Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος: Η ανακωχή των Χριστουγέννων στο Δυτικό Μέτωπο – Για μια μέρα οι εχθροί έγιναν φίλοι

Κοινοποίηση:
xmass9

1914, Παραμονή Χριστουγέννων. Δυτικό Μέτωπο, χαρακώματα Φλάνδρας, Βέλγιο

2ο Τάγμα Ηνωμένου Βασιλείου «Γκόρντον Χαιλαντερ»

Η μάσκα τον έπνιγε. Δεν την άντεχε. Ήθελε να την κλωτσήσει και να την εκσφενδονίσει μακριά, απέναντι στο χαράκωμα των Γερμανών. Ακόμη και στην προπαίδευση, πριν τον στείλουν στο μέτωπο, όταν οι εκπαιδευτές, του ούρλιαζαν να βάλει τη μάσκα, εκείνος πάγωνε. Κρύος ιδρώτας έλουζε τη σπονδυλική του στήλη, η ανάσα του γινόταν γρήγορη και κοφτή, η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή και η όραση του θόλωνε.

«Τη μάσκα θα τη φοράς ακόμη και όταν κοιμάσαι, ακόμη και όταν κατουράς, ακόμη και όταν γαμάς» ούρλιαζε μέσα στο αυτί του ο λοχίας Τζέισον Μπακ «Θα σου σώσει τη ζωή. Ακούς σκατόπαιδο;» Και ο Άντριου Χολμς άκουγε, αφού η φωνή του λοχία εκπαιδευτή, κόντευε να σπάσει τα τύμπανα του. Άκουγε αλλά ακόμη και τώρα στο μέτωπο, 8 μήνες από τότε που έκανε τη βασική εκπαίδευση, τη μάσκα δεν την είχε φορέσει ούτε μια φορά. Και ας ήταν οι Γερμανοί στα 300 μέτρα. Ευτυχώς ποτέ δεν είχαν ρίξει αέρια.

Ο Άντριου μόλις είχε τελειώσει τη βάρδια του. Είχε βαρεθεί να στέκεται όρθιος μέσα στο χαράκωμα και να κοιτάζει με τις ώρες απέναντι τους Γερμανούς. Γνώριζε τα πάντα για εκείνους. Κάθε τους κίνηση. Το ίδιο και οι απέναντι. Ήξερε πότε είχε σκοπιά ο «καθρέπτης» του, ποιος κάπνιζε, ποιος ήταν νευρικός, ποιος έκλαιγε, ποιος φώναζε, ποιος δεν φορούσε εκείνο το γελοίο κράνος με το καρφί στην κορυφή του. Τους είχε δώσει και ονόματα, αφού ήταν η μοναδική του παρέα τόσους μήνες στο μέτωπο: «Ο Έρικ, ο Τόμας, ο Όγκουστ…»

Ανάμεσα στα χαρακώματα υπήρχε μια τεράστια γυμνή, φαλακρή έκταση η οποία είχε σκεπαστεί από μια απόκοσμη ομίχλη. Το κρύο ήταν αβάσταχτο. Λάσπες, μεγάλοι κρατήρες από βόμβες που είχαν εκραγεί, και πτώματα. Άθαφτα πτώματα, και από τις δυο πλευρές, σε αφύσικες στάσεις, τα περισσότερα με τα μάτια ανοιχτά.

Ο νεαρός μπήκε μέσα στο αμπρί, έβαλε καυτό τσάι στη μεταλλική του τσάσκα και βγήκε πάλι έξω. «Εεεε Νικ» φώναξε στο φίλο του Νικ Κόλλινς που είχε τώρα σκοπιά, «πρόσεχε τους Φρίτσηδες απέναντι, έρχονται Χριστούγεννα και το μόνο που θέλω είναι να γράψω γράμμα στους δικούς μου». Ο Άντριου πήγε στο βάθος του χαρακώματος του, έβγαλε το κράνος του και κάθισε επάνω του. Η βαριά του χλαίνη ακουμπούσε στο παγωμένο χώμα. Ξεδίπλωσε από την εσωτερική του τσέπη ένα επιστολόχαρτο, από αυτά που μοιράζει ο στρατός, έβρεξε το μολύβι με τη γλώσσα του, ζέστανε με την αναπνοή του τα δάχτυλα του, και ξεκίνησε να γράφει. Η αναθεματισμένη μάσκα που κρεμόταν από τη ζώνη του, τον εμπόδιζε. Έβρισε για άλλη μια φορά από μέσα του.

«Αγαπητοί μου γονείς, τις άγιες αυτές ημέρες των Χριστουγέννων, η σκέψη μου βρίσκεται μαζί σας» είχε προλάβει μόνο να γράψει, όταν μια φωνή διέκοψε τις σκέψεις του.

«Οι Γερμανοί, οι Γερμανοί».

Ο Άντριου δίπλωσε το χαρτί, σηκώθηκε φόρεσε το κράνος του και πήρε το ακουμπισμένο σε κάτι σακιά με άμμο, τουφέκι του. Ένα Lee- Enfield, το οποίο είχε παγώσει από το κρύο. Έτρεξε προς το μέρος του σκοπού και φίλου του Νικ. Από κάθε σημείο του χαρακώματος αγουροξυπνημένοι Άγγλοι φαντάροι, έβγαιναν με τα όπλα στα χέρια. Κάποιοι βγήκαν με αφρούς ξυρίσματος στα μάγουλα. Όλοι τους έβριζαν. Όλα έδειχναν πως δέχονται επίθεση.

Οι στρατιώτες του 2ου τάγματος, σε λίγα λεπτά είχαν πάρει θέσεις στο χαράκωμα. Με το μάτι στο σκοπευτικό και το δάχτυλο στη σκανδάλη, ήταν έτοιμοι να πυροβολήσουν. Επικράτησε μια εκκωφαντική σιωπή. Μια σιωπή που τεντώνει τα νεύρα. Ακουγόταν μόνο ο αέρας και στο βάθος οι ψιθυριστές βρισιές του φαντάρου Άντριου Χολμς: «Γερμαναράδες, δε θα μας αφήσουν να κάνουμε Χριστούγεννα. Δεν έχουν το θεό τους.»

Και τότε, κάποιος ξέσπασε σε γέλια: «Μα τι κάνουν; Δεν είμαστε καλά. Στολίζουν δέντρο μέσα στα χαρακώματα. Μας κοροϊδεύουν;» Πραγματικά, από την άλλη πλευρά των χαρακωμάτων, οι Γερμανοί δεν ετοιμάζονταν για κάποια επίθεση. Η κινητικότητα μέσα στο χαράκωμα τους, που είδε ο Άγγλος σκοπός Νικ Κόλλινς, δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά Χριστουγεννιάτικες προετοιμασίες. Δεν ήταν πολεμικές προπαρασκευές.

Οι Άγγλοι έτριβαν τα μάτια τους. Οι Γερμανοί δεν στόλιζαν μόνο ένα δέντρο, αλλά πολλά. Σε διάφορα σημεία του χαρακώματος τους. Είχαν ξεμυτίσει, είχαν πάει στο διπλανό δάσος και είχαν κόψει δέντρα τα οποία τώρα στόλιζαν με μικρές μπάλες. Στα κλαδιά κρεμούσαν και αυτοσχέδια φαναράκια. Όσοι σημάδευαν κάποιο κεφάλι Γερμανού που εξείχε από το χαράκωμα, σταμάτησαν να το κάνουν, λες και το πνεύμα των Χριστουγέννων φώλιασε στις καρδιές των αντιπάλων. Από το Γερμανικό χαράκωμα ακούστηκε κάτι σαν τραγούδι.

Εκατοντάδες στρατιώτες που φορούσαν ακόμη τα γελοία κράνη με το καρφί στην κορυφή, τραγουδούσαν το παραδοσιακό Γερμανικό τραγούδι των Χριστουγέννων:

«O Tannenbaum, o Tannenbaum,

Wie true sind deine Blätter!

Du grünst nicht nur zur Sommerzeit,

Nein, auch im Winter, wenn es schneit.

O Tannenbaum, o Tannenbaum,

Wie treu sind deine Blätter!

Οι καλογυαλισμένες μπότες του ταγματάρχη Μαικλ Σμολφουτ, έτριξαν επάνω στο παγωμένο χώμα καθώς βγήκε από το αμπρί του και προχωρούσε στο χαράκωμα. «Τι κάνουν αυτοί απέναντι;» είπε και έστριψε με μαεστρία το κοκκινόχρωμο λεπτό μουστάκι του. Ο επιλοχίας Άρθουρ Κλαρκ χωρίς να πάρει το βλέμμα του από τις γραμμές των Γερμανών του απάντησε: «Έχουν τρελαθεί οι Φρίτσηδες, κύριε, τραγουδάνε το Ω Έλατο, ω Έλατο». Ο Άντριου Χολμς την ίδια στιγμή, ένιωσε μια απίστευτη νοσταλγία για το ζεστό του σπίτι και τους γονείς του. Συντονίστηκε στο ρυθμό των απέναντι και άρχισε να σιγοτραγουδάει και εκείνος:

«O Christmas Tree, O Christmas Tree,

Your branches green delight us!

They are green when summer days are bright,

They are green when winter snow is white.

O Christmas Tree, O Christmas Tree,

Your branches green delight us!»

Στην αρχή μόνος του, σε λίγα δευτερόλεπτα μαζί με τον φίλο του τον Νικ και πολύ γρήγορα όλοι οι Άγγλοι στο χαράκωμα τους «σιγόνταραν» τους Γερμανούς απέναντι στο Χριστουγεννιάτικο τραγούδι.

«Άντριου, τι κάνεις;» Φώναξε από πίσω του, ο ταγματάρχης που με δυσκολία προσπαθούσε να συγκρατήσει ένα γελάκι. Ο Χολμς γύρισε και του απάντησε: «Μιας που τραγουδάνε και εκείνοι και αφού ξημερώνουν Χριστούγεννα, είπα να τραγουδήσω και εγώ κύριε» Ο Μαικλ Σμολφουτ τον κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα και στη συνέχεια, έγνεψε το κεφάλι του. «Τι διάολο, Χριστούγεννα έχουμε» μονολόγησε. Ο Χολμς ξαναγύρισε με πρόσωπο προς τους Γερμανούς: «μα πως διατηρεί μέσα στη λάσπη τόσο καλά γυαλισμένες τις μπότες του;» σκέφτηκε και συνέχισε μαζί με όλους να τραγουδάει.

Οι Γερμανοί εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων του 1914, «αιφνιδίασαν» μέσα σε λίγα λεπτά και δεύτερη φορά τους Άγγλους. «Τα κιάλια, φέρτε μου τα κιάλια, Κάτι κάνουν, κάτι κουνάνε. Η αναθεματισμένη ομίχλη με εμποδίζει να δω καλά», ψιθύρισε ο επιλοχίας Άρθουρ Κλαρκ και ένας φαντάρος του έδωσε τα κιάλια. «Παιδιά έχουν σηκώσει λευκή σημαία. Δύο, όχι τρεις από δαύτους έχουν βγει ακάλυπτοι χωρίς όπλα από το χαράκωμα και μας κουνάνε λευκή σημαία. Μην πυροβολήσει κανείς» …

Γερμανικό χαρακώματα Φλάνδρας, Βέλγιο. Παραμονές Χριστουγέννων 1914

Ο λοχαγός και ο λοχίας του 5ου τάγματος των Ουσάρων με την γκριζοπράσινη στολή Feldrock, που είχε προμηθευτεί εσχάτως, ο Γερμανικός στρατός, βρισκόντουσαν στη μέση ενός κύκλου από δεκάδες στρατιώτες μέσα στο χαράκωμα. Είχε αρχίσει να πέφτει πυκνό χιόνι, αλλά κανείς δεν κουνιόταν. «Λοιπόν, είμαστε όλοι σύμφωνοι; Θα βγούμε εμείς και άλλος ένας εθελοντής με λευκή σημαία. Είναι παραμονές Χριστουγέννων. Δεν θα περάσουμε τα Χριστούγεννα μας με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Ας κάνουμε έστω και μια ημέρα ανακωχή»

Οι Γερμανοί φαντάροι και αξιωματικοί, στο χαράκωμα, έγνεψαν όλοι καταφατικά. Μια μέρα ειρήνης μέσα στον πόλεμο δεν θα ήταν άσχημη για κανέναν. Μόνο ένας υποδεκανέας, κοντός, με μαύρο στριφτό μουστάκι, με αεικίνητα μάτια γεμάτα οργή σαν κάποιο αγρίμι, βρισκόταν έξω από τον κύκλο και δε συμμετείχε.

Με Αυστριακή προφορά μίλησε με κοφτές εκφράσεις, ενώ σταγόνες από σάλια έβγαιναν από το στόμα του. Όλοι γύρισαν τα κεφάλια τους να τον ακούσουν: «Αυτό που κάνετε είναι απαράδεκτο. Θα το αναφέρω να το ξέρετε. Εδώ είναι στρατός δεν είναι η κομμούνα των Παρισίων να παίρνουμε από κοινού αποφάσεις. Αυτά θα μας καταστρέψουν».

Οι φαντάροι τον άκουσαν, οι περισσότεροι χαμογέλασαν με τον γραφικό υποδεκανέα που δεν είχε να επιδείξει και κάποιο ανδραγάθημα, ή κάποια ηρωική συμπεριφορά και ύστερα γύρισαν πάλι μέσα στον κύκλο τους και συνέχισαν την κουβέντα. Η απόφαση είχε ληφθεί.

Πνεύμα Χριστουγέννων

Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1914 στα χαρακώματα της Φλάνδρας, οι Γερμανοί έκαναν το πρώτο βήμα. Αφού στόλισαν δέντρα, αφού έψαλλαν τραγούδια, βγήκαν από τα χαρακώματα, έφτασαν στη ζώνη που χώριζε τους αντίπαλους στρατούς και που αποκαλούσαν όλοι, «no man’s land» και άρχισαν να φωνάζουν προς τους Άγγλους «Merry Christmas». Και σαν από θαύμα και οι Άγγλοι άρχισαν να απαντάνε και να εύχονται στους Γερμανούς.

Ήταν ανεπίσημες εκεχειρίες, που οι ανώτατες διοικήσεις τόσο των Άγγλων όσο και των Γερμανών είχαν απαγορεύσει. Οι φαντάροι βγήκαν από τα χαρακώματα, συναντήθηκαν, αγκαλιάστηκαν με κάποιο δισταγμό αρχικά, και στη συνέχεια αντάλλαξαν δώρα, ευχές.

Το πνεύμα των Χριστουγέννων είχε κάνει το θαύμα του. Γερμανοί και Άγγλοι βοήθησαν ο ένας τον άλλον να θάψουν τους νεκρούς τους και την ημέρα των Χριστουγέννων όχι μόνο δεν έπεσε μια τουφεκιά, αλλά έφαγαν μαζί, ήπιαν μαζί, μίλησαν ο ένας άγνωστος στον άλλο για τις οικογένειες τους, για τους φόβους, για τα όνειρα τους, αντάλλαξαν τσιγάρα και σοκολάτες ενώ λίγο μετά το μεσημέρι φαντάροι και αξιωματικοί διοργάνωσαν και έπαιξαν και έναν αγώνα ποδοσφαίρου. Στο τέλος της μέρας τραγούδησαν μαζί τα κάλαντα και ο καθένας επέστρεψε στο χαράκωμα του. Σε λίγες ώρες θα ήταν πάλι εχθροί.

26 Δεκεμβρίου, Γερμανικά χαρακώματα, Φλάνδρας.

Ο υποδεκανέας με το τσιγκελωτό μουστάκι, έτριβε τα χέρια του. Περπατούσε και φούσκωνε σαν γάλος και ειρωνευόταν τους φαντάρους του, που είχαν συμμετάσχει στην εκεχειρία. Οι προτάσεις που έβγαιναν από το στόμα του ήταν κοφτές, γεμάτες οργή και καθώς μιλούσε πετούσε σάλια: «Λοιπόν πουλάκια μου, διασκεδάσατε μαζί με τους Άγγλους; Γίνατε οι κοκότες τους; Σε λίγη ώρα αυτά που ξέρατε θα τα ξεχάσετε. Το πυροβολικό μας ξεκινάει μπαράζ, στα χαρακώματα τους. Φορέστε τις μάσκες σας τώρα γιατί το πανηγύρι που θα ξεκινήσει θα είναι απερίγραπτο.»

Ο Πρώσος λοχίας Έρνστ Μπράουν, αγριοκοίταξε τον κοντό υποδεκανέα του: «Ότι έγινε έγινε, Αδόλφε, σταμάτα πια να είσαι έτσι. Πρέπει να είχες δύσκολα παιδικά χρόνια εεε;» τον ειρωνεύτηκε. «Όλοι μαζί γιορτάσαμε τα Χριστούγεννα. Δεν προδώσαμε την πατρίδα μας.» Το Γερμανικό πυροβολικό είχε ήδη ξεκινήσει το μπαράζ του. Η γη σειόταν και έτρεμε καθώς οι οβίδες έσκαγαν μπροστά από τα χαρακώματα των Άγγλων. Ο Ερνστ μερικά χρόνια αργότερα θα μετάνιωνε πικρά που μίλησε έτσι στον υποδεκανέα του.

Αγγλικά χαρακώματα, 26 Δεκεμβρίου 1914

Ο Άντριου Χόλμς, είχε ένα χαζό χαμόγελο αποτυπωμένο στα χείλη του. Είχε περάσει τα Χριστούγεννα με τους εχθρούς του και είχε περάσει καλά. Τώρα πάλι πόλεμος. Ο Άντριου είχε γνωρίσει τους φαντάρους απέναντι, είχε αστειευτεί μαζί τους, τους είπε τα παρατσούκλια που τους είχε «κολλήσει» στη σκοπιά, και είχαν γελάσει όλοι μαζί. Τώρα είχε καθίσει πάλι επάνω στο κράνος του μέσα στο παγωμένο χώμα του χαρακώματος για να τελειώσει το γράμμα στους γονείς του. Γύρω του έσκαγαν βόμβες. Οι Γερμανοί είχαν ξεκινήσει μπαράζ με το πυροβολικό τους.

Δεν τον ένοιαζε όμως:

«Αγαπητοί μου γονείς, τις άγιες αυτές ημέρες των Χριστουγέννων, η σκέψη μου βρίσκεται μαζί σας. Είμαι καλά στην υγεία μου και το ίδιο επιθυμώ και για εσάς. Χθες συνέβη κάτι απίστευτο. Αυτό που είδαν τα μάτια μου είναι ένα από τα πιο αξιοθαύμαστα πράγματα που μπορεί να δει άνθρωπος. Γύρω στις 10 το πρωί είδα να κατεβαίνουν προς το μέρος μας Γερμανοί στρατιώτες και να κουνούν τα χέρια τους. Ήμασταν έτοιμοι να ανοίξουμε πυρ, όταν καταλάβαμε πως ήταν άοπλοι. Τότε τους πλησιάσαμε κι εμείς. Σε λίγο η ουδέτερη ζώνη είχε γεμίσει από άνδρες που ο ένας χαιρετούσε τον άλλον και αντάλλασσαν ευχές για τα Χριστούγεννα. Το ίδιο έκανα κι εγώ…»

Τη ροή του γραψίματος διέκοψαν οι φωνές των άλλων στρατιωτών. Ένα ουρλιαχτό τρύπησε τα αυτιά του: «Μάσκες. Φορέστε μάσκες. Αέρια!!!» Ο Άντριου σηκώθηκε να δει. Μια πράσινη ομίχλη είχε απλωθεί στο χαράκωμα. Τον κατάπιε αμέσως. «Μουστάρδα» σκέφτηκε και έκανε να πιάσει τη μάσκα του. Δεν πρόλαβε. Οι πνεύμονες του κάηκαν σε δευτερόλεπτα. Το ίδιο και το δέρμα του. Ύστερα από δυο ημέρες, όταν καθάρισε η ατμόσφαιρα στο χαράκωμα, οι συνάδελφοι του, βρήκαν το πτώμα του. Στο χέρι του κρατούσε ακόμη το τσαλακωμένο γράμμα που έγραφε στους δικούς του…

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: