Άξιο θαυμασμού είναι το μεγάλο πνευματικό, εθνικό και κοινωνικό έργο της Σουμελιώτισσας, ιδιαίτερα μετά την πτώση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας.
Γίνεται το σύμβολο και η ελπίδα των Ελληνoποντίων που καταφεύγουν στην προστασία της και βρίσκουν παρηγοριά και ασφάλεια. Κάτω από την προστασία της οι υπόδουλοι Έλληνες βρίσκουν τη δύναμη να αγωνιστούν ενάντια στις τουρκικές διώξεις, στα βασανιστήρια, στους εξισλαμισμούς και κατά τα τελευταία πριν από την ανταλλαγή χρόνια να σηκώσουν το βαρύ σταυρό της εξόντωσης από τη σχεδιασμένη από το επίσημο τουρκικό κράτος τακτική της γενοκτονίας όπου θυσιάστηκαν 350.000 Έλληνες του Πόντου.
Μέσα στο βαρύ της τυραννίας κλίμα, είναι κέντρο γραμμάτων και παιδείας, εκπαιδεύοντας ιερείς και δάσκαλους, δρώντας ανασταλτικά στον οδοστρωτήρα του εκτουρκισμού και στην απώλεια της εθνικής ταυτότητας και συνείδησης, ανατρέποντας το ηθικό των Ελλήνων με την ιδέα της εθνικής ανεξαρτησίας και της θρησκευτικής ελευθερίας..
Η απελευθέρωση της εικόνας
Με τον ξεριζωμό το εικόνισμα της Παναγίας θάφτηκε από τους τελευταίους μοναχούς στα αγιασμένα χώματα της. Δέκα χρόνια αργότερα ο μητροπολίτη Ξάνθης Πολύκαρπος Ψωμιάδης και ο υπουργός Λεωνίδας Ιασονίδης ζήτησαν τη μεσολάβηση του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου για την απελευθέρωση της εικόνας. Μετά την έγκριση του αιτήματος από τον Τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού, πήγε στον Πόντο ο αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος από τους τελευταίους μοναχούς της μονής και ύστερα από αγωνιώδεις προσπάθειες βρήκε την εικόνα, τον πολύτιμο σταυρό με το τίμιο ξύλο που είχε δωρίσει στο μοναστήρι ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας Εμμανουήλ Γ΄ ο Κομνηνός το χειρόγραφο Ευαγγέλιο του μουσείου Χριστόφορου που είχαν ενταφιαστεί μαζί με την εικόνα, τα μετέφερε στην Αθήνα και τα παρέδωσε στον μητροπολίτη Τραπεζούντας και κατοπινό αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρύσανθο Φιλιππίδη, όπου εκείνος το εναπόθεσε προσωρινά στο βυζαντινό μουσείο Αθηνών.
Η εικόνα παρέμεινε είκοσι χρόνια λησμονημένη στο μουσείο. Το 1951 ιδρύεται στη Θεσσαλονίκη το σωματείο Παναγία Σουμελά με πρωτεργάτη τον γιατρό Φίλωνα Κτενίδη από την Κρωμνή του Πόντου και τον Αύγουστο του 1952 ύστερα από σοβαρές και υπεύθυνες προσπάθειες η εικόνα της Παναγίας ενθρονίστηκε με επισημότητα στον ναό που χτίστηκε στο όρος Βέρμιο σε περιοχή που παραχώρησε η κοινότητα της Καστανιάς. Τον Αύγουστο του 1993 παραδόθηκαν από το βυζαντινό μουσείο Αθηνών ο πολύτιμος Σταύρος και το Ευαγγέλιο του όσιου Χριστόφορου.
Από τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης της στο Βέρμιο, άρχισαν να συσσωρεύουν χιλιάδες προσκυνητές με τη συμπαράσταση των οποίων ολοκληρώνεται ένα έργο αξιόλογο, θρησκευτικό, εθνικό, κοινωνικό και πολιτιστικό.
Το πάθημα του Σουλτάνου
Κάποτε μάλιστα ένας Τούρκος Σουλτάνος, ο Σελίμ ο Α΄, περνώντας κάτω από το περίφημο Μοναστήρι, εκνευρίστηκε για το μεγαλόπρεπο θέαμα της Χριστιανοσύνης και διέταξε οργισμένος τους στρατιώτες του να ορμίσουν και να το καταστρέψουν παντελώς και να σφάξουν τους μοναχούς! Δεν πρόλαβε όμως να αποτελειώσει καλά καλά τη βλασφημία του και αμέσως μπροστά σε όλους έπεσε κάτω, άρχισε να κυλιέται, να σπαράζει και να αφρίζει, προκαλώντας τρόμο σε όσους τον έβλεπαν!!!
Τότε ένας Βεζύρης του, γονατίζει συγκλονισμένος και του λέει:
-Αφέντη πάρε πίσω τη βλασφημία γιατί η Παναγία των Χριστιανών σε τιμώρησε. Πάρε τη διαταγή σου πίσω και θα γίνεις καλά.
Και τότε ο φοβερός μέχρι πριν λίγο Σουλτάνος, στρέφει με πόνο το βλέμμα του στο Μοναστήρι της Σουμελά και παρακαλά να τον συγχωρέσει! Και ω του θαύματος! Όχι μόνο σηκώνεται υγιής, αλλά στέλνει σουλτανικό φιρμάνι με χρονολογία του 1522 που αναγνωρίζει όλα τα προνόμια της Μονής και διατάζει συν τοις άλλοις να καίνε μπροστά στη θαυματουργή Εικόνα της Θεοτόκου πέντε τεράστιες λαμπάδες!
Στην Καταστροφή του 1922
Όταν ήρθε η τρομαχτική Καταστροφή του Στρατού μας στα 1922, ο οποίος είχε δεχθεί τη συντονισμένη από τους «ακάρδιους συμμάχους» εξοντωτική αντεπίθεση του Κεμάλ (με ενίσχυση 5.000.000 ρωσικών τουφεκίων από τον τρομερό διώκτη της Ορθοδοξίας Λένιν και τη «συμμαχική» καθοδήγηση των κατασκοπευτικών αεροπλάνων της Γαλλίας, που αποκάλυπταν συνεχώς στον εχθρό τις ελληνικές θέσεις και κινήσεις), οι μοναχοί στο όρος Μελά, έκρυψαν της Εικόνα της Παναγίας και τον Τίμιο Σταυρό του Μανουήλ Κομνηνού στη ρίζα ενός κυπαρισσιού.
Η Μεσίτρια «Παναγία Σουμελά» για την ίαση μιας μουσουλμάνας
Οι οπλοφορούντες εξ ημών (διότι η οπλοφορία τότε επετρέπετο), διηγείται μια ομάδα Ποντίων που επισκέφθηκαν τη Μονή στον Πόντο, παρετάχθησαν κατά σειράν και ήρχισαν επανειλημμένως πυροβολούντες.
Ευθύς δε μετά τον κρότον των πυροβολισμών, ηκούσαμεν τον γλυκόν ήχον των κωδώνων, διότι οι καλόγηροι αντελήφθησαν ότι έρχονται προσκυνηταί. Επεράσαμεν μέσω πυκνού δάσους πάντοτε με ομίχλην. Εφθάσαμε σχεδόν νύχτα προ της Μονής, κατάκοποι.
Ανήλθομεν την απόκρημνον οδόν και εφθάσαμεν εις τα σκαλοπάτια της Μονής, 90 ως λέγουν, τα οποία αναβάντες εφθάσαμεν εις την είσοδον. Εις καλόγηρος, αφού επληροφορήθη την ταυτότητά μας, μας ήνοιξε διάπλατα την θύραν και κατέβημεν και πάλιν ισάριθμα σκαλοπάτια, οπότε μετ’ εκπλήξεως ενομίσαμεν ότι ευρέθημεν εις έτερον τινά κόσμον.
Άθελα αισθάνεται κανείς μίαν μυστικοπάθειαν βλέπων τα αρχαιοπρεπή κτίρια, προέχει η προσευχή του Προφήτου Ηλίου, η ζυγαριά του αρχαγγέλου Μιχαήλ με τους δαίμονας αφ’ ενός και την ψυχήν του αμαρτωλού ανεβαίνουσαν εις τον ουρανόν, ην φροντίσουσιν οι δαίμονες να αρπάξουν, το εξέχον εκ του σπηλαίου ιερόν σκεπασμένον με πλάκας χαλκού αντί κεράμων κ.λ.π.
Υπό το κράτος της τοιαύτης μυστικοπάθειας εισήλθομεν εις τον Ναόν, αμυδρώς φωτιζόμενον, καθότι ήτο πλέον νυξ. Την προσοχήν μας επέσυρε μια Τουρκάλα την οποίαν συνόδευον 20 περίπου Τούρκοι και Τούρκισσες, ήτις εκυλίετο προ του Ιερού Βήματος και εσπάρασσε εκβάλλουσα αγρίας φωνάς, ως υλακάς κυνός (ουρλιαχτά σκύλου).
Η Παναγία έκαμε το θαύμα της, διότι την άλλη μέρα την είδομεν εις την λειτουργίαν εκκλησιαζομένην με ημάς ήμερον και σώφρονα και τους Τούρκους ασπαζόμενους την εικόνα της «Μεϊράμανας» και ευχαριστούντες διά το θαύμα της.
Οι καλόγηροι μας υπεδέχθησαν φιλοφρονέστατα και μας διεμοίρασαν διανυκτέρευσιν εις τα αρχοντικά δωμάτια. Εκεί μας έφεραν το κλασικόν σινίν, ήτοι μεγάλον χάλκινον δίσκον με κινητόν στήριγμα και μέγα πήλινον βαθύ σκεύος με τον σουρβάν, ήτοι σούπαν με καλαμποκίσια κορκότα.
Μετά το δείπνον ήρχισαν τα διάφορα αστεία και γέλωτες. Δεν είχομεν κοιμηθεί δύο ώρας οπότε ηκούσαμεν να κτυπά το σήμαντρον, ξύλον εύηχον, το οποίον εκτύπα εις καλόγηρος με ελαφρόν ξύλινον κόπανον, και κατόπιν ηκούσαμεν να βροντούν αι καμπάνες. Εσπεύσαμεν εις την Εκκλκησίαν.
Η πλημμύρα του φωτός, η μελωδική ψαλμωδία των καλογήρων, το σπήλαιον της εκκλησίας με τας αγιογραφίας, μας είχον ανυψώσει εις αιθέριους κόσμους, όπου ενομίζομεν ότι ευρισκόμεθα. Η εκκλησία απέλυσε κατά τα ξημερώματα, όπου εμπρός εις την ιστορικήν εικόνα της Θεοτόκου, της ιστορηθείσας υπό του Αποστόλου Λουκά, εψάλαμεν παράκλησιν και εξελθόντες εις την αυλήν είδομεν πιπτούσας εκ του ύψους εκ σχισμής του βράχου τρεις σταγόνας ύδατος εις επί τούτω δεξαμενήν, εξ ης υδρεύετο η Μονή. Μετέβημεν και πάλιν εις τα δωμάτιά μας, όπου μας προσεφέρθη και διά πρόγευμα ο ίδιος σουρβάς. Ετοιμαζόμεθα πλέον δι’ αναχώρησιν, οπότε είδον εις τοίχους γραμμένα πολλά ονόματα προσκυνητών. Ηθέλησα να γράψω κι εγώ το όνομά μου και ανέβην εις τους ώμους ενός συντρόφου μου διά να φθάσω υψηλότερα. Ησθάνθην όμως και τον στόμαχον βεβαρυμένον από τον σουρβάν και έγραψα όσον έφθασαν οι χείρες εις νψηλότερον μέρος:
«Αρ έρθα κ’ επροσκύνεσα γουρπάν ις Παναγία μ’
Άμα ’φαγα και την σουρβάν κ’ επρέστεν η κοιλία μ’».
Κατά την αναχώρησιν παρετάχθησαν όλοι οι καλόγηροι διά να μας αποχαιρετήσουν, και ενώ ανεβαίνομεν, ήρχισε η τιμητική δι’ ημάς αποχαιρετιστήριος κωδωνοκρουσία, την οποίαν ηκούομεν επί πολύδιάστημα, επιστρέφοντες μέσω Λιβεράς εις Γαλίαναν. Θα αξιωθούμεν, άραγε, να ίδωμεν ποτέ τα άγια εκείνα μέρη;
Το ιστορικό της εικόνας της Παναγίας Σουμελά
H θαυματουργή εικόνα της Παναγίας σύμφωνα με την παράδοση της Ορθοδόξου εκκλησίας είναι έργο του Αποστόλου και Ευαγγελιστή Λουκά. Το όνομα Σουμελά ετυμολογείται από το όρος μελά και του ποντιακού ιδιώματος σού, που σημαίνει «εις το» ή «εις του» και έγινε Σουμελά «εις του Μελά».
Την εικόνα της Σουμελά, έφερε στην Αθήνα, μετά το θάνατο του Λουκά, ο μαθητής του Ανανίας και την τοποθέτησαν σε περικαλλή ναό της Θεοτόκου. Για αυτό το λόγο, αρχικά είχε ονομαστεί ως η Παναγία η Αθηνιώτισσα.
Το 386 μ.Χ. με Βαθιά πίστη και απόλυτη εμπιστοσύνη το πρόσωπο της οι Αθηναίοι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος ιδρύουν το μοναστήρι της στο όρος Μελά της Τραπεζούντας, όπου ως των ξεριζωμό των Ελλήνων της Ανατολής έζησαν εκατοντάδες μοναχοί και ασκητές.
Η παράδοση λεει ότι οι μοναχοί, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα της Παναγίας, ακολούθησαν την πορεία της εικόνας της που πέταξε ως τον Πόντο. Πέρασαν από τα Μετέωρα, τη Χαλκιδική και από την παραλία της μονής Βατοπεδίου, ένας άγνωστος τους πήρε με το καράβι του και τους πήγε ως τη Μαρώνεια. Από κει, πεζοπορώντας πέρασαν τη Ραιδεστό, έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη και με ένα πλοιάριο πήγαν στην Τραπεζούντα.
Εκεί, τους εμφανίσθηκε και πάλι η Παναγία, πληροφορώντας τους ότι η εικόνα της προπορεύεται στο όρος Μελά.
Με πυξίδα τον Πυξίτη ποταμό, ανηφόρησαν προς το όρος, όπου βρέθηκαν μπροστά σε μια σπηλιά από την είσοδο της οποίας παρατήρησαν μια χρυσαφένια λάμψη. Ήταν το φως της Εικόνας της Αθηνιώτισσας.
Γονατιστοί και δακρυσμένοι, ευχαρίστησαν την Παναγία και της υποσχέθηκαν ότι στο σημείο, θα χτίσουν προς τιμήν της ναό. Με μοναδικά εφόδια την πίστη, την επιμονή και την εργατικότητα, οι δυο ερημίτες μοναχοί, κατόρθωσαν να χτίσουν την εκκλησία της Σουμελιώτισσας, σκαλιστή μέσα στο βουνό. Από τότε έγινε γνωστή ως Παναγία Σουμελά.
Πηγές:
Μνήμες και μνημεία του Πόντου. Στέφανος Π. Τανιμανίδης (Τόμος β΄. Σελ. 448-450)
Παναγίες «Θαυματουργές», Αρχιμ. Θεοφύλακτου Μαρινάκη