Το «πολίτευμα του Λυκούργου» ήταν μία σύνθεση δημοκρατικών, μοναρχικών και ολιγαρχικών στοιχείων που είχε στόχο την αποτροπή πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων και την εξασφάλιση της μακροχρόνιας σταθερότητας.
Ήταν ένα πολίτευμα που προκάλεσε αντιφατικές αποτιμήσεις από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη μέχρι τους μαρξιστές και τους ναζιστές αλλά εν τέλει καθόρισε τη δύναμη, τη διάρκεια και την αίγλη της Αρχαίας Σπάρτης.
Η πραγματική πολιτική ηγεσία της Σπάρτης, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα (Ελληνικά, 3.3.), ήταν η αποκαλούμενη «Μικρή Εκκλησία» την οποία συγκροτούσαν οι δύο Βασιλείς, η Γερουσία (28 Γέροντες) και οι πέντε Έφοροι, που εκλέγονταν από την Απέλλα (τη συνέλευση των ομοίων / πολιτών).
Οι τρεις αυτοί πολιτειακοί θεσμοί με αλληλοσυμπληρούμενες αλλά και αντικρουόμενες εξουσίες, διασφάλιζαν με αυστηρότητα τη σταθερότητα της πόλης αλλά και την διαχρονική διατήρηση της ηγετικής – και προδήλως προνομιούχου – θέσης τους στην Σπαρτιατική κοινωνία.
Α. Οι δύο βασιλείς
Η προέλευση του θεσμού της διπλής βασιλείας έχει προκαλέσει πληθώρα εικασιών με επικρατέστερη εκείνη που θέλει την Σπάρτη να προκύπτει από τη συνένωση δύο βασιλείων, τα οποία είχαν δημιουργηθεί μετά την κάθοδο των Δωριέων στην περιοχή. Η εποίκηση των Δωριέων είχε ερμηνευτεί από τους Σπαρτιάτες, όχι ως βίαια εισβολή αλλοφύλων, αλλά ως αποκατάσταση των απογόνων του πρωταρχικού «κυρίου» της Πελοποννήσου, του Ηρακλή, στη γη που του είχε παραχωρήσει ο Δίας. Οι βασιλείς της Σπάρτης συντηρούσαν αυτό τον μύθο για την καταγωγή τους και με τον τρόπο αυτό ανήγαγαν το δικαίωμα της εξουσίας τους στον θεό Δία.
Η διπλή βασιλεία μοιραζόταν σε δύο οικογένειες: τους Αγιάδες (κατάγονταν σύμφωνα με την παράδοση απευθείας από τον Ηρακλή και θεωρούνταν ως οι πλέον ευγενείς) και τους Ευρυποντίδες (που κατάγονταν από τον γιο του Ηρακλή, Ύλλο).
Αρχικά είχαν ως βασικές αρμοδιότητες τη διοίκηση του στρατεύματος και την ανίχνευση της θεϊκής βούλησης (προσφυγή στο μαντείο των Δελφών, προσφορά θυσιών και παρατήρηση φαινομένων) βαθμιαία όμως, οι απόλυτες εξουσίες τους υποχώρησαν, καθώς οι όμοιοι/πολίτες έβλεπαν όλο και με μεγαλύτερη καχυποψία την προσπάθειά τους να κυριαρχήσουν πάνω στους άλλους θεσμούς.
Έχαιραν πάντα ιδιαίτερων τιμών, όπως μεγαλύτερα μερίδια από τα πολεμικά λάφυρα και τιμητικές θέσεις στα κοινά συσσίτια, αλλά κατά τους κλασσικούς χρόνους ελέγχονταν αυστηρά από τους Εφόρους, ενώ ήταν υποχρεωμένοι κάθε μήνα να ορκίζονται ότι θα ασκήσουν τη βασιλική εξουσία σύμφωνα με τους νόμους.
Η ανάρρηση στη βασιλεία γινόταν κληρονομικά. Στη διαδοχή προηγούταν ο γιός που θα γεννιόταν μετά την ανακήρυξη κάποιου ως Βασιλιά και όχι ο πρωτότοκος.
Σε περιπτώσεις αμφισβήτησης της πατρότητας ενός διαδόχου, η επιλογή του Βασιλιά γινόταν από την Γερουσία και επικυρώνονταν από τη συνέλευση. Ο συντηρητικός και θρησκευτικός χαρακτήρας των Σπαρτιατών εξηγεί το γεγονός ότι ο θεσμός της βασιλείας δεν αμφισβητήθηκε ποτέ αλλά παρέμεινε ως αυτοδύναμος παράγοντας μέχρι την παρακμή της Σπάρτης.
Β. Οι πέντε Έφοροι
Η πολιτειακή οργάνωση της Σπάρτης καθοριζόταν από την «ρήτρα» του (πιθανώς μυθικού) Λυκούργου. Στη «ρήτρα» δεν γινόταν λόγος για «Έφορους» αλλά κρίθηκε αναγκαίο να θεσπιστεί αυτή η νέα αρχή, η οποία θα επόπτευε το πολίτευμα, ουσιαστικά θα επαγρυπνούσε εναντίον εκείνων που θεωρητικά θα μπορούσαν να το απειλήσουν, δηλαδή των βασιλέων.
Η ακριβής αρχή του θεσμού των Εφόρων δεν έχει προσδιοριστεί ιστορικά, όπως δεν έχουμε και ακριβείς μαρτυρίες για τον τρόπο εκλογής τους, θεωρητικά όμως κάθε Σπαρτιάτης «όμοιος», μεγαλύτερος από 30 ετών, μπορούσε να γίνει Έφορος μετά από την εκλογή του «δια βοής» από τη συνέλευση των πολιτών, την Απέλλα, για έναν μόλις χρόνο και χωρίς να έχει δικαίωμα επανεκλογής.
Εν ονόματι της διατήρησης της τάξης, οι πέντε Έφοροι είχαν ένα μεγάλο εύρος εξουσιών. Διηύθυναν τις συνεδριάσεις της Απέλλας και επόπτευαν την υλοποίηση των αποφάσεών της, ενώ μπορούσαν ακόμα και να μεταφέρουν χρονικά τις αποφάσεις της, εάν αφορούσαν στην κήρυξη πολέμου. Είχαν την εποπτεία της διαπαιδαγώγησης των νέων, και τον έλεγχο της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών, καθώς και βασικές δικαστικές αρμοδιότητες, όπως την εκδίκαση όλων των αστικών υποθέσεων, την εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων που εμπλέκονταν είλωτες και ξένοι και την εισαγωγή σε δίκη των άλλων πολιτειακών φορέων.
Οι έφοροι είχαν την εξουσία να παραπέμψουν τους Βασιλείς ενώπιον μίας Ανωτάτης Επιτροπής Ενόρκων (την οποία συνιστούσαν Έφοροι και Γερουσία), η οποία είχε την εξουσία να τους δικάσει, ακόμα και να τους εκθρονίσει. Για την ακρίβεια, οι Έφοροι είχαν το δικαίωμα να παραπέμψουν μόνο τον ένα από τους δύο βασιλείς, ώστε να μη διασαλευθεί ο χαρακτήρας τους πολιτεύματος.
Οι Έφοροι ελάμβαναν τις αποφάσεις κατά πλειοψηφία και απολάμβαναν ιδιαίτερα τιμητικά δικαιώματα, όπως το να στέκονται μπροστά από τους Βασιλείς ή να υπογράφουν συμβάσεις, αλλά η κατάληψη της θέσης του Εφόρου δεν συνιστούσε την απαρχή μίας πολιτικής σταδιοδρομίας. Δεν είναι τυχαίο ότι στην ιστορία έμειναν ελάχιστα ονόματα Εφόρων σε αντίθεση με ονόματα Βασιλιάδων και στρατηγών.
Γ. Οι εικοσιοκτώ Γέροντες
Το «κριτήριο της αρχαιότητας» χαρακτηρίζει όλον τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Στους Νόμους του Πλάτωνα, η νεότητα είναι το άγριο τμήμα της ζωής που απλά πλαισιώνει τους Γέροντες, οι οποίοι είναι εκείνοι που θα πρέπει να διοικούν της ιδανική πολιτεία.
Η Σπάρτη ήταν μία πόλη / κράτος που κυβερνούσαν οι Γέροντες. Χωρίς το «Συμβούλιο Γερόντων», δεν μπορούσε να ληφθεί καμία σημαντική απόφαση εξωτερικής ή εσωτερικής πολιτικής. Όλες οι αποφάσεις της Λαϊκής συνέλευσης προετοιμάζονταν από την Γερουσία: εκείνη έπρεπε να αποφασίσει ποιες προτάσεις θα έφταναν στη λαϊκή συνέλευση για να συζητηθούν και ποιες όχι. Είχε το δικαίωμα ακόμα και να ακυρώσει τις προτάσεις της Απέλλας και να διαλύσει τη συνεδρία της, όταν διαπίστωνε ότι οδηγείται σε λανθασμένες, κατά την άποψή της, αποφάσεις.
Η Γερουσία αποτελούσε επίσης το ανώτατο ποινικό δικαστήριο της πόλης, εκδικάζοντας υποθέσεις στις οποίες η ποινή μπορούσε να ήταν ο θάνατος, η εξορία ή η στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.
Η δομή και η οργάνωσή της Γερουσίας υποδεικνυόταν από την «ρήτρα». Απαρτιζόταν από 28 μέλη που έπρεπε να είναι μεγαλύτερα των 60 ετών, δεν λογοδοτούσαν σε κανέναν για τις αποφάσεις τους, ενώ η θητεία τους ήταν ισόβια. Παρόλο που τα ιστορικά στοιχεία δεν είναι επαρκή, το συμβούλιο των Γερόντων δεν φαίνεται να ήταν το αντιπροσωπευτικό όργανο των ευγενών, με την κλασσική έννοια του όρου, αφού στη Σπάρτη δεν υπήρχε οργανωμένη τάξη ευγενών, όπως στην Αθήνα (μέλη Αρείου Πάγου) ή αργότερα στη Ρώμη με τους Συγκλητικούς. Παρόλα αυτά, ο περιορισμένος αριθμός των μελών της Γερουσίας και η ισόβια θητεία του αξιώματος, περιόριζαν σημαντικά τη δυνατότητα ανάρρησης των απλών πολιτών στο αξίωμα.
Ο τρόπος εκλογής των μελών της Γερουσίας, αν και καυτηριάστηκε τον 4ο αι. π.Χ. από τον Αριστοτέλη ως «παιδαριώδης» (ο Αριστοτέλης καυτηρίασε επίσης και τη μεγάλη ηλικία των μελών της Γερουσίας καθώς «γηράσκει όχι μόνο το σώμα αλλά και το πνεύμα»), παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς τότε εμφανίζεται για πρώτη φορά το σύστημα της «ταξινομικής ψήφου».
«Ο καλύτερος στους καλούς»
Mία αδρή περιγραφή του τρόπου ανάδειξης κάποιου Σπαρτιάτη στη θέση εκλιπόντος γερουσιαστή, μας μεταφέρει ο Πλούταρχος στον Λυκούργο: Υποψήφιος για την θέση μπορούσε να ήταν κάθε όμοιος / πολίτης που ήταν πάνω από 60 χρονών.
Τη θέση καταλάμβανε ο «πιο ενάρετος από αυτούς» με μία διαδικασία που αναφέρεται ως «διαγωνισμός» και μάλιστα «ο πιο μεγάλος κι ο πιο περίτεχνος διαγωνισμός» που σκέφτηκαν οι άνθρωποι. Η διαδικασία ήταν απαραίτητη διότι δεν υπήρχαν αντικειμενικά κριτήρια εκλογής.
Δεν κρινόταν «ο πιο γρήγορος στους γρήγορους», ούτε «ο πιο δυνατός στους δυνατούς», αλλά «ο καλύτερος στους καλούς» και «ο γνωστικότερος στους γνωστικούς». Το «έπαθλο» ήταν οι μεγάλες τιμές και η εξίσου μεγάλη δύναμη που έδινε το αξίωμα.
Ο διαγωνισμός διεξάγονταν με τον εξής τρόπο: κάποιοι κριτές απομονώνονταν σε ένα οίκημα από όπου δεν έβλεπαν (ούτε μπορούσε κάποιος να τους δει) παρά μόνο άκουγαν τις φωνές των πολιτών.
Κάθε υποψήφιος λοιπόν εισερχόταν στον χώρο όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι πολίτες σιωπηλός και δεχόταν τις επευφημίες του κόσμου. Οι έγκλειστοι κριτές διέθεταν πινακίδες και «βαθμολογούσαν» την ένταση των κραυγών, χωρίς να ξέρουν για ποιόν προορίζονταν, παρά μόνον ότι ήταν για τον πρώτο, για τον δεύτερο, για τον τρίτο κατά σειρά εμφάνισης υποψήφιο.
Καθοριστική παράμετρος της διαδικασίας ήταν ότι η σειρά που εμφανίζονταν οι υποψήφιοι μπροστά στους συγκεντρωμένους πολίτες αποφασίζονταν με κλήρωση (ήταν δηλαδή απολύτως τυχαία), λίγο πριν ξεκινήσει η διαδικασία.
Ο τρόπος αυτός εκλογής των Γερουσιαστών ήταν θωρακισμένος από ενδεχόμενα εξαγοράς ψήφων ή απλής εύνοιας της κριτικής επιτροπής, ενώ εισήγαγε ένα τρόπο βαθμολόγησης από τους κριτές που ονομάστηκε αργότερα από τους μελετητές «ταξινομική ψήφος».
Σύμφωνα με την ταξινομική ψήφο ο κάθε κριτής έδινε και από ένα «βαθμό» σε κάθε υποψήφιο με βάση συγκεκριμένη κλίμακα. Έδινε διαφορετικό «βαθμό» στον πρώτο, διαφορετικό στον δεύτερο, άλλον στον τρίτο κ.ο.κ..
Έπρεπε να βαθμολογήσει όλους τους υποψηφίους και όχι απλώς, όποιον θεωρούσε ότι ξεσήκωσε τις δυνατότερες επευφημίες.
Έτσι η τελική καταμέτρηση ήταν το άθροισμα της κρίσης όλων των κριτών. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, ο υποψήφιος που είχε πάρει δύο «άριστα» και δύο κακούς βαθμούς να χάσει τη θέση από άλλον που είχε πάρει πέντε «λίαν καλώς» (αν και η διαδικασία των φωνών μάλλον δεν επέτρεπε τόσο μεγάλη διαφορά βαθμολόγησης των υποψηφίων από τους κριτές).
Εκείνος που τελικά εκλεγόταν στη Γερουσία, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, πήγαινε στεφανωμένος στα ιερά των Θεών, ακολουθούμενος από νέους που τον δοξολογούσαν και από γυναίκες που μακάριζαν τη ζωή του.
Η πόλη όλη τον τιμούσε και του έδινε δεύτερη μερίδα στο συσσίτιο (μεγάλο προνόμιο σε μία κοινωνία ομοίων).
Ήταν ο νικητής μίας δημοκρατικής διαδικασίας για ένα ολιγαρχικό αξίωμα του μοναδικά περίπλοκου και προκλητικά ιδιόμορφου Σπαρτιατικού πολιτεύματος.