Η Ταρσώ (ή Ταρασία) Ζαγοραίου γεννήθηκε στις 4 Ιουλίου του έτους 1910, στο χωριό Ρογό, της περιοχής Κορθίου της νήσου Άνδρου.
Ήταν η μικρότερη από τα έξι παιδιά της οικογένειάς της. Οι γονείς της Περικλής και Μαρία, ήσαν Θεοσεβείς και Θεοφοβούμενοι, ιδιαιτέρως δε η μητέρα της. Ίσως την θρησκευτική ζωή της οικογένειας να επηρέασε θετικά συγγενής της μοναχός, ονόματι Γαλακτίων, ο οποίος από το 1898 έμενε σε έναν απόμερο χώρο του σπιτιού τους.
Η νεαρή Ταρσώ έτυχε άρτιας μόρφωσης για την εποχή της. τελείωσε το δημοτικό σχολείο και το σχολαρχείο στη Χώρα. Ήταν άριστη μαθήτρια, πολλές φορές πρώτη στην τάξη της.
Η Ταρσώ, σαν στερνοπαίδι, ήταν το πιο χαϊδεμένο από τα αδέλφια, γι’ αυτό και δεν την άφηναν να κάνει δουλειές. Σε μικρή ηλικία πήρε μαθήματα μαντολίνου και με την αδελφή της έπαιζαν συχνά σε συντροφιές.
Οι γονείς καθώς και τα παιδιά τους, ήταν πολύ εργατικοί και έτσι υπήρχε στο σπίτι επάρκεια αγαθών. Ζούσαν σε ένα κτήμα έξω από το χωριό και η ζωή κυλούσε ήσυχα μέσα σε οπωροφόρα δένδρα, ελιές και έναν λαχανόκηπο που είχαν για τις ανάγκες τους, παρέα με τα αγελαδοπρόβατα, τα οποία τους προμήθευαν μαλλί, γάλα και τυρί.
Όταν ήταν 8 χρονών, ο θάνατος της μεγάλης αδελφής της, Πηνελόπης, σε ηλικία 20 ετών, βύθισε αυτήν και όλη την οικογένειά της στο πένθος. Στο δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας της, άρχισε να εκδηλώνεται ο θρησκευτικός της χαρακτήρας και η διάθεσή της να ασχολείται με τα θεία.
«Ήρθε ο αξιωματικός (ο άγγελος) και εμένα διάλεξε»
Η ίδια ομολογεί και επισημαίνει το χρονικό σημείο της αρχής της ζωής της ευσέβειας της, λέγοντας κάποια φορά:
«Εγώ έφυγα από το σπίτι μου 14 χρονών, τόσα παιδιά παίζαμε έξω από το φούρνο αλλά ήρθε ο αξιωματικός (ο άγγελος) και εμένα διάλεξε. Με πήρα στην αγκαλιά του και που με πήγε δεν ξέρω. Έπαθα αλλοίωση». Πράγματι, φαίνεται ότι από την αποκαλυπτική αυτή χρονική στιγμή άρχισε η εμφάνιση κάποιων τρόπων συμπεριφοράς της, που προοιώνιζαν τη μετέπειτα παράδοξη πνευματική της ζωή, όπως τελικά καταστάλαξε στην ιδιότυπη δια Χριστόν σαλότητά της.
– «Εμείς είμαστε αμαρτωλοί, τι σχέση μπορούμε να έχουμε με τους αγίους;». Η μακαρία Ταρσώ είχε άλλη λογική. Ξεκίνησε τον ασκητικό της αγώνα με την απόφαση ενός θανάτου, του θανάτου του εαυτού της. Συχνά έλεγε, όταν δε μιλούσε με σαλότητα :
– «Στον τόπο τούτο μ’ έφερε μια νεκροφόρα. Να, εδώ από κάτω μ’ έφερε» (και έδειχνε το χώμα).
Έτσι, όλη της η ζωή ήταν μια προσπάθεια διαρκούς νεκρώσεως του εαυτού της. Ήταν νεκρή για όλα τα τερπνά και τα ηδέα, αλλά και τα θλιβερά του κόσμου τούτου. Και ακριβώς αυτή η νέκρωση κάθε ανθρώπινου στοιχείου στην προσωπική της ζωή, έκανε εύλογα όσους την πλησίαζαν να σκέπτονται:
– Ποιος μπορεί αλήθεια να φτάσει στα μέτρα της Ταρσώς; Αυτή είναι η εκλεκτή του Θεού!
Η μακαρία Ταρσώ διέβλεψε, χάριτι Θεού, τα δικά της μέτρα και έτσι διάλεξε το δικό της δρόμο, τη δική της οδό προς την Βασιλεία του Θεού, την οδό της σαλότητας διά Χριστόν!
«Το παιδί τρελάθηκε!»
Το οικογενειακό της περιβάλλον δεν ήταν φυσικά ικανό να αντιληφθεί τον υψηλό στόχο της, που φαίνονταν αφύσικος για μια τόσο μορφωμένη και ιδιαιτέρα όμορφη κόρη.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, μιας επίμονης φυγής και καταφυγής στο μοναχικό βίο, η ευκολότερη αντίδραση είναι συνήθως η γνωμάτευση των οικίων, ότι «το παιδί τρελάθηκε»! Έτσι η Ταρσώ «χρειάστηκε» ψυχιατρική βοήθεια. Όμως, η μακαρία Ταρσώ δεν ήταν τρελή. Ήταν πολύ πιο λογική από πολλές μοναχές της Μονής, που την θεωρούσαν τρελή και γι’ αυτό την περιφρονούσαν και την απέφευγαν. Ήταν σαλή διά Χριστόν, δηλαδή, ολόκληρη, με την ψυχή και το σώμα, με την καρδιά και το λογικό της, δοσμένη στον Σωτήρα Χριστό. Συνεπής στον Πατερικό λόγο, «Δώμεν εαυτούς τω Κυρίω εξ ολοκλήρου ίνα ολόκληρον αυτόν αντιλάβωμεν». Σε αυτό το ολοκληρωτικό δόσιμο στο Χριστό το λογικό της εφωτίζετο αδιάλειπτα από το φως του Χριστού, κατά την διαβεβαίωση του ψαλμωδού : «συ φωτίεις λύχνον μου, Κύριε ο Θεός μου, φωτίεις το σκότος μου».
Τώρα ήθελε να φύγει μακριά από τους ανθρώπους και την οικογένειά της, ποθούσε την μόνωση και την ελευθερία. Παρά το νεαρό της ηλικίας της, σκεπτόταν και μιλούσε για την άλλη ζωή, προσηύχετο για τους νεκρούς συγγενείς της και μάλιστα συζητούσε μαζί τους.
Ιατρική διάγνωση: Σχιζοφρενής
Άρχισε να εκδηλώνει χάρισμα διοράσεως σε διάφορα περιστατικά της καθημερινής ζωής. Ένα βράδυ, την ώρα που ετοιμάζονταν να ξαπλώσουν και η μητέρα της τελείωνε την προσευχή της, η Ταρσώ της είπε να μην κάνουν την Θ. Λειτουργία που είχαν προγραμματίσει για την επόμενη σε διπλανό χωριό, επειδή ο παπάς δεν ήταν σε θέση να λειτουργήσει.
Η μητέρα της έκπληκτη, την αποπήρε και η Θεία Λειτουργία έγινε. Όπως όμως απεδείχθη, η μικρή Ταρσώ με το μεγάλο χάρισμα, διέβλεψε το κώλυμα: ο ιερέας αποβραδίς είχε μεθύσει.
Εν τω μεταξύ, αφού η αδελφή της Κατίνα παντρεύτηκε στην Αθήνα, μετά το 1931, εγκαταστάθηκαν και οι υπόλοιποι εκεί. Η συμπεριφορά της και εδώ παρέμεινε η ίδια : Ήρεμη, εσωστρεφής αλλά και αγαπητή σε όλους. Παρουσίαζε όμως και τα παρεξηγήσιμα σαλά καμώματά της. Το πιο ανησυχητικό ήταν ότι συχνά φορούσε ένα λευκό χιτώνα και επίσης λευκό μαντήλι και ότι έφευγε πολλές φορές προς άγνωστη κατεύθυνση, χωρίς κανένα φόβο. Φορούσε πάντοτε παλιά παπούτσια και όταν της έδιναν κάποιο καινούργιο ζευγάρι φρόντιζε να τα «περιποιηθεί» καταλλήλως, κτυπώντας τα επίμονα με μια πέτρα για να τα κάνει όπως ήθελε αυτή.
Προπολεμικά, το 1939, της έκαναν και συνοικέσιο. Την κάλεσαν για τραπέζι στο σπίτι του γαμπρού, όπου πήγε με τον αδελφό της. Ο Θεός όμως επέτρεψε να γίνει κάποιος μικρός πειρασμός που έκανε τον αδελφό της να θυμώσει και να την πάρει αμέσως να φύγουν. Η ίδια, έφυγε με την ίδια απάθεια με την οποία είχε πάει, χωρίς να εκδηλώσει αντίδραση, ούτε δυσαρέσκεια. Ότι είχε να πει, το έλεγε μυστικά στο Νυμφίο της Χριστό και ήρεμη δεχόταν τα γεγονότα όπως έρχονται, γεμάτη εμπιστοσύνη και πίστη σε Αυτόν που την επέλεξε από μικρή ως νύμφη Του.
Το καλοκαίρι του 1940, πήγαν για παραθερισμό στην Άνδρο, όπου αποκλείσθηκαν έως το 1942. Εκεί έχασε και την καλύτερή της φίλη, με την οποία έκαναν πολύ παρέα, πράγμα που την λύπησε πολύ.
Σύμφωνα πάντοτε με πληροφορίες των συγγενών της, η σαλότητα της Ταρσώς, είχε ανησυχήσει τόσο τους οικείους της, ώστε το 1942 που επέστρεψαν στην Αθήνα για να προλάβουν χειροτέρευση της καταστάσεώς της, «την πήγαν με το ζόρι» στους ψυχιάτρους. Eκείνοι διέγνωσαν «σχιζοφρένεια».
Η εκκλησιαστική και μυστηριακή ζωή της
Η μητέρα της Ταρσώς ακολουθούσε το παλαιό ημερολόγιο και είχε κάποια σχέση με την Ι. Μονή Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης, στην Κερατέα. Εκείνη την εποχή, που η Ταρσώ εθεωρείτο άρρωστη, με ψυχιατρική βεβαίωση (!), κυκλοφορούσε η φήμη ότι ο Ματθαίος, κτήτωρ και επίσκοπος της Μονής, έκανε θαύματα και ιδιαιτέρως θεραπείες. Για το λόγο αυτό η μητέρα της Ταρσώς σκέφτηκε να συνοδεύσει την κόρη της και να φιλοξενηθούν για κάποιο διάστημα στη Μονή, μήπως γίνει το θαύμα και «θεραπευθεί» η Ταρσώ. Έτσι κάποια μέρα του 1949, την πήρε, απογοητευμένη από κάθε ανθρώπινη βοήθεια και την έφερε, χωρίς να το γνωρίζει, στο οριστικό στάδιο της αθλήσεώς της. Κοιμήθηκε ειρηνικά την 7η Οκτωβρίου 1989 και ενταφιάσθηκε στην μονή. Κατά την ανακομιδή της τα Λείψανά της ευωδίασαν! Μέρος του δέρματός της που φυλάσσεται στο Παρεκκλήσιο της οσ. Ξένης της δια Χριστόν Σαλής Μάνδρας Αττικής, παραμένει αδιάφθορο!
Το θαυμαστό περιστατικό με τους κομμουνιστές αντάρτες
Το 1944, στον εμφύλιο, ενώ όλοι οι άνθρωποι ήσαν κλεισμένοι στα σπίτια τους, η Ταρσώ εξακολουθούσε να φεύγει ντυμένη στα άσπρα. Ένα βράδυ κάποιοι κτύπησαν το κουδούνι στην πόρτα της αδελφής της -εκείνη έμενε στα Εξάρχεια στους πρόποδες του λόφου Στρέφη- όπου είχαν ανοίξει χαρακώματα οι αριστεροί και κατείχαν τον λόφο.
Η Ταρσώ έμενε με τους γονείς της, στο σπίτι τους, πίσω από το πρώτο νεκροταφείο στη Γούβα. Έντρομη η αδελφή της, που ήταν μόνη με τα τρία της μικρά παιδιά, άνοιξε την πόρτα και αντίκρισε μια ομάδα από ένοπλους αριστερούς, με γενειάδες, που την ρώτησαν αν έχει μια αδελφή με το όνομα Ταρσώ Ζαγοραίου.
Η αδελφή της τρόμαξε, νομίζοντας ότι είχε πάθει κάτι η Ταρσώ. Ο ένας από τους ένοπλους άντρες, που φαινόταν και επικεφαλής, παραμέρισε τότε τους άλλους και έκανε τόπο στην Ταρσώ να περάσει και να μπει στο σπίτι. Στην συνέχεια λέει στην αδελφή της : «Ποια είναι αυτή που περνάει ατρόμητη μέσα από τις σφαίρες και καμιά σφαίρα δεν την αγγίζει;». Αυτή η παράδοξη εξωτερικώς και θεία εσωτερικώς κατάσταση της μακαρίας Ταρσώς είχε φέρει σε πλήρη αμηχανία τους δικούς της, οι οποίοι πλέον δεν ήξεραν τι να σκεφτούν και τι να κάνουν. Η αγαπημένη τους Ταρσώ, αν και είχε έναν διαφορετικό από αυτούς τρόπο ζωής, ήταν τόσο προσηνής και υπάκουη, ώστε δεχόταν αδιαμαρτύρητα κάθε κίνηση που γινόταν «για το καλό της», εκ μέρους των άλλων.
Πηγή: «Δάκρυα Μετανοίας»