Πως εξηγεί τις μίζες που έδινε ο Μιχαήλ Ματαντός στο υπόμνημα που κατέθεσε στους ανακριτές

Κοινοποίηση:
ypobrixia

Ο Μιχαήλ Ματαντός, 66χρονος ναυλομεσίτης που κατοικοεδρεύει στο Λονδίνο αποκαλύπτει ότι μεταξύ άλλων έδωσε 2,5 εκατ.ευρώ σε εταιρεία του Σ.Κομνόπουλου ο οποίος ήταν τότε αντιπρόσωπος των σουηδικών ναυπηγείων Kockums, παρά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη σουηδική εταιρεία εξαγοράστηκε από την γερμανική HDW το 1999, δηλαδή πριν την υπογραφή του συμβολαίου ναυπήγησης των γερμανικών υποβρυχίων τύπου 214 που έγινε στις 15 Φεβρουαρίου του 2000. «Ηταν αντάλλαγμα για τη μη εχθρότητα προς τη γερμανική κοινοπραξία», υποστήριξε απολογούμενους στυς Γαβριήλ Μαλλή και Ιωάννη Σταυρόπουλο ο κ. Ματαντός θέλοντας να δικαιολογήσει το γιατί έδωσε 2,5 εκατ.ευρώ σε αντιπρόσωπο εταιρείας που είχε εξαγοραστεί από την γερμανική εταιρεία που εκπροσωπούσε ο ίδιος και τελικώς κέρδισε το συμβόλαιο…

Διαβάστε ολόκληρο το υπόμνημα:

 

ΕΝΩΠΙΟΝ

των κκ. Ανακριτών του Ν. 4022/2011 του Πρωτοδικείου Αθηνών

(κκ. Γαβριήλ Μαλλή, Προέδρου Πρωτοδικών, και Ιωάννη Σταυρόπουλου, Πρωτοδίκη)

 

ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ

 

Μιχαήλ Ματαντού του Σωτηρίου, κατοίκου Λονδίνου, οδός Albert Hall Mansions αρ. 7, SW7 2AN, Μεγάλη Βρετανία

 

Αθήνα, 23.01.2014

 

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

1. Εκκρεμεί ενώπιόν Σας δικογραφία που έχει σχηματισθεί σε βάρος μου για τα αδικήματα: (α) της ενεργητικής δωροδοκίας κατά του Δημοσίου υπό ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις (αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας), εκ της οποίας το όφελος πέτυχε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή απειλήθηκε στο Δημόσιο είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και υπερβαίνει το ποσόν των 150.000 ευρώ, από κοινού με τους κκ. Μιχαήλ Φιλιππίδη, Graf von Pückler, Ago Demirdjian, Γιάννη Μπέλτσιο και Αλέξανδρο Αβατάγγελο, και (β) της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση.

 

2. Ειδικότερα, όσον μεν αφορά στο πρώτο αδίκημα, μού αποδίδεται ότι στην Αθήνα το φθινόπωρο του έτους 1997 από κοινού με τα προαναφερθέντα πρόσωπα, δήθεν υποσχέθηκα στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας, Απόστολο – Αθανάσιο Τσοχατζόπουλο, και τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο των Ελληνικών Ναυπηγείων (Ε.Ν.Α.Ε.), Σωτήριο Εμμανουήλ, ωφελήματα, ανερχόμενα στο ποσόν των τουλάχιστον 63.192.691 ευρώ και 2.960.225 ελβετικών φράγκων, προκειμένου αυτοί, κατά παράβαση των καθηκόντων τους, να προβούν σε ενέργεια που ανάγεται στα καθήκοντά τους, το δε συνολικό όφελος που αυτοί αποκόμισαν με αντίστοιχη ζημία του Δημοσίου, υπερβαίνει το ποσόν των 150.000 ευρώ.

 

3. Όσον δε αφορά στο αδίκημα της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ’ επάγγελμα, μού αποδίδεται ότι το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο του 2000 έως και τον Οκτώβριο του 2003 από κοινού με τους κκ. Μιχαήλ Φιλιππίδη, Graf von Pückler, Ago Demirdjian, Γιάννη Μπέλτσιο και Αλέξανδρο Αβατάγγελο με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, τάχα με πρόθεση συγκάλυψα την αλήθεια όσον αφορά στη φύση και προέλευση περιουσίας ανερχόμενης σε 52.191.691 ευρώ και 2.960.225 ελβετικά φράγκα, εν γνώσει του ότι αυτή αποτελεί προϊόν ενεργητικής δωροδοκίας ημών και παθητικής δωροδοκίας των κκ. Αποστόλου – Αθανασίου Τσοχατζόπουλο και Σωτηρίου Εμμανουήλ σχετικά με τις συμβάσεις προμήθειας, εκσυγχρονισμού και επισκευής των υποβρυχίων, δέχθηκα στην κατοχή μου και εν συνεχεία μεταβίβασα την περιουσία αυτή, εν γνώσει του ότι αυτή αποτελεί προϊόν ενεργητικής και παθητικής δωροδοκίας με σκοπό την συγκάλυψη της αληθινής φύσεως και προελεύσεώς της.

 

4. Οι δε παράνομες πληρωμές συμφωνήθηκε μεταξύ όλων ημών και της γερμανικής εταιρείας “FERROSTAAL” ότι θα διενεργούντο με τη μεσολάβηση της εταιρείας “ΜΙΕ” (“Marine and Industrial Enterprises S.A.”), ιδιοκτησίας μου, η οποία θα μεταβίβαζε περαιτέρω τα χρήματα κατόπιν εντολών των υπευθύνων της “FERROSTAAL”, κκ. Haun και Mühlenbeck, είτε απευθείας στα δωροδοκούμενα πρόσωπα είτε στους υπολοίπους από εμάς, οι οποίοι δημιούργησαν μία ομάδα ανθρώπων ενδιαμέσων, που ονόμασαν “ΟΜΑΔΑ Α” ή “ΚΥΚΛΟΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ”, και οι οποίοι θα προωθούσαν περαιτέρω τα χρήματα για δωροδοκία των ανωτέρω προσώπων και άλλων Ελλήνων αξιωματούχων.

 

5. Αυτά συμφωνήθηκαν, δηλαδή η χρησιμοποίηση μεταξύ της “FERROSTAAL” και των προσώπων που δωροδοκήθηκαν, διαφόρων άλλων ενδιαμέσων προσώπων και εταιρειών, με τον σκοπό να μην αποκαλυφθεί η αληθινή προέλευση και η αιτία των χρημάτων, ότι δηλαδή αφορούσαν την παθητική δωροδοκία των ανωτέρω προσώπων. Με τον τρόπο αυτόν, ήτοι τη χρησιμοποίηση διαφόρων ενδιαμέσων προσώπων, φυσικών και νομικών, και τη διενέργεια πληθώρας κινήσεων συναλλαγών σε πολλούς χρηματοπιστωτικούς φορείς, πριν την τελική μεταφορά της περιουσίας αυτής από την αλλοδαπή στην Ελλάδα, σκοπεύαμε να απομακρυνθούν τα ίχνη των κεφαλαίων από την αρχική τους προέλευση και να παρεμποδισθεί ο εντοπισμός τους από τα ελεγκτικά όργανα στην Ελλάδα, όπου μεταφέρθηκε η περιουσία αυτή.

 

6. Έτσι, κατά το κατηγορητήριο, εγώ με πρόθεση δέχθηκα στην κατοχή μου και απέκρυψα την ως άνω περιουσία των 52.192.691 ευρώ και 2.960.225 ελβετικών φράγκων, εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από την παράνομη πράξη της ενεργητικής δωροδοκίας ημών και της παθητικής δωροδοκίας των κκ. Τσοχατζόπουλου και Εμμανουήλ, και με σκοπό, με τη μεσολάβηση της εταιρείας μου και εμένα του ίδιου ως αποδέκτη των χρημάτων, να αποκοπεί η σύνδεση της περιουσίας αυτής από την αρχική της φύση και παράνομη προέλευση. Το ποσόν αυτό, με την ίδια γνώση και σκοπό φέρεται ότι μεταβίβασα είτε προς τα ίδια τα δωροδοκούμενα πρόσωπα ή πρόσωπα που ενεργούσαν για λογαριασμό τους, είτε προς τους υπολοίπους εξ ημών, προκειμένου να απομακρυνθούν ακόμη περισσότερο τα ίχνη της περιουσίας από την αρχική της προέλευση. Τα μέλη της ομάδας αυτής περαιτέρω με πρόθεση δέχθηκαν στην κατοχή τους και απέκρυψαν την ως άνω περιουσία, την οποία τους μεταβίβασα, ομοίως, εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από την πράξη της ενεργητικής δωροδοκίας ημών και της παθητικής δωροδοκίας των ανωτέρω αξιωματούχων και με σκοπό, με τη μεσολάβηση των ιδίων και των ελεγχομένων από αυτούς νομικών προσώπων, ως αποδεκτών των χρημάτων, να αποκοπεί ακόμη περισσότερο η σύνδεση της περιουσίας αυτής από την αρχική της παράνομη προέλευση.

 

7. Σύμφωνα με τις ανωτέρω κατηγορίες, κατηγορούμαι για παραβίαση των άρθρων 1, 13 περ. α΄, στ΄, 14, 26 § 1 α΄, 27 §§ 1 α΄, 2, 45, 94 § 1, 98, 236 (ως ίσχυε με την επιεικέστερη μορφή του μετά την αντικατάστασή του με τον Ν. 2802/2000) και 238 ΠΚ, 1 § 1 Ν. 1608/1950, των άρθρων 1 α΄ περ. αιβ΄, αιζ΄, β΄, 2 § 1 εδ. β΄- α΄ Ν. 2331/1995, ως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με τον Ν. 3424/2005, των άρθρων 1 α΄i δδ΄, ii, β΄, 2 § 1 β΄-α΄του ίδιου νόμου (ως ίσχυαν μετά την τροποποίησή τους με τον Ν. 3424/2005 έως την κατάργησή τους με τον Ν. 3691/2008, των άρθρων 2 § 1, 2, 3 περ. γ΄, δ΄, ιθ΄, ως η τελευταία περίπτωση ίσχυε με την αρίθμηση αυτή πριν την ισχύ του Ν. 4042/2012, 45 § 1 γ΄-α΄, ε΄, 2, 4 Ν. 3691/2008, και 1, 2 του Ν. 4022/2011.

 

8. Διά του παρόντος απολογητικού υπομνήματός μου επιθυμώ να εκθέσω με απόλυτη ειλικρίνεια τα αληθή πραγματικά περιστατικά της υπό κρίσιν υποθέσεως, όπως ακριβώς τα βίωσα ο ίδιος, από τα οποία και προκύπτει ότι δεν δύνανται να στοιχειοθετηθούν σε βάρος μου αμφότερες οι ως άνω κατηγορίες για τους αληθείς, βάσιμους και νόμιμους λόγους που εκθέτω κατωτέρω.

 

9. Σπεύδω δε από τούδε να σημειώσω ότι δεν υπήρξα ποτέ μέλος της “ΟΜΑΔΑΣ Α” ή του λεγόμενου “ΚΥΚΛΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ” (γεγονός που επιβεβαιώθηκε από πλήθος μαρτυριών και απολογιών που εδόθησαν ενώπιον της Εισαγγελίας Ι του Μονάχου και επισφραγίσθηκε με την υπ’ αριθμ. 6KLs 565 Js 122815/11 απόφαση του Πρωτοδικείου Ι του Μονάχου κατά των κκ. Haun και Mühlenbeck), δεν γνωρίζω ούτε κατ’ όψιν πολλούς εκ των συγκατηγορουμένων μου, ενώ, περαιτέρω δεν γνωρίζω ούτε καν κοινωνικώς τον κ. Τσοχατζόπουλο, τον οποίο φέρεται ότι δωροδόκησα!!!

 

10. Ομολογώ δε ότι ξενίζει η αξιωματική εκφορά κρίσεων στο κατηγορητήριο περί του ότι δήθεν είχα προσωπικώς υποσχεθεί στον πρώην υπουργό και τον πρώην πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο των Ελληνικών Ναυπηγείων ωφελήματα που ανέρχονται στο ποσόν τουλάχιστον των 63.192.691 ευρώ και 2.960.225 ελβετικών φράγκων, προκειμένου αυτοί να παραβούν το καθήκον τους, και ότι τάχα όλοι όσοι έλαβαν χρήματα από τη “MIE”, τα προώθησαν περαιτέρω είτε στον κ. Τσοχατζόπουλο είτε/και στον κ. Εμμανουήλ, τη στιγμή που ελλείπει από τη δικογραφία οιοσδήποτε τέτοιος αποδεικτικός σύνδεσμος. Ουδέν απολύτως στοιχείο επιβεβαιώνει τη διαλαμβανόμενη στο κατηγορητήριο περιουσιακή μετατόπιση από τη “MIE” προς τα δύο ανωτέρω πρόσωπα, γεγονός που αφ’ εαυτού τορπιλίζει τη βάση και των δύο αποδιδόμενων σε μένα κατηγοριών.

 

11. Εντύπωση δε προκαλεί περαιτέρω και η εσφαλμένη χρονική κατάστρωση του σε βάρος μου κατηγορητηρίου. Ειδικότερα, καίτοι στο προοίμιο αυτού μού αποδίδονται τα αδικήματα της ενεργητικής δωροδοκίας και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, φερόμενα αμφότερα ως τελεσθέντα από το φθινόπωρο του έτους 1997 έως και τον Σεπτέμβριο του 2007, εντούτοις κατά την εξειδίκευση των πράξεων που ακολουθεί, προκύπτει ότι οι αναφερόμενοι ως χρόνοι τελέσεως αυτών είναι από την 15.06.2000 μέχρι και την 29.10.2003, ήτοι οι χρόνοι κατά τους οποίους έλαβαν χώρα οι διάφορες πληρωμές!!!

Προκειμένου να καλυφθεί το ως άνω χρονικό και λογικό άλμα έπρεπε πάση θυσία να “εφευρεθεί” συναυτουργική δράση μου και σε άλλο ένα αδίκημα ενεργητικής δωροδοκίας. Έτσι, δίχως να υπάρχει κανένα απολύτως συναφές αποδεικτικό στοιχείο, και θεωρώντας ως δεδομένο το ζητούμενο, επελέγη η λύση της αποδόσεως συμμετοχής μου τόσον στην καταβολή του ποσού των 11.000.000 ευρώ από την εταιρεία “FERROSTAAL” προς την εταιρεία “Dolmarton Associated Inc.”, συμφερόντων του κ. Αλέξανδρου Αβατάγγελου στο πλαίσιο της συμβιβαστικής επιλύσεως της μεταξύ των δύο εταιρειών ανακυψάσης διαφοράς, όσον και στην εν συνεχεία καταβολή του ιδίου αυτού ποσού από  τον κ. Αβατάγγελο στον κ. Τσοχατζόπουλο, για δωροδοκία του τελευταίου!!!

 

12. Η τελευταία παραδοχή αυτή, ωστόσο, πάσχει πολλαπλώς και εκθέτει το κατηγορητήριο ως βεβιασμένο. Και τούτο, διότι:

•             Διαφέρουν χρονικώς οι επιμέρους αποδιδόμενες σε εμένα πράξεις ενεργητικής δωροδοκίας (2000-2003) από τον αναφερόμενο στην αρχή του κατηγορητηρίου χρόνο τελέσεώς τους (1997-2007).

•             Δεν συμπίπτουν χρονικώς τα αδικήματα της ενεργητικής δωροδοκίας και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, καθώς μένει ακάλυπτη η διαδοχική καταβολή των 11.000.000 ευρώ από τη “FERROSTAAL” στον κ. Τσοχατζόπουλο μέσω του κ. Αβατάγγελου που έλαβε χώρα το καλοκαίρι 2007, για την οποία, ωστόσο, δεν κατηγορούμαι.

•             Αναφέρονται ως εφαρμοστέες ρητώς αλλά αδιακρίτως οι διατάξεις και των τριών Ν. 2331/1995, 3424/2005 και 3691/2008, μολονότι κάτι τέτοιο από την άποψη του διαχρονικού δικαίου είναι ανεπίτρεπτο.

Πέραν, όμως, των ως άνω ενδεικτικώς αναφερομένων λογικών αλμάτων που διαλαμβάνονται στο εναντίον μου κατηγορητήριο, τα ακράδαντα στοιχεία που παρατίθενται στο παρόν υπόμνημά μου θα οδηγήσουν αβίαστα στο συμπέρασμα ότι σε ό,τι με αφορά η υπόθεση ερείδεται επί φανταστικών και ανύπαρκτων δεδομένων, ενώ επί πλέον είναι όλως αστήρικτη στην ουσία της και παντελώς αβάσιμη κατά νόμον.

 

 

ΙΙ. ΙΣΤΟΡΙΚΟ

 

13. Η σχέση μου με τη ναυτιλία μετρά σαράντα και πλέον έτη. Μετά την ολοκλήρωση τριτοβαθμίου κύκλου σπουδών μου στο κολλέγιο “Christ Church” του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, από το 1972 έως και το 1976 εργάστηκα στη ναυτιλιακή εταιρεία “Colocotronis Ltd” στο Λονδίνο, η οποία είχε καταρτίσει ένα φιλόδοξο σχέδιο ναυπηγήσεως νέων πλοίων στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, την Ισπανία και τη Γερμανία. Κατά την ανωτέρω περίοδο και ως εκ της θέσεώς μου στην ανωτέρω ναυτιλιακή εταιρεία, ήρθα σε επαφή με πολλά ναυπηγεία παγκοσμίως, εκ των οποίων –νομίζω– ότι το καλύτερο ήταν αυτό της “Howaldtswerke-Deutsche Werft AG” (εφεξής “HDW”). Δυστυχώς, η ναυτιλιακή εταιρεία στην οποία εργαζόμουν, αντιμετώπισε περί τα τέλη του 1975 οικονομικά προβλήματα λόγω και της, ενσκύψασας εκείνη την εποχή, κρίσεως του πετρελαίου, και το 1976 διέκοψε τη λειτουργία της.

 

14. Στο πλαίσιο αναζητήσεως εργασίας, και με βάση την κεκτημένη ήδη εμπειρία μου, ανεζήτησα εργασία σε κάποιο από τα ναυπηγεία που είχα γνωρίσει κατά τη θητεία μου στην ανωτέρω ναυτιλιακή εταιρεία. Η “HDW” ανταποκρίθηκε θετικά, και μου πρότεινε να γίνω αντιπρόσωπός της στην Ελλάδα για την εμπορική ναυτιλία.

Κατόπιν τούτου, το 1976 ίδρυσα την εταιρεία “Marine and Industrial Enterprises S.A.” (εφεξής “MIE”) με έδρα τον Παναμά, η οποία, στο τέλος του ίδιου έτους, συνήψε σύμβαση συνεργασίας με την “HDW” στον τομέα του marketing της κατασκευής και επισκευής εμπορικών πλοίων στη Γερμανία. Η δε “ΜΙΕ” ίδρυσε εν συνεχεία ένα υποκατάστημα της εταιρείας (“branch office”) στον Πειραιά, σύμφωνα με το Νόμο 89 του 1978. Στην πορεία ιδρύθηκαν και άλλες εταιρείες, περί των οποίων θα γίνει ειδική μνεία σε σχετικό κεφάλαιο κατωτέρω (βλ. κεφ. V).

 

15. Εκείνο το διάστημα, η “HDW” ανήκε κατά 75% στο Ομοσπονδιακό Γερμανικό Κράτος και κατά 25% στο γερμανικό κρατίδιο του Schleswig Holstein. Είχε στην κυριότητά της επτά (7) ναυπηγεία στο Αμβούργο και στο Κίελο, κατασκευάζοντας και δεξαμενίζοντας όλα τα είδη εμπορικών και πολεμικών πλοίων, καθώς επίσης και μια ακμάζουσα βιομηχανία εξαρτημάτων και ανταλλακτικών πλοίων. Η δική μας δραστηριότητα περιορίζετο στα εμπορικά πλοία.

Ήδη από το 1976 η “ΜΙΕ” έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως από τη “HDW” λόγω των πολύ καλών σχέσεων που διατηρούσε με Έλληνες πλοιοκτήτες. Όντως, το υποκατάστημα του Πειραιά είχε δραστηριοποιηθεί πολλές φορές ως διαμεσολαβητής για αναθέσεις παραγγελιών εμπορικών πλοίων στα γερμανικά ναυπηγεία.

 

16. Ειδικότερα, ήδη πριν την υπογραφή των δύο επίδικων συμβάσεων που αφορούσαν στα υποβρύχια, η “ΜΙΕ” είχε διαμεσολαβήσει για την ανάθεση κατασκευής από τη “HDW” των ακολούθων δεκαπέντε (15) πλοίων μεταφοράς container: “ZIM ISRAEL”, “ZIM AMERICA”, “ZIM ASIA”, “ZIM CANADA”, “ZIM ITALY”, “ZIM JAPAN”, “ZIM HONG KONG”, “ZIM USA”, “ZIM CHINA”, “ZIM JAMAICA”, “ZIM ATLANTIC, “ZIM PACIFIC”, “ZIM KOREA” και “ZIM EUROPE”, συνολικής αξίας περί τα 900.000.000 δολάρια ΗΠΑ (ήτοι $ 60.000.000 x 15).

Αλλά και κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την κατασκευή των υποβρυχίων, η “MIE” διαμεσολάβησε για την κατασκευή από τη “HDW” των πολυτελών δίδυμων επιβατηγών οχηματαγωγών πλοίων “SUPERFAST V” και “SUPERFAST VI”, συνολικής αξίας 410.000.000 γερμανικών μάρκων (ήτοι DM 205.000.000 x 2), καθώς και των τετραδύμων επιβατηγών οχηματαγωγών πλοίων “SUPERFAST VΙΙ”, “SUPERFAST VΙΙI”, “SUPERFAST ΙΧ” και “SUPERFAST Χ”, συνολικής αξίας 840.000 γερμανικών μάρκων (ήτοι DM 210.000.000 x 4).

 

17. H “MIE”, ωστόσο, δεν συνεργαζόταν μόνον με τα ναυπηγεία της “HDW” αλλά και με άλλα μεγάλα γερμανικά και γαλλικά ναυπηγεία. Ειδικότερα, ήδη πριν την υπογραφή των δύο επιδίκων συμβάσεων για την επισκευή και την κατασκευή των υποβρυχίων διαμεσολάβησε στην ανακατασκευή από τη “Lloyd Werft GmbH”στο Bremerhaven της Γερμανίας του κρουαζιερόπλοιου “GALILEO” (και μετονομασθέντος σε “MERIDIAN”), η οποία στοίχισε 70.000.000 γερμανικά μάρκα. Περαιτέρω, διαμεσολάβησε για τη ναυπήγηση των ακολούθων πέντε κρουαζιερόπλοιων από τη “Meyer Werft” στο Papenburg της Γερμανίας, συνολικής αξίας 1.480.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, ήτοι του “HORIZON” (αξίας 170.000.000 δολαρίων ΗΠΑ), του “ZENITH” (αξίας 230.000.000 δολαρίων ΗΠΑ), του “CENTURY” (αξίας 340.000.000 δολαρίων ΗΠΑ), και των δίδυμων “GALAXY” και “MERCURY” (αξίας εκάστου 370.000.000 δολαρίων ΗΠΑ).

Τέλος, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την κατασκευή των υποβρυχίων, η “MIE” διαμεσολάβησε για την κατασκευή τεσσάρων κρουαζιεροπλοίων από τα ναυπηγεία “Chantiers de l’ Atlantique, στο Saint-Nazaire, συνολικής αξίας 1.680.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, ήτοι του “MILLENNIUM”, του “CONSTELLATION”, του “INFINITY” και του “SUMMIT”, αξίας ενός εκάστου περί τα 420.000.000 δολάρια ΗΠΑ. Με άλλα λόγια, η “MIE” ήταν μια εταιρεία, η οποία μέχρι τουλάχιστον την επίδικη περίοδο είχε διαμεσολαβήσει για την ναυπήγηση πλοίων συνολικής αξίας 4.000.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, και 1.300.000.000 γερμανικών μάρκων. Είναι προφανές ότι η “MIE” για όλες τις ως άνω διαμεσολαβήσεις και συμβουλευτικές υπηρεσίες της ελάμβανε σοβαρές αμοιβές.

 

18. Αναφορικά με τις στρατιωτικές παραγγελίες της “HDW” ήταν γνωστό ότι αυτή συνεργαζόταν με τη “FERROSTAAL” ήδη από τα τέλη του 1967 στην κατασκευή υποβρυχίων παγκοσμίως. Τα πρώτα δε υποβρύχια τύπου 209, μιας κλάσεως που για πρώτη φορά μεταπολεμικώς θα εξήγαγε η Γερμανία, παραγγέλθηκαν από την Ελλάδα στο τέλος του 1967. Τα υποβρύχια αυτά, που κατά ένα μεγάλο μέρος σχεδιάστηκαν και με τη συνδρομή του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού,  απεδείχθησαν πολύ επιτυχημένα. Μετά τη μεταπολίτευση, η Ελλάδα θέλησε να ενισχυθεί στρατιωτικά λόγω της πρόσφατης τότε κρίσεως στην Κύπρο, και αγόρασε άλλα τέσσερα υποβρύχια από τη “HDW/FERROSTAAL”, δίχως καμία ανάμειξη ή μεσολάβηση της –ανύπαρκτης, τότε– “MIE”.

 

19. Όταν πλέον το 1987, η “FERROSTAAL”, συνεργάτιδα της “HDW” στην κατασκευή των υποβρυχίων, αποφάσισε να αντικαταστήσει τον σύμβουλο πωλήσεων υποβρυχίων της Ελλάδας με έναν νεότερο (δοθέντος ότι ο τότε αντιπρόσωπός της ήταν περίπου 70 ετών), η “HDW” πρότεινε τη “MIE” (βλ. την από 15.11.2004 κατάθεση του μάρτυρα κ. Graf von der Schulenburg ενώπιον της Εισαγγελίας του Ντύσσελντορφ, όπου δήλωσε τα ακόλουθα: “Η FERROSTAAL συνεργάστηκε με τη δική της αντιπροσώπευση στην Ελλάδα και συγκεκριμένα με την εταιρεία ΜΙΕ, με την οποία η FERROSTAAL συνεργάζεται εδώ και 25 χρόνια στις δουλειές με τη Ναυτιλία [και όχι με το “Ναυτικό”, όπως εσφαλμένως μεταφράστηκε από τη Μεταφραστική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών η φράση “Die MIE ist eine angesehene, eigenständige Firma in Griechenland, die im maritimen Geschäft tätig ist”]. Αυτή υποστήριζε ενεργά τις πωλήσεις της FERROSTAAL. Η εταιρεία ΜΙΕ είναι μια ευυπόληπτη, ανεξάρτητη εταιρεία στην Ελλάδα, η οποία δραστηριοποιείται στο ναυτιλιακό χώρο [και  όχι με δουλειές στο Ναυτικό, όπως αποδόθηκε κατά παράφραση]”. Βλ. επίσης και την από 27.09.2010 απολογία του κ. von Menges ενώπιον της Εισαγγελίας Ι του Μονάχου). Στις αρχές του 1987 υπεγράφη σύμβαση μεταξύ της “MIE” και της “FERROSTAAL”, προβλέποντας για το γερμανικό πεδίο πώλησης ποσοστιαία αμοιβή για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών 5%, με πρόβλεψη υπέρ της “FERROSTAAL” δικαιώματος για μονομερή εύλογη μείωση εφόσον αυτό απαιτούσαν οι περιστάσεις. Η σύμβαση παρείχε επίσης στη “FERROSTAAL”  το δικαίωμα να χρησιμοποιεί άλλους συμβούλους παράλληλα με τη “MIE” κατά τη διακριτική ευχέρεια της γερμανικής εταιρείας. Η εν λόγω σύμβαση υπεγράφη σε δύο αντίτυπα και φυλάχθηκε σε τραπεζική θυρίδα στην Deutsche Bank, στο Εssen.

 

20. Στα μέσα του 1988 υπογράφηκε σύμβαση εκσυγχρονισμού των τεσσάρων πρώτων υποβρυχίων, τύπου «Γλαύκος». Το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό  ονόμασε το πρόγραμμα αυτό “ΠΟΣΕΙΔΩΝ” (“NEPTUNE”), και μετέπειτα “ΠΟΣΕΙΔΩΝ Ι” (“NEPTUNE I”). Σύμφωνα με τη σύμβαση, το πρώτο σκάφος θα ανακαινιζόταν στη “HDW” (Κίελο) και τα υπόλοιπα τρία στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας (και όχι στα “Ελληνικά Ναυπηγεία Α.Ε.”). Στο κόστος εκσυγχρονισμού του ενός ελληνικού υποβρυχίου που επρόκειτο να λάβει χώρα στη Γερμανία, συμπεριελήφθη και εκτεταμένη Γερμανική στρατιωτική βοήθεια. Τόσο σύνθετα προγράμματα, όσο το “ΠΟΣΕΙΔΩΝ Ι” (“NEPTUNE I”) δεν είχαν ποτέ άλλοτε εκτελεσθεί σε υποβρύχια στην Ελλάδα. Σύμφωνα με το σχέδιο, τα υποβρύχια πρώτα θα κόβονταν και μετά θα επανασυναρμολογούντο, μετά δε τον εκσυγχρονισμό τους επρόκειτο να εκτοξεύουν όχι μόνον τορπίλες αλλά και πυραύλους. Η εργασία, λοιπόν, που διεξήχθη στην Ελλάδα δεν είχε προηγούμενο ως προς την πολυπλοκότητα και την έκτασή της, και παρά τα πολλά τεχνικά προβλήματα, εκτελέστηκε αποτελεσματικά και εμπρόθεσμα, μετά από διάστημα εννέα ετών, κατά τη διάρκεια των οποίων μια μεγάλη ομάδα Γερμανών συμβούλων ζούσε στην Ελλάδα, δούλευε καθημερινά στη Σαλαμίνα, και μαζί με το εξαιρετικό προσωπικό του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού και του Ναυστάθμου, απέδειξε ότι παρά τις πολλές επιφυλάξεις σχετικά με τη διεξαγωγή της, η εργασία μπορούσε να ολοκληρωθεί επιτυχώς στην ίδια την χώρα, χωρίς να χρειαστεί η Ελλάδα να καταφύγει στο εξωτερικό για τον σκοπό αυτό.

 

21. Την 30η Σεπτεμβρίου 1988 οι Γερμανοί παρουσίασαν στους αξιωματικούς του Ελληνικού Ναυτικού τα απόρρητα αποτελέσματα των δοκιμών που είχαν διεξαχθεί επί μήνες σε παλαιό Γερμανικό υποβρύχιο το οποίο είχε τροποποιηθεί και στο οποίο είχε προστεθεί ένα νέο επαναστατικό σύστημα προώθησης με κυψέλες καυσίμου, το “Fuel Cell and Air-Independent Propulsion”. Οι δοκιμές αυτές έδειξαν ότι η επόμενη γενιά νεότευκτων γερμανικών σκαφών, αλλά ακόμη και τα υπάρχοντα σκάφη μπορούσαν να έχουν αυτό το πρωτοποριακό σύστημα προώθησης. Όπως ήταν αναμενόμενο, το Ελληνικό Ναυτικό εντυπωσιάστηκε από τις δυνατότητες που προσέφερε το νέο σύστημα.

 

22. Το ίδιο περίπου διάστημα, ο τότε αρχηγός του Πολεμικού Ναυτικού έδωσε μια συνέντευξη σε κάποιο γερμανικό περιοδικό στρατιωτικής ύλης και δήλωσε ότι υπήρχε ενδιαφέρον για καινούργια υποβρύχια, δίχως να μιλήσει συγκεκριμένα για την τεχνολογία κυψελών καυσίμου, και χωρίς να υπάρχει κάποιο σχετικό εξοπλιστικό πρόγραμμα είτε σε κατάρτιση είτε σε εξέλιξη. Η “ΜΙΕ” ενημέρωσε τη “FERROSTAAL” ότι διαφαίνεται επίσης και ένα νέο πρόγραμμα για τον εκσυγχρονισμό των υπολοίπων τεσσάρων υποβρυχίων τύπου 209.

 

23. Στο τέλος του 1992 ξεκίνησα μια σειρά συναντήσεων με τον τότε αρχηγό του Πολεμικού Ναυτικού, κατά τις οποίες (με την εξουσιοδότηση της “FERROSTAAL”) πρότεινα την υπογραφή συμβάσεως με τους ακόλουθους όρους: παραγγελία τουλάχιστον δύο σκαφών, το 25% του τιμήματος καταβλητέο κατά την κατασκευή (διαπραγματεύσιμο μέχρι το 15%), η χρηματοδότηση για το 60% να ληφθεί με την παράδοση κάθε σκάφους αλλά να αρχίσει η καταβολή από το 2002 και έπειτα, (περίοδος χάριτος) και να αποπληρωθεί σε μια περίοδο 7-8 ετών από τότε, το δε υπόλοιπο του τιμήματος κάθε πλοίου να πληρωθεί όχι με χρήματα αλλά με προϊόντα ελληνικής παραγωγής, αγαθά ή/και υπηρεσίες. Αυτή, η –κατά τη γνώμη μου– μοναδική, ακόμη και σήμερα, προσφορά, δεν ενδιέφερε το τότε Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Εκ των υστέρων, έχω την αίσθηση ότι οι Γερμανοί θεώρησαν ότι αν δεν ήμουν σε θέση να «πουλήσω» μια τόσο μοναδική συμφωνία, τότε μάλλον δεν ήμουν ακριβώς αυτό που χρειάζονταν για την ελληνική αγορά (βλ. την υπ’ αριθμ. 6KLs 565 Js 122815/11 απόφαση του Πρωτοδικείου Ι του Μονάχου κατά των κκ. Haun και Mühlenbeck: “Ο Μιχαήλ Ματαντός τότε ήταν αντιπρόσωπος της Ferrostaal στον Τομέα Πολεμικών Πλοίων στην Ελλάδα, διέθετε μεν άριστες σχέσεις μέσα στο ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό, δεν είχε όμως πραγματική πρόσβαση σε άλλους υψηλόβαθμους παράγοντες λήψης αποφάσεων, και ιδία στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και στον πρώην Έλληνα υπουργό Εθνικής Άμυνας Τσοχατζόπουλο. Για το λόγο αυτό οι κατηγορούμενοι Haun και Mühlenbeck χρησιμοποίησαν τον Δρα Αλέξανδρο Αβατάγγελο που βρισκόταν πίσω από την Dolmarton”. Βλ. επίσης την από 22.10.2010 απολογία του κ. Mühlenbeck ενώπιον της Εισαγγελίας Ι του Μονάχου: “Θέλαμε να έχουμε ανθρώπους σε αρκετά υψηλή θέση για να προασπίζουν τα συμφέροντά μας. Ο κ. Ματαντός δεν είχε αρκετά υψηλή θέση ή δεν ήταν αρκετά δικτυωμένος για να μας βοηθήσει στο θέμα αυτό”. Αλλά και στην από 13.07.2010 απολογία του δήλωσε ο ίδιος: “Ο κύριος Ματαντός δεν είχε επαφές στο Υπουργείο Αμύνης. Ο κύριος Ματαντός είχε καλύτερες σχέσεις με το Ναυτικό, όμως λιγότερες με το Υπουργείο Αμύνης. Η γραμμή του κυρίου Ματαντού στρεφόταν περισσότερο στο Ναυτικό, ενώ η γραμμή της Ομάδας Α στρεφόταν περισσότερο στους φορείς λήψης των αποφάσεων σε κορυφαίο επίπεδο στο Υπουργείο Αμύνης. […] Τις διασυνδέσεις αυτές δεν τις είχε ο κύριος Ματαντός”).

 

24. Ενδεικτικό της ελλείψεως υψηλών πολιτικών διασυνδέσεών μου είναι και τούτο το περιστατικό, το οποίον αξίζει να αναφερθεί παρενθετικά και εν συντομία. Το Σεπτέμβριο 1997 προσφέρθηκαν στην Ελλάδα από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, με πολύ ευνοϊκούς όρους, τέσσερα (4) μεταχειρισμένα μεν, πανίσχυρα δε αντιτορπιλικά τύπου “KIDD”, τα οποία είχαν κατασκευαστεί και συντηρούντο ανέκαθεν από της ναυπηγήσεώς τους στα αμερικανικά ναυπηγεία της “Ingalls Shipbuilding”, με τα οποία ήδη η “MIE” είχε μακρά και εξαιρετική συνεργασία. Η ανωτέρω διακρατική αυτή συναλλαγή ενεκρίθη με απόφαση του ΚΥ.Σ.Ε.Α. τον Οκτώβριο του 1998, στο πλαίσιο ενίσχυσης του Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος Ελλάδος – Κύπρου. Πλην όμως τα συγκεκριμένα πλοία (δύο εκ των οποίων είχαν ήδη παροπλισθεί, ενώ τα έτερα δύο προορίζοντο για παροπλισμό) έχρηζαν επισκευών και μετασκευών μικρής εκτάσεως, προκειμένου να καταστούν αξιόπλοα και να προσαρμοσθούν στις απαιτήσεις του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού. Το αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό πρέσβευε ότι οι απαραίτητες επισκευές έπρεπε, ως ήταν φυσικό, να διενεργηθούν στα ως άνω ναυπηγεία, πράγμα απολύτως εύλογο, μιας και όπως ελέχθη, σε αυτά είχαν ναυπηγηθεί και συντηρούντο τακτικά.

Περαιτέρω δε η “ΜΙΕ” είχε μακροχρόνια σχέση με την αμερικανική εταιρεία “GENERAL ELECTRIC”, κατασκευαστή αεριοστρόβιλων, τέσσερις εκ των οποίων έφερε κάθε πλοίο “KIDD”. Είναι προφανές, λοιπόν, ότι η “MIE” απέβλεπε στην μακροχρόνια συντήρηση αυτών των δεκαέξι (16) συνολικώς μηχανών στο μέλλον. Εν τέλει, και ενώ είχε εγκριθεί η πρόσκτηση από την Ελλάδα και, κατά συνέπεια, η επισκευή των ως άνω σκαφών στα ναυπηγεία της “Ingalls”, υπέρ των οποίων και ενεργούσα, έλαβε χώρα ένα υπηρεσιακό ταξίδι τον Νοέμβριο του 1998 στην Ουάσιγκτον του κ. Τσοχατζόπουλου, μετά το οποίο, εντελώς ακατανόητα, το όλο σχέδιο παραχωρήσεως των πλοίων αυτών ναυάγησε.

Από μόνο αυτό το περιστατικό προκύπτει ότι δεν διέθετα καμία πολιτική πρόσβαση, ακόμη και για να προωθήσω τα συμφέροντα της “MIE”, πολλώ δε μάλλον να μεθοδεύσω με τους τρόπους που μου αποδίδονται από το κατηγορητήριο την υπογραφή των δύο συμβάσεων για την επισκευή και τη ναυπήγηση των υποβρυχίων.

 

25. Κλείνοντας την σύντομη αυτή παρένθεση, περί το 1995, οι διαδικασίες λήψεως αποφάσεων τροποποιήθηκαν και οι εξουσίες των Υπηρεσιών (στην περίπτωση αυτή του Πολεμικού Ναυτικού) περιορίστηκαν σε μεγάλο βαθμό υπέρ του ίδιου του Υπουργείου. Αρχές του 1997 αντιλήφθηκα ότι ανώτερα στελέχη της “FERROSTAAL” επισκέπτονταν συχνά την Ελλάδα εν αγνοία μου, χωρίς να μας εμπλέκουν σε κρατήσεις ξενοδοχείων, συναντήσεις, παραλαβές προσώπων κ.λπ. Χρησιμοποιούσαν μαύρες νοικιασμένες λιμουζίνες με σωφέρ για να μετακινούνται και συνήθως έμεναν στο Χίλτον.

 

26. Στο διάστημα αυτό, τα “Ελληνικά Ναυπηγεία A.E.” (“Hellenic Shipyards S.A.”, εφεξής “HSY”) μετά από πολλές διακυμάνσεις, κατέληξαν στην ιδιοκτησία της ΕΤΒΑ και των συνδικάτων κατά ποσοστό 51-49%. Η διοίκηση των ναυπηγείων ανετέθη από την ΕΤΒΑ στην αγγλική εταιρία “Brown and Root”. Τα “Ελληνικά Ναυπηγεία Α.Ε.”, έπειτα από μήνες πίεσης στους Γερμανούς, τους πείθουν να υπογράψουν μια αποκλειστική συμφωνία συνεργασίας με τη “HDW” σε σχέση με τα υποβρύχια. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ΕΤΒΑ έστελνε στελέχη των “Ελληνικών Ναυπηγείων” στη “HDW” μυστικά, όπως αργότερα μου είπαν, για κάποιο διάστημα πριν από αυτό για να αποπειραθούν να εμπλέξουν τη “HDW” στα “Ελληνικά Ναυπηγεία” αλλά η αντίδραση των Γερμανών ήταν πάντα αρνητική.

 

27. Σταδιακά, και προς το τέλος του 1996, άρχισε πλέον να διαμορφώνεται ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα του Πολεμικού Ναυτικού για τα νέα ελληνικά υποβρύχια. Θεωρώ ότι οι Γερμανοί, των οποίων η προσφερόμενη τιμή το 1996 για ένα σκάφος κλάσης 212 θα ήταν 640 εκατομμύρια μάρκα (ή 500 εκατομμύρια μάρκα για το πακέτο υλικού χωρίς την εργασία), θα αποδεικνύονταν τελικώς πιο ακριβοί από ό,τι οι Σουηδοί, οι Ολλανδοί, οι Γάλλοι και οι Ισπανοί. Μολαταύτα, το προφανές προβάδισμα έπρεπε να το έχουν οι Γερμανοί χάρη στην επαναστατική νέα τεχνολογία που προσέφεραν, την οποία δε συναγωνιζόταν κανένα άλλο ναυπηγείο. Επιπλέον, οι Γερμανοί είχαν ήδη επιδείξει πολυετή αξιόπιστη απόδοση με τα οκτώ υποβρύχια της “HDW” στην υπηρεσία του Πολεμικού Ναυτικού, και –το σημαντικότερο, ίσως– είχαν την έμπρακτη ικανότητα να εργασθούν σε ένα πολύπλοκο πρόγραμμα, όπως αυτό των τυχόν νέων υποβρυχίων και στην Ελλάδα, και μάλιστα με περιορισμένη υποδομή, με καλά και προφανή αποτελέσματα.

 

28. Με αυτά ως δεδομένα, άρχισα τη διερεύνηση περί του τι μπορούσε να γίνει στην Ελλάδα στον τομέα της ειδικεύσεώς μου, ήτοι την κατασκευή και χρηματοδότηση εμπορικών πλοίων, εφόσον αυτή θα συνδεόταν με μια παραγγελία υποβρυχίων. Ένα πρόγραμμα κατασκευής εμπορικών πλοίων ταυτοχρόνως με την κατασκευή υποβρυχίων όχι μόνο θα ευνοούσε την οικονομία της χώρας, αλλά επίσης θα μείωνε στην πραγματικότητα το κόστος αυτών των υποβρυχίων, εφόσον με δύο προγράμματα ταυτόχρονης κατασκευής στο ίδιο ναυπηγείο, θα μειωνόταν το overhead cost των εκείθεν κατασκευασθέντων υποβρυχίων. Το γραφείο μου κατήρτισε πληρέστατες τεχνικές προδιαγραφές και μελέτες για καινούργια φορτηγά πλοία χύδην φορτίου (bulk carriers), ίδρυσα ένα γραφείο διασύνδεσης στην Κορέα για τεχνική συνεργασία με ελληνικές εταιρείες, κανόνισα μέσω του γερμανικού κρατικού πιστωτικού ιδρύματος (KfW) να είναι διαθέσιμη η χρηματοδότηση του 80% της τιμής εκάστου πλοίου σε πελάτες που θα παρήγγειλαν τα φορτηγά πλοία χύδην φορτίου στα “Ελληνικά Ναυπηγεία A.E.”, εξασφάλισα ασφάλιση από το City του Λονδίνου, ώστε τα συμβόλαια για τα εμπορικά πλοία στα “Ελληνικά Ναυπηγεία A.E.” να καλύπτονται σχεδόν για κάθε κίνδυνο, τεχνικό, εμπορικό και κρατικό (sovereign risk), όλα αυτά με δικές μας δαπάνες.

Η “FERROSTAAL” ενθουσιάστηκε με τις δυνατότητες που θα της προσέφερε ένα τέτοιο σχέδιο, και το 1997 πρότειναν γραπτώς στους Έλληνες Υπουργούς Εθνικής Άμυνας και Βιομηχανίας να κατασκευάσουν δεκαπέντε (15) τέτοια πλοία στην Ελλάδα έναντι της παραγγελίας νέων υποβρυχίων από την Ελληνική πλευρά [ΣΧΕΤΙΚΟ 1]. Υπενθυμίζεται ότι η “FERROSTAAL” κινούσε πάρα πολλά φορτία, κυρίως μετάλλευμα, και για δικό της λογαριασμό αλλά και για τον όμιλο “MAN”, σε πλοία, επομένως τα υπό ναυπήγηση σκάφη θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εν μέρει και από την ίδια. Η ελληνική πλευρά ήταν πολύ θετική στην ιδέα αυτή.

 

29. Στο μεταξύ η εταιρεία “ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΤΤΙΚΗΣ” συνήψε συμβάσεις με την “HDW” για τη ναυπήγηση στο Κίελο έξι πολυτελών οχηματαγωγών (με την “MIE” να διαμεσολαβεί υπέρ της “HDW”) (βλ. την από 12.08.2010 ένορκη κατάθεση του κ. Hans-Joachim Schmidt ενώπιον της Εισαγγελίας Ι του Μονάχου). Από τότε και μέχρι την υπογραφή της συμβάσεως για νέα υποβρύχια το Φεβρουάριο του 2000, η διοίκηση των Ελληνικών Ναυπηγείων αποφάσισε ότι προτιμούσε, αντί για πλοία χύδην φορτίου, να κατασκευαστούν στο Σκαραμαγκά δύο πολύ μεγάλα και πολύ γρήγορα οχηματαγωγά, χρησιμοποιώντας προδιαγραφές και τεχνογνωσία που είχε ήδη αναπτυχθεί για τα έξι πλοία “SUPERFAST”  που ήταν υπό κατασκευή στο Κίελο. Θεώρησα ότι η ελληνική αγορά θα ήταν θετική με την γενική ιδέα να αγοράσει πλοία, ναυπηγούμενα στην Ελλάδα υπό την επίβλεψη της “HDW” και με το ίδιο γερμανικό πρότυπο, με χρηματοδότηση ιδίων όρων με εκείνη που παρείχετο στη “SUPERFAST” στη Γερμανία για τα πλοία που κατασκευάζοντο στο Κίελο.

 

30. Εκείνη την εποχή, η αγορά για τέτοιου είδους ταχέα οχηματαγωγά ήταν πολύ θετική, και θεωρήθηκε δεδομένο ότι μία τουλάχιστον από τις μεγάλες ελληνικές εταιρείες, λ.χ. οι “Επιχειρήσεις Αττικής”, οι “Μινωικές Γραμμές” ή η “ΑΝΕΚ”, θα επεδείκνυαν ενδιαφέρον. Ως εκ τούτου οι Γερμανοί προχώρησαν στην υπογραφή συμβάσεως με το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, σύμφωνα με την οποία θα ναυπηγούντο δύο πλοία τύπου “SUPERFAST” στο Σκαραμαγκά σε αντιστάθμιση των υποβρυχίων. Ωστόσο, η μεταβολή αυτή των σχεδίων από τα σχετικώς απλά πλοία χύδην φορτίου σε πολύ μεγάλα και εξελιγμένα οχηματαγωγά δεν υποστηρίχθηκε από όλους στα “Ελληνικά Ναυπηγεία A.E.”. Πολλοί στο ναυπηγείο θεωρούσαν πιο συνετό να κατασκευαστούν περισσότερα αλλά λιγότερο περίπλοκα σκάφη, όπως π.χ. bulk carriers, δεδομένου ότι ήδη υπήρχε στο Σκαραμαγκά η σχετική τεχνογνωσία, μιας και κατ’ επανάληψη είχαν εκεί επιτυχώς ναυπηγηθεί αυτού του είδους σκάφη κατά την προηγούμενη περίοδο ιδιοκτησίας του Νιάρχου, αντί να προχωρήσουν στη ναυπήγηση δύο μόνον πλοίων υψηλής αξίας, καθώς μία τέτοια προσέγγιση ενείχε πολύ μεγαλύτερο επιχειρηματικό ρίσκο.

 

31. Κατά την περίοδο του 2001-2002 υπήρξε μία συνεχής διακύμανση προθέσεων τόσον ως προς τον τύπο των υπό ναυπήγηση πλοίων (ferries ή bulk carriers), όσο και ως προς το ναυπηγείο που θα προκρινόταν για τη ναυπήγηση. Και τούτο, διότι στο πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης του Σκαραμαγκά υπήρξαν διαπραγματεύσεις να αναλάβουν τα ναυπηγεία Ελευσίνας εξ ολοκλήρου τις νέες κατασκευές εμπορικών πλοίων που συμβατικώς έπρεπε να ανατεθούν στα “Ελληνικά Ναυπηγεία”. Κατά τη γνώμη μου, οποιαδήποτε επιλογή θα είχε ικανοποιήσει τους στόχους και τις υποχρεώσεις μας, σύμφωνα με το αντισταθμιστικό συμβόλαιο. Όλη αυτή η ακολουθία γεγονότων είναι κρίσιμη για την κατανόηση του πώς εξαπατήθηκα από τη “FERROSTAAL” το Μάρτιο/Απρίλιο του 2000, και έπειτα, κατ’ επανάληψη, στο να πραγματοποιώ καταβολές προς τον κ. Demirdjian.

 

 

III. Η ΣΧΕΣΗ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΚ. HAUN, MÜHLENBECK, ΜΠΕΛΤΣΙΟ ΚΑΙ DEMIRDJIAN

 

32. Γνώρισα τους κκ. Haun και Mühlenbeck το έτος 1986, λίγους μήνες πριν συμβληθεί η “MIE” με τη “FERROSTAAL”. Ο κ. Haun ήταν ένας άνθρωπος υψηλού κύρους στη Γερμανία τόσον σε πολιτικό επίπεδο, όσον και σε επιχειρηματικό. Του είχε, μάλιστα, απονεμηθεί από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και το παράσημο εξαιρέτων πράξεων “Bundesverdienstkreuz”. Ο κ. Mühlenbeck εργαζόταν στη “FERROSTAAL” ήδη τριάντα περίπου χρόνια, και ήταν το λεγόμενο “δεξί χέρι” του κ. Haun, όντας ο στενότερος συνεργάτης του και αποτελώντας μαζί του ένα αναπόσπαστο δίδυμο.

 

33. Τον Αύγουστο του 1998 ο κ. Haun μου ζήτησε να πάω στο αεροδρόμιο της Ζυρίχης, και εκεί με σύστησε με κάποιον –κατά δήλωσή του– φίλο του, τον κ. Γιάννη Μπέλτσιο. Αυτός, όπως μου είπε ο κ. Haun, ήταν πολιτικός μηχανικός που δούλευε ως σύμβουλος στη θυγατρική της “FERROSTAAL”, “DSD”, ότι θα προσλαμβανόταν και από την ίδια τη “FERROSTAAL” για το έργο υποδομής των υποβρυχίων στην Ελλάδα, και ότι εγώ θα έπρεπε να τον ενημερώσω για το πρόγραμμα από τη δική μου σκοπιά. Πολλά έχουν λεχθεί προσφάτως σχετικώς με το ότι ο κ. Μπέλτσιος ήταν ιδρυτικό μέλος του ΠΑΣΟΚ, φίλος και ταμίας του κ. Τσοχατζόπουλου. Τονίζω, ωστόσο, ότι ο κ. Haun ποτέ δεν μου ανέφερε κάτι τέτοιο. Και ποτέ ο κ. Μπέλτσιος δεν μου είχε αναφέρει κάποια σύνδεση ή γνωριμία ή οικονομική συναλλαγή με τον κ. Τσοχατζόπουλο ή ότι ήταν μέλος στο ΠΑΣΟΚ. Ήταν, προς εμένα τουλάχιστον, ένας λιγομίλητος άνθρωπος, τεχνικός που δεν φαινόταν να τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα η πολιτική και που έμοιαζε πολύ συντηρητικός και έμπειρος. Ασφαλώς, μετά από όσα μεσολάβησαν και έπειτα από όσα διάβασα στη δικογραφία, ειδικότερα δε μετά την από 18.01.2014 απολογία του, έχω σχηματίσει την πεποίθηση ότι όντως διαδραμάτισε τον ανωτέρω ρόλο που του αποδίδεται, τον οποίον αν και γνώριζαν οι Γερμανοί, μου τον είχαν αποκρύψει.

 

34. Αναφορικά με τις υπόλοιπες δραστηριότητές του, γνώριζα ότι απησχολείτο στα έργα για την κατασκευή του Αθηναϊκού Μετρό, ότι είχε μία  εταιρία που διέθετε κολωνάκια για χώρους στάθμευσης  και ότι ήταν εργολάβος ακινήτων στο Μαρούσι. Ενίοτε τον επισκεπτόμουν στο γραφείο του στον Παράδεισο Αμαρουσίου αλλά, επίσης, και ο ίδιος συχνά παρευρίσκετο σε συναντήσεις τεχνικής φύσεως που οργάνωνε η κοινοπραξία στο Αμβούργο.

Θα προσέθετα ότι είναι ξεκάθαρο από τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία ότι ο κ. Haun σύστησε τον κ. Μπέλτσιο ως έχοντα καθαρώς τεχνικές αρμοδιότητες με τον ίδιο τρόπο σε πολλούς συναδέλφους του. Όπως προκύπτει από τις γερμανικές καταθέσεις που ευρίσκονται στη δικογραφία, όσοι Γερμανοί είχαν έλθει σε επαφή με τον κ. Μπέλτσιο την περίοδο 2000-2003, τον περιγράφουν ως ένα τεχνικό σύμβουλο που δούλευε κατά κύριο λόγο για την “DSD” και ο οποίος έλεγχε την κατασκευή του τεραστίου υπόστεγου νεότατης τεχνολογίας όπου θα κατασκευάζοντο και θα επισκευάζοντο υποβρύχια στα “Ελληνικά Ναυπηγεία Α.Ε.”.

 

35. Όπως προελέχθη, το 1998 η “HDW”, ως κοινοπραξία μαζί με τη “FERROSTAAL” και τον κύριο υπεργολάβο του νέου συστήματος προώθησης, αναπτύσσει έναν εντελώς καινούριο τύπο υποβρυχίου, το 214, που επεδίωκε να συνδυάσει τις δυνάμεις της κλάσης 212, την οποία είχε ήδη παραγγείλει το Γερμανικό Ναυτικό, και την κλάση 209, η οποία με τις διάφορες παραλλαγές της είχε μέχρι τότε πουλήσει πάνω από εκατό μονάδες σε κράτη ανά τον κόσμο. Το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό –ο πρώτος που παρήγγειλε υποβρύχια 209– και το τότε επιτελείο του έχαιραν βαθιάς εκτίμησης από τους Γερμανούς, καθώς οι Έλληνες είχαν συμβάλει σημαντικά στη διαμόρφωση του τόσο επιτυχούς σχεδιασμού του τελικού σχεδίου του υποβρυχίου. Ούτως ή άλλως στην Ελλάδα οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό η κατόπιν εξαγωγική επιτυχία τους.

 

36. Το 1998 το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό ευρίσκετο σε υψηλότατο τεχνικό επίπεδο. Το υποβρύχιο 214 επρόκειτο να είναι μια μονάδα αξιόλογη όσο το 212, αλλά ταυτόχρονα ένα σκάφος που μπορούσε να εξαχθεί και σε φιλικά κράτη. Όλες οι άλλες χώρες, οι οποίες ενδιαφέρονταν για το ελληνικό πρόγραμμα υποβρυχίων, άρχισαν να προσπαθούν να κερδίσουν έδαφος. Οι Γάλλοι χρησιμοποίησαν την Κυβέρνησή τους για να ξεκινήσουν μια επιθετική εκστρατεία δημοσιότητας, οι Ολλανδοί το ίδιο αλλά με λιγότερα μέσα, οι Σουηδοί προσπάθησαν να πλησιάσουν τα “Ελληνικά Ναυπηγεία” αλλά και να εμπλέξουν τα ναυπηγεία Ελευσίνας, γαλλοϊσπανική κοινοπραξία προσέφερε ένα νέο τύπο με επίσης αυτονομία πρόωσης, οι Βρετανοί προσέφεραν τέσσερα μεταχειρισμένα αλλά σύγχρονα υποβρύχια «Upholder», οι Νορβηγοί προσέφεραν μεταχειρισμένα παλαιότερα αλλά ανακαινισμένα σκάφη κλπ. Από όλους τους ανωτέρω ανταγωνιστές, οι Γερμανοί θεωρούσαν ως σοβαρότερους αντιπάλους τους Γάλλους και τους Σουηδούς.

 

37. Όπως επίσης ήδη έχει λεχθεί, όταν στα μέσα του 1999 το ΚΥΣΕΑ απεφάσισε ότι το Πολεμικό Ναυτικό θα παρήγγειλε τρία γερμανικά υποβρύχια 214, και ότι τα “Ελληνικά Ναυπηγεία A.E.” (και όχι η γερμανική κοινοπραξία) θα ήταν ο κύριος εργολάβος, ο Βρετανός Διευθύνων των Ελληνικών Ναυπηγείων, ο κ. David Groves της “Brown and Root” διαπραγματεύτηκε την τιμή και τους βασικούς όρους στη συνάντηση με το ΚΥΣΕΑ τόσο για τα “Ελληνικά Ναυπηγεία”, όσο και για τη γερμανική κοινοπραξία, προσφέροντας έκπτωση για λογαριασμό και των δύο πλευρών προκειμένου να ληφθεί η τελική απόφαση.

 

38. Ωστόσο, το φθινόπωρο του 1999 η “Brown and Root” παύθηκε από τη διαχείριση των Ελληνικών Ναυπηγείων, και η ομάδα του κ. Σωτηρίου Εμμανουήλ προσελήφθη στη θέση τους. Παρακολούθησα μια συνάντηση με τους Γερμανούς στα “Ελληνικά Ναυπηγεία” και είδα τον κ. Εμμανουήλ για πρώτη φορά το Δεκέμβριο του 1999. Οι διαπραγματεύσεις επί των τεχνικών θεμάτων μεταξύ των Ελληνικών Ναυπηγείων και της Γενικής Διεύθυνσης Εξοπλισμών είχαν ξεκινήσει. Η Γενική Διεύθυνση αποφάσισε ότι από τη στιγμή που τα “Ελληνικά Ναυπηγεία” είναι ο κύριος εργολάβος, και είναι, φυσικά, ελληνικά, όλες οι διαπραγματεύσεις πρέπει να γίνονται στην ελληνική γλώσσα. Αυτό έθεσε ένα τεράστιο οργανωτικό πρόβλημα σε επίπεδο μετάφρασης, και οι Γερμανοί απαίτησαν τη διαρκή παρουσία  γερμανομαθών στελεχών της “MIE” ως διερμηνέων (βλ. την από 16.07.2010 ένορκη κατάθεση του κ. Blank, καθώς και την από 24.09.2010 ένορκη κατάθεση του κ. Freitag στην Εισαγγελία Ι του Μονάχου).

 

39. Η σύμβαση, δυνάμει της οποίας το πρώτο υποβρύχιο θα κατασκευαζόταν στη Γερμανία και τα επόμενα δύο στην Ελλάδα υπογράφηκε στα μέσα Φεβρουαρίου 2000, με δικαίωμα προαίρεσης (option) για τέταρτο υποβρύχιο, το οποίο –και αυτό– θα κατασκευαζόταν στην Ελλάδα. Ως προς τη θέση μεταξύ “FERROSTAAL” και “ΜΙΕ” στο σημείο αυτό, η σύμβαση του 1987, που φυλασσόταν –όπως προελέχθη– σε τραπεζική θυρίδα στο Essen, ήταν σε ισχύ και προέβλεπε μια αμοιβή για παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών, ποσοστού 5% επί του συμβατικού τιμήματος, δυνάμενη να μειωθεί κατά τη διακριτική ευχέρεια της “FERROSTAAL”.

Ωστόσο η “FERROSTAAL” μού είχε ήδη υποδείξει ότι επρόκειτο για πρόγραμμα, όπου χρειάστηκε να γίνουν ουσιαστικές εκπτώσεις στην προσφορά, προβαίνοντας σε ουσιωδώς βελτιωμένες προδιαγραφές χωρίς επιπλέον κόστος ως μέρος των διαπραγματεύσεων από το Δεκέμβριο του 1999 ως το Φεβρουάριο του 2000, γεγονός που μοιραία θα έπρεπε να επιφέρει μείωση της αμοιβής μας. Διό και μου ανέφεραν ότι θα λαμβάναμε αμοιβή παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών της τάξεως του 3%, καθαρά επί της γερμανικής –επαναλαμβάνω– παροχής και όχι επί της ελληνικής δαπάνης. Το πλήρες ποσό αυτής της αμοιβής δεν μας καταβλήθηκε ποτέ.

 

40. Κατόπιν επίμονης απαίτησης της “FERROSTAAL” ταξίδεψα στη Βιέννη την 26.03.2000. Εκεί στο ξενοδοχείο “ΑΝΑ Grand”, ο κ. Haun και ο κ. Mühlenbeck με σύστησαν στον κ. Graf von Pückler. Σε μια σύντομη συνάντηση, μου ζήτησαν να πραγματοποιήσω μια πληρωμή σχετικά με μια επιχείρηση εμπορικής ναυτιλίας χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις. Εξήγησα ότι ήμουν πρόθυμος να βοηθήσω αλλά έπρεπε να ξέρω την ακριβή φύση του έργου και ποίο πρόσωπο ήταν ο κύριος αυτού. Συγκεκριμένα, τους είπα ότι τα κεφάλαια δεν έπρεπε να αντληθούν από το ελληνικό πρόγραμμα (οι ίδιοι εξάλλου άμεσα μού εδήλωσαν ότι θα προήρχοντο από τα κοινόχρηστα του Ομίλου της). Μου είπαν ότι θα ξεκαθάριζαν όλες τις λεπτομέρειες για να μου τις δώσουν, και ότι θα επανήρχοντο.

 

41. Λίγες ημέρες αργότερα, ήτοι την 12.04.2000 συνάντησα τον κ. Haun στο αεροδρόμιο  “Heathrow” στο Λονδίνο και στο κοντινό ξενοδοχείο “Hilton” μου συνέστησε τον κ. Ago Demirdjian. Λόγω της ιδιαιτερότητας του ονόματός του, τον ρώτησα αν ήταν Αρμένιος, και μου απάντησε ότι ήταν από τη Σαουδική Αραβία. Το νόημα της συναντήσεως αυτής ήταν η προοπτική της παραγγελίας των φορτηγών πλοίων χύδην φορτίου (bulk carriers) στα “Ελληνικά Ναυπηγεία”, ώστε να εκπληρωθεί η αντισταθμιστική υποχρέωση της “FERROSTAAL”, αλλά με μια παραλλαγή την οποία θεωρούσα τότε εμπνευσμένη. Η ιδέα ήταν να ιδρυθεί μια ναυτιλιακή εταιρία στη Σαουδική Αραβία ιδιοκτησίας (τουλάχιστον επίσημα) Σαουδαράβων, ώστε η εμπορία των σκαφών να γίνεται υπό σημαία Σαουδικής Αραβίας και, ως εκ τούτου, να υπάρχει όσο το δυνατόν περισσότερη ωφέλεια, ανάλογα με το εμπορικό σχέδιο του πλοίου, από τα επιδοτούμενα καύσιμα που τότε ήταν διαθέσιμα στα σκάφη με σημαία Σαουδικής Αραβίας. Ο λόγος που ήταν λαμπρή ιδέα, ήταν ότι το κόστος κατασκευής των πλοίων αυτών ήταν κατά τι υψηλότερο στην Ελλάδα από ό, τι στην Άπω Ανατολή και έπρεπε κάποια λύση να βρεθεί για να ξεπεραστεί τουλάχιστον μέρος του επιπρόσθετου κόστους κεφαλαίου (Βλ. την από 11.03.2011 απολογία του κ. Demirdjian ενώπιον της Εισαγγελίας Ι του Μονάχου, όπου δηλώνει τα ακόλουθα: “Ο κ. Mühlenbeck κανόνισε μια συνάντηση με τον Ματαντό, αυτή ήταν η πρώτη φορά που συνάντησα τον Ματαντό. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στο ξενοδοχείο Hilton στο Χίθροου και παρόντες ήταν οι Haun, Mühlenbeck, Graf von Pückler, Ματαντός και εγώ. Νομίζω ότι τότε φάγαμε και το μεσημέρι. Η επαφή με τον κύριο Ματαντό ήταν καλή, απεδείχθη καλός στη ναυπηγική και συζητήσαμε τη δυνατότητα δουλειών στη Σαουδική Αραβία. Η Ferrostaal θα μπορούσε να κατασκευάζει σκάφη, τα οποία να μεταφέρουν πετρέλαιο ή χύμα φορτίο και να ταξιδεύουν με σημαία Σαουδικής Αραβίας. Αυτό θα παρείχε ένα πλεονέκτημα έναντι των άλλων ανταγωνιστών. […] Ο Ματαντός φάνηκε ενθουσιασμένος με τις προοπτικές του έργου αυτού”).

 

42. Σύμφωνα με το σχέδιο των “FERROSTAAL/Demirdjian” για τα bulk carriers, θα ήταν απαραίτητη η συγκέντρωση μετοχικού κεφαλαίου στην ναυτιλιακή εταιρία της Σαουδικής Αραβίας, ώστε να είναι δυνατή η χρηματοδότηση της κατασκευής των σκαφών. Συνήθως ο πλοιοκτήτης υποχρεούται να προκαταβάλλει το 20% της συνολικής αξίας του σκάφους κατά τη διάρκεια της κατασκευαστικής περιόδου, με το υπόλοιπο 80% να εξασφαλίζεται από τραπεζικό δάνειο, εκταμιευόμενο τη στιγμή της παράδοσης του σκάφους. Φυσικά το ακριβές ποσοστό μπορεί να ποικίλει ανάλογα με το πρόγραμμα της κατασκευής και τον αριθμό των σκαφών που θα ναυπηγηθούν, αλλά σε κάθε περίπτωση μου φαινόταν πιθανόν ότι τουλάχιστον 40 εκατομμύρια ευρώ θα απαιτούνταν ως μετοχικό κεφάλαιο. Ο κ. Demirdjian φαινόταν πρόσωπο απόλυτου σεβασμού και ήμουν πρόθυμος να τον εξυπηρετήσω. Η συνάντηση αυτή επιβεβαιώνεται και περιγράφεται και στις απολογίες  των κκ. Demirdjian και Graf von Pückler στους εισαγγελείς της Εισαγγελίας Ι του Μονάχου την 11.03.2011 και 15.10.2010 αντίστοιχα, αν και λιγότερο λεπτομερώς.

 

43. Την 09.05.2000 η “FERROSTAAL” μου ζήτησε να υπογράψω καινούργια σύμβαση, ενώ άλλαζα πτήση στο αεροδρόμιο “Heathrow” του Λονδίνου. Είχα ήδη κάνει check-in στον Τερματικό Σταθμό 4 (Terminal 4) για να φύγω από το Ηνωμένο Βασίλειο, όταν ο κ. Andre Richter, βοηθός του κ. Haun, μου έφερε την καινούργια σύμβαση που ήταν τελικά προχρονολογημένη από το 1998. Επιπρόσθετα υπήρχε μια επιστολή συμμορφώσεως προς τους κανονισμούς του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, την οποία ο κ. Richter μου ζήτησε επίσης να προχρονολογήσω (βλ. την από 19.11.2010 ένορκη κατάθεση του κ. Richter στην Εισαγγελία Ι του Μονάχου).

 

44. Καθ’ υπόδειξή του, υπέγραψα και τα δύο έγγραφα, και σε ερώτημά μου προς τον κ. Richter αν και η “FERROSTAAL” δεσμευόταν εξίσου από τους ίδιους κανονισμούς, έλαβα την απάντηση «ναι, φυσικά», δίχως όμως να μου επιδειχθούν οι εν λόγω κανονισμοί. Δεν μπορούσα να γνωρίζω γιατί η σύμβαση είχε προχρονολογηθεί. Μου είπαν ότι γίνεται για εσωτερικούς λόγους, και καθώς δεν φαινόταν να επηρεάζει τη βάση των οδηγιών του κ. Haun της 12.04.2000 για τα φορτηγά πλοία και τη ναυτιλιακή εταιρία Σαουδικής Αραβίας, δέχτηκα να υπογράψω χωρίς περαιτέρω σχόλια. Υπέθετα ότι η παραπάνω νέα συμφωνία της “MIE” με τη “FERROSTAAL” έπρεπε να αντικαταστήσει την παλαιά, μόνο και μόνο λόγω της συμφωνίας “ FERROSTAAL/Demirdjian”.

 

45. Την 13.06.2000 κλήθηκα σε μια συνάντηση στο ξενοδοχείο ATLANTIC» στο Αμβούργο στην οποία παρευρέθηκαν οι κκ. Haun, Mühlenbeck, Graf von Pückler και Demirdjian. Στη συνάντηση αυτή, παρουσία όλων, οι κκ. Haun και ο Mühlenbeck μού έδωσαν τα ποσά που έπρεπε να πληρωθούν στις δύο εταιρίες του κ. Demirdjian. Δηλώθηκε ότι ήταν λιβανέζικες εταιρείες με τραπεζικούς λογαριασμούς στο Λίβανο. Οι αναφερθείσες εταιρίες ήταν η “Asian and Middle Eastern Engineering” και η “Wilberforce Investments”. Τα δύο ποσά καθ’ υπόδειξη της “FERROSTAAL” έπρεπε να πληρωθούν στις εταιρίες του κ. Demirdjian μέσω τραπεζικών επιταγών και να παραδοθούν στο Λιβανέζο δικηγόρο του, ονόματι Antoine Kiwan, στο αεροδρόμιο της Ζυρίχης. Η “FERROSTAAL” μου ζήτησε επίσης να εκδώσω επιταγή υπέρ της “Eurotechnik”, μιας εταιρίας που μου είπαν ότι ανήκε στον κ. Graf von Pückler.

 

46. Στο τέλος του 2001 η Ελληνική Κυβέρνηση ανακοίνωσε την επικείμενη τότε ιδιωτικοποίηση των Ελληνικών Ναυπηγείων. Ήδη τότε οι Γερμανοί είχαν εμπλακεί εις βάθος με τα “Ελληνικά Ναυπηγεία”. Η τεχνολογία των καινούργιων υποβρυχίων βρισκόταν τώρα σε ελληνικά χέρια. Η γερμανική κοινοπραξία, διαπίστωσε ότι, αν τελικώς τα ναυπηγεία κατακυρώνονταν λ.χ. σε κάποιο γαλλικό φορέα, η τεχνολογία για την οποία ήταν τόσο περήφανη, θα παραδιδόταν άμεσα άνευ ετέρου σε ανταγωνιστή της. Υπό την έννοια αυτή η γερμανική κοινοπραξία ήταν επί της ουσίας αιχμάλωτη της διαδικασίας, και έπρεπε πάση θυσία να διασφαλίσει αυτή την ιδιοκτησία των ναυπηγείων (Βλ. την από 21.04.2010 απολογία του κ. Weretecki ενώπιον της Εισαγγελίας Ι του Μονάχου: “Εμείς είχαμε ένα πλήρως εύλογο συμφέρον να αγοράσουμε το ναυπηγείο, γιατί εκεί επρόκειτο να κατασκευαστούν τα υποβρύχιά μας. Για το λόγο αυτό ήταν σημαντικό να μπορούμε να κατασκευάσουμε εμείς οι ίδιοι τα υποβρύχια, ώστε να προστατεύσουμε την τεχνολογία μας και να εμποδίσουμε τη διαβίβασή τους σε άλλους”). Εγώ πρέσβευα ότι οι Γερμανοί έπρεπε να συμμαχήσουν με τα ναυπηγεία Ελευσίνας στην προσπάθεια να αποκτηθεί ο Σκαραμαγκάς, αποβλέποντας ακόμη ότι θα μπορούσε να επέλθει κάποια στιγμή στο μέλλον ακόμη και συγχώνευση των δύο μονάδων, και εντεύθεν εξορθολογισμός της παραγωγής τους, μιας και τα δύο μεγάλα ναυπηγεία (Σκαραμαγκάς και Ελευσίνα) θεωρούσα ότι εκτελούσαν περίπου παράλληλο έργο και, μάλιστα, ήταν τόσο κοντά το ένα με το άλλο. Αλλά κάτι τέτοιο δεν έμελλε να γίνει.

 

47. Περί το τέλος του 2001 και μέχρι τον Μάιο του 2002 οι διαπραγματεύσεις μεταξύ ΕΤΒΑ και  για την ιδιωτικοποίηση των ναυπηγείων εντατικοποιήθηκαν. Τελικώς, τον Μάιο του 2002 οι Γερμανοί κέρδισαν το διαγωνισμό και έγιναν ιδιοκτήτες των Ελληνικών Ναυπηγείων. Την ίδια ώρα, τους ανατέθηκε η ναυπήγηση του τέταρτου υποβρυχίου (ως προς το οποίο υπήρχε δικαίωμα προαίρεσης – option), καθώς και ο εκσυγχρονισμός στα “Ελληνικά Ναυπηγεία” τριών υπαρχόντων ελληνικών υποβρυχίων. Αμέσως μετά όμως προέκυψε μια καταλυτική διαφωνία μεταξύ της “FERROSTAAL” και της “ΗDW”, με τη “FERROSTAAL” να παρακρατεί τις πληρωμές που λαμβάνονταν από το ελληνικό κράτος για λογαριασμό της “HDW”, λόγω των φόβων της ότι αυτή (η “HDW”) είχε γίνει αφερέγγυα λόγω της χρεωκοπίας των ιδιοκτητών της, “Deutsche Babcock”, διαδικασία στην οποία η HDW έχασε περίπου 500 εκατομμύρια ευρώ. Μεταξύ των δύο εταιρειών-μελών της γερμανικής κοινοπραξίας υπήρξε σφοδρή νομική έριδα.

 

48. Τον Αύγουστο του 2002 μου παραδόθηκε από τη “FERROSTAAL” μια καινούρια σύμβαση, η οποία μου δηλώθηκε ότι απαιτείτο για καθαρά εσωτερικούς λόγους. Το ερμήνευσα τότε, ευλόγως, ότι εννοούσαν τη σχέση μεταξύ “HDW” και “FERROSTAAL” και την υπέγραψα και πάλι, πιστεύοντας ότι δεν είχε να κάνει με την ουσία της σχέσης της “ΜΙΕ” με αυτούς. Εγώ, από πλευράς μου, συνεχώς και επίμονα εξακολούθησα να προωθώ την υποχρέωση κατασκευής εμπορικών πλοίων στα “Ελληνικά Ναυπηγεία”, σύμφωνα με την αντισταθμιστική συμφωνία όλων των ενδιαφερόμενων μερών, της “FERROSTAAL”, των Ελληνικών Ναυπηγείων και της “ΗDW”.

 

49. Ως εναλλακτική έναντι της ναυπηγήσεως φορτηγών πλοίων (bulk carriers), στην προετοιμασία των οποίων είχαμε τόσα πολλά επενδύσει, και τόσα πολλά είχαν καταβληθεί στον κ. Demirdjian για την παραγγελία τους, ετοιμάσαμε κατασκευαστικές προδιαγραφές για μεσαίου μεγέθους γρήγορα επιβατικά ferries, έχοντας ακούσει ότι υπήρχε ένα πιθανό πρόγραμμα για μια ενωμένη Αιγυπτιακή – Σαουδική επιχείρηση για παροχή υπηρεσιών μεταξύ των δύο κρατών, το οποίο και έμοιαζε ο ιδανικός υποψήφιος για τη “FERROSTAAL” και τον κ. Demirdjian. Ομοίως ετοιμάσαμε προδιαγραφές για κρουαζιερόπλοια μικρού σχετικά μεγέθους, χωρίς ωστόσο να λησμονούμε τη συνεχή επικαιροποίηση των σχεδίων και προδιαγραφών των bulk carriers.

 

50. Το Σεπτέμβριο του 2002 η “ΜΙΕ” ενημερώθηκε για μια περαιτέρω πληρωμή, και η “FERROSTAAL” μου ζήτησε να εκδώσω τιμολόγιο, πράγμα που έκανα. Αφού το τιμολόγιο είχε ληφθεί από τη “FERROSTAAL” αλλά προτού πληρωθεί, ο κ. Mühlenbeck μου διεμήνυσε ότι εξ αυτού του ποσού έπρεπε να πληρώσω και πάλιν τον κ. Demirdjian με τη γνωστή πλέον επιχειρηματολογία. Εγώ, ωστόσο, αρνήθηκα. Στη φάση αυτή, με απασχολούσε σφόδρα το γεγονός ότι εξακολουθούσαν να μην υφίστανται συμβάσεις για την κατασκευή εμπορικών πλοίων στην Ελλάδα. Για το λόγο αυτόν, υπέδειξα στη “FERROSTAAL” να κρατήσει το ποσόν που μου είπαν να μεταφέρω στον κ. Demirdjian, περίπου 19,5 εκατομμύρια ευρώ, καταθέτοντάς το σε έναν ειδικό επενδυτικό λογαριασμό, και να δεσμευθεί μέχρι να εντοπίσουμε από κοινού μια κατάλληλη επένδυση με γνώμονα την αντισταθμιστική συμφωνία [ΣΧΕΤΙΚΟ 2].

 

51. Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, επιδεινώθηκε η σχέση της “ΜΙΕ” με τη “FERROSTAAL” και μέχρι την τελευταία καταβολή τον Οκτώβριο του 2003 μου ζητήθηκε μόνο να κάνω κάποιες μικρότερες πληρωμές σε διάφορες εταιρίες, όχι όμως του κ. Demirdjian, στις οποίες οφείλονταν, όπως μου έλεγαν, ποσά για διάφορες υπηρεσίες που παρασχέθηκαν στη “FERROSTAAL”. Σύμφωνα με τον κ. Mühlenbeck, η αιτία για μερικές από αυτές τις πληρωμές, π.χ. προς τη “Rangiroa Holdings”, μια εταιρία ιδιοκτησίας του κ. Λιβανού, ήταν οικονομική ενίσχυση προς αυτόν για την ολοκλήρωση της κατασκευής των ferries της “STRINTZIS”, για τα οποία η αρχική και άκρως ζημιογόνος σύμβαση είχε ακυρωθεί. Δεν έβλεπα κάτι ύποπτο στην παροχή οικονομικής ενισχύσεως από τη “FERROSTAAL” στον κ. Λιβανό, προκειμένου να βοηθηθεί να αναλάβει ένα έργο που έπρεπε να γίνει, δεδομένου ότι η οριστική ματαίωσή του θα κόστιζε περισσότερο στα “Ελληνικά Ναυπηγεία”. Εφόσον, λοιπόν, στα δικά μου μάτια ήταν δικαιολογημένη η πληρωμή προς τον κ. Λιβανό, υπέθεσα ότι επίσης δικαιολογημένες είναι και οι άλλες μικρότερες πληρωμές, αν και δεν μπόρεσα ποτέ να το επαληθεύσω.

 

52. Το Σεπτέμβριο του 2003, προσκλήθηκα στο Essen και παρευρέθηκα στην αποχαιρετιστήρια δεξίωση της “FERROSTAAL” προς τιμήν του κ. Mühlenbeck, ο οποίος αποχωρούσε από το γραφείο της εταιρείας με αρμοδιότητα την Ελλάδα. Εβδομάδες μετά, την 13.10.2003 ο κ. Horst Weretecki μου έδωσε ένα τελικό σχέδιο της σύμβασης και τα τιμολόγια [ΣΧΕΤΙΚΟ 3] που έπρεπε να εκδώσει η “ΜΙΕ” προς τη “FERROSTAAL”, γραμμένα στο χέρι από αυτόν, ώστε να κλείσουν τα βιβλία μεταξύ “ΜΙΕ” και “FERROSTAAL”. Ως μέρος της τελικής αυτής ρυθμίσεως, ο κ. Weretecki επέμενε ότι έπρεπε να γίνουν δύο περαιτέρω πληρωμές, μία στη “Rangiroa Holdings” και μια άλλη σε μια εταιρία του κ. Demirdjian. Kατά τη συνήθη πρακτική όλων των άλλων πληρωμών προς τις εταιρίες του κ. Demirdjian εκδιδόταν τραπεζική επιταγή που παραδιδόταν στο Λιβανέζο δικηγόρο του, κ. Antoine Kiwan. Το γεγονός ότι δεν είχα ακούσει ποτέ μέχρι τότε την “Dolmarton Associated” επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι έκανα όντως λάθος την επωνυμία που μου δόθηκε τηλεφωνικώς από τον κ. Mühlenbeck, και από το ότι ζήτησα από την Τράπεζα να εκδώσει επιταγή εις διαταγήν “Normanton Associated” [ΣΧΕΤΙΚΟ 4], την οποία φυσικά ο δικηγόρος του κ. Demirdjian αρνήθηκε να δεχθεί και την επέστρεψε. Κατόπιν τούτου, εκδόθηκε η καινούργια –και αναφερόμενη στο κατηγορητήριο– επιταγή με την ορθή επωνυμία “Dolmarton Associated” δύο ημέρες μετά.

 

53. Υπό τους όρους της αρχικής συμφωνίας μας απέμενε προς τακτοποίηση οικονομική εκκρεμότητα περίπου 15 εκατομμυρίων ευρώ, δοθέντος ότι η “MIE” είχε εν τω μεταξύ κατ’ εντολήν της “FERROSTAAL” δαπανήσει το μεγαλύτερο μέρος της συμβατικώς προβλεφθείσης αμοιβής της. Ο κ. Weretecki εξήγησε ότι, σύμφωνα με τον καινούργιους διεθνείς κανονισμούς του ΟΟΣΑ, η “FERROSTAAL” δεν μπορούσε να καταβάλει σε σύμβουλο αμοιβή ανώτερη από 5% σύμφωνα με τη σύμβαση. Ωστόσο υποσχέθηκε να ρυθμίσει το εκκρεμές ποσό στο μέλλον δίνοντας επιπλέον δουλειά στη “ΜΙΕ”, πιθανότατα από μια ανεξάρτητη θυγατρική που ίδρυε η “FERROSTAAL” στο Λονδίνο. Κάτι τέτοιο όμως δε συνέβη ποτέ. Έχοντας διαβάσει πλέον το σύνολο των μαρτυρικών καταθέσεων από την αντίστοιχη δικογραφία που σχηματίσθηκε στη Γερμανία και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσης, είναι πλέον προφανές ότι ο κ. Weretecki δεν είχε ποτέ σκοπό να τηρήσει αυτή την υπόσχεση. Ήταν πρόδηλον ότι είχα εξαπατηθεί από τη “FERROSTAAL” (βλ. σχετικώς την από 03.08.2010 κατάθεση του κ. Knothe ενώπιον της Εισαγγελίας Ι του Μονάχου, όπου αναφέρει χαρακτηριστικά: “Τον κύριο Ματαντό τον έχω συναντήσει προσωπικά μόνο μια φορά […] Η συνάντηση αυτή πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο κατόπιν επιθυμίας του. Ο κύριος Ματαντός μου είχε πει τότε ότι έχει απαιτήσεις για την καταβολή προμηθειών από τη FERROSTAAL AG. Με παρακάλεσε να το φροντίσω. Εγώ το διαβίβασα στον κύριο Weretecki. Αυτός είπε ότι ήταν πλήρως ενημερωμένος για το θέμα και το έχει υπό πλήρη έλεγχο. Επίσης δεν θεωρεί ότι υπάρχει λόγος να καταβληθούν περαιτέρω πληρωμές”).

 

54. Μετά από όλα όσα εξαντλητικώς προεξετέθησαν, προκύπτει σαφώς ότι δέχθηκα να προβαίνω στις κατά καιρούς υποδειχθείσες από τη “FERROSTAAL” καταβολές, εξαπατηθείς σκαιότατα από τους κκ. Haun και Mühlenbeck. Ειδικότερα:

•             Ουδέποτε αυτοί μου αποκάλυψαν την αληθινή αιτία των χρηματικών καταβολών (βλ. την από 09.03.2011 απολογία του κ. Mühlenbeck ενώπιον της Εισαγγελίας Ι του Μονάχου, όπου απερίφραστα δηλώνει: “Ως αιτία για τη διενέργεια των πληρωμών αναφέραμε στον Ματαντό ότι προορίζονταν για επιχειρηματίες για να βοηθήσουν στην ανάθεση των υποβρυχίων στην Ελλάδα”. Βλ. επίσης της από 21.04.2010 απολογία του κ. Weretecki ενώπιον της ως άνω Εισαγγελίας όπου δήλωσε: “Ο κύριος Ματαντός είπε ότι δεν γνωρίζει για ποιον σκοπό έγιναν οι πληρωμές. Πάντως είπε ότι δεν επρόκειτο για πληρωμές μίζας για τους κυρίους Haun και Mühlenbeck και ότι με τα χρήματα δεν δωροδοκήθηκαν άλλα άτομα. […] Οι δηλώσεις του κυρίου Ματαντού τότε μου φάνηκαν πιστευτές”).

•             Δεν μου αποκάλυψαν ποτέ ποιος ήταν ο αληθινός ρόλος του κ. Μπέλτσιου, αποκρύπτοντάς μου την προσωπική διασύνδεσή του με τον κ. Τσοχατζόπουλο, την οποία και αξιοποίησαν, όπως προκύπτει πλέον από τα στοιχεία της δικογραφίας (βλ. την από 09.03.2011 απολογία του κ. Mühlenbeck ενώπιον της Εισαγγελίας Ι του Μονάχου: “Ναι, γνωρίζαμε ότι [ο Μπέλτσιος] γνώριζε τον Έλληνα Υπουργό Αμύνης κύριο Τσοχατζόπουλο. Αυτός επίσης εισήγαγε και προετοίμαζε τις συναντήσεις μας με τον κύριο Τσοχατζόπουλο”. Βλ. και την από 14.07.2010 απολογία του κ. Haun ενώπιον της ως άνω Εισαγγελίας: “Όπως ανέφερα στην τελευταία μου κατάθεση, αυτός μου κατονομάστηκε από τον Υπουργό Αμύνης Τσοχατζόπουλο. […] Η σύσταση του κυρίου Τσοχατζόπουλου να στραφούμε στον κύριο Μπέλτσιο χρονικά έγινε την περίοδο που ο κύριος Τσοχατζόπουλος ήταν Υπουργός Αμύνης”. Βλ., τέλος, την υπ’ αριθμ. 6 KLs 565 Js 122815/11 απόφαση του Πρωτοδικείου Ι του Μονάχου σε βάρος αμφοτέρων αυτών, όπου αναφέρονται τα ακόλουθα: “Ο Τσοχατζόπουλος συνέστησε στον Haun να χρησιμοποιήσει τον Γιάννη Μπέλτσιο, ο οποίος διέθετε άριστες σχέσεις και συνδεόταν φιλικά και πολιτικά με τον Τσοχατζόπουλο, επίσης ιδρυτικό μέλος του ΠΑΣΟΚ. Στη συνέχεια ο Μπέλτσιος εμφανίστηκε ως εντεταλμένος της Dolmarton και του ευρισκόμενου πίσω από αυτήν Αβατάγγελου”.).

Περαιτέρω εψεύσθησαν επανειλημμένως αναφορικώς με την υποτιθέμενη καταβολή εκ μέρους μου στον κ. Μπέλτσιο ποσού 2.500.000 ευρώ, γεγονός που αποκαλύφθηκε από την πρόσφατη απολογία του κ. Αβατάγγελου.

•             Δεν μου αποκάλυψαν ποτέ τις αληθείς προθέσεις και το ρόλο του κ. Demirdjian, ενισχύοντας την πλάνη μου ότι οι όποιες καταβολές διενεργούσα προς τις εταιρείες συμφερόντων του, εντάσσονταν στην προοπτική της δημιουργίας μιας ναυτιλιακής εταιρείας που θα ελεγχόταν από τον ίδιο.

•             Μου απέκρυψαν το αληθές ιδιοκτησιακό καθεστώς των εταιριών “Asian & Middle Eastern Engineering and Consulting Inc.”, “Wilberforce Investments Ltd.” και “Dolmarton Associated Inc.”, φροντίζοντας τεχνηέντως να με παραπλανήσουν ότι όλες ελέγχονταν από τον κ. Demirdjian, ενώ στην πραγματικότητα οι δύο τελευταίες ελέγχονταν από τον κ. Αβατάγγελο, ένα πρόσωπο το οποίο δεν έχω συναντήσει ποτέ, ούτε και είχα καν ακούσει πριν από αυτήν την έρευνα.

•             Δεν μου αποκάλυψαν ποτέ την αληθινή αιτία της αναγκαιότητας της εσπευσμένης υπογραφής στο αεροδρόμιο “Heathrow” αλλά και της προχρονολογήσεως της συμβάσεως μεταξύ “ΜΙΕ” και “FERROSTAAL”, με την οποία τροποιούντο τα ποσοστά αμοιβών της “ΜΙΕ”, αφήνοντάς με να πιστεύω πεπλανημένως ότι αυτό έγινε προς το σκοπό της λογιστικής τακτοποίησης των φορολογικών της βιβλίων.

•             Δεν μου αποκάλυψαν ποτέ τον αληθινό ρόλο του κ. Εμμανουήλ στη συγκεκριμένη υπόθεση, ούτε ασφαλώς ότι η “FERROSTAAL” είχε κώλυμα να προβεί σε οιεσδήποτε καταβολές προς αυτόν (βλ. την από 27.09.2010 απολογία του κ. von Menges ενώπιον της Εισαγγελίας Ι του Μονάχου: “Ο κύριος Εμμανουήλ ως πρώην επικεφαλής των Ελληνικών Ναυπηγείων Σκαραμαγκά είχε ως σημείο αναφοράς του κατ’ αρχάς τη HDW στο Κίελο. Από πλευράς της HDW κάποια στιγμή μας είπαν, αν θέλουμε τα ναυπηγεία, τότε πρέπει να πληρώσουμε κάτι από τη HDW στον κύριο Εμμανουήλ. Εγώ τότε είπα, δεν γίνεται, δεν μπορούμε να πληρώσουμε έναν γενικό διευθυντή μιας μελλοντικής θυγατρικής εταιρείας. Δεν θα συναινούσα σε αυτό. Τότε η HDW κατέβαλε τις πληρωμές χωρίς εμάς, εννοώ τη FERROSTAAL, και κατόπιν ήθελε να αξιώσει μια συμμετοχή της FERROSTAAL”. Βλ. επίσης την από 09.07.2010 απολογία του κ. Graf von der Schulenburg: “Θυμάμαι ότι ο κύριος Schmidt, μέλος του διοικητικού συμβουλίου του μέλους της κοινοπραξίας HDW, μου έδειξε τότε ένα Heads of Agreement, δηλαδή μια σύντομη περίληψη μιας προφορικής συμφωνίας, η οποία πρέπει να είχε συναφθεί μεταξύ της κοινοπραξίας και της εταιρείας INVECO. Από αυτήν προέκυπτε ότι πίσω από την INVECO βρισκόταν ο κύριος Εμμανουήλ, ο διευθύνων σύμβουλος των Ελληνικών Ναυπηγείων Σκαραμαγκά. Αυτό μου το είπε ο κύριος Schmidt. […] Στη συμφωνία ρυθμίζονταν τρία σημεία, συγκεκριμένα πρώτον ο μισθός του κυρίου Εμμανουήλ ως διευθύνοντος συμβούλου (των Ελληνικών Ναυπηγείων Σκαραμαγκά), η προμήθεια του κυρίου Εμμανουήλ για μελλοντικές παραγγελίες του Ναυτικού, καθώς και η μεταφορά μεριδίων της μειοψηφίας των Ελληνικών Ναυπηγείων Σκαραμαγκά  στον κύριο Εμμανουήλ. Συνολικά μπορεί να επρόκειτο για ένα συνολικό ποσό περίπου 10 έως 20 εκατομμυρίων. Αρνήθηκα να υπογράψω τη συμφωνία αυτή εκ μέρους της FERROSTAAL”).

•             Δεν μου αποκάλυψαν ποτέ ότι η “FERROSTAAL” προέβαινε η ίδια αυτονόμως και εν αγνοία μου σε εμβάσματα εκατομμυρίων ευρώ σε κυπριακή εταιρεία, το ιδιοκτησιακό καθεστώς της οποίας αγνοούσα και αγνοώ παντελώς, όπως αναπτύσσεται ευθύς κατωτέρω. Ειδικότερα, ανεκάλυψα προς μεγάλη μου έκπληξη, μελετώντας τα έγγραφα των κυπριακών εταιρειών που ευρίσκονται στη δικογραφία, το εξής εκπληκτικό: Η “FERROSTAAL” απέστειλε απευθείας μέσω της “Deutsche Bank” στον υπ’ αριθμ. 0155-41-241733-48 λογαριασμό που τηρούσε η εταιρεία “ZELAN LIMITED” στην “Τράπεζα Κύπρου”, την 03.06.2003 ποσόν 1.681.131,55 ευρώ [ΣΧΕΤΙΚΟ 5], την 14.08.2003 ποσόν 1.500.177,20 ευρώ [ΣΧΕΤΙΚΟ 6], και την 20.05.2004 ποσόν 2.158.498,36 ευρώ [ΣΧΕΤΙΚΟ 7], ήτοι των συνολικό ποσόν των 5.340.000 ευρώ περίπου!!! Από την αλληλογραφία της συγκεκριμένης εταιρείας με την Τράπεζα Κύπρου, προκύπτει ότι μόνος διευθυντής και εκπρόσωπός της είναι ο –παντελώς άγνωστος σε εμένα– κ. Πέτρος Φρ. Βραχάς [ΣΧΕΤΙΚΟ 8], ο οποίος –φρονώ ότι– θα πρέπει να δώσει τις δέουσες εξηγήσεις εφόσον κληθεί εκ μέρους Σας.

Ευλόγως λοιπόν διερωτώμαι: Για ποιον σκοπό εμβάσθηκε αυτό το ποσόν από τη “FERROSTAAL”, και ποίος το διαχειρίσθηκε; Ποια σχέση συνέδεε τη “ZELAN LIMITED” και τον κ. Bραχά με τη “FERROSTAAL”; Και γιατί, άραγε, δεν ενημερώθηκα ποτέ για αυτά τα εμβάσματα; Είμαι βέβαιος ότι οι συναλλαγές αυτές θα διεγείρουν το ενδιαφέρον σας και θα τύχουν άμεσης και ειδικής διερευνήσεως εκ μέρους σας.

 

 

 

Μη συμμετοχή μου στην “ΟΜΑΔΑ Α” ή τον “ΚΥΚΛΟ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ”

 

55. Σύμφωνα, λοιπόν, με όσα αναλυτικώς προεξετέθησαν, καταρρίπτεται η παραδοχή του κατηγορητηρίου περί δημιουργίας εκ μέρους και εμού μιας “ΟΜΑΔΑΣ Α” ή “ΚΥΚΛΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ”, με μέλη ενδιαμέσους ανθρώπους, οι οποίοι θα ανελάμβαναν να προωθήσουν περαιτέρω τα χρήματα που η “FERROSTAAL” διά των υπευθύνων της, κκ. Haun και Mühlenbeck προόριζε για δωροδοκία των κκ. Τσοχατζόπουλου, Εμμανουήλ και άλλων Ελλήνων αξιωματούχων. Μολονότι δε στο κατηγορητήριο δεν αναφέρονται ρητώς τα μέλη της περιβόητης αυτής ομάδας, εικάζω ότι υπονοείται πως σε αυτή συμμετείχαν οι κκ. Μιχαήλ Φιλιππίδης, Graf von Pückler, Ago Demirdjian, Γιάννης Μπέλτσιος, Αλέξανδρος Αβατάγγελος και εγώ. Ωστόσο, η παραδοχή αυτή αυτοαναιρείται, καθώς εγώ δεν γνώριζα τουλάχιστον δύο μέλη της, ήτοι τους κκ. Φιλιππίδη και Αβατάγγελο, ούτε και είχα συναντηθεί ποτέ μαζί τους.

 

56. Πέραν δε τούτου, ουδείς εκ των εξετασθέντων κατά τη γερμανική ποινική διαδικασία μαρτύρων ή κατηγορουμένων επιβεβαιώνει άμεσα ή έμμεσα τη συμμετοχή μου στην ως άνω “ΟΜΑΔΑ Α” ή τον “ΚΥΚΛΟ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ”. Από την απλή ανάγνωση των καταθέσεων των κκ. Knothe, Richter, Jacob, von Joest, Hoenings, Borgschulte, Blank, Bellwinkel, Hochbaum, von Pückler, Graf von der Schulenburg, Aldenhoff, Atzpodien, Freitag, Bartsch, Stephan, Müller, Peter Schmidt, Hans-Joachim Schmidt, Klausmann, Meyer και Rathjens που εδόθησαν τα έτη 2010-2011 ενώπιον της Εισαγγελίας Ι του Μονάχου ουδόλως επιβεβαιώνεται η συμμετοχή μου στην περιβόητη αυτή ομάδα.

 

57. Απεναντίας, άλλοτε δεν αναφέρεται το παραμικρό στο όνομά μου ή τη “MIE” (Βλ. την από 23.06.2010 κατάθεση της κ. Jacob, την από 11.10.2010 κατάθεση του κ. von Joest, τις από 01.07.2010 και 20.08.2010 καταθέσεις του κ. Borgschulte, τις από 25.11.2010  και 17.01.2011 καταθέσεις του κ. Hochbaum, την από 29.07.2010 κατάθεση του κ. Aldenhoff, και την από 09.06.2010 κατάθεση του κ. Stephan), άλλοτε γίνεται απλή και συγκεχυμένη αναφορά είτε σε μένα είτε στη “ΜΙΕ” άνευ ιδιαίτερης αξίας, όπου και πάλι δεν αναφέρεται τίποτε περί συμμετοχής μου στον “ΚΥΚΛΟ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ” (Βλ. την από 03.08.2010 κατάθεση του κ. Knothe, την από 19.11.2010 κατάθεση του κ. Richter, την από 16.07.2010 κατάθεση του κ. Blank, την από 29.06.2010 κατάθεση του κ. Bellwinkel, την από 23.06.2010 κατάθεση του κ. von Pückler, την από 15.11.2004 κατάθεση του κ. Graf von der Schulenburg, τις από 24.06.2010 και 29.07.2010 καταθέσεις του κ. Aldenhoff, την από 21.10.2010 κατάθεση του κ. Atzpodien, τις από 24.09.2010 και 13.10.2010 καταθέσεις του κ. Freitag, την από 19.08.2010 κατάθεση του κ. Bartch, την από 24.08.2010 κατάθεση του κ. Müller, την από 15.11.2010 κατάθεση του κ. Peter Schmidt 15.11.2010, την από 12.08.2010 κατάθεση του κ. Hans-Joachim Schmidt, την από 06.08.2010 κατάθεση του κ. Klausmann, την από 10.11.2010 κατάθεση του κ. Meyer και την από 10.12.2010 κατάθεση του κ. Rathjens), και άλλοτε επιβεβαιώνεται ευθέως η μη συμμετοχή μου σε αυτόν (Βλ. την από 05.10.2010 κατάθεση του κ. Hoenings όπου δηλώνει ότι άκουσε πως η “FERROSTAAL” γνώρισε την “ΟΜΑΔΑ Α” μέσω του κ. von Pückler, καθώς αυτός έκανε τη σχετική επαφή).

 

58. Η απουσία οιασδήποτε συμμετοχής μου στην ως άνω “ΟΜΑΔΑ Α” επιβεβαιώνεται και στην από 22.10.2010 απολογία του κ. Mühlenbeck ενώπιον της Εισαγγελίας Ι του Μονάχου. Ειδικότερα, αναφέρει εκεί επί λέξει: “Προσπαθήσαμε να ενισχύσουμε την αγορά για να επιτύχουμε πρόσβαση σε άτομο κορυφής. Τότε την πρόσβαση αυτή μας την προσέφερε η Ομάδα Α. Όσον αφορά στο χαρακτηρισμό Ομάδα Α θέλω να σημειώσω ότι ο όρος αυτός χρονικά προέκυψε για πρώτη φορά αργότερα, συγκεκριμένα το έτος 2006. Εγώ όμως χρησιμοποιώ τον όρο αυτόν για να χαρακτηρίσω αυτήν την ομάδα ατόμων. Στα άτομα αυτά ανήκαν ο Graf von Pückler, o Άλεξ Αβατάγγελος, ο Μιχαήλ Φιλιππίδης, ο Γιάννης Μπέλτσιος και ο Ago Demirdjian. Ο σύνδεσμος ξεκίνησε τα έτη 1996/1997 και ο κύριος Graf von Pückler ήταν αυτός που επικοινώνησε με τον κύριο Haun. Κατόπιν το έτος 1997 με τη μεσολάβηση του Graf von Pückler έγινε η πρώτη συνάντηση με τον Μπέλτσιο, τον Haun και εμένα. Μετά ακολούθησαν και οι επόμενες συναντήσεις, στις οποίες συμμετείχαν και ο Φιλιππίδης και ο Άλεξ Αβατάγγελος. […] Ήμασταν πεπεισμένοι ότι με τα άτομα αυτά βρήκαμε τους συνεργάτες που μπορούσαν να βοηθήσουν τα συμφέροντά μας στη δουλειά με την Ελλάδα για τα υποβρύχια. Για εμάς ήταν σημαντικό να έχουμε μια υποστήριξη σε επίπεδο κορυφής, με τη βοήθεια της οποίας θα μπορούσαμε να παρουσιαστούμε καθοριστικά σε ανθρώπους επιπέδου κορυφής. Λέγοντας εμείς εν προκειμένω εννοώ τον κύριο Haun και εμένα. […] Προϋπόθεση για την ανάθεσή μας τότε δεν ήταν να χρησιμοποιηθούν τα χρήματα αυτά για δωροδοκία. Το πώς θα χρησιμοποιούσε η Ομάδα Α τα χρήματα αυτά για να ισχυροποιήσει τα συμφέροντά μας και να μας φέρει επιτυχία είναι υπόθεση των ατόμων αυτών. Θέλαμε να έχουμε ανθρώπους σε αρκετά υψηλή θέση για να προασπίζουν τα συμφέροντά μας. Ο κύριος Ματαντός δεν είχε αρκετά υψηλή θέση ή δεν ήταν αρκετά δικτυωμένος για να μας βοηθήσει στο θέμα αυτό”.

 

59. Οι ανωτέρω θέσεις του απολογούμενου κ. Mühlenbeck υιοθετήθηκαν και από το Πρωτοδικείο Ι του Μονάχου, το οποίο στην υπ’ αριθμ. 6 KLs 565 Js 122815/11 απόφασή του σε βάρος αυτού και του κ. Haun διαλαμβάνει τα ακόλουθα: “Ο ενεργοποιηθείς μέσω της ΜΙΕ Μιχαήλ Ματαντός, ο οποίος τότε ήταν αντιπρόσωπος της FERROSTAAL στον Τομέα Πολεμικών Πλοίων στην Ελλάδα, διέθετε μεν άριστες σχέσεις μέσα στο ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό, δεν είχε όμως πραγματική πρόσβαση σε άλλους υψηλόβαθμους παράγοντες λήψης αποφάσεων, και ιδία στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και στον πρώην Έλληνα Υπουργό Εθνικής Άμυνας Τσοχατζόπουλο. Για το λόγο αυτό οι κατηγορούμενοι Haun και Mühlenbeck χρησιμοποίησαν τον Δρα Αλέξανδρο Αβατάγγελο που βρισκόταν πίσω από τη Dolmarton. Ο Αβατάγγελος ανήκε παράλληλα με τον κάτοικο Μονάχου, ξεχωριστά διωκόμενο Graf von Pückler σε έναν κύκλο προσώπων, τον οποίο οι συμμετέχοντες αποκαλούσαν “ΚΥΚΛΟ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ” ή “ΟΜΑΔΑ Α”, και στον οποίο, εκτός από τον ξεχωριστά διωκόμενο Graf von Pückler ανήκαν και ο Demirdjian, ο Μιχαήλ Φιλιππίδης και ο Γιάννης Μπέλτσιος, ιδρυτικό μέλος και πρώην στέλεχος του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος (καλούμενου εφεξής: ΠΑΣΟΚ). Ο εν λόγω κύκλος προσώπων διέθετε, όπως γνώριζαν οι κατηγορούμενοι Haun και Mühlenbeck, την απαραίτητη πρόσβαση στους αρμόδιους για την ανάθεση των παραγγελιών υψηλόβαθμους παράγοντες λήψης των αποφάσεων στην Ελλάδα”.

 

 

IV. ΟΙ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΕΣ ΣΤΟ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ “ΜΙΕ”

 

60. Στο κεφάλαιο αυτό παρατίθενται όλες τις πληρωμές που έγιναν από εμένα σύμφωνα με τις οδηγίες των κκ. Haun και Mühlenbeck της “FERROSTAAL”. Όλες αυτές οι πληρωμές, εκτός από αυτή προς τον κ. Μπέλτσιο, ποσού 2.500.000 ευρώ (βλ. κατωτ., υπό 58), έλαβαν χώρα είτε από τον από τον υπ’ αριθμ. 0248-446 719.60Α τραπεζικό λογαριασμό σε δολάρια, είτε από τον υπ’ αριθμ. 0248-446 719.63Χ τραπεζικό λογαριασμό σε ευρώ που διατηρούσε η “ΜΙΕ” στην τράπεζα UBS Λουκέρνης. Πιο συγκεκριμένα:

 

 

Α. Καταβολές στον κ. Ιωάννη Μπέλτσιο (1.000.000 ευρώ και 2.500.000 ευρώ)

 

61. Ο κ. Μπέλτσιος πληρώθηκε σε δραχμές το ισόποσον του 1.000.000 ευρώ την 03.04.2000 σύμφωνα με τις οδηγίες της “FERROSTAAL”. Όπως προαναφέρθηκε, κ. Μπέλτσιος μου συστήθηκε από τον κ. Haun στην Ελβετία τον Αύγουστο του 1998 ως σύμβουλος της “FERROSTAAL” σε κάποια έργα της ιδίας, όσον και της θυγατρικής της, “DSD”. Όσον αφορά στα υποβρύχια, είχε ήδη συμφωνία συνεργασίας ως πολιτικός μηχανικός με τη “FERROSTAAL” για την επίβλεψη και το συντονισμό της αναβάθμισης της υποδομής των Ελληνικών Ναυπηγείων στο προβλεπόμενο επίπεδο, καθώς και της επίβλεψης του σχεδιασμού και της κατασκευής ενός αντισεισμικού υποστέγου κατασκευής υποβρυχίων που θα εξυπηρετείτο από σύστημα “Synchrolift”, μέσω μιας ιδιωτικής ελληνικής εταιρίας. Δεν είχα μεσολαβήσει στη συμφωνία του με τη “DSD” και τη “FERROSTAAL”, ούτε γνώριζα τους όρους της. Αναφέρθηκε, ωστόσο, ότι μόνον η κατασκευή του νέου κτίσματος και του συστήματος “Synchrolift” στα “Ελληνικά Ναυπηγεία” θα κόστιζε περίπου 150.000.000 γερμανικά μάρκα. Το κτίσμα όντως ολοκληρώθηκε, οι δε προδιαγραφές του το καθιστούν ως ένα από τα κορυφαία ναυπηγικά υπόστεγα στη Μεσόγειο. Συνεπώς, μία πληρωμή ποσού μικρότερου από 1% της τιμής υποδομής δε μου φαινόταν τότε να είναι εκτός πραγματικότητας, αλλά, απεναντίας, τη θεώρησα εύλογη, ιδίως αν αναλογισθεί κανείς τις αμοιβές που χρεώνουν οι εξειδικευμένοι μηχανικοί για ανάλογα κατασκευαστικά έργα.

 

62. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι την 24.11.2000 έλαβε χώρα μια συνάντηση στα “Ελληνικά Ναυπηγεία Α.Ε.”, με αντικείμενο τη συζήτηση για τις τριβές που είχαν ανακύψει μεταξύ της “DSD”, του ναυπηγείου και της ελληνικής εταιρείας “EMEK”, η οποία είχε αναλάβει ως υποκατασκευαστής τη δημιουργία του ανωτέρω υποστέγου. Στη συνάντηση αυτή δεν ήμουν παρών• πληροφορήθηκα, ωστόσο, ότι δεν παρέστη ούτε ο κ. Μπέλτσιος, γεγονός που μου προκάλεσε μεγάλη εντύπωση, δοθέντος και του προαναφερομένου επιτελικού ρόλου του στην κατασκευή του υποστέγου. Για το λόγο αυτό, μάλιστα, απέστειλα μέσω fax την 26.11.2000 επιστολή στον κ. Mühlenbeck, στην τελευταία πρόταση της οποίας αναφέρω χαρακτηριστικά: “Προσωπικώς εκπλήσσομαι επίσης από το γεγονός ότι αυτός που μου δόθηκε να καταλάβω ότι είναι ο Έλληνας συνεργάτης της FERROSTAAL/DSD ακριβώς για το θέμα της υποδομής δεν παρίστατο στη σύσκεψη της 24ης Νοεμβρίου. Αυτό είναι σκόπιμο ή έχω παρεξηγήσει το ρόλο του;” [ΣΧΕΤΙΚΟ 9] Η ως άνω επιστολή μου, η οποία –σημειωτέον– εστάλη δυο και πλέον έτη μετά τη γνωριμία μου με τον κ. Μπέλτσιο, και επτά μήνες μετά την πληρωμή σε αυτόν του ποσού του 1.000.000 ευρώ, αποδεικνύει την απουσία γνώσης μου για οιονδήποτε άλλο ρόλο πέραν αυτού που εγώ και τόσοι άλλοι του αποδίδαμε. Αξιοσημείωτο είναι δε το γεγονός ότι καίτοι ο ίδιος απολογούμενος αποποιήθηκε οιονδήποτε ρόλο στην κατάρτιση, υπογραφή και εκτέλεση των επίμαχων συμβάσεων, εντούτοις με το από 18.01.2014 απολογητικό του υπόμνημα παραθέτει το από 23.09.1999 fax της “FERROSTAAL” προς αυτόν, από το οποίο προκύπτει ότι ησχολείτο ήδη τότε ενεργώς με την εξεύρεση αντισταθμιστικών ωφελημάτων για το υπ’ αριθμ. 2013 φάκελο (Referenz) της “FERROSTAAL”, που αφορούσε στο πρόγραμμα των ελληνικών υποβρυχίων, γεγονός που μέχρι και σήμερα αγνοούσα.

 

63. Έκπληκτος, ωστόσο, ανέγνωσα το 18.01.2014 απολογητικό υπόμνημά του, με το οποίο αρνείται συλλήβδην την είσπραξη του ανωτέρω ποσού είτε από εμένα είτε από τη “FERROSTAAL”, χαρακτηρίζοντας μάλιστα τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό μου ως αποδεικτικώς αδιάφορο. Προκειμένου δε να αποκρούσει τη σχετική κατηγορία, χρησιμοποιεί μεταξύ άλλων ως επιχείρημα ότι τάχα δεν έχει εντοπισθεί οιαδήποτε κίνηση στον τραπεζικό λογαριασμό που η “MIE” διατηρούσε στην Ελλάδα. Λυπούμαι, αλλά θα τον διαψεύσω.

 

64. Κατόπιν σχετικής οδηγίας του κ. Haun, μου ζητήθηκε να καταβάλω στον κ. Μπέλτσιο σε δραχμές το ισόποσον του 1.000.000 ευρώ, ήτοι 340.000.000 δραχμές, και δη σε μετρητά!!! Στο εύλογο ερώτημά μου προς τον κ. Haun, για ποίον λόγο να προβώ σε καταβολή μετρητών, μου απήντησε ότι αυτό είχε απαιτήσει ο ίδιος ο κ. Μπέλτσιος για δική του διευκόλυνση. Πράγματι, ο συνεργάτης μου κ. Αλέξανδρος Παπαντωνίου, μαζί με τον οδηγό μου, κ. Χρήστο Βουρή, μετέβησαν στο υποκατάστημα Πειραιώς της Royal Bank of Scotland, και προέβησαν τη μεν 22.03.2000 σε ανάληψη συνολικού ποσού 70.352.000 δραχμών σε δύο συναλλαγές (31.180.500 και 39.171.500 δραχμές), τη δε 03.04.2000 σε ανάληψη 281.497.500 δραχμών από τον υπ’ αριθμ. 366717GRD011 τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε η “MIE” στην ως άνω τράπεζα. Από το συνολικώς αναληφθέν ποσόν των 351.849.500 δραχμών, ποσόν 340.000.000 δραχμών (το οποίον αντιστοιχούσε σε 1.000.000 ευρώ) τοποθετήθηκε σε ένα μεγάλο μαύρο σακ βουαγιάζ, και απεστάλη την ίδια ημέρα (03.04.2000) με τον οδηγό μου και τον κ. Παπαντωνίου στο γραφείο του κ. Μπέλτσιου στον Παράδεισο Αμαρουσίου, όπου και του παρεδόθη. Αμφότεροι οι ως άνω μάρτυρες, εφόσον κληθούν, θα επιβεβαιώσουν όλα τα ανωτέρω.

 

65. Πέραν δε τούτου οι συγκεκριμένες συναλλαγές εμφαίνονται και στην υπ’ αριθμ. πρωτ. ΕΜΠ4292/29.05.2012 κλήση του Σ.Δ.Ο.Ε. για παροχή διευκρινήσεων (άρθρο 66 του Ν. 2238/1994) [ΣΧΕΤΙΚΟ 10], μη καταλειπομένης ουδεμίας αμφιβολίας περί του αντιθέτου, όπως επιχειρεί ανεπιτυχώς να υποστηρίξει ο κ. Μπέλτσιος. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι λόγω ακριβώς της εκταμίευσης του συγκεκριμένου ποσού για λογαριασμό του κ. Μπέλτσιου, και της εντεύθεν μειώσεως των ταμειακών διαθεσίμων της “MIE” στην Ελλάδα, την 25.05.2000 προέβην σε έμβασμα 1.000.000 ευρώ από τον υπ’ αριθμ. 446.719.63Χ λογαριασμό της “MIE” στη “UBS” Λουκέρνης προς τον λογαριασμό 366717EUR104 σε ευρώ που τηρούσε η εταιρεία στη Royal Bank of Scotland, προκειμένου να εξασφαλίσω την απρόσκοπτη λειτουργία της [βλ. ανωτ., ΣΧΕΤΙΚΟ 10].

 

66. Ασχέτως από την όψιμη –και ίσως αναμενόμενη– άρνηση του κ. Μπέλτσιου περί εισπράξεως του συγκεκριμένου ποσού, εκείνη την περίοδο εγώ δεν είχα κανένα λόγο να υποπτευθώ ότι η συγκεκριμένη πληρωμή έγινε για κάποιον παράνομο σκοπό ή ότι θα διαβιβαζόταν περαιτέρω στον κ. Τσοχατζόπουλο. Το γεγονός ότι, σύμφωνα με τους κκ. Haun και Μühlenbeck αλλά και την υπ’ αριθμ. 6 KLs 565 Js 122815/11 απόφαση του Πρωτοδικείου Ι του Μονάχου ο κ. Μπέλτσιος είχε διασυνδέσεις μέσα στο ΠΑΣΟΚ και ιδίως επαφές με τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας, κ. Τσοχατζόπουλο, από τον οποίον και τον γνώρισαν, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το στοιχείο αυτό μού είχε επιμελώς αποκρυβεί όταν μου ζητήθηκε να προβώ στην καταβολή του ανωτέρω ποσού, με υποχρεώνει σε αναθεώρηση της αρχικής μου θέσεως.

 

67. Η μονότονη και επίμονη άρνηση των πάντων εκ μέρους του κ. Μπέλτσιου κατά την από 18.01.2014 απολογία του, ιδίως δε αναφορικά με την είσπραξη του 1.000.000 ευρώ (340.000.000 δραχμές), προκαλεί εύλογα μεγάλη εντύπωση. Και τούτο, γιατί αφενός μεν εύκολα μπορεί να διαψευσθεί από τους δύο μάρτυρες που διενήργησαν τη μεταφορά των μετρητών στο γραφείο του, αλλά και διότι δεν θα είχε κανέναν λόγο να την αρνηθεί, αν όντως αφορούσε νόμιμη αμοιβή του. Συνεπώς, τείνω να αποδεχθώ ότι όντως τα χρήματα αυτά, εν όλω ή εν μέρει, κατέληξαν στον τότε Υπουργό Εθνικής Άμυνας. Πάντως, σε ό,τι με αφορά, ουδεμία γνώση είχα για την τελική κατάληξη των χρημάτων.

 

68. Η δεύτερη –αναφερόμενη στο κατηγορητήριο– πληρωμή προς τον κ. Μπέλτσιο, η οποία φέρεται ότι έγινε από τη “ΜΙΕ” το Μάιο του 2003, ποσού 2.500.000 ευρώ, και δη σε μετρητά, δεν έγινε από εμένα ή τη “ΜΙΕ”, εγώ δε δεν έχω καμία απολύτως γνώση γι’ αυτήν. Η συμπερίληψη του συγκεκριμένου κονδυλίου στο κατηγορητήριο οφείλεται προφανώς στην αναπαραγωγή της εσφαλμένης και ανεπιβεβαίωτης παραδοχής, στην οποία ήχθη η γερμανική δικαιοσύνη, όπου κατά τη διάρκεια της εκεί δικαστικής διερεύνησης είχε αναφερθεί συγκεχυμένως ότι η πληρωμή είχε δήθεν διενεργηθεί από τη “ΜΙΕ”. Πλην όμως η παραδοχή αυτή ουδόλως επιβεβαιώθηκε, και εγώ τη διαψεύδω κατηγορηματικά. Εξάλλου ουδέν αντίθετο αποδεικτικό στοιχείο υπάρχει στη δικογραφία, το οποίο να πιστοποιεί ότι όντως η “ΜΙΕ” ή έστω εγώ προσωπικώς κατεβάλαμε ποσόν 2.500.000 ευρώ σε μετρητά στον κ. Μπέλτσιο. Εξάλλου, δεν θα είχα κανένα λόγο να συνομολογήσω την καταβολή των 2.500.000 ευρώ, τη στιγμή που έχω αποδεχθεί για λογαριασμό της “ΜΙΕ” όλες τις λοιπές καταβολές που αναφέρονται στο κατηγορητήριο, αν και όχι βέβαια για τις εκεί αναφερόμενες αιτίες. Είναι προφανές ότι σχετικός ισχυρισμός εφευρέθηκε από τη “FERROSTAAL”, προκειμένου να εγερθούν αβάσιμες αντίθετες αξιώσεις της “FERROSTAAL” έναντι του κ. Αβατάγγελου και να εμφανισθούν ανύπαρκτα κονδύλια προς συμψηφισμό έναντι των δικών του απαιτήσεων.

 

69. Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι το ψεύδος του ισχυρισμού περί της συγκεκριμένης καταβολής των 2.500.000 ευρώ ενισχύεται και από την από 30.11.2013 απολογία του κ. Αβατάγγελου. Και τούτο, διότι ο ίδιος ως μόνη πηγή γνώσης του για τη συγκεκριμένη καταβολή αναφέρει τους κκ. Haun και Mühlenbeck. Αυτοί, μάλιστα, του δήλωσαν ότι δεδομένου πως το συγκριμένο ποσόν είχε τάχα ήδη καταβληθεί από τη “MIE”, το συνεψήφισαν, αφαιρώντας το από την αμοιβή του. Η προβολή, λοιπόν, του ψευδούς αυτού ισχυρισμού υπήρξε ένας τρόπος τακτοποίησης των λογιστικών βιβλίων τους. Πάντως εμμένω στη θέση μου ότι η καταβολή του χρηματικού ποσού των 2.500.000 ευρώ δεν έγινε ποτέ από τη “MIE”.

 

70. Αλλά και σε αυτήν την περίπτωση διερωτώμαι: Ακόμη και αν υποθετικώς ξεπεραστεί το ανεπίλυτο πρόβλημα της αποδείξεως της καταβολής του ποσού των 2.500.000 ευρώ σε μετρητά στον κ. Μπέλτσιο, πώς τάχα αποδεικνύεται η δική μου εμπλοκή στη δωροδοκία του κ. Τσοχατζόπουλου; Πώς είναι δυνατόν τόσο αβασάνιστα να μου αποδίδεται μια τόσο σοβαρή κατηγορία, χωρίς να συνοδεύεται από –έστω και στοιχειώδη– αποδεικτική τεκμηρίωση; Ενόσω δεν απαντώνται τα ως άνω ερωτήματα, ακόμη και αν ήθελε –κατά τρόπο μαγικό– αποδειχθεί ότι όντως έλαβε χώρα η συγκεκριμένη καταβολή, αυτή ευρίσκεται στο ποινικό απυρόβλητο.

 

 

Β. Καταβολή στον κ. Γεώργιο Αγουρίδη (1.000.000 ευρώ)

 

71.  Ο κ. Γεώργιος Αγουρίδης την 07.04.2000 έλαβε 1.000.000 δολάρια ΗΠΑ με την υπ’ αριθμ. 7441830 τραπεζική επιταγή της “UBS” [ΣΧΕΤΙΚΟ 11] σύμφωνα με οδηγία της “FERROSTAAL”, ήτοι λίγο μετά την υπογραφή της σύμβασης “ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ”. Μου ελέχθη ότι ο κ. Αγουρίδης ήταν δικηγόρος που ενήργησε ως νομικός σύμβουλος της “FERROSTAAL” στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για την υπογραφή της ως άνω συμβάσεως και για την επίλυση νομικών ζητημάτων που εγέρθηκαν κατά την υλοποίησή της, και συνεπώς δεν αμφισβήτησα ποτέ την αιτία αυτής της πληρωμής. Εξάλλου ήδη από 25.02.2000 είχα αποστείλει επιστολή στον κ. Blank, υψηλόβαθμο στέλεχος της “FERROSTAAL”, με την οποία υπεδείκνυα ότι η εταιρεία έπρεπε να απευθυνθεί σε εξειδικευμένους Έλληνες δικηγόρους ή φορολογικούς συμβούλους, καθόσον οι φορολογικές επιπτώσεις του συμβολαίου μπορούσαν να είναι υπέρογκες για την ίδια [ΣΧΕΤΙΚΟ 12]. Κατόπιν τούτου, δεν με εξέπληξε η σχετική εντολή που έλαβα από τους κκ. Haun και Mühlenbeck για τη συγκεκριμένη καταβολή με το ανωτέρω αιτιολογικό στον δικηγόρο, κ. Αγουρίδη.  Πράγματι, εξεδόθη η ως άνω τραπεζική επιταγή εις διαταγήν αυτού, και τους παρεδόθη, μη γνωρίζοντας εγώ την περαιτέρω πορεία της. Εξηγήσεις αναφορικώς τόσον με την αιτία εκδόσεώς της, όσον και με την τελική κατάληξή της, εικάζω ότι θα δώσει ο ίδιος ο κ. Αγουρίδης εφόσον κληθεί στο πλαίσιο της διεξαγόμενης κυρίας ανακρίσεως.

 

72. Εντυπωσιακή είναι, ωστόσο, η ευφάνταστη και καταφανώς ψευδής αιτιολογία που έδωσε ο κ. Εμμανουήλ για τη συγκεκριμένη πληρωμή, εμφανίζοντάς την ως δήθεν προσωπικό δάνειο προς αυτόν εκ μέρους μου!!! Ειδικότερα, στο από 17.01.2014 απολογητικό του υπόμνημα δήλωσε ότι, έχοντας μόλις επιστρέψει από την Αμερική και έχοντας καταλύσει προσωρινώς …στο ξενοδοχείο “HILTON” (!!!), με συνάντησε εκεί εντελώς τυχαία, μου εξιστόρησε τα …βάσανά του κατά τη μεταβατική γι’ αυτόν περίοδο (ότι αναζητούσε νέα κατοικία, υπονοώντας προφανώς ότι το ξενοδοχείο “HILTON” δεν ήταν αρκούντως καλό για να καλύψει τις απαιτήσεις του!!!), και ότι εγώ στο άκουσμα των ειδήσεων αυτών, έσπευσα να τον “διευκολύνω”, εκδίδοντας την υπ’ αριθμ. 7441830 τραπεζική επιταγή υπέρ του δικηγόρου που εκπροσωπούσε τους πωλητές του ακινήτου που ενδιαφερόταν να αγοράσει!!! Η φαντασία του όμως δεν σταματάει εδώ: το εκ του δανείου οφειλόμενο προς εμένα ποσόν δήθεν παρακρατήθηκε από τη νόμιμη αμοιβή του των 17.276.000 ευρώ από τη “HDW”, αφού τελικώς του κατεβλήθη δύο χρόνια μετά το μειωμένο ποσόν των 16.276.000 ευρώ!!!

 

73. Δυστυχώς για τον κ. Εμμανουήλ, τα αυταπόδεικτα ψεύδη του τον εκθέτουν ανεπανόρθωτα:

•             Είναι ποτέ δυνατόν να δώσω ως προσωπικό δάνειο το ποσόν του 1.000.000 δολαρίων ΗΠΑ σε έναν άνθρωπο που, όπως και ο ίδιος δηλώνει, συνάντησα τυχαία στο ξενοδοχείο “HILTON”; Δίχως καν δανειστικό συμβόλαιο και δίχως στοιχειώδη έγγραφη εξασφάλιση; Και για ποίο λόγο; Επειδή τάχα συμμερίσθηκα την ταλαιπωρία του από το γεγονός ότι κατέλυε σε ένα πανάκριβο ξενοδοχείο και δεν διέθετε ακόμη ιδιόκτητη οικία; Και για την αγορά ποίου, άραγε, ακινήτου; Έναντι ποίου τιμήματος; Ποίοι ήταν οι πωλητές; Πότε θα αποπληρωνόταν το υποτιθέμενο δάνειο; Εγείρονται εν προκειμένω πλείονα ερωτήματα, τα οποία ο κ. Εμμανουήλ θεώρησε προφανώς ως ανάξια απαντήσεως.

•             Αλλά ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι όντως ίσχυε η παράλογη αυτή σκέψη, ποίον λόγο θα είχα να ζητήσω την έκδοση της επιταγής εις διαταγήν του δικηγόρου των πωλητών και όχι του ιδίου (ή, έστω, του πληρεξουσίου δικηγόρου του); Αν ακυρωνόταν η υποτιθέμενη πώληση, ποία εξασφάλιση θα είχα, τη στιγμή που θα είχα μεταβιβάσει ήδη ένα τεράστιο ποσόν στα χέρια των υποτιθέμενων πωλητών;

•             Πώς είναι δυνατόν να έχω εκδώσει επιταγή 1.000.000 δολαρίων ΗΠΑ ως ατομικό δάνειο προς τον ίδιο και το δάνειο αυτό να αποπληρώνεται εν τέλει δύο χρόνια μετά από τη “HDW”, και δη με 1.000.000 ευρώ, κατά συμψηφισμό οφειλόμενης αμοιβής από την ίδια προς τον κ. Εμμανουήλ;

•             Και εν τέλει, για ποια φερεγγυότητα ομιλεί ο κ. Εμμανουήλ, επί της οποίας θα μπορούσα να βασισθώ για να τον δανείσω 1.000.000 δολάρια, αμέσως μόλις μου τα ζήτησε; Σε όλους όσοι ασχολούντο την περίοδο εκείνη με τη ναυτιλία ήταν γνωστό ότι το ναυπηγείο του κ. Εμμανουήλ στη Βοστώνη είχε τεθεί σε καθεστώς προστασίας από τους πιστωτές, και ότι ο ίδιος ευρισκόταν εκεί σε επιχειρηματικό αδιέξοδο.

Μέχρι και την απολογία του κ. Εμμανουήλ, ειλικρινά δεν εγνώριζα τίποτε περισσότερο από το γεγονός ότι ζήτησα κατ’ εντολήν των Γερμανών την έκδοση της τραπεζικής επιταγής ποσού 1.000.000 δολαρίων ΗΠΑ εις διαταγήν του κ. Αγουρίδη. Πλέον, λαμβανομένου υπ’ όψιν και του έωλου υπερασπιστικού σεναρίου του, προκύπτει ευθέως ότι, σε ό,τι με αφορά, ελλείπει το βασικό έρεισμα για την υπαγωγή αυτής της καταβολής στον κανόνα του άρθρου 236 ΠΚ.

 

 

Γ. Καταβολές προς την “INVECO” (890.088 ευρώ και 1.390.603 ευρώ)

 

74. Η “INVECO” έλαβε δύο εμβάσματα από τη “ΜΙΕ”: το πρώτο έμβασμα ήταν ύψους 890.088 ευρώ (ή 792.960 δολαρίων ΗΠΑ) και έλαβε χώρα την 04.01.2002 από τον υπ’ αριθμ. 0248-446719.60Α τραπεζικό λογαριασμό δολαρίων της “ΜΙΕ” προς τον κύριο υπ’ αριθμ. 243-37 90 28 λογαριασμό δολαρίων της “INVECO” που τηρούσε στην τράπεζα UBS Λωζάννης. Το δεύτερο έμβασμα ήταν ποσού 1.390.603 ευρώ και έλαβε χώρα την 24.07.2002 από τον υπ’ αριθμ. 0248-446 719.63Χ τραπεζικό λογαριασμό της “ΜΙΕ” προς τον υπ’ αριθμ. 243-37 90 28.61Χ λογαριασμό σε ευρώ της “INVECO” που τηρούσε στην τράπεζα UBS Λωζάννης. Αυτές οι πληρωμές έγιναν υπό τις οδηγίες της “FERROSTAAL”, και με το ειδικότερο σχόλιο ότι αφορούσαν στα έργα αναβαθμίσεως των Ελληνικών Ναυπηγείων, προκειμένου να καταστούν λειτουργικώς δυνατά να αναλάβουν την κατασκευή των νέων υποβρυχίων και τον εκσυγχρονισμό των ήδη υπαρχόντων. Την περίοδο που μου ζητήθηκε η διενέργεια των συγκεκριμένων καταβολών δεν είχα οιονδήποτε λόγο να αμφισβητήσω την προαναφερθείσα αιτία τους.

 

75. Οι καταβολές έλαβαν χώρα σχεδόν τρία χρόνια μετά τις εγκρίσεις των συμβάσεων από το ΚΥ.Σ.Ε.Α., οπότε και μου δόθηκε μόνον το όνομα της εταιρείας “INVECO”. Αλλά ακόμα και όταν αργότερα έμαθα τυχαία για τη σύνδεση του κ. Εμμανουήλ με αυτήν, δε σκέφτηκα ότι το ποσόν αυτό προοριζόταν για να τον δελεάσει να προβεί σε δραστηριότητα αντίθετη προς τα καθήκοντά του και σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου. Δεδομένου του χρόνου που έλαβαν χώρα αυτές οι πληρωμές, δεν μπορούσα να θεωρήσω ότι αποσκοπούσαν στο να επηρεάσουν τις διαπραγματεύσεις για τη σύμβαση σχετικά είτε με την κατασκευή των νέων υποβρυχίων είτε με την ανακαίνιση των υπαρχόντων υποβρυχίων, καθώς ειδικώς η δεύτερη πληρωμή έλαβε χώρα αφού οι Γερμανοί είχαν πλέον αποκτήσει τον έλεγχο των ναυπηγείων, άρα ο κ. Εμμανουήλ ήταν στέλεχός τους. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε (βλ. ανωτ., υπό 54), δεν εγνώριζα τις ενδιάθετες σκέψεις και προθέσεις των εκπροσώπων της “FERROSTAAL” αναφορικώς με την αξιοποίηση του κ. Εμμανουήλ στην προσπάθεια αποκτήσεως των Ελληνικών Ναυπηγείων.

 

76. Υπενθυμίζεται ότι ο κ. Εμμανουήλ είχε διοριστεί Διευθύνων Σύμβουλος των “Ελληνικών Ναυπηγείων”, νομίζω, το Νοέμβριο του 1999, την ώρα που το ΚΥ.Σ.Ε.Α. είχε ήδη πριν μερικούς μήνες εγκρίνει τόσον την κατασκευή τριών νέων υποβρυχίων (ενός στη Γερμανία και δύο στα “Ελληνικά Ναυπηγεία”) πλέον ενός –κατ’ ενάσκηση δικαιώματος προαιρέσεως (option)–, όσον και την τιμή τους, ήδη υπό την προηγούμενη διαχείριση των Ελληνικών Ναυπηγείων, τη βρετανική εταιρία “Brown and Root”. Υπό αυτό το πρίσμα, δεν μπορούσα να αντιληφθώ τότε πως οι σχετικές πληρωμές είχαν παράνομο υπόβαθρο. Τούτο άλλωστε ουδόλως εξειδικεύεται στο κατηγορητήριο, όπως θα αναμενόταν, ώστε να μπορέσω ευπρόσωπα να αντιπαρατεθώ και να αντιλέξω, αλλά ούτε και εγώ μπορώ να το αντιληφθώ, ώστε –έστω καθ’ υποφοράν– να το αντικρούσω.

 

77. Η τότε πεποίθησή μου περί νομιμότητας των συγκεκριμένων καταβολών βασιζόταν και στο γεγονός ότι ο κ. Εμμανουήλ την περίοδο εκείνη δεν φαινόταν να χρειάζεται κανενός είδους “πίεση” ή “ενίσχυση” για να υποστηρίξει την αλλαγή της κυριότητας των ναυπηγείων. Αντιθέτως, δέχθηκε ασμένως την ανάμειξη των Γερμανών στο ναυπηγείο, μιας και –όπως δήλωνε προς τα έξω– θα έφερναν την απαραίτητη εμπειρία και τεχνογνωσία τους για να βοηθήσουν στην ολοκλήρωση των έργων των υποβρυχίων. Συνδυάζοντας, ωστόσο, αφενός τις θέσεις που διετύπωσε στην από 17.01.2014 απολογία του, και αφετέρου την απόκρυψη του Heads of Agreement που είχε συνάψει με την κοινοπραξία“HDW/FERROSTAAL” (βλ. την από 27.09.2010 απολογία του κ. von Menges και της από 23.06.2010 αντίστοιχης του κ. Graf von der Schulenburg ενώπιον της Εισαγγελίας Ι του Μονάχου), είμαι υποχρεωμένος να αναθεωρήσω την αρχική μου θέση. Ο ισχυρισμός του ότι η εταιρεία “INVECO HOLDINGS S.A.” δεν έχει καμία σχέση με την εταιρεία συμφερόντων του “INVECO LIMITED” δεν κρίνεται διόλου πειστικός, λαμβανομένου υπ’ όψιν και του προηγηθέντος ψεύδους του αναφορικά με την …άτυπη σύμβαση δανείου ποσού 1.000.000 δολαρίων ΗΠΑ (!!!), που υποτίθεται ότι συνήψαμε επ’ αφορμή τυχαίας συναντήσεώς μας στο ξενοδοχείο HILTON. H δε συνωνυμία των δύο εταιρειών, κάθε άλλο παρά τυχαία μπορεί να είναι. Εικάζω ότι η εταιρεία “INVECO HOLDINGS S.A.” συστήθηκε μόνον και μόνον για να διευκολύνει διάφορες “συναλλαγές” που δεν μπορούσαν να λάβουν χώρα από άλλο εταιρικό σχήμα του κ. Εμμανουήλ. Σε κάθε περίπτωση, εμμένω και πάλι στη θέση μου ότι δεν είχα την παραμικρή υποψία πως οι συγκεκριμένες δύο καταβολές προς την εταιρεία “INVECO” είχαν παράνομο υπόβαθρο.

 

78. Ενδεικτική της ελλείψεως δόλου εκ μέρους μου είναι και η από 19.12.2003 επιστολή της “Greek Naval Shipyards Holding S.A.” προς τον κ. Εμμανουήλ που ο ίδιος προσεκόμισε με το από 17.01.2014 απολογητικό του υπόμνημα, από την οποία προκύπτει ότι ανετέθη σε αυτόν η σε “πολιτικό” επίπεδο αντιπροσώπευση (“political representation”) των συμφερόντων των “Ελληνικών Ναυπηγείων”, καθώς και η εξεύρεση “πολιτικής” λύσεως στο πρόβλημα του τροχαίου υλικού [ΣΧΕΤΙΚΟ 13]. Αν όντως ήμουν εγώ σε θέση να συνδιαλέγομαι με την πολιτική ηγεσία και τους φορείς λήψεως των αποφάσεων, προφανώς η ανάθεση αυτών των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων στον κ. Εμμανουήλ θα περίττευε, στερούμενη παντελώς νοήματος.

 

 

Δ. Καταβολές προς την “Asian & Middle Eastern Engineering and Consulting Inc.” (9.200.000 ευρώ και 11.443.000 ευρώ)

 

79. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο έλαβαν χώρα δύο πληρωμές προς την “Asian & Middle Eastern Engineering and Consulting Inc.” την 15.06.2000 και την 05.07.2001, ύψους 9.200.000 ευρώ και 11.443.000 ευρώ αντίστοιχα. Η εταιρεία αυτή δήθεν ελεγχόταν από την περιβόητη “ΟΜΑΔΑ Α”, τα δε ως άνω ποσά καταβλήθηκαν εν συνεχεία στον κ. Τσοχατζόπουλο στην Αθήνα. Προτού τοποθετηθώ επί των δύο ως άνω καταβολών, διερωτώμαι ευθέως και πάλι: Από ποιο στοιχείο προκύπτει ότι τα ανωτέρω ποσά όντως κατέληξαν στον ως άνω υπουργό, και αν όντως αυτό έγινε, πώς αποδεικνύεται η σχετική γνώση μου; Πώς και από ποιον έλαβε χώρα η σχετική περιουσιακή μετακίνηση προς τον κ. Τσοχατζόπουλο; Πόθεν προκύπτει ότι τάχα είχα –από κοινού με τους συγκατηγορουμένους μου– υποσχεθεί σε αυτόν τις ανωτέρω καταβολές, όπως ισχυρίζεται το κατηγορητήριο, τις οποίες τάχα υλοποίησα με αντίστοιχα εμβάσματα προς την ως άνω εταιρεία; Πώς αποδεικνύεται ότι η προαναφερθείσα εταιρεία ελεγχόταν όντως από την “ΟΜΑΔΑ Α” και όχι από μόνο τον κ. Demirdjian; Σε όλα αυτά τα ερωτήματα το κατηγορητήριο και το υλικό της δικογραφίας δεν δίδουν καμία απολύτως απάντηση. Το κραυγαλέο αυτό αποδεικτικό έλλειμμα με υποχρεώνει να επαναλάβω ότι, σε ό,τι με αφορά, ο καταλογισμός των συγκεκριμένων ποσών ως προϊόν δωροδοκίας του κ. Τσοχατζόπουλου είναι παντελώς μετέωρος και αυθαίρετος, η δε αντίστοιχη κατηγορία εναντίον μου ουσιαστικώς ανεπέρειστη.

 

80. Μη θέλοντας, βεβαίως, να υπεκφύγω, επικαλούμενος τα ανωτέρω αυταπόδεικτα κενά του κατηγορητηρίου, επιθυμώ να σας αναφέρω ότι οι συγκεκριμένες καταβολές έλαβαν χώρα καθ’ υπόδειξη των κκ. Haun και Mühlenbeck, με την –ψευδή, όπως απεδείχθη– αιτιολογία ότι οι περισσότερες από αυτές προορίζοντο για το μετοχικό κεφάλαιο της ναυτιλιακής εταιρίας στη Σαουδική Αραβία, ιδιοκτησίας του κ. Demirdjian, ο οποίος θα παρήγγειλε εμπορικά πλοία στην Ελλάδα.

 

 

 

 

 

Ε. Καταβολές προς την “Wilberforce Investments Ltd.” (11.500.000 ευρώ και 7.500.000 ευρώ)

 

81. Τις ίδιες ακριβώς ημερομηνίες (15.06.2000 και 05.07.2001) έλαβαν χώρα δύο πληρωμές προς την εταιρεία “Wilberforce Investments Ltd.”, ιδιοκτησίας του κ. Αβατάγγελου, ύψους 11.500.000 ευρώ και 7.500.000 ευρώ αντίστοιχα, με την έκδοση των υπ’ αριθμ. 7479495 και 7631552 αντίστοιχων τραπεζικών επιταγών της “UBS” Λουκέρνης. Σύμφωνα πάντοτε με το κατηγορητήριο, το μεν πρώτο ποσόν κατέβαλε στη συνέχεια ο κ. Αβατάγγελος στην Αθήνα στον πρώην υπουργό, το δε δεύτερο εγώ ο ίδιος!!! Διατυπώνω και πάλι την απορία μου: Πώς είναι δυνατόν να μου αποδίδεται αυτοπρόσωπη καταβολή 7.500.000 ευρώ στον κ. Τσοχατζόπουλο και δη στην Αθήνα, τη στιγμή που το ποσόν αυτό κατεβλήθη με τραπεζική επιταγή της “UBS” στην εταιρεία “Wilbeforce Investments Ltd.”; Υπονοείται άραγε ότι ο κ. Αβατάγγελος εισέπραξε την ανωτέρω επιταγή και μου παρέδωσε σε μετρητά το ως άνω ποσόν, το οποίο τάχα παρέδωσα στη συνέχεια στον κ. Τσοχατζόπουλο; Πόθεν κατέληξε η κυρία ανάκριση σε μια τέτοια αυθαίρετη παραδοχή; Στα ερωτήματα αυτά η σιγή του κατηγορητηρίου είναι εκκωφαντική.

 

82. Κινδυνεύω να καταστώ κουραστικός, επαναλαμβάνοντας ότι και αυτές οι καταβολές έγιναν υπό τις οδηγίες της “FERROSTAAL”, και προορίζοντο τάχα για τον κ. Demirdjian, o οποίος –όπως μου έλεγαν ψευδώς– ήλεγχε αυτή την εταιρεία, ο οποίος και θα χρησιμοποιούσε τα σχετικά ποσά για το μετοχικό κεφάλαιο της ναυτιλιακής εταιρείας που θα ίδρυε στη Σαουδική Αραβία. Αφ’ ης έλαβα γνώση των πορισμάτων της δικαστικής διερευνήσεως της υποθέσεως στη Γερμανία, συνειδητοποίησα ότι είχα εξαπατηθεί οικτρά από τους κκ. Haun και Mühlenbeck, καθώς με είχαν παραπλανήσει αναφορικώς με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της ως άνω εταιρίας αλλά και της εταιρείας “Dolmarton Associated Inc.” (για την οποία θα γίνει λόγος ευθύς κατωτέρω). Και τούτο, διότι προέκυψε ότι αμφότερες ελέγχονταν από τον κ. Αβατάγγελο, ένα πρόσωπο το οποίο δεν έχω συναντήσει ποτέ στη ζωή μου, ούτε και είχα καν ακούσει πριν από τη δικαστική διάσταση που έλαβε η υπόθεση των υποβρυχίων. Καθ’ ο χρόνο λοιπόν η “MIE” κατέβαλε τα συγκεκριμένα ποσά στην εταιρεία “Dolmarton Associated Inc.”, ήμουν πεπεισμένος ότι αυτή ελεγχόταν από τον κ. Demirdjian, μη έχοντας λόγο να υποπτευθώ οτιδήποτε διαφορετικό. Αναγιγνώσκοντας τους ισχυρισμούς του κ. Αβατάγγελου στο από 22.11.2013 απολογητικό του υπόμνημα, πληροφορήθηκα τους αποδέκτες που, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, κατέληξαν τα χρήματα που έλαβε μέσω της “ΜΙΕ” από τη “FERROSTAAL”, μη όντας ασφαλώς σε θέση να επιβεβαιώσω τη βασιμότητά τους.

 

 

ΣΤ. Καταβολή προς την εταιρεία “Dolmarton Associated Inc.” (3.800.000 ευρώ)

 

83. Την 30.10.2003 κατεβλήθη από τη “MIE” στην εταιρεία “Dolmarton Associated Inc.”, ιδιοκτησίας του κ. Αβατάγγελου, ποσόν 3.800.000 ευρώ με την υπ’ αριθμ. 7736931 τραπεζική επιταγή της UBS στη Ζυρίχη, το οποίον –κατά το κατηγορητήριο– αυτός κατέβαλε στη συνέχεια στην Αθήνα στον κ. Τσοχατζόπουλο. Προς αποφυγήν ασκόπων επαναλήψεων, αναφέρομαι σε όσα ανέφερα ευθύς ανωτέρω αναφορικώς με τις καταβολές προς την εταιρεία “Wilberforce Investments Ltd.”, με την επισήμανση ότι αγνοούσα το ιδιοκτησιακό καθεστώς της εταιρείας “Dolmarton Associated Inc.”, πιστεύοντας πεπλανημένως ότι και αυτή ελέγχεται από τον κ. Demirdjian. Χαρακτηριστικό είναι, άλλωστε, το περιστατικό που προανέφερα (βλ. ανωτ., υπό 52) με την έκδοση της τραπεζικής επιταγής υπέρ της “Normanton Associated” αντί του ορθού “Dolmarton Associated”. Kαι στην περίπτωση αυτή, σε ό,τι με αφορά η διασύνδεση της καταβολής αυτής με τον κ. Τσοχατζόπουλο είναι παντελώς αυθαίρετη και αναπόδεικτη, γι’ αυτό και δεν μπορεί να υπαχθεί στο πραγματικό της διατάξεως του άρθρου 236 ΠΚ. Σύμφωνα δε και με όσα υποστηρίζει ο κ. Αβατάγγελος στο από 22.11.2013 απολογητικό του υπόμνημα ενώπιόν Σας, χωρίς και πάλι να είμαι σε θέση να το υιοθετήσω, το συγκεκριμένο ποσόν δεν το διέθεσε στον κ. Τσοχατζόπουλο αλλά το αξιοποίησε σε επενδύσεις εξωτερικού και τις ανάγκες της εταιρείας του “Τηνιακοί Αμπελώνες Α.Ε.”.

 

 

Ζ. Καταβολές προς την εταιρεία “Rangiroa Holdings Ltd.” (3.355.000 ευρώ και 1.115.000 ευρώ)

 

84. Οι δύο καταβολές προς την εταιρεία “Rangiroa Holdings Ltd.”, ύψους 3.355.000 ευρώ και 1.115.000 ευρώ, έλαβαν χώρα την 31.10.2002 και την 29.10.2003 αντίστοιχα, πάντοτε κατόπιν εντολής της “FERROSTAAL”. Η εταιρεία “Rangiroa”, όπως έμαθα από τη “FERROSTAAL”, ήταν μια εταιρία που ελεγχόταν από τον κ. Λιβανό, έναν επισκευαστή πλοίων. Αμφότερες οι πληρωμές έγιναν, αφού υπογράφηκε η δεύτερη σύμβαση των υποβρυχίων και η ιδιοκτησία των Ελληνικών Ναυπηγείων είχε περιέλθει στους Γερμανούς.

 

85. Εκείνη την εποχή ο κ. Λιβανός, όπως μου είχε λεχθεί, διαπραγματευόταν με τους Γερμανούς την ολοκλήρωση δύο ημιτελών πλοίων, που είχαν παραγγελθεί στο παρελθόν από την εταιρεία “STRINTZIS”. Συγκεκριμένα, το μεν ένα ήταν ένα σιδερένιο κουφάρι που απλώς επέπλεε και ευρίσκετο περίπου στο 70% της κατασκευής του, το δε άλλο ευρίσκετο ακόμη σε πολύ πιο πρώιμο στάδιο, ήτοι σε ασύνδετα και διαβρωμένα τμήματα σιδήρου στην ξηρά, δηλαδή περίπου στο 40-50% της κατασκευής του. Αμφότερα κάλυπταν μια πολύτιμη προβλήτα, και δέσμευαν εξοπλισμό και υπόστεγα που ήταν αναγκαία για άλλες εργασίες του ναυπηγείου. Μου ανεφέρθη ότι οι ανωτέρω δύο πληρωμές εντάσσονταν στη συμφωνία  ανάμεσα στη “FERROSTAAL” και τον κ. Λιβανό, για να επιδοτήσει η πρώτη με κάποιο τρόπο την εκκαθάριση του χώρου με αποδοτικό τρόπο, έτσι ώστε να μην καθυστερήσει το πρόγραμμα παραγωγής του Ναυπηγείου. Απ’ όσο γνωρίζω, αυτές οι καταβολές δεν συνδέονταν καθόλου με την παραγγελία των υποβρυχίων ή την ιδιωτικοποίηση των Ελληνικών Ναυπηγείων, γεγονός που αφ’ εαυτού αποκλείει το δόλο μου για την τέλεση του αδικήματος της δωροδοκίας των κκ. Τσοχατζόπουλου και Εμμανουήλ σύμφωνα με το κατηγορητήριο. Ο κ. Λιβανός τελικά όντως ολοκλήρωσε το ένα από τα δύο αυτά πλοία στα “Ελληνικά Ναυπηγεία”, και μετακίνησε το άλλο, το οποίο μετά ολοκλήρωσε σε άλλο ναυπηγείο. Τα δύο ναυπηγηθέντα σκάφη είναι τα γνωστά επιβατηγά οχηματαγωγά πλοία, με τα ονόματα “Νήσος Μύκονος” και “Νήσος Χίος” [ΣΧΕΤΙΚΟ 14].

 

 

Η. Καταβολή προς την εταιρεία “Kyros” (2.070.000 ελβετικά φράγκα)

 

86. Την 05.12.2002, και κατόπιν εντολής της “FERROSTAAL”, έλαβε χώρα καταβολή 2.070.000 ελβετικών φράγκων στο λογαριασμό μίας εταιρείας με την επωνυμία “Kyros” στην τράπεζα Morgan Stanley, με την αιτιολογία ότι αυτή συνδεόταν με έξοδα που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της εξαγοράς των Ελληνικών Ναυπηγείων, δίχως να μου δοθούν περαιτέρω λεπτομέρειες. Δεν σκέφθηκα ποτέ ότι η καταβολή του ποσού αυτού είχε άλλο, παράνομο υπόβαθρο, καθώς έλαβε χώρα πολύ καιρό αφ’ ότου υπογράφηκαν τα συμβόλαια μεταβιβάσεως των ναυπηγείων στους Γερμανούς. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, αυτός ο λογαριασμός ανήκει στον κ. Κύρο Μελά, γεγονός που δεν γνώριζα κατά τη στιγμή της καταβολής, ούτε και είχα υποχρέωση να το γνωρίζω. Δεν συνάντησα ποτέ τον ίδιο, ούτε και τον είχα ακουστά μέχρι τη στιγμή που έλαβα γνώση του κατηγορητηρίου την 01.11.2013. Δεν ξέρω ούτε ποιος είναι ούτε με ποιο τρόπο μπορεί να έχει εμπλακεί στη συγκεκριμένη υπόθεση. Ειλικρινώς, δεν γνωρίζω γιατί πληρώθηκαν αυτά τα χρήματα ή για ποιο σκοπό τελικώς διατέθηκαν, και ασφαλώς δεν μπορούσα να γνωρίζω ότι αφορούσαν στο χρηματισμό του πρώην υπουργού.

 

 

Θ. Καταβολή προς την εταιρεία “Morelia Trading” (890.235 ελβετικά φράγκα)

 

87. Η πληρωμή των 890.235 ελβετικών φράγκων προς την εταιρία με το όνομα “Morelia Trading” έγινε επίσης κατόπιν εντολής της “FERROSTAAL” την 05.12.2002. Και για την καταβολή αυτή μού ελέχθη ότι συνδεόταν με δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της εξαγοράς των Ελληνικών Ναυπηγείων, δίχως άλλες λεπτομέρειες. Όπως και με την προηγούμενη καταβολή προς την εταιρεία “Kyros”, έτσι και στην προκειμένη δεν σκέφθηκα ποτέ αποσκοπούσε σε δωροδοκία του κ. Τσοχατζόπουλου, όπως διαλαμβάνεται στο κατηγορητήριο, καθώς έλαβε χώρα πολύ μετά την υπογραφή των συμβολαίων. Από το κατηγορητήριο πληροφορήθηκα για πρώτη φορά ότι η εταιρία αυτή ανήκε στους κκ. Οράτιο Μελά και Κωνσταντίνο Αντωνιάδη, γεγονός βέβαια που δεν γνώριζα κατά τη στιγμή της καταβολής. Περιττό να αναφέρω ότι δεν έχω συναντήσει ποτέ τους ανωτέρω, ούτε και γνώριζα την ύπαρξή τους μέχρι που διάβασα το κατηγορητήριό Σας, και δεν γνωρίζω με ποιο τρόπο μπορεί να εμπλέκονται.

 

88. Κατά μείζονα λόγο, δεν θα μπορούσα ποτέ να γνωρίζω ότι αμφότερα τα ως άνω ποσά των  2.070.000 ελβετικών φράγκων (βλ. ανωτ., υπό 86) και των 890.225 ελβετικών φράγκων παραδόθηκαν από τους ανωτέρω στον κ. Νικόλαο Ζήγρα, εξάδελφο του πρώην υπουργού, ο οποίος ενεργούσε κατ’ εντολή και για λογαριασμό του, και τους κκ. Έλκεν Στόφρεγκεν (αδελφή της κ. Γκούντρουν Μολντενάουερ, πρώην συζύγου του κ. Τσοχατζόπουλου) και Κωνσταντίνο Τάλα. Άπαντα δε τα ανωτέρω τα πληροφορήθηκα πρόσφατα, όταν απεκαλύφθησαν στο πλαίσιο της ποινικής δίκης και καταδίκης του πρώην υπουργού για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

 

 

 

Ι. Καταβολή 11.000.000 ευρώ εκ μέρους της “FERROSTAAL” προς την εταιρεία “Dolmarton Associated Inc.” στο πλαίσιο συμβιβαστικής επίλυσης διαφοράς τους

 

89. Τέλος, αδυνατώ ειλικρινώς να αντιληφθώ το γεγονός ότι κατά το κατηγορητήριο μου αποδίδεται σχέση και με το ποσόν των 11.000.000 ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε την 13.08.2007 από τη “FERROSTAAL” στην εταιρεία “Dolmarton Associated Inc.” κατόπιν συμβιβασμού των δύο εταιρειών δίχως απολύτως καμία ανάμειξη της “ΜΙΕ”!!! Κατά την κυριολεκτικώς μετέωρη λογική του κατηγορητηρίου, υπήρξε έριδα ανάμεσα σε εμάς (συμπεριλαμβάνομαι και εγώ!!!) και της εταιρείας “FERROSTAAL” σχετικώς με το ύψος του ποσού της δωροδοκίας που έπρεπε να καταβληθεί σχετικά με την προμήθεια και τον εκσυγχρονισμό των υποβρυχίων (!!!), εγώ δε και οι συγκατηγορούμενοί μου – μέλη της “ΟΜΑΔΑΣ Α” εγείραμε αξίωση διά της εταιρείας “Dolmarton Associated Inc.”, για καταβολή ποσού 60.738.000 ευρώ πλέον τόκων από την εταιρεία “FERROSTAAL”. H εταιρεία “Dolmarton Associated Inc.” ήγειρε αγωγή κατά της “FERROSTAAL”, και εν συνεχεία συμφώνησε με αυτήν στο πλαίσιο συμβιβαστικής επιλύσεως της διαφοράς σε είσπραξη 11.000.000 ευρώ, το οποίον κατεβλήθη την 13.08.2007 στον υπ’ αριθμ. 2530491/02 τραπεζικό λογαριασμό του δικηγορικού γραφείου “Waldowski Stunkel Arendt & Partner GbR” στην τράπεζα “DRESDNER BANK” στο Ντίσελντορφ, και εν συνεχεία καταβλήθηκε στην εταιρεία “Dolmarton Associated Inc.”, για να καταλήξει στη συνέχεια ως προϊόν δωροδοκίας στον κ. Τσοχατζόπουλο.

 

90. Οι συγκεκριμένες παραδοχές του κατηγορητηρίου, στοιχειοθετούν αθεράπευτα λογικά άλματα και, ως εκ τούτου, πάσχουν πολλαπλώς: Και τούτο, όχι μόνον γιατί είχα διακόψει από χρόνια τη σχέση μου με τη “FERROSTAAL” (πολύ προ του 2007) και, επομένως, δεν θα μπορούσα ποτέ να έχω μεσολαβήσει στη διακίνηση αυτού του ποσού, αλλά επειδή δεν υπήρξα διάδικος στο πλαίσιο της αντιδικίας των δύο εταιρειών (την οποία, άλλωστε, και αγνοούσα παντάπασιν). Είναι δυνατόν να είμαι διάδικος σε μια δικαστική αντιδικία και να μην αναφέρεται το όνομά μου ή η “MIE”, άμεσα ή έμμεσα, σε κάποιο δικόγραφο; Είναι δυνατόν να μην υπάρχει καμία αναφορά κάποιου δικηγόρου ή νομικού συμβούλου που δήθεν να ενεργεί για λογαριασμό μου; Και γιατί, άραγε, δεν γίνεται καμία αναφορά στο όνομά μου ή στη “ΜΙΕ” στη γερμανική δικογραφία, όπου περιγράφονται αναλυτικώς οι διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν του συμβιβασμού και οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτόν; Περαιτέρω, είναι προφανές ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να αποτελεί αντικείμενο δικαστικής διένεξης το ύψος ποσού που προορίζεται για δωροδοκία (!!!), και συν τοις άλλοις δεν αντέχει σε οιαδήποτε λογική ότι το προϊόν ενός δικαστικού συμβιβασμού, ήτοι ενός ποσού που ούτε ως προς το ύψος του, αλλά ούτε και ως προς αυτήν ακόμη την υπόστασή του ήταν βέβαιον, θα μπορούσε ποτέ να αποτελεί εκ των προτέρων αντικείμενο δωροδοκίας. Η δε παραδοχή του κατηγορητηρίου ότι τάχα η εταιρεία “Dolmarton Associated Inc.” προσέφυγε στα δικαστήρια –και εν συνεχεία στη διαιτησία– προκειμένου να διεκδικήσει χρηματικά ποσά όχι δι’ εαυτήν, αλλά για να είναι σε θέση με τα διεκδικούμενα χρήματα να δωροδοκήσει τον κ. Τσοχατζόπουλο, δεν είναι απλά ευφάνταστη• είναι προδήλως παράλογη.

 

91. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν μπορούσε κανείς προς στιγμή να παραβλέψει αυτήν την παραδοξολογία του κατηγορητηρίου, και πάλι δεν μπορεί να αξιολογήσει τη συγκεκριμένη καταβολή υπό το πρίσμα του άρθρου 236 ΠΚ, καθώς δεν παρατίθεται κανένα στοιχείο που να διασυνδέει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη συγκεκριμένη καταβολή στο πλαίσιο της συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς μεταξύ “FERROSTAAL” και “Dolmarton Associated Inc.” με το δικό μου πρόσωπο αλλά και, περαιτέρω, με τον κ. Τσοχατζόπουλο.

 

 

V. ΛΟΙΠΕΣ ΚΑΙ ΜΗ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΕΣ ΣΤΟ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ “ΜΙΕ” ΠΡΟΣ ΤΡΙΤΟΥΣ

 

Α. Καταβολή προς την εταιρεία “Bristle Navigation Corp.” (945.700 δολάρια ΗΠΑ)

 

92. Μολονότι η συγκεκριμένη καταβολή δεν περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο, και προς το σκοπό της αρωγής του έργου της κυρίας ανακρίσεως, επιθυμώ να θέσω υπ’ όψιν σας ότι την 18.06.2002 η “MIE”, καθ’ υπόδειξη της “HDW” ενέβασε (από τον υπ’ αριθμ. 0248-446 719.60Α λογαριασμό δολαρίων ΗΠΑ που τηρούσε στο υποκατάστημα UBS Λουκέρνης) ποσόν 945.700 δολαρίων ΗΠΑ (ή 1.000.000 ευρώ) στον υπ’ αριθμ. 243-376 275.60 λογαριασμό της εταιρείας “Bristle Navigation Corp.”, ο οποίος τηρείτο στο υποκατάστημα της UBS Λωζάννης [ΣΧΕΤΙΚΟ 15], καθ’ υπόδειξη των Γερμανών, οι οποίοι μου ανέφεραν ότι και το ανωτέρω ποσόν προοριζόταν για τον κ. Εμμανουήλ.

 

 

 

Β. Καταβολή προς την “ΒΑΝΚ HOFMANN AG” και την εταιρεία “MARIOLA REAL ESTATE”

 

93. Το έτος 2000 ο κ. Haun μου προέτεινε να συμμετέχω σε ένα fund που θα ίδρυε η τράπεζα “ΒΑΝΚ HOFMANN AG” με έδρα τη Ζυρίχη, και με προέτρεψε να αναζητήσω και άλλους επενδυτές από τον εφοπλιστικό χώρο και όχι μόνον, όπως άλλωστε είχε σκοπό να πράξει και ο ίδιος. Σκοπός του fund αυτού ήταν να επενδύσει είτε απευθείας το ίδιο, είτε μέσω άλλων funds σε ναυτιλιακές επιχειρήσεις, σε εταιρείες real estate κ.ά. Ο κ. Haun, σύμφωνα με όσα μου είπε, είχε ενδιαφέρον να προσελκύσει επενδυτές υψηλού επιπέδου, προκειμένου να ευοδωθούν οι σκοποί του συγκριμένου fund. Πράγματι, αποφάσισα να συμμετέχω στην εν λόγω επένδυση, και για το λόγο αυτό ζήτησα κατά καιρούς την έκδοση τραπεζικών επιταγών εις διαταγήν “BANK HOFFMANN AG”, τις οποίες και του παρέδιδα. Ειδικότερα, την 22.02.2001 του παρέδωσα την υπ’ αριθμ. 7617662 επιταγή της “UBS”, ποσού 137.220,52 ευρώ, καθώς και την 21.01.2004 την υπ’ αριθμ. 7763269 επιταγή της ιδίας τράπεζας ποσού 190.000 ευρώ. Ενδεχομένως, προκύψει η έκδοση και άλλων επιταγών προς την “BANK HOFFMANN” μετά την ολοκλήρωση της έρευνας που διεξάγουν κατόπιν εντολής μου οι Ελβετοί δικηγόροι μου, για το πόρισμα της οποίας θα σας ενημερώσω αμελλητί. Ενθυμούμαι δε ότι μου είχε δε ζητήσει να καταβάλω μέσω εμβάσματος στην “BANK HOFMANN AG» και ποσόν 205.630 ευρώ την 27.08.2001 σε πίστωση λογαριασμού της εταιρείας με την επωνυμία “MARIOLA REAL ESTATE”, η οποία επρόκειτο να συμμετάσχει και αυτή στο υπό ίδρυση fund. Σε συχνές ερωτήσεις μου για την πορεία της επενδύσεώς μου, με διαβεβαίωνε ότι όλα βαίνουν καλώς και ότι ο ίδιος χειριζόταν προσωπικώς την τύχη της.

 

94. Το έτος 2011, όταν πλέον είχε εκκινήσει στη Γερμανία η δικαστική διερεύνηση της υποθέσεως, διαπίστωσα ότι οι πληρωμές προς την “BANK HOFMANN AG” δεν πιστώθηκαν στην ίδια, αλλά στην εταιρεία “MARIOLA REAL ESTATΕ”. Κατάλαβα τότε ότι ο κ. Haun με είχε και πάλι εξαπατήσει, λέγοντάς μου ένα τέτοιο απίθανο ψεύδος προκειμένου να επιτύχει, εν αγνοία μου προφανώς, τις συγκεκριμένες καταβολές για τους δικούς του σκοπούς. Η μεν εφεύρεση του ψεύδους εκ μέρους του περί δήθεν συμμετοχής μου σε ένα υπό σύσταση fund, καθώς επίσης και η ιδιοτελής προτροπή του να αναζητήσω δήθεν επενδυτές, υποδηλώνουν ευθέως ότι εάν γνώριζα την πραγματικότητα οπωσδήποτε θα αρνούμην να προβώ σε οιαδήποτε πληρωμή. Μετά ταύτα εικάζω ότι το εφεύρημα αυτό απετέλεσε όχημα για τη διενέργεια παράνομων πληρωμών εν αγνοία μου εκ μέρους της “FERROSTAAL”, τους αποδέκτες των οποίων η διερεύνηση της υποθέσεως πιστεύω ότι θα εντοπίσει. Η δε όψιμη αποκάλυψη του γεγονότος αποδεικνύει την ανυπαρξία δόλου τελέσεως του αδικήματος του άρθρου 236 ΠΚ κατά τη στιγμή της συγκεκριμένης καταβολής.

 

 

VI. ΟΙ ΚΥΠΡΙΑΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

 

95. Στα έγγραφα της δικογραφίας συγκαταλέγονται χιλιάδες σελίδες που αφορούν σε κινήσεις λογαριασμών εταιρειών, η επωνυμία, η σύνθεση και η δράση των οποίων μου είναι παντελώς άγνωστη, και ουδόλως αντιλαμβάνομαι πώς συνδέονται με τη διερευνώμενη υπόθεση. Ειδικότερα, δεν ίδρυσα, δεν μετείχα καθ’ οιονδήποτε τρόπο και αγνοούσα –μέχρι την επισκόπηση της δικογραφίας– την ύπαρξη των ακολούθων εταιρειών: “THOOSA (ENERGY) LIMITED”, “MARISO HELLAS LTD”, “BOYAR INVESTMENTS LTD”, “HALMSIDE INVESTMENTS LTD”, “HATLAPA (EASTMED) LTD”, “DEMETRA EPENDITIKI DIMOSIA LTD”, “HEBOG CONSULTANCY LTD”, “S.P. SHIP – SAFE MARINE PRODUCTS & SE”, “KERKINI ENTERPRISES LIMITED”, “CHATSWORTH TRADING LIMITED”, “ZELAN LIMITED”, “NURIUS OIL & TRADING LTD”, “HACKSTONSIDE Co. LTD”, “KINDERMAN LIMITED”, “ELEMONE HOLDINGS LTD” και “KDC SERVICES LIMITED”. Περαιτέρω, είναι προφανές ότι δεν έχω καμία απολύτως σχέση με τους ατομικούς τραπεζικούς λογαριασμούς των κκ. Γεωργίου Σαχπατζίδη, Αδάμου Σεραφίδη και Αλέξανδρου Παπαντωνίου, οι κινήσεις των οποίων επίσης περιλαμβάνονται στη σωρεία των ως άνω εγγράφων.

 

96. Αναφορικώς δε με τις εταιρείες “MIE EUROPE LIMITED”, “ΜΙΕ GROUP LTD”, “MIE SERVICES LTD”, “MIE SERVICES MIDDLE EAST LTD”, “MIE (INT) LIMITED”, “MIE OVERSEΑS LIMITED” και “MIE COMPANY LTD”, θα ήθελα να επισημάνω ότι μόνον η πρώτη, ήτοι η “MIE EUROPE LIMITED” ήταν δικών μου συμφερόντων. Όλες οι υπόλοιπες ιδρύθηκαν από τον κ. Σερεφίδη, με ανοχή μου ως προς τη χρήση του αρτικόλεξου “ΜΙΕ” στην επωνυμία της εταιρείας, με τυπική συμμετοχή μου σε μερικές από αυτές, δίχως ωστόσο να συμμετέχω στη διαχείρισή τους. Ειδικότερα επ’ αυτών λεκτέα είναι τα ακόλουθα:

 

 

 

 

Α. “MIE EUROPE LIMITED”

 

97. Πρόκειται για μια κυπριακή εταιρεία, η οποία ιδρύθηκε τον Ιούνιο του έτους 2003, προκειμένου να υποκαταστήσει σε διεθνές επίπεδο τη λειτουργία της παναμέζικης εταιρείας “Marine and Industrial Enterprises S.A.” (μέχρι τώρα και εφεξής “MIE S.A.”), η οποία είχε υποκατάστημα στον Πειραιά, καθώς ήδη τότε συζητείτο ότι θα ελάμβανε χώρα ουσιώδης τροποποίηση του Ν. 89/1967 “περί εγκαταστάσεως εν Ελλάδι αλλοδαπών Εμποροβιομηχανικών Εταιρειών”. Αντικείμενο της εταιρείας αυτής ήταν το ίδιο με αυτό της “MIE S.A.”, ήτοι νέες κατασκευές εμπορικών πλοίων, μεσολάβηση με ναυπηγεία του εξωτερικού, συμβουλευτικές υπηρεσίες με ξένες εταιρείες, marketing, και γενικότερα παροχή κάθε υπηρεσίας από την παραγγελία ενός σκάφους μέχρι και την παράδοσή του. Η “MIE EUROPE LIMITED” χρησιμοποιούσε ως αντιπρόσωπό της στην Ελλάδα την εταιρεία “MIE HELLAS ΕΠΕ” (η οποία προϋπήρχε αυτής, και ιδρύθηκε περίπου το 1986, προκειμένου να εκτελεί τεχνικές εργασίες στεγανοποίησης τελικών αξόνων πλοίων). Η λήξη της συνεργασίας της “FERROSTAAL” με τη “MIE S.A.” που αποτυπώθηκε με το συμφωνητικό λήξεως της συνεργασίας τον Οκτώβριο του 2003, είχε αρχικώς προβλεφθεί σε επίπεδο προσχεδίου μεταξύ “FERROSTAAL” και “MIE EUROPE LIMITED”, ενδεικτικό και αυτό του γεγονότος ότι σκοπός ιδρύσεως αυτής της εταιρείας ήταν η υπεισέλευσή στη θέση της “MIE S.A.”. Σήμερα δε η ως άνω εταιρεία τελεί υπό εκκαθάριση. Επισημαίνεται εμφατικά ότι ουδέν έμβασμα έλαβε η ως άνω εταιρεία από τη “FERROSTAAL” καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της, και ουδεμία απολύτως συναλλαγή διενήργησε που να σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με την υπόθεση των υποβρυχίων.

 

 

Β. “ΜΙΕ GROUP LTD”

 

98. Η “ΜΙΕ GROUP LTD” ιδρύθηκε περί το έτος 2000 υπό την εταιρική λειτουργία “holding”, με αρχικούς μετόχους την εταιρεία “MAIANDROS HOLDINGS LTD” (35%), “C.M.Y. THEODORE HOLDINGS LTD” (35%), καθώς και τον κ. Σεραφίδη (30%). Εν τω μεταξύ έκρινα ότι το υποκατάστημα της “MIE S.A.” στον Πειραιά, το οποίο οποίο είχε ως αντικείμενο πωλήσεις συστημάτων και ανταλλακτικών στα εμπορικά πλοία, χρειαζόταν διοικητική υποστήριξη από άτομα με μεγαλύτερη εξειδίκευση από εμένα. Έτσι, ο κ. Σεραφίδης κι εγώ αποφανθήκαμε ότι η “ΜΙΕ GROUP LTD” θα αγόραζε από την “MIE S.A.” την επιχείρηση ανταλλακτικών και νέων συστημάτων εμπορικών πλοίων, ιδρύοντας για το σκοπό αυτό μια κυπριακή εταιρεία, η οποία και θα αναλάμβανε εξ ολοκλήρου το τμήμα αυτό των δραστηριοτήτων της “MIE S.A.”. Και αυτή η εταιρεία ουδέν έμβασμα έλαβε από τη “FERROSTAAL” καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της, και ουδεμία απολύτως συναλλαγή διενήργησε που να σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με την υπόθεση των υποβρυχίων.

 

 

Γ. “MIE SERVICES LTD”

 

99. Διαπιστώνοντας τη ραγδαία ανάπτυξη της εμπορικής ναυτιλίας στην Κύπρο κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1980, θεώρησα ότι έπρεπε να ιδρύσω μία εταιρεία στην Κύπρο με αντικείμενο την εμπορία ανταλλακτικών, λιπαντικών και χημικών, καθώς τη και διαμεσολάβηση για το δεξαμενισμό εμπορικών πλοίων, η οποία θα επεδίωκε να συμβληθεί με τους ήδη γνωστούς οίκους στο χώρο της εμπορικής ναυτιλίας, με τους οποίους συνεργαζόταν η “MIE S.A.” στον Πειραιά στο πλαίσιο της γενικότερης δραστηριότητάς της. Προς τούτο, ίδρυσα την “MIE SERVICES LTD” και προσέλαβα τον κ. Αδάμο Σεραφίδη ως το μοναδικό της τότε υπάλληλο. Πολύ γρήγορα ο κ. Σεραφίδης εξελίχθηκε σε ικανότατο στέλεχος, ο οποίος και εντυπωσίαζε τους εκάστοτε οίκους, με τους οποίους ερχόταν σε επαφή, είτε ήδη γνωστούς είτε εντελώς άγνωστους στη “MIE S.A.”, τους οποίους και ανεκάλυπτε. Στη δεκαετία του 1990 το γραφείο στην Κύπρο υπό τη διοίκησή του εξελίχθηκε τόσο θετικά, ώστε ήταν δίκαιο να έχει και ο ίδιος συμμετοχή στο εταιρικό σχήμα. Στην πορεία, η εταιρεία αυτή απορροφήθηκε από την “MIE GROUP LTD”. Ομοίως, ούτε αυτή η εταιρεία έλαβε οιοδήποτε έμβασμα από τη “FERROSTAAL” καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της, και ουδεμία απολύτως συναλλαγή διενήργησε που να σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με την υπόθεση των υποβρυχίων.

 

 

Δ. “MIE SERVICES MIDDLE EAST LTD”

 

100. Η συγκεκριμένη εταιρεία ιδρύθηκε από τον κ. Σεραφίδη περί το έτος 2001, δίχως εγώ να συμμετέχω καθ’ οιονδήποτε τρόπο στη διαχείρισή της, προκειμένου αυτή να δραστηριοποιηθεί στις χώρες του Αραβικού Κόλπου. Αντικείμενο των εργασιών της ήταν εμπορία ανταλλακτικών, λιπαντικών και χημικών, καθώς και διαμεσολάβηση για το δεξαμενισμό εμπορικών πλοίων. Δεν γνωρίζω την τύχη της εταιρείας, πλην όμως από την επισκόπηση των εγγράφων που ευρίσκονται στη δικογραφία προκύπτει ευθέως ότι ουδέν έμβασμα έλαβε από τη “FERROSTAAL” καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της, το δε ύψος των ποσών που διακίνησε, δεν παρουσιάζουν κανένα απολύτως ενδιαφέρον, γεγονός που αποκλείει την οιαδήποτε άμεση ή έμμεση σχέση με την υπόθεση των υποβρυχίων.

 

 

Ε. “MIE (INT) LIMITED”

 

101. Η συγκεκριμένη εταιρεία ιδρύθηκε επίσης από τον κ. Σεραφίδη, δίχως εγώ να συμμετέχω καθ’ οιονδήποτε τρόπο στη διαχείρισή της. Δεν γνωρίζω ούτε το χρόνο ιδρύσεώς της ούτε το αντικείμενο των εργασιών της, ενώ επιπλέον έχω πλήρη άγνοια για την τύχη της. Επίσης, από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας αποδεικνύεται ότι ουδέν έμβασμα έλαβε  χώρα από τη “FERROSTAAL” καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της, και ουδεμία απολύτως συναλλαγή διενήργησε που να σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με την υπόθεση των υποβρυχίων.

 

 

ΣΤ. “MIE OVERSEΑS LIMITED”

 

102. Μη όντας σε θέση να γνωρίζω ιδιαίτερες λεπτομέρειες, η εταιρεία αυτή είχε επίσης το αυτό αντικείμενο με τις προηγούμενες (ήτοι εμπορία ανταλλακτικών, πρακτόρευση δεξαμενισμού εμπορικών πλοίων κ.λπ.), πλην όμως επρόκειτο να δραστηριοποιηθεί στη Συρία, το Λίβανο, την Αίγυπτο και τη Λιβύη. Ιδρύθηκε επίσης από τον κ. Σεραφίδη, και εξ όσων διαπίστωσα από τη μελέτη των εγγράφων της δικογραφίας, ουδέν έμβασμα έλαβε ποτέ από τη “FERROSTAAL” καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της, και ουδεμία απολύτως συναλλαγή διενήργησε που να σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με την υπόθεση των υποβρυχίων.

 

 

Ζ. “MIE COMPANY LTD”

 

103. Η εταιρεία αυτή δημιουργήθηκε περί το έτος 2000 προκειμένου να αναλάβει τις μέχρι τότε δραστηριότητες της “ΜΙΕ S.A.” στον τομέα των ανταλλακτικών, των νέων συστημάτων, των λιπαντικών και του δεξαμενισμού εμπορικών πλοίων. Σημειωτέον ότι η “MIE GROUP LTD” που προαναφέρθηκε, αγόρασε από τη “MIE S.A.” το τμήμα αυτό της δραστηριότητάς της με τίμημα 600.000 ευρώ. Η ίδρυση της εταιρείας αυτής τελούσε σε γνώση μου, διευθυντής της οποίας ήταν ο κ. Νίκος Κολλιαράκης. Αγνοώ τη σημερινή κατάσταση και δομή της εταιρείας. Περιττεύει να σημειωθεί ότι και η ως άνω εταιρεία δεν έλαβε ποτέ οιοδήποτε έμβασμα από τη “FERROSTAAL” καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των σχετικών εγγράφων που ευρίσκονται στη δικογραφία, και συνεπώς ουδεμία, άμεση ή έμμεση, σχέση είχε με την υπόθεση των υποβρυχίων.

 

104. Αναφορικώς με τις λοιπές αναφερόμενες στη δικογραφία εταιρείες, ήτοι τη “MARCONSULT LIMITED”, την “E.O. OFFSETS EUROPA LIMITED”, τη “MAIANDROS HOLDINGS LTD” και τη “C.M.Y. THEODORE HOLDINGS LTD”, λεκτέα είναι τα ακόλουθα:

 

 

Η. “MARCONSULT LIMITED”

 

105. Συνέστησα τη συγκεκριμένη εταιρεία ως έναν ξεχωριστό φορέα, ο οποίος θα μπορούσε να προσφέρει σε πελάτες της “MIE EUROPE”, που μέσω αυτής θα παρήγγειλλαν νέα πλοία, συμβουλευτική υποστήριξη κατά την κατάρτιση και τη διαπραγμάτευση των τελικών προδιαγραφών με το ναυπηγείο, και σε επόμενο στάδιο, υπηρεσίες κατά την ανάλυση των προσχεδίων και των ναυπηγικών στοιχείων που θα αποστέλλονταν στους πλοιοκτήτες για έγκριση ή τροποποίηση, καθώς και επίβλεψη της κατασκευής εν γένει, η οποία ως είθισται είναι μακρόχρονη. Η εταιρεία αυτή τελικώς δεν είχε την αναμενόμενη επιτυχία και ουσιαστικώς παρέμεινε ανενεργή από τη σύστασή της. Αυτονοήτως, δεν είχε ποτέ διενεργήσει οιαδήποτε συναλλαγή με τη “FERROSTAAL”, και ουδεμία απολύτως συναλλαγή διενήργησε που να σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με την υπόθεση των υποβρυχίων.

 

 

Θ. “E.O. OFFSETS EUROPA LIMITED”

 

106. Η εν λόγω εταιρεία ιδρύθηκε με σκοπό να προσφέρει συμβουλευτικές υπηρεσίες offset σε αλλοδαπούς οίκους, κυρίως υπό τη μορφή συμμετοχής σε βιομηχανική παραγωγή. Προσωπικώς δεν είχα καμία συμμετοχή στη διαχείρισή της, ούτε και παρακολουθούσα καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη λειτουργία της. Αν και το εταιρικό σχήμα περιελάμβανε τις εταιρείες “MAIANDROS HOLDINGS LTD” και τη “C.M.Y. THEODORE HOLDINGS LTD”, εντούτοις από τα έγγραφα που επισκόπησα δεν φαίνεται αυτές να έχουν λάβει μέρισμα και δεν γνωρίζω το ακριβές αντικείμενο των συναλλαγών της. Κατά βάση, η εταιρεία αυτή λειτούργησε υπό τη διαχείριση του κ. Αντωνίου Χάγια.

 

 

Ι. “MAIANDROS HOLDINGS LTD”

 

107. Η συγκεκριμένη εταιρεία ιδρύθηκε περί το έτος 1998 με σκοπό να λειτουργήσει μετέπειτα ως holding διαφόρων μετοχών συμφερόντων μου. Απ’ όσο είμαι σήμερα σε θέση να γνωρίζω, σε αυτήν ανήκουν μόνον οι μετοχές της “MIE EUROPE LIMITED”, η οποία ευρίσκεται σήμερα σε καθεστώς εκκαθάρισης. Και αυτή η εταιρεία δεν έλαβε ποτέ από τη “FERROSTAAL” οιοδήποτε έμβασμα καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της, και ουδεμία απολύτως συναλλαγή διενήργησε που να σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με την υπόθεση των υποβρυχίων.

 

 

ΙΑ. “C.M.Y. THEODORE HOLDINGS LTD”

 

108. Και η συγκεκριμένη αυτή εταιρεία ιδρύθηκε περί το έτος 1998 με σκοπό να λειτουργήσει μετέπειτα ως holding διαφόρων μετοχών συμφερόντων μου, το προϊόν των οποίων προορίζετο για τα τέκνα του φιλικού μου ζεύγους James και Clare Hogg, με τους οποίους διατηρώ στενότατη φιλική –οιονεί οικογενειακή– σχέση. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τίποτε αναφορικώς με τη διαχείριση της ως άνω εταιρείας, είμαι ωστόσο σε θέση να διαβεβαιώσω ότι ουδεμία σχέση ή συναλλαγή είχε ποτέ με τη “FERROSTAAL” και ουδεμία απολύτως συναλλαγή διενήργησε που να σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με την υπόθεση των υποβρυχίων.

 

 

VII. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

109. Υπό το πρίσμα όσων προεξετέθησαν, είναι, πραγματικά, εξωφρενικό να μου αποδίδεται συναυτουργικός  δόλος δωροδοκίας των κκ. Τσοχατζόπουλου και Εμμανουήλ, και δη από το φθινόπωρο του έτους 1997 (!!!), καθώς και ένταξη στην “ΟΜΑΔΑ Α” ή στον “ΚΥΚΛΟ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ” από κοινού με τους κκ. Μιχαήλ Φιλιππίδη, Graf von Pückler, Ago Demirdjian, Γιάννη Μπέλτσιο και Αλέξανδρο Αβατάγγελο. Ουδέν απολύτως στοιχείο με διασυνδέει με τον κ. Τσοχατζόπουλο, ουδέν απολύτως στοιχείο υπάρχει που να μπορεί να θεμελιώσει την υποτιθέμενη γνώση μου ότι τα χρήματα που αναφέρονται στο κατηγορητήριο προορίζοντο για χρηματισμό αυτού ή/και του κ. Εμμανουήλ. Ειδικότερα:

 

•             Ποτέ δεν ήμουν μέλος της περιβόητης “ΟΜΑΔΑΣ Α” ή του “ΚΥΚΛΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ”. Λάμβανα τις εντολές για τις εκάστοτε πληρωμές από τη “FERROSTAAL” με τη συνήθη αιτιολογία, ότι οι περισσότερες από αυτές προορίζοντο για το μετοχικό κεφάλαιο της ναυτιλιακής εταιρίας στη Σαουδική Αραβία, ιδιοκτησίας του κ. Demirdjian, που θα παρήγγειλε εμπορικά πλοία στην Ελλάδα. Το γεγονός ότι ποτέ δεν ιδρύθηκε καμία ανάλογη εταιρία Σαουδικής Αραβίας, καθώς και το γεγονός ότι η όλη ιδέα των σκαφών με σημαία Σαουδικής Αραβίας ήταν επινόημα της “FERROSTAAL”/“ΟΜΑΔΑΣ Α” για να με εξαπατήσουν στο να πραγματοποιώ πληρωμές, το συνειδητοποίησα με μεγάλη καθυστέρηση, όταν πλέον η υπόθεση άρχισε να λαμβάνει στον τύπο μορφή “σκανδάλου”, και πάντως πολύ μετά τη λήξη της συνεργασίας μου με τη “FERROSTAAL”.

•             Oι εταιρίες “Asian and Middle Eastern Engineering”, η “Wilberforce Investments” και η “Dolmarton Associated” δηλώθηκαν αρχικώς σε μένα από τη “FERROSTAAL” ως εταιρείες του κ. Demirdjian, γεγονός που ενίσχυσε την πλάνη μου ως προς την αιτία των χρηματικών καταβολών προς αυτές. Πολύ αργότερα διαπίστωσα ότι οι εταιρείες “Wilberforce Investments Ltd.” και η “Dolmarton Associated Inc.” ήταν συμφερόντων του κ. Αβατάγγελου. Υπενθυμίζεται και πάλι το περιστατικό  με την έκδοση της τραπεζικής επιταγής εις διαταγήν της “Normanton Associated” αντί του ορθού “Dolmarton Associated” (βλ. ανωτ., υπό 52).

•             Ποτέ δεν κατέβαλα στον κ. Μπέλτσιο το αναφερόμενο στο κατηγορητήριο ποσόν των 2.500.000 ευρώ το 2003, σε αντίθεση με το ισόποσον του 1.000.000 ευρώ που όντως του κατέβαλα σε δραχμές τον Απρίλιο του 2000 σε μετρητά. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η δήθεν καταβολή των 2.500.000 ευρώ από εμένα στον κ. Μπέλτσιο αναφέρεται για πρώτη στα σχετικά έγγραφα που υποβλήθηκαν από την “Dolmarton” στην αγωγή της εναντίον της FERROSTAAL το 2006, γνώση των οποίων έλαβα στο πλαίσιο της δικαστικής διερεύνησης της υπόθεσης στη Γερμανία. Υπενθυμίζεται δε ότι ο κ. Αβατάγγελος, κατά την πρόσφατη απολογία του, δήλωσε ότι αυτός γνώριζε για αυτήν την καταβολή μόνον διά στόματος των κκ. Haun και Mühlenbeck, την οποίαν, επίσης, αφαίρεσαν από την αμοιβή του. Έκτοτε όλοι φαίνεται να έχουν πιστέψει τη διενέργεια της, αλλά εγώ δηλώνω εμφατικά ότι δεν έκανα ποτέ μια τέτοια καταβολή.

•             Έκανα επίσης μια πληρωμή προς τον κ. Γιώργο Αγουρίδη την 10.04.2000 ποσού 1.000.000 δολαρίων ΗΠΑ. Όπως κάθε άλλη καταβολή, αυτή έλαβε χώρα καθ’ υπόδειξη της “FERROSTAAL”. O κ. Αγουρίδης, όπως μου ελέχθη, ήταν δικηγόρος, και συμπέρανα ευλόγως ότι η πληρωμή αφορούσε παροχή υπηρεσιών νομικού συμβούλου κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που οδήγησαν στην υπογραφή της σύμβασης το Φεβρουάριο του 2000.

•             Συνάντησα τον κ. Demirdjian για πρώτη φορά μας την 12.04.2000 στο ξενοδοχείο “Hilton” στο αεροδρόμιο “Heathrow” του Λονδίνου (Terminal 4). Συστήθηκε ως Σαουδάραβας, και επρόκειτο –κατά τις απατηλές παραστάσεις της “FERROSTAAL” αλλά και του ιδίου– να αποτελέσει καταλυτικό παράγοντα για την ίδρυση ναυτιλιακής εταιρίας στη Σαουδική Αραβία που θα παρήγγειλε εμπορικά πλοία στην Ελλάδα.

•             Δε συνάντησα ποτέ τους κκ. Φιλιππίδη και Αβατάγγελο. Σύμφωνα με την κατάθεση του κ. Graf von Pückler, ο ίδιος είχε λάβει οδηγίες  να εξασφαλίσει ότι ποτέ δε θα συναντούσα τον κ. Φιλιππίδη, γεγονός που φυσικά και δεν γνώριζα. Αλλά αυτό αποτελεί σαφή ένδειξη ότι οι δραστηριότητες της “ΟΜΑΔΑΣ Α”, όποιες και αν ήταν αυτές, αποκρύβονταν από εμένα και, συνεπώς, είναι ξεκάθαρο ότι δεν θα μπορούσα να έχω συμμετέχει στη δραστηριότητά της.

•             Τον κ. Λιβανό τον γνώρισα μια φορά και έμαθα ότι είναι αναγνωρισμένος επισκευαστής και κατασκευαστής πλοίων. Ανέλαβε να ολοκληρώσει τα ferries της “STRINTZIS”, για τα οποία χρειάστηκε κάποια περιορισμένη οικονομική ενίσχυση. Σε εκτέλεση της συμφωνίας του με τη “FERROSTAAL”, (για την οποία είχα πλήρη άγνοια) μου ζητήθηκε να προβώ, στις δύο καταβολές προς την εταιρεία “Rangiroa”.

•             Γνώρισα τον κ. Εμμανουήλ ως διευθύνοντα σύμβουλο των Ελληνικών Ναυπηγείων. Ο ισχυρισμός του ότι του κατέβαλα ποσόν 1.000.000 δολαρίων ΗΠΑ είναι θρασύτατα ψευδής. Οι δε καταβολές προς την “INVECO” πραγματοποιούντο υπό τις οδηγίες της “FERROSTAAL”. Εικάζω ότι η εταιρεία “INVECO HOLDINGS S.A.”, είναι δικών του συμφερόντων. Δεν γνώριζα φυσικά για την πληρωμή των 17 εκατομμυρίων ευρώ στην “INVECO” που έγινε ερήμην μου τον Οκτώβριο του 2002. Θα ήθελα, ωστόσο, να επισημάνω την σύμπτωση στον συγχρονισμό της καταβολής αυτής που έλαβε χώρα λίγο αργότερα αφού αρνήθηκα να κάνω την καταβολή των 19,5 εκατομμυρίων ευρώ το Σεπτέμβριο του 2002.

•             Η “FERROSTAAL” μου έδωσε οδηγίες να πραγματοποιήσω τις πληρωμές στην “Kyros” και τη “Morelia”. Δεν γνώριζα ποίοι ευρίσκοντο πίσω από τις εταιρείες αυτές, ούτε και τον ακριβή λόγο για τον οποίο οι καταβολές αυτές έλαβαν χώρα. Η συγκεχυμένη αιτιολογία που μου εδόθη γι’ αυτές ήταν ότι αφορούσαν σε έξοδα που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της εξαγοράς των Ελληνικών Ναυπηγείων.

•             Ποτέ δεν ενεπλάκην, ούτε και γνώριζα τη δικαστική διένεξη μεταξύ “Dolmarton” και “FERROSTAAL” ούτε τη διαιτητική διαδικασία που ακολούθησε, ούτε τις σχετικές διαπραγματεύσεις που διενεργήθησαν, ούτε την πληρωμή που έλαβε χώρα, μέχρις ότου έλαβα γνώση των σχετικών στοιχείων κατά τη δικαστική διερεύνηση της υποθέσεως στη Γερμανία. Η ενεργός συμμετοχή μου με τη “FERROSTAAL” είχε άλλωστε ήδη από το έτος 2003 τερματιστεί. Ως εκ τούτου, καμία σχέση δεν θα μπορούσα ποτέ να έχω με την καταβολή του ποσού των 11.000.000 ευρώ από τη “FERROSTAAL” προς τη “Dolmarton”, πολλώ δε μάλλον να διανοηθώ ότι η καταβολή αυτού του ποσού, κατόπιν συμβιβαστικής επίλυσης μιας αστικής διαφοράς δύο εταιρειών, προοριζόταν για χρηματισμό του πρώην υπουργού.

•             Πέραν μιας τυπικής χειραψίας στη σειρά των προσκεκλημένων σε μια δεξίωση το έτος 2002, ποτέ άλλοτε δε συνάντησα τον κ. Τσοχατζόπουλο. Ουδέποτε του υποσχέθηκα οιοδήποτε ωφέλημα, και ουδέποτε του κατέβαλα –άμεσα ή έμμεσα– οιοδήποτε ποσόν.

