ΜΑΥΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ, ΤΡΟΜΟΣ και ΕΦΙΑΛΤΗΣ: Τι είχε συμβεί στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι…- Η ιστορία επαναλαμβάνεται; (φωτο-βίντεο)

Κοινοποίηση:
xirosima382013_01

Πάνω από 200.000 οι νεκροί και εκατομμύρια οι παρενέργειες μέσα στις επόμενες δεκαετίες από τη στιγμή της ρίψης της βόμβας!

Χάος με τις τερατογεννέσεις , μετάλλαξη των ζώων και του πλανήτη κτλ …. Μία μόνο ατομική βόμβα σκότωσε 140.000 ανθρώπους, ισοπεδώνοντας την πόλη της Χιροσίμα.

Συνειδητοποιώντας αργότερα το μέγεθος της καταστροφής, ο συγκυβερνήτης του αμερικανικού βομβαρδιστικού Enola Gate, που έριξε τη βόμβα στη Χιροσίμα, έγραψε:

“Θεέ μου τι κάναμε;”

Ο τρόμος που συμπυκνώνεται σε αυτή τη φράση, εξακολουθεί να συγκλονίζει την ανθρωπότητα.

Τη ρίψη της βόμβας στη Χιροσίμα ακολούθησε η ρίψη μιας δεύτερης ατομικής βόμβας στο Ναγκασάκι 3 μέρες μετά. Αυτά είναι τα μοναδικά πυρηνικά όπλα μαζικής καταστροφής που έχουν χρησιμοποιηθεί ποτέ που οδήγησαν ουσιαστικά και στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

 

Δείτε σε εικόνες τι ακριβώς είχε συμβεί όπως το παρουσιάζει το http://slideplayer.gr/

Η ΧΙΡΟΣΙΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑΓΚΑΣΑΚΙ. ΧΙΡΟΣΙΜΑ Η Χιροσίμα είναι πόλη της Ιαπωνίας, πρωτεύουσα του νομού Χιροσίμα και μεγαλύτερη πόλη της περιφέρειας Τσουγκόκου.

Δείτε τις περισσότερες παρουσιάσεις από Vanessa Buros
ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ από το WIKIPEDIA:

Η ρίψη ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα γεγονότα του 20ου αιώνα που σφράγισαν την νίκη των συμμάχων κατά του Άξονα. Η χρήση αυτού του όπλου θεωρήθηκε απαραίτητη από τις ΗΠΑ για την αποφυγή μεγάλης στρατιωτικής απόβασης με πολλούς νεκρούς καθώς και ο μόνος ικανός δρόμος να πεισθεί ο αντίπαλος σε άνευ όρων παράδοση. Οδήγησε στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου με την παράδοση της Ιαπωνίας λίγες μέρες αργότερα. Η χρήση όπλων μαζικής καταστροφής με τέτοιες τρομακτικές συνέπειες δημιουργεί μέχρι σήμερα ερωτηματικά διαφωνίες και συζητήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Η συγκεκριμένη επίθεση αναφέρεται συχνά ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.

Ο βομβαρδισμός της Χιροσίμα από τις ΗΠΑ έλαβε χώρα λίγο πριν τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, στις 6 Αυγούστου 1945 και ήταν η πρώτη πολεμική πυρηνική επίθεση της Ιστορίας. Η βόμβα ήταν τύπου ουρανίου 235, η οποία είχε λάβει το προσωνύμιο “Little Boy” (αγοράκι) στο κέντρο συναρμολόγησης και δοκιμών Αλαμογκόρντο. Τα αποτελέσματα της έκρηξης δεν ήταν γνωστά εκ των προτέρων, μια και τέτοιου τύπου βόμβα δεν είχε δοκιμαστεί, όπως η βόμβα πλουτωνίου, που ακολούθησε. Τη ρίψη της έκανε ο συνταγματάρχης Πολ Τίμπετς, κυβερνήτης ενός αεροσκάφους Β29 της Αεροπορίας Στρατού, στο οποίο είχε δώσει το όνομα της μητέρας του, “Ένολα Γκαίυ”. Το Β29 υπέστη ισχυρή ανατάραξη με την έκρηξη της βόμβας, παρά το γεγονός ότι απείχε ήδη 18 περίπου χιλιόμετρα από το σημείο της έκρηξης. Υπολογίζεται ότι επιτόπου φονεύθηκαν περίπου 70.000 άτομα, οι περισσότεροι άμαχοι. Πολύ περισσότεροι πέθαναν αργότερα ή έπαθαν σημαντικές βλάβες στην υγεία τους λόγω της ραδιενέργειας. Από την πόλη διασώθηκε μόνον ο θόλος (από μπετόν) και ο σκελετός του κτιρίου που τον στήριζε. Πριν την έκρηξη αυτό ήταν το κτίριο που στέγαζε την “Εμπορική Έκθεση της Περιφέρειας της Χιροσίμα”. Ο θόλος υπάρχει και σήμερα, όπως ακριβώς απέμεινε μετά την έκρηξη, και έχει χαρακτηριστεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO.

Λίγες μέρες αργότερα, στις 9 Αυγούστου 1945, οι Αμερικανικές δυνάμεις έριξαν τη δεύτερη (και τελευταία μέχρι σήμερα πυρηνική βόμβα εναντίον ανθρώπων) στο Ναγκασάκι. Εδώ η βόμβα ήταν άλλου τύπου και χρησιμοποιούσε ως γόμωση το πλουτώνιο. Αυτή είχε λάβει το προσωνύμιο “Fat Man” (χοντρός) στο εργαστήριο κατασκευής της. Αρχικός στόχος ήταν η ιαπωνική πόλη Κοκούρα (Kokura), επειδή όμως το νησί Κιουσού, στο οποίο βρίσκεται, ήταν καλυμμένο από πυκνή ομίχλη, ο επικεφαλής της αποστολής ταγματάρχης Σουέινι, ακολουθώντας το σχέδιο, υποχρεώθηκε να στραφεί στον “αναπληρωματικό” στόχο, την πόλη του Ναγκασάκι. Η έκρηξη ήταν ακόμη σφοδρότερη από την προηγούμενη και σχεδόν διέλυσε το Β29 του Σουέινι, το οποίο μόλις που πρόλαβε να προσγειωθεί στην Οκινάβα[7]. Ωστόσο, λόγω της γεωγραφικής θέσης του Ναγκασάκι, τα αποτελέσματά της στο έδαφος ήταν λιγότερο καταστροφικά από αυτά της βόμβας στη Χιροσίμα αν και οι συνέπειες της ραδιενέργειας ήταν εξίσου θανατηφόρες.

Οι δύο αυτές ρίψεις έγιναν με προσωπική απόφαση του τότε Προέδρου των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν. Για να πραγματοποιηθούν, ο διοικητής της μοίρας της Αεροπορίας Στρατού Σπατζ, στην οποία ανήκαν τα αεροσκάφη, ζήτησε έγγραφη τη διαταγή από την πολιτική ηγεσία “αρνούμενος να σκοτώσει ίσως 100.000 άτομα με προφορικές μόνον εντολές”. Η διαταγή πράγματι του στάλθηκε εγγράφως με τις υπογραφές του Υπουργού Εσωτερικών Τζορτζ Μάρσαλ και του Υπουργού Στρατιωτικών Χένρι Στίμσον. Η τελική, ωστόσο, απόφαση, σύμφωνα με το Σύνταγμα των ΗΠΑ, έπρεπε να ληφθεί μόνον από τον Πρόεδρο, ο οποίος και την έλαβε, με την αιτιολογία ότι οι ρίψεις αυτές θα έφερναν γρήγορο τέλος στον πόλεμο στο θέατρο του Ειρηνικού και ότι τα θύματα από τις βόμβες θα ήταν λιγότερα από τις απώλειες σε μια ενδεχόμενη απόβαση στην Ιαπωνία ή από τη συνέχιση του πολέμου. Υπάρχουν απόψεις ομως που υποστηρίζουν ότι η ρίψη των ατομικών βομβών ήταν μια επίδειξη δύναμης από τις ΗΠΑ προς τον υπόλοιπο κόσμο και κυρίως προς τη Σοβιετική Ένωση. Ως τέτοια, προλείανε το έδαφος για την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου.

Ο αρχικός αριθμός των θυμάτων που πέθαναν ακαριαία από τη ρίψη των βομβών υπολογίζεται σε περίπου 70.000 στη Χιροσίμα και 40.000 στο Ναγκασάκι. Όμως οι ολέθριες συνέπειες της πυρηνικής ακτινοβολίας τους επόμενους τέσσερις μήνες αύξησαν τον αριθμό των νεκρών σε 90,000-166,000 στη Χιροσίμα και 80.000 στο Ναγκασάκι[8]. Μέχρι το 1950 ο απολογισμός των θυμάτων είχε φτάσει τα 200.000 θύματα[9].

Οι δυο βόμβες είχαν κατασκευαστεί στα πλαίσια του Σχεδίου Μανχάταν, του αμερικανικού προγράμματος για την κατασκευή ατομικής βόμβας. Το πρόγραμμα ήταν σε λειτουργία όταν έπεσαν οι βόμβες και είχε και άλλες σχεδόν έτοιμες, στα τελευταία στάδια συναρμολόγησης. Υπήρξε η πρόταση από Αμερικανούς επιτελείς να εκτελεστούν κι άλλοι ατομικοί βομβαρδισμοί της Ιαπωνίας· είναι άγνωστο όμως αν κάτι τέτοιο τελικά θα συνέβαινε, καθώς η Ιαπωνία παραδόθηκε στους συμμάχους στις 15 Αυγούστου 1945, δυο μέρες πριν την ολοκλήρωση της κατασκευής της επόμενης βόμβας.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: