορία τόσο η εργατική τάξη (σκίνχεντ, πανκς) όσο και η αστική (χίπις, μπίτνικς). «Το ρέιβ προέρχεται από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα γιατί είναι η εσωτερική απάντηση της αστικής νεολαίας στους γιάπις της δεκαετίας του ’80». Οι γιάπις ήταν μεσοαστοί που επιθυμούσαν, μέσω της σκληρής αδιάκοπης εργασίας τους στους τότε δημοφιλείς και εξαιρετικά προσοδοφόρους τομείς του χρηματιστηρίου και των στελεχών επιχειρήσεων, να ανέλθουν κοινωνικά και να γίνουν μεγαλοαστοί που καταναλώνουν προϊόντα και υπηρεσίες με τον ίδιο φρενήρη ρυθμό με τον οποίο εργάζονται. «Το ρέιβ επαναδιεκδικεί το δικαίωμα στη σχόλη και στον ηδονισμό, αξίες που είχε απορρίψει η αστική νεολαία των δεκαετιών ’70 και ’80» λέει ο κ. Αστρινάκης.
Ελεύθερος χρόνος: η κληρονομιά του μέλλοντος
Στην Ελλάδα, η υποκουλτούρα αυτή πρωτοεμφανίστηκε το 1990, όταν έγιναν οι πρώτες μετακλήσεις διεθνών d.j. από το κλαμπ Faz και διοργανώθηκαν τα πρώτα ανάλογης μουσικής after, δηλαδή κλαμπ που άνοιγαν όταν όλα τα υπόλοιπα είχαν κλείσει. «Οι βασικές επιδράσεις του κινήματος του ρέιβ έχουν έρθει στην Ελλάδα, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, από τη Βρετανία» λέει ο κ. Αστρινάκης. «Πρόκειται όμως για μια διεθνή κουλτούρα γιατί στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης η νεολαία αντιμετωπίζει πολλά κοινά προβλήματα».
Εκτοτε η μουσική της ρέιβ σκηνής έχει μεταλλαχθεί από acid house σε balearic, deep house, techno, (Goa) trance, ambient, jungle κλπ. Το στυλ των ρέιβερ έχει διαδοθεί σε πολλές κοινωνικές ομάδες οι οποίες το έχουν οικειοποιηθεί, αυτούσιο ή παραλλαγμένο, ανάλογα με το πώς το αντιλαμβάνονται. Αυτές φορούν τα σήματα κατατεθέντα του στυλ όπως ο αστυνομικός φοράει τη στολή του για να πάει στην εργασία του. Με αυτόν τον τρόπο, η υποκουλτούρα έχει επανέλθει στην τάξη· γιατί, μόλις το στυλ γίνει ευρέως διαθέσιμο, μετουσιώνεται σε στολή.
Κατά μία άποψη, τη θανατική καταδίκη του ρέιβ υπέγραψαν προ πολλού τα νεαρότερα άτομα που υιοθέτησαν το στυλ του, το οποίο δεν είχε κανένα βαθύτερο νόημα για αυτά. Κατ’ άλλη, ακόμη και τα υποπροϊόντα του κινήματος που φθάνουν στα «ψευτομέλη» μέσω της αγοράς δεν είναι τελείως απαλλαγμένα από το αρχικό νόημά τους και παραμένουν, κατά την έκφραση του Μαρξ, «κοινωνικά ιερογλυφικά».
Η αντικουλτούρα των ρέιβερ έχει επανειλημμένως απορριφθεί ως υπερβολικά ρηχή και αφόρητα επιπόλαιη. Ωστόσο, αν και δεν προσέφερε επεξεργασμένα λεκτικά στοιχεία όπως οι μπίτνικς, είναι μάλλον αυθαιρεσία να πει κανείς ότι η προσφορά της στις κοινωνίες του μέλλοντος θα περιορισθεί στη χορευτική μουσική, στη μόδα και στα κλαμπ. Τα πολιτισμικά κινήματα, λέει ο κ. Αστρινάκης, επηρεάζουν την κοινωνία μόνο μακροπρόθεσμα και μεταγενέστερα. «Η άνθηση του οικολογικού κινήματος, λ.χ., οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους χίπις, αλλά αυτό το συνειδητοποιήσαμε 20 ή 30 χρόνια μετά. Ο άμεσος απόηχος των χίπις ήταν οι χιλιάδες τοξικομανείς. Πολύ αργότερα διαπιστώθηκε ότι οι οικολόγοι που πρωτοεμφανίστηκαν στη Γερμανία ήταν «μεταχιπική» επίδραση».
Οι νεανικές υποκουλτούρες, συνεχίζει ο κ. Αστρινάκης, κάνουν κριτική στο σύστημα αξιών που επικρατεί στην εποχή τους. Αργότερα, όταν τα μέλη τους μεγαλώνουν σε ηλικία και ενσωματώνονται, εμπλουτίζουν αναπόφευκτα την κυρίαρχη κουλτούρα με στοιχεία της αντικουλτούρας. Σύμφωνα με τον ίδιο, το ευρύτερο κίνημα των ρέιβερ θα επηρεάσει την κοινωνία του μέλλοντος σε δύο επίπεδα: «Θα προχωρήσει το οικολογικό ζήτημα ακόμη παραπέρα γιατί έχει μια άποψη εξισωτική ως προς τη φύση τα ζώα, λ.χ., είναι ίσα με τον άνθρωπο· και θα επανατοποθετήσει το θέμα του κοινωνικού χρόνου, δηλαδή την αξία της ανάπαυσης σε σχέση με την αξία της εργασίας που ούτως ή άλλως έχει ήδη αρχίσει να βάλλεται». Οι επαναστάσεις της υποκουλτούρας
Mods (1962-1965, Βρετανία)
Πώς ξεκίνησαν Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, οι τότε «modernists», νέοι της μικροαστικής τάξης που έδιναν μεγάλη σημασία στην περιποιημένη εμφάνιση, συναντήθηκαν με τους ημι-μπίτνικς που είχαν απομείνει στα καφέ του Λονδίνου. Μαζί εφηύραν τον «φετιχισμό του στυλ» και τον ναρκισσισμό. Το εκπληκτικό με τους mods ήταν ότι κατάφεραν να κάνουν την κοινωνία να νιώσει απειλούμενη από το φαινομενικά ανώδυνο στυλ τους.
Ποιοι ήταν Οι περισσότεροι mods ήταν κατά κάποιον τρόπο «κοινωνικά ανερχόμενοι» νέοι, οι οποίοι όμως έβρισκαν τις δουλειές γραφείου που ανοίγονταν μπροστά τους εξίσου βαρετές με τις χειρωνακτικές εργασίες που εγκατέλειπαν πίσω τους. Δέχονταν ωστόσο τη δουλειά γιατί τους έδινε τα μέσα να αγοράσουν στυλ και κύρος, αλλά ζούσαν για το Σαββατοκύριακο.
Τι άφησαν Οι mods θεωρούνται μια από τις πιο σημαντικές υποκουλτούρες της Βρετανίας γιατί καθιέρωσαν νέα δεδομένα στη νεανική μόδα και στη μουσική. Λόγω της μανιώδους κινητικότητάς τους από κατάστημα σε κατάστημα και από κλαμπ σε κλαμπ, βοηθούντων των σκούτερ και των αμφεταμινών έγιναν το σύμβολο της κατανάλωσης της δεκαετίας του ’60. Στους mods χρεώνονται οι οριστικές μεταλλάξεις που προκλήθηκαν στο ψωνίζειν (εμφάνιση των μπουτίκ), στο ακούειν (εμφάνιση των πειρατικών ραδιοφωνικών σταθμών) και στο χορεύειν (θρίαμβος της σόουλ).
Διάσημοι mods Beatles, Mary Quant, Twiggy.
Hippies (δεκαετία ’60, ΗΠΑ)
Πώς ξεκίνησαν Οι hippies πρωτοεμφανίστηκαν τη δεκαετία του ’60 σε μια περιοχή του Σαν Φρανσίσκο, το Haight Ashbury, όπου μαζεύονταν ποιητές, συγγραφείς και καλλιτέχνες. Στις αρχές του 1967 διοργανώθηκε εκεί ένα φεστιβάλ που προσείλκυσε 100.000 άτομα, αλλά και μέσα ενημέρωσης, επιχειρηματίες κλπ. Οι hippies άρχισαν να βλέπουν με καχυποψία όλους αυτούς τους νεοφερμένους και, ως το τέλος της χρονιάς, οι περισσότεροι είχαν μετακομίσει στο Μπέρκλεϊ του Σαν Φρανσίσκο, ενώ το Haight Ashbury είχε μετατραπεί σε γραφικό γκέτο. Πολλοί όμως υποστηρίζουν ότι το πραγματικό κίνημα των hippies γεννήθηκε και πέθανε στο Haight Ashbury.
Ποιοι ήταν Εχει υπολογισθεί ότι το 70% των hippies ήταν νέοι της μεσαίας τάξης και φοιτητές. Η κουλτούρα των hippies άλλωστε προήλθε κατευθείαν από το σύστημα αξιών της μεσαίας τάξης των Αμερικανών, προσφέροντας μια εναλλακτική λύση στις παραδοσιακές ηθικές αξίες της.
Τι άφησαν Το κίνημα δεν είχε περισσότερα από 200.000 μέλη «πλήρους απασχόλησης» στο απόγειό του· επιπλέον, το σύστημα αξιών του αποδείχθηκε ανίκανο να στηρίξει τις κοινότητες των hippies, οι οποίες διαλύθηκαν γιατί το να «κάνεις το δικό σου» (do your own thing) έχει και τα όριά του. Ωστόσο κατάφερε να προσδώσει ένα είδος ισορροπίας στην αμερικανική κοινωνία και με αυτή την έννοια την επηρέασε βαθύτατα: από τους hippies και μετά, παρ’ ότι ελάχιστοι άνθρωποι βγαίνουν εντελώς έξω από το κατεστημένο, όλο και λιγότεροι βιώνουν το κατεστημένο στο έπακρον. Οι hippies επίσης άλλαξαν τον συμβολισμό της μουσικής, η οποία για αυτούς δεν λειτουργούσε μόνο ως κοινή ταυτότητα αλλά ασκούσε και κριτική στον κόσμο κατά του οποίου διαμαρτύρονταν.
Διάσημοι hippies Timothy Leary, Jefferson Airplane, Grateful Dead.
Punks (1976-1978, Βρετανία)
Πώς ξεκίνησαν Το καλοκαίρι του 1976 ήταν πολύ ζεστό και ξηρό για τα δεδομένα της Βρετανίας. Τον Αύγουστο η φύση ανακηρύχθηκε επισήμως «αφύσικη» και το κύμα του καύσωνα «κύμα ξηρασίας». Στη διάρκεια αυτού του σχεδόν εξωπραγματικού καλοκαιριού στο Λονδίνο εμφανίστηκαν οι πρώτοι punks, που συγκεντρώνονταν στο κατάστημα Sex της King’s Road και στο κλαμπ Roxy του Covent Garden. Η μηδενιστική μουσική τους θεωρείται αντίδραση προς τη «διανοουμενίστικη» στάση της προηγούμενης γενιάς των μουσικών της ροκ.
Ποιοι ήταν Οι punks ήταν κυρίως νέοι της εργατικής τάξης που είχαν πληγεί περισσότερο από κάθε άλλη κοινωνική ομάδα από τη μαζική ανεργία και τον αυξανόμενο πληθωρισμό της δεκαετίας του ’70 στη Βρετανία. Προέρχονταν από την ανωνυμία των εργατικών πολυκατοικιών και των ουρών για το επίδομα ανεργίας, αλλά μαζί τους ενώθηκαν και μεσοαστοί φοιτητές καλλιτεχνικών σπουδών που επιθυμούσαν να σατιρίσουν την μπουρζουαζία.
Τι άφησαν Οι punks ήταν η πρώτη νεανική υποκουλτούρα που αρνήθηκε ολοκληρωτικά το παρελθόν, γεγονός που ερμηνεύεται ως βούληση να χτίσουν το δικό τους παρόν από το μηδέν. Πρώτοι επίσης επιτέθηκαν σε παραδοσιακά βρετανικά σύμβολα, όπως στη βασίλισσα, επίθεση που έχει γενικευθεί από τότε και μετά. Η μανία τους να προκαλούν, με χρωματιστά μαλλιά ή παραμάνες, έκανε ευρύτερα αποδεκτή τη διαφορετικότητα.
Ωραία χρόνια ACID CLUB ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΥΠΕΔΟ ΤΟΥ ΠΑΟΚ δεκαετία του 1990.
20 χρονια ανορθογραφιας…