Η εβδομάδα που ξεκινά είναι η πιο κρίσιμη για το Κυπριακό –
τουλάχιστον μετά την απόρριψη του Σχεδίου Annan το 2004. Οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων βρίσκονται ήδη στη Γενεύη όπου στο αποψινό τους ραντεβού θα ασχοληθούν με τον κατάλογο των εσωτερικών πτυχών του Κυπριακού οι οποίες θα αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης από αύριο Δευτέρα μέχρι και την Τετάρτη, οπότε και ιδεωδώς θα ολοκληρωθούν με την κατάθεση χαρτών για το εδαφικό. Την δε Πέμπτη 12 Ιανουαρίου ο πήχης ανεβαίνει με την διεθνή διάσκεψη που έχει προγραμματισθεί να συγκληθεί, με αντικείμενο (για πρώτη φορά στα χρονικά) το ζήτημα των εγγυήσεων και της ασφάλειας.
Στην πραγματικότητα, τα αναπάντητα ερωτήματα που έχουν συσσωρευθεί είναι πάρα πολλά, τόσο σε επίπεδο ουσίας, όσο και σε επίπεδο διαδικασίας. Άλλωστε η «δημιουργική ασάφεια», που επιτρέπει σε όλες τις πλευρές να αισθάνονται ότι καλύπτονται, ήταν η κατεξοχήν μέθοδος που ακολουθήθηκε μέχρι τώρα από τους εμπλεκόμενους και ιδίως τον ειδικό απεσταλμένο του ΟΗΕ, Espen Βarth Eide, οδηγώντας στη «Συμφωνία του Δείπνου” της 1ης Δεκεμβρίου, από την οποία προέκυψε η διαδικασία της Γενεύης.
Η επί της ουσίας ασάφεια αφορά βεβαίως το περιεχόμενο που δίνει η κάθε πλευρά στον όρο «διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία», ο οποίος και περιγράφει τον συμφωνημένο στόχο της διαδικασίας επίλυσης του Κυπριακού. Στην πραγματικότητα, όπως δείχνει μεταξύ άλλων η επιμονή της τουρκικής πλευράς να αντιμετωπίζει την Κυπριακή Δημοκρατία ως «εκλιπούσα» και να διεκδικεί την εκ περιτροπής προεδρία ως «κόκκινη γραμμή», η «διζωνική δικοινοτική» καλύπτει δύο αντιφατικές και ασύμβατες επιδιώξεις. Για την ελληνική πλευρά νοείται ως η (μερική) αναίρεση των τουρκικών παρανομιών (αυθαίρετη ερμηνεία των εγγυήσεων, εισβολή, κατοχή, ανακήρυξη ψευδοκράτους), ενώ για τους συνομιλητές της ως η νομιμοποίησή τους.
Επί της διαδικασίας, τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τον Tayyip Erdogan, τον μόνο ιθύνοντα της τουρκικής πλευράς, ο οποίος έχει τη δυνατότητα να λάβει αποφάσεις σε ζητήματα τέτοιας εμβέλειας, όπως το Κυπριακό. Ωστόσο, μέχρι στιγμής η Άγκυρα αφήνει να φανεί ότι θα εκπροσωπηθεί στη διεθνή διάσκεψη από τον πρωθυπουργό Binali Yildirim – γεγονός που θέτει εν αμφιβόλω την παρουσία και του Αλέξη Τσίπρα, καθώς, όπως ανέφερε πηγή του Μεγάρου Μαξίμου στο Αθηναϊκό Πρακτορείο «η Αθήνα θα είναι παρούσα στη Γενεύη στο υψηλότερο επίπεδο, υπό τον όρο ότι το ίδιο θα πράξει και η Τουρκία”.
Τηλεφωνική επικοινωνία του νέου Γ.Γ. του ΟΗΕ Antonio Guterres με τον Τούρκο πρόεδρο δεν οδήγησε τα πράγματα σε αποσαφήνιση των τουρκικών προθέσεων.
Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι στο αίτημα της Αθήνας για μία διμερή συνάντηση Τσίπρα-Erdogan απάντησε ροκανίζοντας τον χρόνο, μέχρις ότου τα περιθώρια για μια τέτοια συνάντηση έγιναν απαγορευτικά. Αλλά και η συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά και Mevlut Cavusoglu την Παρασκευή στη Νέα Υόρκη δεν κατέγραψε καμία νέα σύγκλιση.
Ασάφεια χαρακτηρίζει και την εκπροσώπηση στη διεθνή διάσκεψη της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία και έχει υπογράψει με την Ελλάδα, την Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο τις προς συζήτηση Συμφωνίες Εγγύησης. Ο Νίκος Αναστασιάδης υποστήριξε (και με επιστολή του στα Ηνωμένα Έθνη) ότι θα παραστεί στη Γενεύη με διπλή ιδιότητα, ως επικεφαλής της ελληνοκυπριακής κοινότητας και ως πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά ο Mustafa Akinci με δική του επιστολή έσπευσε να υποστηρίξει ότι κάτι τέτοιο βρίσκεται εκτός των όρων της «Συμφωνίας του Δείπνου” – και ότι εν πάση περιπτώσει και ο ίδιος είναι πρόεδρος της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου”.
Ως προς τις λοιπές δυνάμεις που θα παραστούν στη διεθνή διάσκεψη, ο ίδιος ο Νίκος Αναστασιάδης παραδέχθηκε ότι πρόκειται περί πενταμερούς (Ελληνοκύπριοι, Τουρκοκύπριοι, Ελλάδα, Τουρκία, Βρετανία) και ότι η Ε.Ε. και τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας που προσκλήθηκαν θα έχουν ρόλο περιφερειακό και συμβουλευτικό, εάν θέλουν να παραστούν.
Παράλληλα, και για τις εσωτερικές πτυχές του Κυπριακού γίνεται αντιληπτό ότι ενδέχεται να έχουν μείνει σε ένα βαθμό ανοικτές τη στιγμή σύγκλισης της διεθνούς διάσκεψης και να χρειαστεί οι δύο κοινότητες να επανέλθουν εκ των υστέρων.
Όλα αυτά τα κενά ο Espen Barth Eide τα εντάσσει στο πλαίσιο μιας διαδικασίας που την περιγράφει «ανοικτή” (open-ended), όπως δήλωσε κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα. Πρόκειται για τον τρόπο του να προσπεράσει μιαν άκαρπη έκβαση της διαδικασίας της Γενεύης, χωρίς αυτό να τερματίσει την όλη διαπραγμάτευση, όπως ο ίδιος την έχει καθοδηγήσει ως εδώ.






