Η συμμετοχή στην ευρωζώνη είναι αμετάκλητη, τόνισε ο αξιωματούχος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας απαντώντας
στο τι θα συνέβαινε εάν η Ελλάδα εγκατέλειπε το ευρώ και το νέο σύστημα T2S της ΕΚΤ
Η συμμετοχή στην ευρωζώνη είναι αμετάκλητη και η αποχώρηση από το ενιαίο νόμισμα δεν προβλέπεται βάσει της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επανέλαβε την Τρίτη ο Ιβ Μερς, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ.
«Θεωρούμε τη συμμετοχή στην ευρωζώνη αμετάκλητη και αυτό ισχύει βάσει της παραδοχής ότι οι κανονισμοί και η συνθήκη (σ.σ. της ΕΕ) έχουν γραφτεί», σημείωσε ο Μερς σε ομιλία του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Ο Ιβ Μερς έδωσε αυτή την απάντηση ερωτηθείς σχετικά με το τι θα συνέβαινε εάν η Ελλάδα εγκατέλειπε την ευρωζώνη και το νέο σύστημα T2S της ΕΚΤ, για αξιόγραφα αποτιμημένα σε ευρώ, το οποίο τίθεται σε λειτουργία την επόμενη εβδομάδα.
Ο Μερς τόνισε ότι δεν θα ήθελε να υπεισέλθει στη σεναριολογία σχετικά με την αποχώρηση οποιασδήποτε χώρας από το ευρώ και πρόσθεσε πως η ευρωπαϊκή προσέγγιση βασίζεται στη συνεργασία και στην επίτευξη συμφωνίας ακόμη και σε «δύσκολες καταστάσεις».
Mονομερής αποχώρηση
από την E.E. η την ONE
Η διάκριση μεταξύ μονομερούς και διαπραγματεύσιμης αποχώρησης είναι σημαντική, δεδομένου ότι οποιαδήποτε έρευνα σχετικά με την ύπαρξη ενός νομικού δικαιώματος υπαναχώρησης μπορεί να αφορά μόνο μία μη διαπραγματεύσιμη αποχώρηση (διαπραγματεύσιμες αποχωρήσεις είναι πάντα δυνατές).
Καμία συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Eνωση, με εξαίρεση τη Συνθήκη για την ίδρυση της Eυρωπαϊκής Kοινότητας Xάλυβα και Aνθρακα, δεν εμπεριείχε ρήτρα για την αποχώρηση ενός κράτους-μέλους μέχρι και τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία προβλέπει την αποχώρηση (μονομερής ή διαπραγματεύσιμη) ενός κράτους-μέλους. Οι πιθανοί λόγοι για τους οποίους συνέβαινε αυτό ήταν για να αποφευχθεί η αμφισβήτηση της δέσμευσης ενός κράτους-μέλους να τηρήσει αυτά που είχε συμφωνήσει, η αποτροπή μιας τέτοιας δυνατότητας και να αποφευχθεί η εκπόνηση μιας διαδικασίας αποχώρησης και των συνεπειών της. Ο τρίτος λόγος παρόλο που φαίνεται ασήμαντος, στην πραγματικότητα αποτελεί έναν κανονικό σκόπελο. Για παράδειγμα, μια πιθανή αποχώρηση ενός κράτους-μέλους από την ΟΝΕ θα είχε ως συνέπεια (α) τη δημιουργία ενός νέου νομίσματος ή την επαναφορά της παλαιότερης ισοτιμίας του κράτους-μέλους, (β) την επιστροφή των κεφαλαίων συνεισφοράς της αποχωρούσης εθνικής κεντρικής τράπεζας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) κεφαλαίων και την επιστροφή των συναλλαγματικών διαθεσίμων που είχαν μεταφερθεί στο Ευρωσύστημα και (γ) την πλήρη μεταβίβαση της νομισματικής κυριαρχίας πίσω στην αποσχισθείσα εθνική κεντρική τράπεζα με όλες τις πρακτικές δυσκολίες και τις νομικές αβεβαιότητες που αυτή συνεπάγεται για εκκρεμείς πράξεις νομισματικής πολιτικής, ιδίως στην περίπτωση μονομερούς αποχώρησης. Σε ό,τι αφορά το κράτος-μέλος που θα αποχωρήσει από την Ε.Ε., οι περιπλοκές που περιβάλλουν την αποχώρηση είναι πολλές και επηρεάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις κάθε φυσικού ή νομικού πρόσωπο εντός ή εκτός του εδάφους του. Η παραπάνω μη ύπαρξη σαφών κανόνων και διαδικασιών από το πρωτογενές δίκαιο της Eνωσης σε κάθε περίπτωση μπορεί να μεταφραστεί με δύο τρόπους: είτε ότι το δικαίωμα του αποχώρησης του κράτους-μέλους προϋπήρχε καθώς θα μπορούσε να ασκήσει τα κυριαρχικά του δικαιώματα και να αποχωρήσει από την Eνωση, είτε ότι η μη ύπαρξη σαφών κανόνων και διαδικασιών ήταν σκόπιμη και η αποχώρηση ήταν ανέφικτη εξ αρχής και τόνιζε τη δέσμευση των κρατών-μελών για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Η Συνθήκη της Λισαβόνας στο άρθρο 50 προβλέπει την αποχώρηση ενός κράτους-μέλους από την Ευρωπαϊκή Eνωση. Πιο συγκεκριμένα το άρθρο 50 αναφέρει:
1. Κάθε κράτος-μέλος μπορεί να αποφασίσει να αποχωρήσει από την Eνωση, σύμφωνα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς του κανόνες.
2. Το κράτος-μέλος που αποφασίζει να αποχωρήσει γνωστοποιεί την πρόθεσή του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Υπό το πρίσμα των προσανατολισμών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η Eνωση προβαίνει σε διαπραγματεύσεις και συνάπτει με το εν λόγω κράτος συμφωνία που καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρησή του, λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο των μελλοντικών του σχέσεων με την Eνωση. Η διαπραγμάτευση της συμφωνίας αυτής γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 218, παράγραφος 3, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Eνωσης. Η συμφωνία συνάπτεται εξ ονόματος της Eνωσης από το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, μετά την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
3. Οι Συνθήκες παύουν να ισχύουν στο εν λόγω κράτος από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας αποχώρησης ή, ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, δύο έτη μετά τη γνωστοποίηση που μνημονεύεται στην παράγραφο 2, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σε συμφωνία με το εν λόγω κράτος-μέλος, αποφασίσει ομόφωνα την παράταση της προθεσμίας αυτής.
4. Για τους σκοπούς των παραγράφων 2 και 3, το μέλος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύει το αποχωρών κράτος-μέλος δεν συμμετέχει ούτε στις συζητήσεις ούτε στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή του Συμβουλίου που το αφορούν. Η ειδική πλειοψηφία ορίζεται βάσει του άρθρου 238, παράγραφος 3, στοιχείο β), της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Eνωσης.
5. Εάν το κράτος που αποχώρησε από την Eνωση ζητήσει την εκ νέου προσχώρησή του, η αίτησή αυτή υπόκειται στη διαδικασία του άρθρου 49.
Το παραπάνω άρθρο της Συνθήκης εγείρει δύο τουλάχιστον εύλογα ζητήματα. Πρώτον, η ρήτρα αποχώρησης φαίνεται να ενδείκνυται εάν μόνο ένα ή δύο κράτη-μέλη όφειλαν να αποσύρουν κάθε φορά, αλλά όχι για μια μαζική έξοδο από την Ευρωπαϊκή Eνωση. Δεύτερον, και ίσως το πιο σοβαρό, είναι ότι η ρήτρα αποχώρησης δεν περιέχει ειδικές διατάξεις σχετικά με τις απαιτήσεις για την απόσυρση του κράτους-μέλους που έχει υιοθετήσει το ευρώ.
Το παραπάνω ζήτημα δημιουργεί ερωτηματικά ως προς τη σκοπιμότητα της απουσίας μιας τέτοιας ρήτρας και αφήνει χώρο για διάφορες ερμηνείες. Γενικότερα, σε αντίθεση με τη συμμετοχή της Ε.Ε., η συμμετοχή στην ΟΝΕ αποτελεί νομική υποχρέωση για όλα τα κράτη-μέλη. Eτσι, ενώ ένα κράτος-μέλος μπορεί να είναι ελεύθερο να καταγγείλει τη συμμετοχή του στην Ε.Ε. και να αντιτίθεται στις υποχρεώσεις του έναντι στη Συνθήκη ακόμα και στο σύνολό τους, δεν θα είναι ελεύθερο να ανακαλέσει την απόφασή του να ενταχθεί στην ΟΝΕ και να υπερβεί μία δεσμευτική υποχρέωση, βάσει της Συνθήκης ΕΚ, εκτός αν αποχωρήσει και από την Ευρωπαϊκή Eνωση. Κάτι τέτοιο όμως είναι αδιανόητο στα μάτια του κοινοτικού νομοθέτη για την τρίτη φάση της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης (Νομισματική και Οικονομική Eνωση) καθώς θεωρεί την υιοθέτηση του ευρώ αμετάκλητη και τη νομισματική ολοκλήρωση μη αναστρέψιμη. Το γεγονός ότι οι απαιτήσεις για την ένταξη στην Ε.Ε. (κριτήρια της Κοπεγχάγης) διαφέρουν από εκείνες που ισχύουν για την προσχώρηση στην ευρωζώνη (κριτήρια σύγκλισης του Μάαστριχτ) δεν έχει καμία σημασία. Η ΟΝΕ είναι ένα υποσύνολο της Ε.Ε., για αυτό και το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρική Τράπεζας – που βρίσκεται στο επίκεντρο του ΕΣΚΤ και του Ευρωσυστήματος – έχει προσαρτηθεί ως πρωτόκολλο της Συνθήκης ΕΚ. Κατ’Α αυτόν τον τρόπο μια έξοδος κράτους-μέλους από την Ε.Ε. αυτόματα σημαίνει και έξοδο από την ΟΝΕ.
Συμπερασματικά, τα κράτη-μέλη δεν θα μπορούσαν, πριν από τη Συνθήκη της Λισαβόνας, να αποσυρθούν μονομερώς είτε από την Ε.Ε. ή κατά μείζονα λόγο από την ΟΝΕ και ότι ο μόνος τρόπος για να το πράξουν νομικά θα ήταν με τη διαπραγμάτευση συμφωνίας με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της. Μια τέτοια συμφωνία κατ’Α ανάγκη συνεπάγεται την τροποποίηση της Συνθήκης και απαιτεί την ομόφωνη συγκατάθεση των εταίρων της σύμφωνα με το άρθρο 48 της ΣΕΕ. Το πόσο πιθανό είναι ορισμένα κράτη-μέλη να επιθυμούν να αποχωρήσουν οικειοθελώς (όσο θερμά τους και να το επιθυμούν τα υπόλοιπα κράτη-μέλη) μπορεί να είναι αποκλειστικά θέμα υποθέσεων. Αυτό που είναι σαφές, ωστόσο, είναι ότι μια αποχώρηση ενός κράτους μέλους θα συνεπαγόταν τόσο σοβαρές νομικές και πρακτικές δυσκολίες. που ακόμη και διαπραγματεύσεις με την καλύτερη πίστη δεν θα αρκούσαν για να τις ξεπεράσουν.