•             Διαβάζοντας όλες τις μαρτυρικές καταθέσεις και τις απολογίες που εδόθησαν ενώπιον της Εισαγγελίας Ι του Μονάχου, και οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παρούσης δικογραφίας, είναι ξεκάθαρο ότι οι κκ. Haun και Mühlenbeck ενεργούσαν εν πολλοίς αυτόνομα, κατά παράκαμψη της ιεραρχίας, και χωρίς την απαιτούμενη επίβλεψη και τον επιβεβλημένο έλεγχο. Αυτό έδωσε και στους δύο αυτούς σημαντικά περιθώρια για να εξαπατήσουν τόσον τους άμεσους προϊσταμένους τους, όσο και τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζονταν, πράγμα που φαίνεται ότι και έπραξαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Είναι ξεκάθαρο ότι τόσον ο κ. Haun όσο και ο κ. Mühlenbeck ήταν προετοιμασμένοι να εξαπατήσουν σκοπίμως τους ανωτέρους τους. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα, όταν η συμμετοχή της “FERROSTAAL” στην άμεση καταβολή αμοιβής από την “HDW” προς την “INVECO” απορρίφθηκε από τους διευθυντές της “FERROSTAAL” κκ. von Menges και Graf von Schulenburg, οπότε oι κκ. Haun και ο Mühlenbeck απλά αποφάσισαν να αγνοήσουν τον περιορισμό και μου έδωσαν οδηγία, εν αγνοία τότε της σχέσεως “INVECO”-Εμμανουήλ και της συμφωνίας με τη “HDW” να καταβάλω την αμοιβή.

•             Αξιολογώντας πλέον τα πράγματα εκ των υστέρων, διαπιστώνω μετά λύπης μου ότι ήμουν έρμαιο των κκ. Haun και Mühlenbeck, οι οποίοι αποφάσιζαν τι θα πουν και σε ποιον, εξαπατώντας με κατά τις εκάστοτε περιστάσεις. Με χρησιμοποίησαν και λυπάμαι που δεν αντελήφθην εγκαίρως τον στόχο τους. Υπήρξα, φοβούμαι, αφελής και καλόπιστος. Δεν άκουσα ποτέ τα ονόματα των κκ. Φιλιππίδη και Αβατάγγελου, δεν τους συνάντησα ποτέ, και αυτονοήτως δεν συνέπηξα ομάδα μαζί τους, παρά τα όσα αντίθετα διαλαμβάνονται στο κατηγορητήριο. Χρόνια μετά τη λήξη της συνεργασίας μου με τη “FERROSTAAL”, πληροφορήθηκα τα ονόματά τους ότι η υπόθεση έλαβε δικαστική προέκταση στη Γερμανία.

•             Ο αληθής ρόλος των κκ. Haun και Mühlenbeck προκύπτει και από την υπ’ αριθμ. 6KLs 565 Js 122815/11 απόφαση του Πρωτοδικείου Ι του Μονάχου, στο σκεπτικό της οποίας επιβεβαιώνεται ότι οι ανωτέρω ήταν οι ιθύνοντες νόες του όλου εγχειρήματος και αυτοί που ήλεγχαν τη διαδικασία στο σύνολό της: “Οι κατηγορούμενοι Haun και Mühlenbeck τουλάχιστον αποδέχθηκαν ότι σε κάθε περίπτωση μέρος των χρημάτων, τα οποία θα καταβάλλονταν στην Dolmarton και τη Wilberforce από τον εν λόγω κύκλο προσώπων [ενν. τον “ΚΥΚΛΟ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ”, στον οποίο η ίδια απόφαση δέχεται ότι δεν μετείχα], θα διαβιβαζόταν σε παράγοντες λήψεως αποφάσεων στα εμπλεκόμενα υπουργεία και στις εμπλεκόμενες υπηρεσίες και ιδία στον τότε Έλληνα υπουργό Εθνικής Άμυνας Τσοχατζόπουλο, και ότι στη συνέχεια οι παράγοντες αυτοί θα ασκούσαν τη διακριτική ευχέρεια που είχαν κατά την ανάθεση της παραγγελίας και θα φρόντιζαν, ώστε οι παραγγελίες να ανατεθούν στην κοινοπραξία ανεξάρτητα από τις υφιστάμενες διατάξεις ή τουλάχιστον θα εξαρτούσαν τη διακριτική τους ευχέρεια κατά τη λήψη της απόφασης για την ανάθεση των παραγγελιών σε μεγάλο βαθμό και από τις υπεσχημένες πληρωμές χρημάτων. Επειδή οι κατηγορούμενοι [ενν. τους κκ. Haun και Mühlenbeck] δεν γνώριζαν τα άλλα άτομα εκτός του Έλληνα υπουργού Εθνικής Άμυνας, το έργο αυτό, όπως και τη διαβίβαση των χρημάτων στον Έλληνα υπουργό, ανέλαβαν στη συνέχεια τα μέλη του «κύκλου προσευχής» [στον οποίο, επαναλαμβάνω, δεν μετείχα, σύμφωνα με όσα δέχεται η ίδια αυτή απόφαση], τα οποία γνώριζαν τις τοπικές συνθήκες”.

•             Συλλογιζόμενος όσα έχουν προκύψει την τελευταία τριετία από τη δικαστική διερεύνηση της υποθέσεως στη Γερμανία και την Ελλάδα, μετά μεγάλης μου λύπης διαπιστώνω ότι τα χρήματα που κατέβαλα κατ’ εντολήν της “FERROSTAAL”, απετέλεσαν αντικείμενο δωροδοκίας κρατικών αξιωματούχων. Ένα όμως είναι βέβαιον: Σε κάθε περίπτωση δεν το γνώριζα ούτε και μπορούσα να το υποπτευθώ. Είχα την πεποίθηση ότι τα καταβληθέντα χρήματα επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν για να χρηματοδοτήσουν νόμιμη επιχειρηματική δραστηριότητα αντισταθμιστικών ωφελημάτων, ήτοι τη ναυπήγηση φορτηγών πλοίων φορτίου χύδην (bulk carriers) ή άλλων εμπορικών πλοίων, γεγονός που θα ενίσχυε την ελληνική οικονομία και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής ναυπηγικής βιομηχανίας.

 

 

VIII. ΝΟΜΩ ΑΒΑΣΙΜΟ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ

 

α. Επί της κατηγορίας για ενεργητική δωροδοκία

 

110. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, φέρεται ότι στην Αθήνα το φθινόπωρο του έτους 1997, από κοινού με τους Μιχαήλ Φιλιππίδη, Graf von Pückler, Ago Demirdjian, Γιάννη Μπέλτσιο και Αλέξανδρο Αβατάγγελο, με πρόθεση τέλεσα το αδίκημα της ενεργητικής δωροδοκίας κατά του Δημοσίου, υπό ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, εκ της οποίας το όφελος που πέτυχα ή επιδίωξα ή η ζημία που προξενήθηκε ή απειλήθηκε στο Δημόσιο υπερβαίνει το ποσόν των 150.000 ευρώ, και συγκεκριμένα ότι από κοινού με τους ανωτέρω υποσχέθηκα στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας, Απόστολο-Αθανάσιο Τσοχατζόπουλο και Σωτήριο Εμμανουήλ ωφελήματα, ανερχόμενα στο ποσόν των τουλάχιστον 63.192.691 ευρώ και 2.960.225 ελβετικών φράγκων, προκειμένου αυτοί, κατά παράβαση των καθηκόντων τους, να προβούν σε ενέργεια που ανάγεται στα καθήκοντά τους, το δε συνολικό όφελος που αυτοί αποκόμισαν με αντίστοιχη ζημία του Δημοσίου, υπερβαίνει το ποσόν των 150.000 ευρώ.

 

111. Υπό το πρίσμα όσων προεξετέθησαν, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα του άρθρου 236 ΠΚ, καθώς ουδόλως απεδείχθη η συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και, ιδίως, της υποκειμενικής υποστάσεως. Ειδικότερα:

 

112. Ως γνωστόν, η αξιόποινη εγκληματική ενέργεια της ενεργητικής δωροδοκίας υπαλλήλου του άρθρου 236 ΠΚ συνίσταται στην υπόσχεση ή παροχή σε υπάλληλο, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, οποιασδήποτε φύσεως ωφελημάτων για τον εαυτό του ή τρίτο.

Με τον όρο “υπόσχεση” οποιασδήποτε φύσεως ωφελημάτων καλύπτεται η περίπτωση της εκδηλωθείσας προθέσεως, γραπτώς ή προφορικώς, περί μελλοντικής χορηγήσεως ωφελήματος, προκειμένου να εξασφαλίσει ο υπαίτιος την επιδιωκόμενη υπηρεσιακή ενέργεια ή παράλειψη του υπαλλήλου. Ο πυρήνας του εγκληματικού αδίκου της αξιόποινης πράξεως της ενεργητικής δωροδοκίας υπαλλήλου κατ’ άρθρον 236 ΠΚ έγκειται στην έναντι αντιπαροχής “ενέργεια ή παράλειψή του, μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά”. Υπηρεσιακή είναι η ενέργεια ή η παράλειψη του υπαλλήλου όταν κείται εντός των καθηκόντων του, ως και όταν αυτή εκτελείται δυνάμει της ιδιότητάς του, αδιαφόρως αν η ενέργεια ή η παράλειψη απλώς προπαρασκευάζει ή είναι βοηθητική της ενέργειας άλλου υπαλλήλου που ανήκει στην ίδια υπηρεσία. Τουτέστιν, η ενέργεια ή η παράλειψη θα πρέπει να περιλαμβάνεται στον κύκλο αρμοδιότητας του υπαλλήλου και την οποία να μπορεί αυτός να ενεργήσει ή να παραλείψει κατά την ενάσκηση της λειτουργικής του αρμοδιότητας και να ανάγεται στην υπηρεσία του (βλ. ενδεικτικώς ΑΠ 9/2010 ΠοινΧρ 2011, 19, ΑΠ 1627/2009 ΠοινΧρ 2010 559, ΑΠ 2/2008 ΠοινΧρ 2008, 828, ΑΠ 48/2002 ΠΛογ 2002, 49).

 

113. Υποκειμενικώς, για την τιμώρηση του υπαιτίου, του νόμου μη διακρίνοντος, απαιτείται δόλος κάθε βαθμού, συνεπώς και ενδεχόμενος (άρθρα 18 εδ. α΄ και β΄, 26 § 1 εδ. α΄ και 27 § 1 ΠΚ), που συνίσταται στη γνώση του υπαιτίου ότι το πρόσωπο στο οποίο υπόσχεται ή παρέχει ωφελήματα οποιασδήποτε φύσεως είναι υπάλληλος και στη θέληση να υποσχεθεί ή παράσχει σε υπάλληλο, είτε ο ίδιος άμεσα είτε και με τη μεσολάβηση τρίτου προσώπου ωφελήματα οποιασδήποτε φύσεως είτε για τον ίδιο τον υπάλληλο είτε και για τρίτο, για ενέργεια ή παράλειψη του υπαλλήλου, μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά (βλ. ΑΠ 540/1990 ΝοΒ 1990, 847).

 

114. Ούτω προβλέποντος του νόμου, καθίσταται σαφές ότι εγώ, μη όντας καθ’ οιονδήποτε τρόπο μέλος της λεγόμενης “ΟΜΑΔΑΣ Α” ή του “ΚΥΚΛΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ”, δεν υποσχέθηκα ούτε και παρείχα ωφελήματα στους κκ. Τσοχατζόπουλο ή/και Εμμανουήλ ή σε οιονδήποτε τρίτον, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη, αναγόμενη ή αντικείμενη στα καθήκοντά του.  Ουδέν απολύτως στοιχείο της δικογραφίας αποδεικνύει ότι είχα άμεση ή έμμεση γνώση πως οι προαναφερθείσες χρηματικές καταβολές έλαβαν χώρα προς το σκοπό δωροδοκίας των κκ. Τσοχατζόπουλου και Εμμανουήλ, καθ’ υπόδειξη πάντοτε της “FERROSTAAL”, από την οποία και προήρχοντο τα εκάστοτε ποσά των καταβολών. Άλλωστε, αυτή καθ’ εαυτή η εξαπάτησή μου από τη “FERROSTAAL” περί δήθεν επικείμενης παραγγελίας ναυπηγήσεως εμπορικών πλοίων σε εκπλήρωση της συμβάσεως αντισταθμιστικών ωφελημάτων σχετικώς με τα υποβρύχια (τα οποία, ωστόσο, ουδέποτε παραγγέλθηκαν), κυρίως δε το γεγονός ότι τα κεφάλαια προήλθαν από την αυτήν και διατέθηκαν σύμφωνα με τις οδηγίες της, ουδόλως δικαιολογεί αυτόβουλη ανάληψη πρωτοβουλίας υποσχέσεως και παροχής ωφελημάτων προς οιονδήποτε.

 

115. Μη γνωρίζοντας ούτε τον τελικό παραλήπτη των χρημάτων αλλά ούτε και τον αληθή σκοπό των εκάστοτε καταβολών, είναι προφανές ότι δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 1 § 1 του Ν. 1608/1950 περί καταχραστών του Δημοσίου, καθώς η αντικειμενική υπόσταση της διάταξης αυτής δεν επικαλύπτεται υποκειμενικώς από δόλο μου, όπως απαιτεί η συγκεκριμένη διάταξη, προκειμένου να εκτοξευθεί το πλαίσιο ποινής μέχρι και την επιβολή ισοβίου καθείρξεως. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, και με δεδομένο ότι το αδίκημα της ενεργητικής δωροδοκίας αναβιβάστηκε σε κακούργημα για πρώτη φορά με τον Ν. 3666/2008, από την άποψη του διαχρονικού δικαίου η συμπεριφορά μου, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί αξιόποινη, φέρει το χαρακτήρα πλημμελήματος, προ πολλού παραγεγραμμένου.

 

 

β. Επί της κατηγορίας για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα

 

116. Όπως είναι γνωστό, για να μπορεί να γίνει λόγος για “νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα” προϋποτίθεται ουσιαστικά και τυπικά η τέλεση μιας άλλης εγκληματικής δραστηριότητας, δηλαδή μια προηγούμενη άλλη αξιόποινη πράξη. Αυτή η άλλη αξιόποινη πράξη, η οποία προηγείται χρονικά, είναι εκείνη από την οποία προκύπτουν ευθέως και άμεσα οικονομικά έσοδα προς νομιμοποίηση. Με αυτή τη νομοτεχνική σύλληψη περιγράφεται μια σχέση κύριας και επόμενης πράξης, όπου κύρια πράξη είναι το “βασικό” αδίκημα, από το οποίο δημιουργείται το οικονομικό προϊόν, και επόμενη εκείνη η εγκληματική συμπεριφορά, με την οποία το προϊόν αυτό αποκτά λόγω της “νομιμοποιητικής” ενέργειας του δράστη νομιμοφανή προέλευση και υπόσταση.

 

117. Αποτελεί, συνεπώς, διαχρονική νομοτεχνική κάθε φορά αναγκαιότητα η διπλή περιγραφή, τόσον της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας, της παραγωγικής δηλαδή του βρόμικου χρήματος, όσον και η περιγραφή αυτής καθαυτής της χρονικά μεταγενέστερης νομιμοποιητικής συμπεριφοράς. Οι παλινδρομήσεις της νομοθεσίας στο πρώτο σκέλος, αυτό δηλαδή του καθορισμού της προελεύσεως της βρόμικης περιουσίας είναι γνωστές και πολλαπλώς ερμηνευμένες. Υπήρξε πάντως μία σαφής και (ακανόνιστη) νομική διαδρομή από τον κλειστό κατάλογο των 24 “προηγούμενων εγκληματικών πράξεων” του αρχικού Ν. 2331/1995, στη θεώρηση των “βασικών εγκλημάτων” του Ν. 3424/2005, οπότε και επιχειρήθηκε μία σαφής διεύρυνση της παραγωγικής βάσεως του βρόμικου χρήματος, αφού πέρα από τα 16 πια συγκεκριμένα βαριά εγκλήματα επεκτάθηκε και σε «κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ». Με την τροποποίηση όμως του Ν. 3424/2005, στο σημείο αυτό έγινε από τον νομοθέτη μία συνειδητή ταύτιση του “βρόμικου” χρήματος, που είναι προϊόν εγκλήματος, με το “μαύρο χρήμα”, που είναι ουσιαστικά το αφορολόγητο προϊόν μίας οποιασδήποτε αξιόποινης ή μη συμπεριφοράς, περιγραφή που διατηρείται ακόμη πιο διευρυμένη και σήμερα με τον Ν. 3691/2008.

 

 

Ο δράστης του “βασικού εγκλήματος” και ως δράστης της μεταγενέστερης νομιμοποίησης εσόδων από την άποψη του διαχρονικού δικαίου

 

118. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, μού αποδίδεται –μεταξύ άλλων– παράβαση των άρθρων 1 α΄ περ. αιβ΄, αιζ΄, β΄, 2 § 1 εδ. β΄- α΄ Ν. 2331/1995, ως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με τον Ν. 3424/2005, των άρθρων 1 α΄i δδ΄, ii, β΄, 2 § 1 β΄-α΄του ίδιου νόμου (ως ίσχυαν μετά την τροποποίησή τους με τον Ν. 3424/2005 έως την κατάργησή τους με τον Ν. 3691/2008, των άρθρων 2 § 1, 2, 3 περ. γ΄, δ΄, ιθ΄, ως η τελευταία περίπτωση ίσχυε με την αρίθμηση αυτή πριν την ισχύ του Ν. 4042/2012, 45 § 1 γ΄-α΄, ε΄, 2, 4 Ν. 3691/2008, και 1, 2 του Ν. 4022/2011. Γίνεται δε μνεία ότι ειδικώς το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα τιμωρείται από όλους τους προαναφερόμενους νόμους, με εξαίρεση την απειλούμενη το πρώτον με τον Ν. 3691/2008 χρηματική ποινή, δεδομένου ότι δεν τελέστηκαν επιμέρους κατ’ εξακολούθηση πράξεις μετά την ισχύ του νόμου αυτού. Πάντα δε ταύτα, παρά το γεγονός ότι η αποδιδόμενη σε εμένα πράξη νομιμοποίησης εσόδων, και δη κατ’ επάγγελμα, φέρεται να τελέσθηκε από τον Μάρτιο του 2000 έως και τον Οκτώβριο του 2003!!!

 

119. Είναι γνωστό ότι υπό το πρίσμα του Ν. 2331/1995 σημείο ουσιαστικού και γόνιμου διαλόγου στη θεωρία και στη νομολογία απετέλεσε η απάντηση σ’ ένα φαινομενικά απλό ερώτημα: αν μπορούσε να είναι δράστης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων ο δράστης της βασικής εγκληματικής δραστηριότητας, από την οποία δημιουργήθηκε η προς νομιμοποίηση περιουσία. Πραγματικά, σε σχέση με το συγκεκριμένο θέμα και όσο ίσχυε ο Ν. 2331/1995, είχαν εκφραστεί περισσότερες απόψεις στη θεωρία, οι οποίες, παρά τις όποιες επιμέρους διαφορές, παραλλαγές και διακυμάνσεις τους, συνέκλιναν συντριπτικά υπέρ της αρνητικής απάντησης, δεχόμενες κατά βάση ότι στις περιπτώσεις που ο δράστης της πράξης νομιμοποίησης είναι στην πραγματικότητα και ο δράστης της προηγούμενης εγκληματικής πράξης από την οποία προήλθε η προς νομιμοποίηση «περιουσία», αποκλείεται η στοιχειοθέτηση της πράξης νομιμοποίησης με ενεργητικό υποκείμενο τον ίδιο άνθρωπο (βλ. αναλυτικά Ανδρουλάκη, ΠοινΧρ ΝΒ΄, 289 επ., ιδίως 291 επ., Βασιλακόπουλου, Ξέπλυμα βρόμικου χρήματος – Εθνικές και Διεθνείς Διαστάσεις, στο «Το Ποινικό Δίκαιο στο Νέο Διεθνές Περιβάλλον», σελ. 115 επ., του ίδιου, Τινά περί «ξεπλύματος»: Λογική – συστηματική ερμηνεία και εντροπία του Ν. 2331/1995, σελ. 221 επ., Δημήτραινα, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, 2002, σελ. 143 επ., ιδίως 184, του ίδιου, ΠοινΧρ ΝΖ΄, 392 επ., του ίδιου, Νομιμοποίηση εσόδων: Θέσεις της νομολογίας σε ειδικότερα ζητήματα εφαρμογής του Ν. 2331/1995, ΠοινΔικ 2004, 588 επ., του ίδιου, Παρατηρήσεις σε ΣυμβΠληΘεσ 1526/2001, ΠοινΔικ 2001, 1254, του ίδιου, Παρατηρήσεις σε ΑΠ 372/2002, ΠοινΔικ 2002, 1013 Παπαχαραλάμπους, Παρατηρήσεις στην ΠεντΕφΠειρ 18, 19/2000, ΠοινΔικ 2001, 1249, Παύλου, Υπερ 2000, 633 επ., ιδίως 645, του ίδιου, Ναρκωτικά, ό.π., σελ. 353 επ., του ίδιου, ό.π., ΠοινΧρ ΝΓ΄, 193 επ., του ίδιου, Ο δράστης της νομιμοποίησης εσόδων [Ν. 2331/199] δεν μπορεί να είναι ο δράστης της παραγωγικής του βρόμικου χρήματος προγενέστερης εγκληματικής δραστηριότητας. Μια νομολογιακή κυρίως επισκόπηση του ζητήματος με αφορμή και την ΑΠ 402/2004, ΠΛογ 2004, 519, του ίδιου, ΠοινΧρ ΝΣΤ΄, 342 επ., Χαραλαμπάκη, Οι πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις στον χώρο του Ποινικού Δικαίου, ΠοινΧρ ΝΓ΄, 866, Συμεωνίδου-Καστανίδου, ΤιμΤ Μαγκάκη, σελ. 390 επ., της ίδιας, Το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες πράξεις – Προβλήματα από τη μέχρι σήμερα εφαρμογή του Ν. 2331/1995, ΠοινΔικ 2002, 288 επ., και Χατζηνικολάου, Παρατηρήσεις στο ΣυμβΠλημΘεσ 51/2000, Υπερ 2000, 1043).

 

120. Παράλληλα, στο πεδίο της νομολογίας, αλλεπάλληλες δικαιοδοτικές κρίσεις Εφετείων (βλ. ενδεικτικά ΕφΑθ 1108/2004 ΠοινΧρ ΝΕ΄, 264, ΣυμβΕφΛαρ 50/2004 ΠοινΔικ 2004, 531, ΣυμβΕφΑθ 1571/2003 ΠοινΧρ ΝΓ΄, 1007, ΣυμβΕφΑθ 1270/2003 ΠοινΔικ 2003, 1075, ΣυμβΕφΠειρ 109/2003 ΠοινΔικ 2003, 515, ΣυμβΕφΑθ 1102/2002 ΠοινΧρ ΝΓ΄, 251, ΣυμβΕφΘρακ 85/2002 ΠοινΧρ ΝΓ΄, 254, ΣυμβΕφΘρακ 19/2002 [αδημ.], ΣυμβΕφΘρακ 37/2000 Υπερ 2000, 573 επ.) και τελικά και του Αρείου Πάγου (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 721/2004 ΠοινΧρ ΝΕ΄, 253, με σύμφωνη στο θέμα αυτό εισαγγελική πρόταση Σανιδά, ΑΠ 402/2004 ΠοινΧρ ΝΕ΄, 134, ΑΠ 351/2003 ΠοινΔικ 2003, 855, ΑΠ 372/2002 ΠοινΔικ 2002, 1013)  υιοθέτησαν την κρατούσα στη θεωρία αντίληψη, αξιοποιώντας, αντίστοιχα, υπέρ της άποψης του αποκλεισμού της ταυτότητας των δύο δραστών, περισσότερα επιχειρήματα, αναγόμενα και στη λογικοσυστηματική ερμηνεία του νόμου και στη ratio του οικείου νομοθετήματος και στα διεθνή νομοθετικά κείμενα. Τελικά, δηλαδή, και η διαμορφωθείσα δικανική τάση επίλυσης του συγκεκριμένου νομικού ζητήματος ήταν, παρά τις διακυμάνσεις της, κατά το πλείστο υπέρ του αποκλεισμού της ταυτότητας των δύο δραστών.

 

121. Εξάλλου, η νομοθετική τροποποίηση που έγινε με το Ν. 3424/2005, σε σχέση με την ταυτότητα του δράστη στο έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων, δεν υλοποιούσε κάποια αντίστοιχη απαίτηση της Οδηγίας 2001/97/ΕΚ, ώστε να τίθεται δήθεν ζήτημα προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην ευρωπαϊκή. Το αντίθετο, αφού τόσο από το κείμενο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης του Στρασβούργου «για το ξέπλυμα, την έρευνα, την κατάσχεση και δήμευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες», την οποία κύρωσε η Ελλάδα με το Ν. 2655/1998 και έτσι αυτή απέκτησε την αυξημένη τυπική ισχύ του άρθρου 28 § 1 του Συντάγματος , όσο και από το κείμενο των Συστάσεων της F.A.T.F., προέκυπτε με σαφήνεια ότι το δικαίωμα επιλογής μιας τέτοιας πρόβλεψης αφηνόταν στη διακριτική ευχέρεια των κρατών-μελών. Μάλιστα, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ιδίως η F.A.T.F., την οποία ρητά μνημονεύει και το άρθρο 1 του Ν. 3424/2005 και η αιτιολογική έκθεσή του, διαπίστωνε, ομοίως ευθέως, ότι ένα από τα χαρακτηριστικά σημεία ενδεχόμενης διαφοράς των εθνικών νομοθεσιών ήταν η δυνατότητα να κατηγορηθεί ή όχι ως δράστης νομιμοποίησης, ο δράστης της προηγούμενης «κύριας» πράξης και για το λόγο αυτό το χρησιμοποιούσε και ως παράδειγμα ευχέρειας επιλογής των κρατών-μελών. Αλλά και από το άρθρο 6 § 2 της Σύμβασης του Στρασβούργου προέκυπτε, έμμεσα αλλά με σαφήνεια, και ότι το υπό έρευνα θέμα αναγνωριζόταν ως σημείο ενδεχόμενης διαφοράς στις προβλέψεις των εθνικών νομοθεσιών καθώς και ότι η Σύμβαση δεν επεδίωκε να ρυθμίσει το ζήτημα κατά τρόπο ενιαίο και ομοιόμορφο σε όλες τις εθνικές νομοθεσίες, οι οποίες θα αναγνωρίσουν τη Σύμβαση. Πραγματικά, και στην αιτιολογική έκθεση του νόμου καταγράφεται η διαπίστωση ότι υπάρχει το σχετικό δικαίωμα επιλογής στα κράτη-μέλη και μάλιστα χωρίς καμία αναφορά στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση του Στρασβούργου.

 

122. Το πρώτον από την 13.12.2005, ημερομηνία δημοσίευσης του Ν. 3424/2005 στο ΦΕΚ, στο άρθρο 2 § 1 στοιχ. δ΄ εδ. α΄ του Ν. 2331/1995 προβλεπόταν ρητά ότι «η ποινική ευθύνη για βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις των ανωτέρω στοιχ. α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου αυτής». Ρητή, όμως, προϋπόθεση της τιμωρίας του δράστη του προηγούμενου εγκλήματος και ως δράστη της νομιμοποίησης των εσόδων του εγκλήματος εκείνου ήταν ότι «η τέλεσή τους από τον ίδιο ή άλλον εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό δράσης». Ήταν φανερό, βέβαια, ότι για να μπορούσε να διωχθεί ως αυτουργός νομιμοποίησης ο δράστης (και) της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας θα έπρεπε: αφενός η προς νομιμοποίηση περιουσία να προερχόταν από εγκληματικές δραστηριότητες που ορίζονταν στο άρθρο 1 στοιχ. α΄ του Ν. 2331/1995 και αφετέρου οι “πράξεις νομιμοποίησης”, τις οποίες αντικειμενικά πραγμάτωνε, ο ίδιος δράστης, να περιγράφονταν ρητά στο άρθρο 1 στοιχ. β΄ του Ν. 2331/1995. Θα πρέπει, εξάλλου, να επισημανθεί ότι οι πράξεις νομιμοποίησης έπρεπε να είναι διακριτές από την πράξη ή παράλειψη με την οποία τελέστηκε η προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα. Έτσι, πράξεις οι οποίες αποτελούσαν τμήμα ή συνιστούσαν την ουσιαστική αποπεράτωση της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας δεν ήταν και δεν θα μπορούσαν να εννοηθούν ως αυτοτελείς “πράξεις νομιμοποίησης”. Αν, περαιτέρω, δεν διαπιστωνόταν τέτοιος «συνολικός σχεδιασμός δράσης» ο δράστης της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας δεν ήταν δυνατόν να τιμωρηθεί και ως αυτουργός της μεταγενέστερης νομιμοποίησης.  Έτσι, λοιπόν, στην αντικειμενική υπόσταση της πράξης νομιμοποίησης που τελούσε αυτουργικά ο δράστης της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας, προστέθηκε και ένα ακόμη στοιχείο ο «συνολικός σχεδιασμός», στο πλαίσιο του οποίου έπρεπε να πραγματώνεται η πράξη νομιμοποίησης. Στοιχείο που, αντίθετα, δεν ήταν αναγκαίο να διαπιστώνεται όταν υπήρχε ετερότητα, χωρίς όμως να υπάρχει συμμετοχική σχέση, των προσώπων των δραστών των δύο εγκλημάτων, της προηγούμενης δηλαδή εγκληματικής δραστηριότητας και της μεταγενέστερης νομιμοποίησης των εσόδων της, για την τιμώρηση του αυτουργού των πράξεων νομιμοποίησης.

 

123. Κατά συνέπεια, με τον Ν. 3424/2005 διαπλάστηκε για πρώτη φορά ένα έγκλημα στην αντικειμενική υπόσταση του οποίου, εκτός από την περιγραφή της πράξης που συνιστούσε το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων, διαπιστωνόταν και μία ακόμη ξεχωριστή συμπεριφορά ο “συνολικός σχεδιασμός δράσης”, δίνοντας την εικόνα ενός πολύπρακτου εγκλήματος, αφού η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού, όπως τυποποιούνταν στο νόμο, πραγματωνόταν με περισσότερες από μία πράξεις, από τις οποίες άλλες συνιστούσαν αυτοτελές έγκλημα (όπως η διακριτή πράξη της νομιμοποίησης) και άλλες όχι (όπως η ξεχωριστή πράξη, με την κοινωνιολογική έννοια του όρου, του συνολικού σχεδιασμού δράσης).

 

124. Τούτο, όμως οδηγεί με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι η ενδεχόμενη εφαρμογή της νέας πρόβλεψης και σε περιπτώσεις προγενέστερες της 13.12.2005 είναι απολύτως ανεπίτρεπτη, διότι αντιβαίνει ευθέως και στο άρθρο 1 ΠΚ και στο άρθρο 7 § 1 του Συντάγματος. Καταληκτικά, εξάλλου, θα πρέπει να επισημανθεί ότι αντίστοιχο πρόβλημα διαχρονικού δικαίου δημιουργείται και μετά τη δημοσίευση του νέου νόμου 3691/5.8.2008. Ειπώθηκε, ήδη, ότι ο Ν. 3691/2008 επαναλαμβάνει στο άρθρο 45 § 1 στοιχ. ε΄ την πρόβλεψη ότι “η ποινική ευθύνη για το βασικό αδίκημα δεν αποκλείει την τιμωρία των υπαιτίων (αυτουργού και συμμετόχων) για τις πράξεις των στοιχείων α΄, β΄ και γ΄ της παρ. αυτής”, τούτο όμως “εφόσον τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι διαφορετικά από εκείνα του βασικού αδικήματος”. Έτσι, με τη νέα διάταξη αντικαταστάθηκε το αξιούμενο από την προηγούμενη διάταξη πρόσθετο στοιχείο της ένταξης της πράξης νομιμοποίησης “στο συνολικό σχεδιασμό δράσης” του δράστη, με την απαίτηση οι πράξεις του ξεπλύματος να είναι διάφορες από εκείνες του βασικού αδικήματος.

Τούτο, με τη σειρά του, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι για όσες περιπτώσεις ανακύπτει πρόβλημα τιμώρησης του δράστη της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας και ως δράστη της μεταγενέστερης νομιμοποίησης των εσόδων της δικής του δραστηριότητας και έχουν ως χρόνο τέλεσης το χρονικό διάστημα από 13.12.2005 (ημερομηνία εφαρμογής του Ν. 3424/2005) μέχρι την 05.08.2008, είναι αναγκαίο, για τη συγκρότηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων, να διαπιστώνεται και το πρόσθετο εκείνο στοιχείο του “συνολικού σχεδιασμού δράσης” αλλά και ότι οι πράξεις νομιμοποίησης είναι διακριτές από την πράξη (ή παράλειψη) τέλεσης του βασικού εγκλήματος (σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναλύθηκαν). Τα στοιχεία αυτά είναι αναγκαία να διαπιστώνονται στο βαθμό που ο Ν. 3424/2005 εισάγοντας ρητά στο άρθρο 2 § 1 του Ν. 2331/1995 και ένα πρόσθετο στοιχείο στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων (όταν δηλ. αυτό τελείται από το δράστη της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας) και απαιτώντας οι πράξεις νομιμοποίησης να είναι διακριτές από την πράξη (ή παράλειψη) τέλεσης του βασικού εγκλήματος, κατέστησε την οικεία πρόβλεψη σαφέστατα επιεικέστερη από την αντίστοιχη του άρθρου 45 του Ν. 3691/2008, που δεν το απαιτεί πλέον.

 

125. Αλλά και αντίστροφα ιδωμένο το ίδιο ζήτημα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πρόβλεψη του άρθρου 45 του Ν. 3691/2008, στο βαθμό που απαιτεί λιγότερα στοιχεία για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υπόστασης, είναι σαφέστατα δυσμενέστερη από την πρόβλεψη του άρθρου 2 § 1 του Ν. 2331/1995, όπως αυτός ίσχυε μετά το Ν. 3424/2005. Έτσι, η απαίτηση της συνδρομής και του στοιχείου του συνολικού σχεδιασμού δράσης για την κατάφαση και της αντικειμενικής υπόστασης της πράξης της νομιμοποίησης εσόδων, από τον δράστη της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας, από 13.12.2005 μέχρι 5.8.2008, είναι υποχρεωτική σύμφωνα με το άρθρο 2 § 1 ΠΚ. Χαρακτηριστικό είναι στην προκειμένη περίπτωση το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών 347/2008 (ΠοινΔικ 2009, 36), το οποίο αντιμετώπισε με νηφαλιότητα, γνώση των θέσεων της θεωρίας και της νομολογίας αλλά και δογματική συνέπεια το πρόβλημα της ταυτότητας του δράστη του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων με το δράστη της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας, από την οποία προήλθε η προς νομιμοποίηση περιουσία. Αντιμετωπίζοντας ορθά, και μάλιστα με σύμφωνη εισαγγελική πρόταση, το στοιχείο του “συνολικού σχεδιασμού δράσης” ως ένα νέο πρόσθετο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων, όταν αυτό φέρεται ότι τελείται από τον ίδιο δράστη της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας, κατέληξε με συνέπεια στο συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη πρόβλεψη δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε περιπτώσεις με χρόνο τέλεσης πριν την 13.12.2005. Μετά τη έκθεση των ανωτέρω σκέψεων ως ασφαλές συμπέρασμα, λοιπόν, μπορεί να αποκρυσταλλωθεί ότι ο δράστης του βασικού εγκλήματος δεν μπορεί να τιμωρηθεί και ως αυτουργός της νομιμοποίησης των εσόδων που το βασικό έγκλημά του δημιούργησε για πράξεις που φέρονται τελεσθείσες πριν από την 13.12.2005.

 

126. Ακόμη, ωστόσο, και αν ήθελε κανείς ακολουθήσει την αντίθετη και αιρετική θέση, ότι δηλαδή ο δράστης του βασικού εγκλήματος μπορεί να τιμωρηθεί και ως αυτουργός της νομιμοποίησης των εσόδων που το βασικό έγκλημά του δημιούργησε και υπό το πρίσμα του Ν. 2331/1995, και πάλιν θα προσκρούσει στην έννοια της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας, καθώς το αδίκημα της ενεργητικής δωροδοκίας (άρθρο 236 ΠΚ) δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των αδικημάτων του άρθρου 1 του ως άνω νόμου, ειμή μόνον αν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 § 1 του Ν. 1608/1950 (άρθρο 1 περ. α΄ υποπερ. αιβ΄ του Ν. 2331/1995), κάτι που όμως –όπως αναπτύχθηκε ανωτέρω (βλ. υπό 85)– δεν συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση.

 

 

IX. ΜΗ ΠΛΗΡΩΣΗ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 282 ΚΠΔ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΩΝ

 

127. Σύμφωνα με το άρθρο 282 ΚΠΔ, ως αυτό ισχύει μετά την πρόσφατη τροποποίησή του με τα άρθρο 24 § 1 Ν. 3811/2009 (ΦΕΚ Α΄ 231/18.12.2009), άρθρο 8 § 1 Ν. 3860/2010 (ΦΕΚ Α΄ 111/12.7.2010) και άρθρο 31 § 1 Ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α΄ 51/12.3.2012): “1. Όσο διαρκεί η προδικασία, αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για κακούργημα ή πλημμέλημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών, είναι δυνατό να διαταχθούν περιοριστικοί όροι, εφόσον αυτό κρίνεται απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη των αναφερόμενων στο άρθρο 296 σκοπών. 2. Περιοριστικοί όροι είναι ιδίως η παροχή εγγύησης, η υποχρέωση του κατηγορουμένου να εμφανίζεται κατά διαστήματα στον ανακριτή ή σε άλλη αρχή, η απαγόρευση να μεταβαίνει ή να διαμένει σε ορισμένο τόπο ή στο εξωτερικό, η απαγόρευση να συναναστρέφεται ή να συναντάται με ορισμένα πρόσωπα. 3. Προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί αντί για περιοριστικούς όρους – εάν αιτιολογημένα κριθεί ότι οι τελευταίοι δεν επαρκούν – εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου αυτού, μόνο αν ο κατηγορούμενος διώκεται για κακούργημα και δεν έχει γνωστή διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, εφόσον από τη συνδρομή των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες αμετάκλητες καταδίκες του για ομοειδείς αξιόποινες πράξεις να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Εάν η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη απειλείται στο νόμο με ισόβια κάθειρξη ή πρόσκαιρη κάθειρξη με ανώτατο όριο τα είκοσι έτη ή εάν το έγκλημα τελέστηκε κατ’ εξακολούθηση ή στο πλαίσιο εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή υπάρχει μεγάλος αριθμός παθόντων από αυτό, προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί και όταν, με βάση τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, κρίνεται αιτιολογημένα, ότι αν αφεθεί ελεύθερος, είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Μόνο η κατά το νόμο βαρύτητα της πράξης δεν αρκεί για την επιβολή προσωρινής κράτησης. […]”. Σύμφωνα δε με το άρθρο 296 ΚΠΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 24 § 3 Ν. 3811/2009 (ΦΕΚ Α΄ 231/18.12.2009), “ο Σκοπός των περιοριστικών όρων είναι να αποτραπεί ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων και να εξασφαλιστεί ότι εκείνος στον οποίο επιβλήθηκαν θα παραστεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης”.

 

128. Η προσωρινή κράτηση αποτελεί την πλέον επαχθή για τον κατηγορούμενο ανακριτική πράξη και κατά το πνεύμα της διάταξης του άρθρου 282 Κ.Π.Δ. πρέπει να επιβάλλεται σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις και να μην γίνεται αντιληπτή ως οιονεί προκαταβολή στερητικής της ελευθερίας ποινής (βλ. Μαγκάκη, ΝοΒ 1980, σελ. 1896, Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις Έννοιες της ποινικής δίκης, σελ. 280, ΕφΑθ 524/2002 ΠοινΧρ ΝΒ΄, 994), αφού αποτελεί προσωρινό και προληπτικό προς επίτευξη των μνημονευόμενων στο άρθρο 296 ΚΠΔ δικονομικών σκοπών μέτρο, το οποίο ως προς την επιβολή του στηρίζεται στην ύπαρξη ενδείξεων, και όχι στην απόδειξη, όπως μια ποινή επιβαλλόμενη με δικαστική απόφαση (βλ. ΑΠ 1460/2003 ΝοΒ 2004, 244). Επιπλέον, η προσωρινή κράτηση έχει επικουρικό χαρακτήρα έναντι των περιοριστικών όρων, υπό την έννοια ότι πρέπει να επιβάλλεται στο βαθμό που ο μνημονευόμενος στο άρθρο 296 σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί δια της επιβολής των περιοριστικών όρων.

 

129. Ως μέτρο δικονομικού καταναγκασμού και περιορισμού της προσωπικής ελευθερίας, η προσωρινή κράτηση πρέπει να διέπεται από την αρχή της αναλογικότητας (και κατ’ επέκταση

στις επιμέρους αρχές, στις οποίες αυτή αναλύεται) και το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου και να επιβάλλεται με γνώμονα το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου. Ειδικότερα: Όπως είναι γνωστό, η αρχή της αναλογικότητας αναλύεται στις: (α) αρχή της αναγκαιότητας του εκάστοτε λαμβανόμενου ανακριτικού μέτρου προς την κατεύθυνση της διερεύνησης των εγκλημάτων και της αποκάλυψης των δραστών, (β) αρχή της απαγορεύσεως του υπέρμετρου, ώστε ο κατηγορούμενος να μην προσβάλλεται σε ουσιώδη έννομα αγαθά του με τρόπο αφόρητο και αδικαιολόγητο, (γ) αρχή της αναγκαίας αναλογίας του δικονομικού μέτρου προς την βαρύτητα του φερόμενου ως τελεσθέντος εγκλήματος, που δεν πρέπει και σε αυτήν ακόμα την περίπτωση να αρκεί για την επιβολή του μέτρου και (δ) αρχή του προσήκοντος βαθμού υπονοιών, η οποία υπαγορεύει την αναλογία ανάμεσα στη βαρύτητα του δικονομικού μέτρου και την σοβαρότητα των ενδείξεων (βλ. παρατηρήσεις Μαργαρίτη σε ΣυμβΠλημΑλεξ 304/1990, Υπερ 1991, 887, παρατηρήσεις Κωνσταντινίδη σε ΔιατΑνακρΤριπόλεως 12/1991, ΠοινΧρ ΜΑ΄, 936, Ανδρουλάκη, Τα όρια της ανακριτικής δράσεως και η αρχή της αναγκαιότητας, ΠοινΧρ ΚΕ΄, 12 και 31). Επιπλέον, το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου επιβάλλει να εφαρμόζεται το επαχθέστερο μέτρο της προσωρινής κράτησης σε βάρος του, μόνον όταν υπάρχουν οι κατ’ άρθρον 282 § 1 ΚΠΔ σοβαρές ενδείξεις ενοχής και, βέβαια, η εφαρμογή του πρέπει να αποβλέπει στην ειδική πρόληψη και όχι στην ικανοποίηση γενικοπροληπτικών ή ανταποδοτικών σκοπών (βλ. ΣυμβΕφΑιγ 26/2002 ΠοινΔικ 2002, 387).

 

130. Οι Ν. 2207/1994, 2408/1996, 3189/2003, 3346/2005 αλλά και ο πλέον πρόσφατος Ν. 3811/2009 (άρθρο 24), απηχώντας τις ως προεκτεθείσες σύγχρονες και φιλελεύθερες αντιλήψεις σχετικά με την προσωρινή κράτηση, ενόψει και του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου, περιόρισαν αισθητά και προς το αντικειμενικότερο τις απαιτούμενες από το νόμο προϋποθέσεις για την επιβολή της. Παρατηρείται, λοιπόν, πως η σημαντικότερη καινοτομία που επέφεραν οι ως άνω τροποποιητικοί του άρθρου 282 ΚΠΔ νόμοι, είναι η περιορισμένη, εξαιρετική και πάντοτε ειδικά αιτιολογημένη εφαρμογή της προσωρινής κράτησης πλέον μόνο στις περιπτώσεις των κακουργημάτων, ενώ παράλληλα διασαφηνίζεται ότι μόνη η βαρύτητα της πράξης δεν αρκεί για την εφαρμογή του μέτρου. Επιπλέον, αντί του βεβαρημένου ιδεολογικά κριτηρίου της “ιδιαίτερης επικινδυνότητας” του κατηγορουμένου υιοθετήθηκε αυτό της αιτιολογημένης κρίσης ότι “εφόσον αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα κακουργήματα ή πλημμελήματα”. Η κρίση αυτή πρέπει να προκύπτει και από ειδικά μνημονευόμενα περιστατικά της προηγούμενης ζωής του κατηγορουμένου, όπως είναι το ποινικό παρελθόν του, βιοψυχικές ιδιαιτερότητες, η οικογενειακή και επαγγελματική του κατάσταση (βλ. ΣυμβΘεσ 343/2010 ΠοινΔικ 2010, 687, ΔιατΑνακρΤριπ 12/1991 ΠοινΧρ ΜΑ΄, 932).

 

131. Παράλληλα, αντικαταστάθηκε το κριτήριο της “παρεμπόδισης της εξαιρετικά πιθανής φυγής του κατηγορουμένου” με ένα μέγεθος σταθερότερο και ασφαλέστερο, δηλαδή με το ότι ο κατηγορούμενος “δεν έχει γνωστή διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση ή παραβίαση περιορισμών διαμονής”. Εισάγεται, επομένως, κατά κάποιο τρόπο ένα “τεκμήριο μη φυγής” για τους κατηγορουμένους που έχουν γνωστή διαμονή, οι οποίοι με δυσχέρεια και μάλλον επισφαλώς θα μπορούσαν να διαφύγουν και να διαβιώσουν φυσιολογικά στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό (βλ. ΕφΑθ 1118/1989 ΠοινΧρ ΛΘ΄, 992). Περαιτέρω αξίζει να μνημονευθεί ειδικά η τροποποίηση που επέφερε στη διάταξη ο Ν. 3811/2009 με το άρθρο 24, σύμφωνα με την οποία η αρνητική πρόγνωση, η πιθανότητα δηλαδή διάπραξης νέων εγκλημάτων σε περίπτωση μη επιβολής προσωρινής κράτησης, ως προϋπόθεση νόμιμης επιβολής της τελευταίας, θα πρέπει να συνδέεται και να προκύπτει από αμετάκλητες καταδίκες για ομοειδείς αξιόποινες πράξεις. Η προϋπόθεση, δηλαδή, της αρνητικής πρόγνωσης δεν κρίνεται πλέον υποκειμενικά και αφηρημένα αλλά βάσει ορισμένου

αντικειμενικού κριτηρίου δυνάμενο να αποδειχθεί δια δημοσίων εγγράφων (ποινικό μητρώο) (βλ. ΑΠ 1729/1989 ΠοινΧρ Μ΄, 836, ΑΠ 1563/1988 ΠοινΧρ ΛΘ’, 386, ΑΠ 1595/1988 ΠοινΧρ ΛΘ΄, 462, ΑΠ 636/1987 ΠοινΧρ ΛΖ΄, 548,ΑΠ 887/1987 ΠοινΧρ ΛΖ΄, 768, ΔιατΑνακρΤριπ 12/1991 ΠοινΧρ ΜΑ΄, 932).

 

132. Η διαπίστωση της συνδρομής σοβαρών ενδείξεων ενοχής κατά την επιβολή περιοριστικών όρων απαιτείται, αφενός για να εξασφαλισθεί η ορθή επίκληση και εφαρμογή της εν λόγω προϋποθέσεως και αφετέρου για να διασαφηνισθεί η σχέση της με το τεκμήριο αθωότητας. Όσο αυξημένη είναι η προσβολή του ατομικού συμφέροντος που επέρχεται με τη λήψη του δικονομικού μέτρου, τόσο υψηλότερος απαιτείται να είναι ο βαθμός υπονοιών σχετικά με την ενοχή του κατηγορουμένου (βλ. Δαλακούρα, Αρχή της αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, Αθήνα – Κομοτηνή 1993, σελ. 231). Από την αξιολόγηση αυτών των συγκριτικών προτάσεων προκύπτει σαφώς ότι η προϋπόθεση συνδρομής σοβαρών ενδείξεων δρα αυτοτελώς, και η επίκλησή της προηγείται χρονικά του ελέγχου των άλλων προϋποθέσεων.

 

133. Συνοπτικώς, λοιπόν, σύμφωνα με το άρθρο 282 § 3 ΚΠΔ, προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί αντί για περιοριστικούς όρους –εάν αιτιολογημένα κριθεί ότι οι τελευταίοι δεν επαρκούν– μόνον εάν ο κατηγορούμενος διώκεται για κακούργημα και

•             Είτε δεν έχει μόνιμη ή γνωστή διαμονή στη χώρα,

•             είτε έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες να διευκολύνει τη φυγή του,

•             είτε να υπήρξε φυγόδικος ή φυγόποινος κατά το παρελθόν, είτε να κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή για παραβίαση περιορισμών διαμονής, εφόσον από τη συνδρομή των ανωτέρω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανόν, όπως προκύπτει από προηγούμενες αμετάκλητες καταδίκες του για ομοειδείς αξιόποινες πράξεις να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Εάν η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη απειλείται στο νόμο με ισόβια κάθειρξη ή πρόσκαιρη κάθειρξη με ανώτατο όριο τα είκοσι έτη ή εάν το έγκλημα τελέστηκε κατ’ εξακολούθηση ή στο πλαίσιο εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή υπάρχει μεγάλος αριθμός παθόντων από αυτό, προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί και όταν, με βάση τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της πράξης, κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος, είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Ωστόσο, η βαρύτητα της πράξης, κατά το νόμο, δεν αρκεί ποτέ για την επιβολή της προσωρινής κρατήσεως.

 

134. Αξίζει, δε, να σημειώσει κανείς ότι το πλέγμα των ανωτέρω προϋποθέσεων επιβολής προσωρινής κρατήσεως τονίζει πόσο σημαντική και αναγκαία είναι, εν όψει των εξοντωτικών συνεπειών της, η σχολαστική τήρηση όλων ανεξαιρέτως των προαναφερθέντων όρων.

Συμπερασματικά, λοιπόν, μπορούν να λεχθούν τα ακόλουθα: Προσωρινή κράτηση πρέπει να επιβάλλεται σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον κανένας από τους περιοριστικούς όρους της § 2 του άρθρου 282 δεν κρίνεται αποδεδειγμένα ικανός να αποτρέψει τον κατηγορούμενο από την τέλεση νέων κακουργημάτων ή να παρεμποδίσει εξαιρετικά πιθανή φυγή του. Και πάλιν, όμως, η διάταξη του άρθρου 282 § 3 ΚΠΔ δεν περιορίζεται σε αυτό, αλλά αξιώνει (άρθρα 93 § 3 Σ, 139 και 283 § 1 ΚΠΔ), την υποχρέωση του ανακριτή να αναπτύξει και να αναλύσει τις σκέψεις που τον οδήγησαν στην έκδοση εντάλματος, οι οποίες πρέπει να βρίσκονται μέσα στο πνεύμα του νόμου. Υποχρεώνει, λοιπόν, ρητώς τον ανακριτή σε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, που σημαίνει αναλυτική παράθεση εκείνων των πραγματικών περιστατικών από τα οποία με νομική υπαγωγή, συνάγεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις σύλληψης ή προσωρινής κράτησης του κατηγορουμένου (βλ. ΑΠ 1727/1988 ΠοινΧρ Μ΄, 836, ΑΠ 1563/1988 ΠοινΧρ ΛΘ΄, 386). Η ανακριτική αρχή δεν έχει ο δικαίωμα να διαταράξει την τάξη των επιλογών που του θέτει ο νόμος, καταφεύγοντας απευθείας στο έσχατο από τα όπλα που διαθέτει, παρακάμπτοντας δίχως αιτιολογία τα λοιπά μέτρα δικονομικού καταναγκασμού (βλ. ΕφΑθ 524/2002 ΠοινΧρ ΝΒ΄, 994).

 

135. Στη συγκεκριμένη περίπτωση και μολονότι, υπό το πρίσμα όσων προεξετέθησαν, καθίσταται προφανές ότι δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις, που να καταδεικνύουν ενοχή μου για τις αποδιδόμενες σε εμένα αξιόποινες πράξεις, αποκλειστικώς για την πληρότητα του υπερασπιστικού μου λόγου, επιθυμώ –ως εκ περισσού– να εκθέσω τις ακόλουθες σκέψεις περί της μη συνδρομής εν προκειμένω των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 282 ΚΠΔ, και δη αυτών της § 3 αυτού.

 

136. Ως γνωστόν, από την πρώτη κιόλας στιγμή που η υπόθεση αυτή απεκαλύφθη, και επελήφθη αυτής πρώτη η γερμανική δικαιοσύνη, συνέδραμα με όλες μου τις δυνάμεις στην αποκάλυψη της αλήθειας. Τολμώ δε να πω ότι η δικαστική διερεύνηση των πληρωμών στις οποίες προέβη η “FERROSTAAL” προς διαφόρους τρίτους εκκίνησε από την αποκαλούμενη “λίστα Ματαντού” (“Matantos-Liste”), δίχως την οποία ενδεχομένως να μην υπήρχε καν υπόθεση! Απολογούμενος δε τόσον ενώπιον της Εισαγγελίας Ι του Μονάχου, όσον και σήμερα ενώπιόν Σας κατέθεσα με παρρησία όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία που γνωρίζω και όλες τις πληροφορίες που κατόρθωσα να ανασύρω από τη μνήμη μου ή να συλλέξω από τα αρχεία μου, πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο επικούρησα όσο μπορούσα περισσότερο το δύσκολο, πράγματι, έργο σας.

 

137. Ως προς την προϋπόθεση της μόνιμης και γνωστής διαμονής, θα ήθελα να σημειώσω τα ακόλουθα: Είμαι Βρετανός υπήκοος και διαθέτω γνωστή και μόνιμη κατοικία στο Λονδίνο, στην οδό Albert Hall Mansions αρ. 7, SW7 2AN. Το γεγονός ότι δεν διαθέτω γνωστή κατοικία στην Ελλάδα δεν είναι αρκετό αφ’ εαυτού να θεμελιώσει την επιβολή σε βάρος μου περιοριστικού όρου, ιδίως δε αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι προσήλθα ενώπιόν Σας από τη Μεγάλη Βρετανία ευθύς μόλις με καλέσατε σε απολογία, έλαβα αντίγραφα της δικογραφίας, καθώς και προθεσμία για να απολογηθώ, ενώ ήλθα επιπλέον τέσσερις φορές ενδιαμέσως στην Ελλάδα κατά τους μήνες Νοέμβριο – Δεκέμβριο 2013 και Ιανουάριο 2014, προκειμένου να απολογηθώ κατά τις ημέρες που αρχικώς μου είχατε τάξει (05.12.2013, 20.12.2013, 07.01.2014, 09.01.2014, 14.01.2014). Αξίζει δε να σημειωθεί ότι καίτοι είχα έρθει εκ νέου στην Ελλάδα την 02.01.2014, προκειμένου να προετοιμαστώ για την απολογία μου, η οποία είχε εν τω μεταξύ προγραμματιστεί να λάβει χώρα την 09.01.2014, εν συνεχεία μου δόθηκε νέα παράταση για την 14.01.2014, λόγω της παρεμβολής απολογιών ετέρων κατηγορουμένων. Κατά το μεσοδιάστημα χρειάστηκε να μεταβώ στο Λονδίνο, πράγμα που και έπραξα, και επέστρεψα στην Αθήνα την 12.01.2014, όπου και παρέμεινα μέχρι και σήμερα προκειμένου να απολογηθώ [βλ. αντίγραφα των αεροπορικών εισιτηρίων μου• ΣΧΕΤΙΚΟ 16]. Προκύπτει, λοιπόν, άνευ ετέρου ότι οποτεδήποτε χρειάστηκε να εμφανισθώ ενώπιον της Ελληνικής Δικαιοσύνης και να λογοδοτήσω, το έπραξα πάντοτε αμελλητί, ερχόμενος προς τούτο από το εξωτερικό, δίχως να προβάλω οιοδήποτε πρόσκομμα, πράγμα που θα επαναλάβω οποτεδήποτε τούτο απαιτηθεί και στο μέλλον. Περιττό δε να σημειώσω ότι έχω λευκό ποινικό μητρώο.

 

138. Σε κάθε περίπτωση, μετά δε τη θέσπιση του Ν. 3251/2004 περί ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, θα ήταν κυριολεκτικά παρανοϊκή ακόμη και η σκέψη ότι θα μπορούσα να “εξαφανιστώ” και να φυγοδικήσω, αποφεύγοντας να λογοδοτήσω στην ελληνική Δικαιοσύνη, οποτεδήποτε κληθώ στο μέλλον ενώπιόν της. Και τούτο, διότι είναι βέβαιον ότι στην περίπτωση αυτή θα εκδοθεί σε βάρος μου ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, εις εκτέλεσιν του οποίου θα συλληφθώ άμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο, ωσάν να ήμουν Έλλην πολίτης ευρισκόμενος εντός της ελληνικής επικράτειας, και θα προσαχθώ ενώπιον των ελληνικών αρχών. Και μόνον αυτό αρκεί για να αρθεί άμεσα το επαχθές και καταστροφικό για εμένα μέτρο της προσωρινής κράτησης, καθόσον στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως η γνωστή διαμονή στη χώρα της ιθαγένειάς μου εξομοιούται με γνωστή διαμονή στην Ελλάδα.

 

139. Από κανένα απολύτως στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έχω κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνω τη φυγή μου. Απεναντίας, μάλιστα, εγώ, όπως προείπα, καίτοι Βρετανός και διαμένων μόνιμα στο Λονδίνο, προσήλθα ενώπιόν Σας, για να απολογηθώ, ευθύς μόλις με καλέσατε σε απολογία. Εξάλλου η νέα διατύπωση του άρθρου 282 ΚΠΔ αποσκοπεί στην παρεμπόδιση εξαιρετικά πιθανής φυγής του κατηγορούμενου, δηλαδή πάρα πολύ πιθανής –σχεδόν βέβαιης– φυγής του (βλ. Τσάκου, Η προσωρινή κράτηση, 2003, σελ. 65). Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι η προσωρινή κράτηση επιτρέπεται μόνον όταν από τα στοιχεία της δικογραφίας αποδεικνύεται κατά τρόπο που δημιουργεί στον ανακριτή δικανική πεποίθηση για τη συνδρομή της προϋποθέσεως αυτής, όχι υποθετικά ή συμπερασματικά, αλλά με βάση θετικά, βέβαια και αναμφισβήτητα αποδεικτικά στοιχεία εντός της δικογραφίας. Συνεπώς κάθε άλλη εκδοχή είναι ξένη με το γράμμα και του πνεύμα  του νόμου και κατ’ ακολουθία, contra legem (βλ. Γαβριηλίδη, Ύποπτος φυγής, σελ. 657). Η κρίση περί της εξαιρετικά πιθανής φυγής του κατηγορούμενου θα έχει σαν βάση την προηγούμενη διαγωγή του δράστη, τη διαγωγή που επέδειξε μετά το έγκλημα και γενικά την προσωπικότητα του (βλ. ΕφΑιγαίου 7/1981 ΠοινΧρ ΛΑ΄, 380 επ.).

 

140. Αλλά και αναφορικώς με τις προϋποθέσεις του άρθρου 282 § 3 εδ. β΄ ΚΠΔ, είναι πρόδηλον ότι τα χαρακτηριστικά της αποδιδόμενης σε εμένα πράξεως ουδόλως προδικάζουν τη διάπραξη και άλλων αδικημάτων, και εντεύθεν δεν δικαιολογούν την προσωρινή μου κράτηση. Πρώτιστο μέλημά μου από την έναρξη της σοβαρότατης αυτής υποθέσεως ήταν να επικουρήσω με όλες μου τις δυνάμεις το έργο της εν εξελίξει κυρίας ανακρίσεως, αλλά και της ελληνικής Δικαιοσύνης εν γένει. Τούτο άλλωστε έπραξα ήδη και ενώπιον της γερμανικής Δικαιοσύνης, όταν εκλήθην σε απολογία από τους κκ. Εισαγγελείς της Εισαγγελίας του Μονάχου, παραθέτοντας τα πραγματικά περιστατικά και τα κρίσιμα εκείνα στοιχεία που οδήγησαν στο ξετύλιγμα του μίτου της παρούσης υποθέσεως και στην Ελλάδα. Τέλος, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι παραπεμφθώ σε δίκη, επιθυμώ όσο τίποτε άλλο να εμφανισθώ στο ακροατήριο, δεδομένου ότι μόνο με την αυτοπρόσωπη παρουσία μου θα έχω τη μοναδική ευκαιρία να αποδείξω την αθωότητά μου. Ως εκ τούτου, η συνέχιση και ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας που έχει κινηθεί εις βάρος μου διά της αυτοπροσώπου παρουσίας μου αποτελούν για εμένα το ζητούμενο.

 

141. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και με δεδομένο ότι ο σκοπός των περιοριστικών όρων είναι να αποτραπεί ο κίνδυνος τελέσεως νέων εγκλημάτων και να εξασφαλιστεί ότι εκείνος στον οποίο επιβλήθηκαν θα παραστεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης, είναι προφανές ότι δεν συντρέχει κανείς λόγος για την επιβολή σε βάρος μου οιουδήποτε περιοριστικού όρου. Ειδικότερα, και με δεδομένο ότι ήλθα επανειλημμένως από το Λονδίνο στην Αθήνα, προκειμένου να παραστώ ενώπιόν σας και να δώσω τις δέουσες εξηγήσεις, προκύπτει ότι δεν έχω καμία απολύτως πρόθεση να φυγοδικήσω και να εξαφανιστώ. Συν τοις άλλοις, εδώ και αρκετά χρόνια έχω αποσυρθεί από κάθε επιχειρηματική δράση, γεγονός που λογικώς αποκλείει την διάπραξη οιουδήποτε άλλου αδικήματος. Με αυταπόδεικτη, λοιπόν, την απόφασή μου να επικουρήσω με όλες μου τις δυνάμεις την αποκάλυψη της αλήθειας, τυχόν επιβολή οιουδήποτε περιοριστικού όρου θα ήταν νομικώς αλλά και ηθικώς ανομιμοποίητη.

 

Επειδή δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής μου για την αποδιδόμενη σε εμέ αξιόποινη πράξη.

Επειδή έχω μόνιμη και γνωστή στις Αρχές κατοικία, δεν έχω προβεί σε προπαρασκευαστικές της φυγής μου ενέργειες και δεν τυγχάνω φυγόποινος ή φυγόδικος.

 

Επειδή, ως εκ τούτου, δεν τυγχάνω ύποπτος φυγής.

 

Επειδή δεν έχω ουδέποτε καταδικασθεί αμετακλήτως για οιαδήποτε αξιόποινη πράξη, πόσω μάλλον κακουργηματική και ομοειδή με την αποδιδόμενη σε εμέ στα πλαίσια της κυρίας ανάκρισης.

 

Επειδή από τα περιστατικά της προηγούμενης ζωής μου, σε συνδυασμό με την μέχρι σήμερα κοινωνική μου πορεία προκύπτει ότι δεν υπάρχει ο κίνδυνος να τελέσω οιαδήποτε αξιόποινη πράξη.

 

Επειδή για τον σχηματισμό κρίσης για την επιβολή προσωρινής κράτησης ή περιοριστικού όρου πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν οι επιταγές των αρχών της αναλογικότητας, της αναγκαιότητας, της απαγόρευσης του υπέρμετρου, αλλά και της αρχής του προσήκοντος βαθμού υπονοιών, με την οποία πρέπει να είναι σύμφωνη κάθε ανακριτική πράξη.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΙΤΟΥΜΑΙ

 

–              Όπως αφεθώ ελεύθερος χωρίς περιοριστικούς όρους.

–              Όπως απαλλαγώ με βούλευμα από κάθε κατηγορία.

–              Όπως λάβω γνώση της εισαγγελικής προτάσεως που πρόκειται να εκδοθεί.

 

Διορίζω συνηγόρους, πληρεξουσίους και αντικλήτους μου τους δικηγόρους Αθηνών, κκ. Αλέξανδρο Λυκουρέζο (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 1586) και Νικόλαο Πατεράκη (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 33986), αμφοτέρους κατοίκους Αθηνών, οδός Δημοκρίτου αρ. 19, τηλ. 210-3647512 και 210-3607913.

Ο απολογούμενος

Μιχαήλ Ματαντός

 

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: