Η ιστορία του Ορθόδοξου Πατριαρχείου μετά την Άλωση είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τις σχέσεις ανάμεσα στην Ορθόδοξη και την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί κατά τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου.
Ο δυτικός και ο ανατολικός χριστιανικός κόσμος έφθασαν σε ανοιχτή ρήξη το 1054, όταν οι απεσταλμένοι του Πάπα, που είχαν επισκεφθεί την βυζαντινή πρωτεύουσα, κατέθεσαν στην αγία τράπεζα της Αγίας Σοφίας ένα έγγραφο με το οποίο αφόριζαν τον τότε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τον Μιχαήλ Κηρουλάριο, καθώς και ορισμένους στενούς συνεργάτες του.
Η αντίδραση του Πατριάρχη ήταν γρήγορη και με την υποστήριξη της Ιεράς Συνόδου προχώρησε στον αφορισμό των απεσταλμένων του Πάπα. Φαίνεται όμως πως τα γεγονότα αυτά,που θα τα θεωρούσαμε συγκλονιστικά γιατί σήμαιναν το Σχίσμα των δύο Εκκλησιών, δεν συγκέντρωσαν την προσοχή των Βυζαντινών. Είναι χαρακτηριστικό πως δεν τα κατέγραψε διεξοδικά κανένας σύγχρονος τους βυζαντινός ιστορικός. Χρειάστηκε να περάσουν εκατόν πενήντα χρόνια για να καταλάβουν οι Βυζαντινοί την πραγματική σημασία τους.
Επί τρεις μέρες οι Σταυροφόροι λεηλάτησαν την Πόλη και έσφαζαν χριστιανούς
Κατά την Τέταρτη Σταυροφορία οι πολεμιστές, που είχαν ξεκινήσει από διάφορες χώρες της Δυτικής Ευρώπης για να πολεμήσουν τους Μουσουλμάνους στους Αγίους Τόπους, άλλαξαν τον στόχο τους και τον Απρίλιο του 1204 εκπόρθησαν την Κωνσταντινούπολη.
Επί τρεις μέρες λεηλάτησαν, έσφαξαν και κατέστρεψαν ανοίγοντας ακόμα και τάφους. Ο βυζαντινός λόγιος Νικήτας Χωνιάτης, αυτόπτης μάρτυρας των τραγικών γεγονότων, συνέκρινε τους δυτικοευρωπαίους στρατιώτες με τους Σαρακηνούς για να παρατηρήσει πως οι δεύτεροι έχουν περισσότερη ανθρωπιά.
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους σήμαινε την κατάλυση του βυζαντινού κράτους και των θεσμών του. Ένας Φράγκος, ο κόμης Βαλδουίνος της Φλάνδρας, πήρε την θέση του βυζαντινού αυτοκράτορα. Ένας Βενετός, ο Θωμάς Μοροζίνη, πήρε την θέση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως κι εγκαταστάθηκε στην Αγία Σοφία.
Ένα διαφορετικό πολιτικοδιοικητικό σύστημα, το φεουδαρχικό,αντικατέστησε το βυζαντινό και τα βυζαντινά εδάφη διαμοιράστηκαν ως φέουδα στους Σταυροφόρους. Το νέο αυτό σύστημα σήμαινε για τους αγρότες βαρύτερη φορολογία και πολλαπλές αγγαρείες. Είναι διαφωτιστική η περίπτωση των χωρικών της Λαμψάκου, οι οποίοι, όταν ανακρίθηκαν από τους Βενετούς το 1219, δήλωσαν με όρκο πως κατά το παρελθόν οι ζευγαράτοι και οι βοϊδάτοι πρόσφεραν στους γαιοκτήμονες αγγαρείες για επτά μέρες τον χρόνο.
Στην συνέχεια όμως οι νέοι κυρίαρχοι αποφάσισαν πως θα προσφέρουν για σαρανταοκτώ μέρες τον χρόνο.
Η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης
Το καθεστώς των Σταυροφόρων δεν είχε την δυνατότητα να αποκτήσει στερεά βάση και το 1261 οι Βυζαντινοί ανακατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη. Ο κίνδυνος όμως από την Δυτική Ευρώπη δεν είχε εκλείψει και ο αυτοκράτορας, ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, στην προσπάθεια του να ενισχύσει την θέση του, παραχώρησε ορισμένα προνόμια στις δύο ναυτικές δημοκρατίες της Ιταλίας, την Γένουα και την Βενετία.
Οι αυτοκράτορες που τον διαδέχθηκαν ανανέωσαν και διεύρυναν αυτά τα προνόμια, που με το πέρασμα του χρόνου άρχισαν να περιλαμβάνουν όλο και ευρύτερες φορολογικές απαλλαγές καθώς και παραχωρήσεις εδαφών στα κυριότερα λιμάνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και στην ίδια την πρωτεύουσα της για τις εγκαταστάσεις των εμπόρων. Οι βυζαντινοί έμποροι άρχισαν να διαπιστώνουν με αγανάκτηση πως βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση μέσα στον ίδιο τον τόπο τους ενώ οι δυτικοευρωπαίοι μπορούσαν να εφαρμόζουν κερδοσκοπικές στρατηγικές προκαλώντας σοβαρές ζημίες στον ντόπιο πληθυσμό.
Παράλληλα, οι ρωμιοί έμποροι, που ζούσαν σε λατινοκρατούμενα εδάφη, αντιμετώπιζαν καθημερινά πολλούς περιορισμούς κατά την άσκηση του επαγγέλματος τους, ενώ οι ρωμαιοκαθολικοί συνάδελφοι τους, με την υποστήριξη του καθεστώτος, είχαν κάτω από τον έλεγχο τους τις προσοδοφόρες επιχειρήσεις, κυρίως το μεγάλο διαμετακομιστικό εμπόριο.
Ένας κερδοσκοπικός τομέας που καθιστούσε τους Λατίνους εμπόρους ιδιαίτερα μισητούς στον βυζαντινό λαό ήταν το δουλεμπόριο, στο οποίο επιδίδονταν ορισμένοι από αυτούς. Η λεία που αποκόμιζαν οι Τούρκοι στις συχνές επιδρομές τους περιλάβανε μεγάλους αριθμούς αιχμαλώτων, που αργότερα πουλιούνταν ως σκλάβοι σε δυτικούς εμπόρους, κυρίως Βενετούς, Γενουάτες και Καταλάνους, οι οποίοι στην συνέχεια τους διοχέτευαν στην Δυτική Ευρώπη. Το δουλεμπόριο κατά το διάστημα του ΙΔ’ και ΙΕ’ αιώνα διεξαγόταν αδιάκοπα ανάμεσα στα μικρασιατικά παράλια και τα λατινοκρατούμενα εδάφη, κυρίως την Κρήτη αλλά και την Νάξο, την Χίο και την Ρόδο. Από τα πιο παλιά χρόνια ο χριστιανικός και ο ισλαμικός κόσμος είχαν θεσπίσει ορισμένες αρχές σχετικά με την αγοραπωλησία σκλάβων. Δεν ήταν επιτρεπτό να αγοράζονται ή να πουλιούνται σκλάβοι από ομοθρήσκους τους. Οι Λατίνοι όμως καταπατούσαν την αρχή αυτή σε σχέση με τους Βυζαντινούς χρησιμοποιώντας ως πρόφαση ότι, επειδή οι τελευταίοι ήσαν σχισματικοί, δεν ήσαν απόλυτα ομόθρησκοι τους.
Χριστιανοί ορθόδοξοι δούλοι στα χέρια Λατίνων
Το ζήτημα του δουλεμπορίου δηλητηρίαζε τις σχέσεις ανάμεσα στον δυτικό και τον ανατολικό χριστιανικό κόσμο. Ήδη το 1339, όταν ο βυζαντινός αυτοκράτορας έστειλε τον μοναχό Βαρλαάμ ως πρέσβη στον Πάπα για να διαπραγματευθεί την δυνατότητα κοινής δράσης εναντίον των Τούρκων καθώς και την Ένωση των δύο Εκκλησιών, ανέλυσε ορισμένες προϋποθέσεις, μία από τις οποίες ήταν η απελευθέρωση όλων των Ορθοδόξων σκλάβων που ανήκαν σε Λατίνους και ο οριστικός τερματισμός αυτού του δουλεμπορίου.
Ωστόσο, ο κυριότερος παράγοντας για την διαμόρφωση των σχέσεων ανάμεσα στον ορθόδοξο και τον ρωμαιοκαθολικό κόσμο ήταν η ίδια η Ορθόδοξη Εκκλησία, που εξακολουθούσε να διατηρεί το κύρος της και να επηρεάζει βαθύτατα τον βυζαντινό λαό.
Λουκάς Νοταράς: Προτιμότερο το τουρκικό φακιόλι από την λατινική καλύπτρα
Συνοπτικά εξέφρασε την άποψη των Ανθενωτικών μέσα στην πολιορκημένη βυζαντινή πρωτεύουσα ο μέγας δούκας και μεσάζων, ο Λουκάς Νοταράς, όταν πρόφερε την φράση κρειττοτερον εστίν είδέναι εν μέστβ ττ\ πόλει φακιόλιον βασιλεΰον Τούρκων η καλύπτραν Λατι- νικην.
Τα λόγια αυτά ακούστηκαν σαν απάντηση στους πανικόβλητους Κωνσταντινουπολίτες που, αντικρύζοντας τα πολυάριθμα τουρκικά στρατεύματα να περικυκλώνουν την πόλη τους, άρχισαν να λένε πως θα ήταν προτιμότερο να παραδοθούν στους Λατίνους.
Ο Νοταράς ήταν γόνος μιας ισχυρής και πλούσιας οικογένειας η οποία διατελούσε από χρόνια στην υπηρεσία της δυναστείας των Παλαιολόγων, συνδεόταν μαζί της με επιγαμία, και διατηρούσε επαφές με εκπροσώπους ξένων κρατών, χάρη στις οποίες ορισμένα μέλη της είχαν αποκτήσει ξένες υπηκοότητες. Ο ίδιος ο Νοταράς στα μάτια των συμπολιτών του ήταν το δεύτερο σε δύναμη πρόσωπο μετά τον αυτοκράτορα.
Όπως είναι φυσικό, η κοινωνική θέση και η προσωπικότητα του έδιναν ξεχωριστό βάρος στα λόγια του.
Ο Νοταράς, όταν δήλωσε πως είναι προτιμότερο το τουρκικό φα- κιόλι από την λατινική καλύπτρα, επαναλάμβανε ένα σύνθημα, που είχε διαδοθεί ανάμεσα στους συγχρόνους του. Στό διάστημα των ταραχών ακούγονταν ορισμένα συνθήματα στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης
: Την γαρ Λατίνων οϋτε βοήθειαν ούτε την ενωσιν χρήζομεν. Άπέστω άφ’ ημών ή των άζυμιτών λατρεία. Ασφαλώς όμως ο λαός δεν τα φώναζε ακριβώς έτσι γιατί η λαλούμενη γλώσσα είχε πια απομακρυνθεί από την γραμματική και την σύνταξη της αρχαίας ελληνικής.
Ο ιστορικός Δούκας, που κατέγραψε μερικά από τα συνθήματα,20 προφανώς τα μεταγλώττισε σε μιά αρχαιοπρεπέστερη γλώσσα και φρασεολογία για να μείνει πιστός στην βυζαντινή ιστοριογραφική παράδοση.
Με τον ίδιο τρόπο θα μεταγλώττισε και την φράση του Νοταρά, που ήταν κι αυτή ένα από τα συνθήματα της εποχής. Μια παρόμοια φράση ακουγόταν σαράντα πέντε περίπου χρόνια αργότερα στην βενετοκρατούμενη
Κέρκυρα : καλύτερα ο ζαρκουλάς (δηλαδή το καπέλο των γενιτζάρων) παρά η μπερέττα (δηλαδή ο βενετσάνικος σκούφος).
Η τελευταία αυτή φράση έχει διασωθεί σε ιταλική μετάφραση ώστε να μην ξέρουμε πώς ακριβώς ήταν το ελληνικό της πρότυπο. Το συμβολικό όμως στοιχείο, το κάλυμμα του κεφαλιού, δεν αφήνει αμφιβολία ότι πρόκειται για το ίδιο σύνθημα.
Λίγες μέρες αφού πήραν οι Τούρκοι την Πόλη, ο Νοταράς θανατώθηκε, ύστερα από διαταγή του Σουλτάνου, μαζί με τους γιους του και μαζί με άλλους βυζαντινούς αριστοκράτες. Σύμφωνα με μία πηγή της εποχής, το έργο του Δούκα, ο Νοταράς θανατώθηκε γιατί αρνήθηκε να παραδώσει τον ανήλικο γιο του στις ανώμαλες ορέξεις του Μωάμεθ
Β’. Η πληροφορία αυτή έγινε αποδεκτή από την νεότερη ιστοριογραφία ενώ οι άλλες σύγχρονες πηγές παραδίδουν πως η αιτία ήταν διαφορετική.
Εκκλησίαν έχειν και Βασιλέα ουκ έχειν
Το 1393 ο Πατριάρχης Αντώνιος Δ’ έγραφε προς τον Βασίλειο, τον ηγεμόνα της Μόσχας, ότι είναι αδύνατο στους Χριστιανούς να έχουν Εκκλησία και να μην έχουν βασιλέα.Στις 29 του Μάη του 1453, με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης έγινε δυνατό αυτό που φαινόταν αδύνατο πριν από εξήντα χρόνια. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ΙΑ’ ο Παλαιολόγος είχε σκοτωθεί στην τελική μάχη και το βυζαντινό κράτος είχε καταλυθεί. Αλλά το Πατριαρχείο θα συνέχιζε την ζωή του γιατί ο Σουλτάνος σύντομα επέτρεψε την ανασύσταση του.
Η διαδικασία, ύστερα από την οποία ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής αναγνώρισε τον Γεννάδιο Σχολάριο ως τον πρώτο Πατριάρχη της Τουρκοκρατίας, είναι κυρίως γνωστή από πηγές γραμμένες πάνω από μισό αιώνα αργότερα. Μόνο τρεις σύγχρονοι προς τα τραγικά γεγονότα του Μάη του 1453 σημείωσαν κάτι σχετικό με την πλήρωση του κενού πατριαρχικού θρόνου αλλά και οι τρεις αποσπασματικά και με γενικότητες.
Οι δύο πρώτοι έζησαν τον σκοτωμό και την αιχμαλωσία. Ο ένας από αυτούς είναι ο ίδιος ο Γεννάδιος, ο οποίος όμως αφιερώνει περισσότερες γραμμές στα βάσανα του και στις πιέσεις που του ασκήθηκαν για να αναλάβει την διακυβέρνηση του Πατριαρχείου παρά στα συγκεκριμένα γεγονότα που προηγήθηκαν. Πάντως μας πληροφορεί ότι επέστρεψε από το μέρος, όπου είχε οδηγηθεί αιχμάλωτος, στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον Σουλτάνο. Στην συνέχεια ότι χειροτονήθηκε από μία σύνοδο πολλών επισκόπων πρώτα διάκονος, κατόπιν πρεσβύτερος, κατόπιν επίσκοπος και τέλος Πατριάρχης. Επίσης ότι ο Σουλτάνος με κίνητρα την γνώση και την φιλανθρωπία παραχώρησε με έγγραφο σ’ αυτόν την ελευθερία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ότι του έκανε πολλές δωρεές. Ο δεύτερος είναι ο Θεόδωρος Αγαλλιανός, ο Μεγάλος Χαρτοφύλακας ύστερα από την Άλωση, ο οποίος γράφει πως ο Σουλτάνος ανέλπιστα επέτρεψε στους Χριστιανούς να συνεχίσουν να ζουν σύμφωνα με τις παλιές τους συνήθειες και τους νόμους και να έχουν τους θρησκευτικούς τους αρχηγούς και τις εκκλησίες τους. Επίσης ότι ονόμασε Πατριάρχη τον Γεννάδιο στην Αδριανούπολη, όπου αυτός είχε οδηγηθεί αιχμάλωτος, και ότι στην συνέχεια επέτρεψε να συνέλθει Ιερά Σύνοδος για να τον εκλέξει.
Ο τρίτος είναι ο βιογράφος και εγκωμιαστής του Μωάμεθ Β’, ο ιστορικός Κριτόβουλος, ο οποίος παρακολούθησε την Άλωση από την Ίμβρο και ο οποίος από παλιά συνδεόταν με φιλία προς τον Γεννάδιο.
Πηγή:
«Δέκα τουρκικά έγγραφα για την Μεγάλη Εκκλησία» (1483-1567)
ΑΘΗΝΑ Ελισάβετ Α. Ζαχαριάδου