Τα παλαιότερα χρόνια, ενώ οι μέρες των εορτών του Πάσχα πλησίαζαν ουδείς επιθυμούσε να απομακρυνθεί από τον Πειραιά, καθώς και εδώ ζούσε έντονα τις εορτές, αφού κι εδώ επικρατούσαν οι πασχαλινές συνήθειες, κι εδώ η πόλη ζούσε στον κατανυκτικό ρυθμό της Μεγάλης Εβδομάδας, με τις συνήθειες και την ιεροτελεστία που κάθε ημέρα απαιτούσε.
Tα σπίτια που τις καθημερινές ακολουθούσαν τον πυρετώδη ρυθμό της καθημερινότητας, έμπαιναν κι αυτά σε έναν άλλο ρυθμό, το Μεγαλοβδομαδιάτικο. Οι πατεράδες κατασκεύαζαν χάρτινα φαναράκια για τα παιδιά τους που ήταν απαραίτητα για τη μεταφορά του αναστάσιμου φωτός στο σπίτι ή για να τα κρεμάσουν έξω από αυτό αν το σπίτι βρισκόταν στη διαδρομή του Επιταφίου, τον οποίο μάλιστα κατά τη διέλευση, έραναν με κολόνιες και ροδοπέταλα που πετούσαν από μπαλκόνια, εξώστες και παράθυρα.
Από το απόγευμα του Μ. Σαββάτου και όσο πλησίαζε το μεσονύκτιο, τόσο πύκνωναν στις πλατείες, στους δρόμους και στις αλάνες, τα βαρελότα, τα τρίγωνα, οι τρακατρούκες και οτιδήποτε άλλο μπορούσε να εκραγεί. Ο Πειραιάς τότε εκτός της άνοιξης, μύριζε και μπαρούτι! Και καθώς πρόκειται για πολιτεία θαλασσινή, δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από την εορτή το υγρό στοιχείο. Η θάλασσα του Πειραιά εκτός που από όλες είναι πιο βαθιά, όπως λέει και το σχετικό τραγούδι, υπήρξε και η πιο «εκρηκτική» καθώς σε αυτή, αδιάκοπα οι ψαράδες έριχναν δυναμίτες με σκοπό να σηκώσουν τους ψηλότερους πίδακες, σε έναν ακήρυχτο διαγωνισμό που είχαν αναμεταξύ τους. Οι ψαράδες του Πασαλιμανιού, σε όλη τη δεκαετία του 1930, συναγωνίζονταν για τον ψηλότερο πίδακα.
Αποκορύφωμα όλων των εκρήξεων ήταν φυσικά το «Κάψιμο του Ιούδα» (Γιούδα) που συνέβαινε στη συνοικία των Κρητών Πειραιώς, δηλαδή στα λεγόμενα Κρητικά, στον σημερινό Προφήτη Ηλία. Έξω από το μικρό ακόμα ναΐσκο, έκαιγαν τον Γιούδα τον Ισκαριώτη.
Την Κυριακή του Πάσχα από το πρωί όλος ο Πειραιάς ήταν σαν να είχε πάρει φωτιά! Τα σπίτια που, όπως ήδη αναφέραμε, ήταν μονοκατοικίες που διέθεταν μάντρες, αυλές, κήπους έστω και μια μικρή πίσω αυλή. Εκεί, λοιπόν, άναβαν τη φωτιά, άλλοι απευθείας στο χώμα, άλλοι σε μισά και ξεκινούσε το γλέντι.
Οι Πειραιώτες δεν αρκούνταν στο δικό τους γλέντι, αλλά έκοβαν βόλτες και στους διπλανούς για να πάρουν έναν μεζέ, να πιουν κι ένα κρασάκι παραδίπλα, να μάθουν και τα νέα των γειτόνων. Υπήρχε ένα έθιμο σχετικά με την «πλάτη του αρνιού», έθιμο με προέλευση πιθανόν από την αρχαία εποχή. Κάποιοι που ισχυρίζονταν πως γνώριζαν να διαβάσουν τα μελλούμενα από την «πλάτη του αρνιού» περιέρχονταν τα σπίτια και με ένα μικρό φιλοδώρημα διάβαζαν τις πλάτες και προέβλεπαν -υποτίθεται- το μέλλον του σπιτιού και των νοικοκυραίων του.
Όλα τα τραπέζια, όμως, και η κρασοκατάνυξη γινόταν με μέτρο καθώς το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα ακολουθούσε η εορτή της «Αγάπης», αλλά και κάτι που σήμερα δεν υπάρχει. Επίσκεψη στο νεκροταφείο όπου ψέλνονταν δεήσεις υπέρ των νεκρών και αντί για κόλλυβα μοιράζονταν κόκκινα αυγά και κουλούρια. Δυστυχώς σήμερα πολλά από τα έθιμα που χαρακτήριζαν μια ολάκερη εποχή για τον Πειραιά πέρασαν ανεπιστρεπτί.
MakTV Τεύχος 47