Πρόγραμμα «Φοίνιξ»: «Μαύρες» επιχειρήσεις στο Βιετνάμ

Κοινοποίηση:
exo

Γύρω στις οκτώ το πρωί, είδαν μέσα από τις χαραμάδες του πέτρινου τοίχου που περιτοίχιζε το χοιροστάσιο τον άνθρωπο που περίμεναν, να εισέρχεται στην αγορά του μικρού χωριού συνοδευόμενος από δύο ενόπλους. Μόλις πλησίασε αμέριμνος, σε μικρή απόσταση από το χοιροστάσιο, ολόκληρος ο τοίχος πετάχτηκε προς τα έξω αποκαλύπτοντας πέντε εφιαλτικές φιγούρες, οι οποίες θέρισαν με τα αυτόματα τυφέκιά τους τους τρεις άνδρες, μετατρέποντάς τους σε ματωμένα και διαμελισμένα ανδρείκελα.

Γρήγορα οι πέντε βατραχάνθρωποι έψαξαν το κορμί του φοροεισπράκτορα ανακαλύπτοντας δεκάδες χαρτονομίσματα σε πακέτα, «προσφορές» άλλων χωριών. Τα έχωσαν μέσα στα χιτώνιά τους και εξαφανίστηκαν μέσα στη ζούγκλα αφήνοντας πίσω τους έκπληκτους και τρομαγμένους χωρικούς, καθώς και ένα σημαντικό τμήμα –κατεστραμμένο πλέον– της πολιτικής δομής της σκιώδους κυβέρνησης των κομμουνιστών ανταρτών του Νότου.

Η αποστολή αυτή ήταν μια από τις χιλιάδες που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος «Φοίνιξ» από τους Αμερικανούς στο Νότιο Βιετνάμ την περίοδο 1967-1973 και αποτελεί περιγραφή ενός βατραχανθρώπου SEAL του αμερικανικού Ναυτικού.

Το όνομα και μόνο «Φοίνιξ» προκαλούσε τρόμο στους Βιετκόνγκ, καθώς ήταν υπεύθυνο για χιλιάδες συλλήψεις και κυρίως δολοφονίες. Σκοπός του «Φοίνικα» ήταν η διάλυση της αόρατης κυβέρνησης των κομμουνιστών του Νότου, η οποία κατηύθυνε τον ανταρτοπόλεμο κατά της κυβέρνησης της Σαϊγκόν και των Αμερικανών συμμάχων της.

«Επαναστατικός Πόλεμος»

Το 1936 ο Μάο Τσε Τουνγκ είχε χρησιμοποιήσει τον όρο «Επαναστατικός Πόλεμος» για να περιγράψει τον αγώνα του για επιβολή ενός κομμουνιστικού καθεστώτος στην Κίνα. Αυτός συνδύαζε τον παραδοσιακό ανταρτοπόλεμο με την προπαγάνδιση της κομμουνιστικής ιδεολογίας.

Στόχος του Μάο δεν ήταν μόνο το σώμα των εχθρών ή φίλων, αλλά και το μυαλό και η ψυχή τους. Σ’ αυτόν τον παράλληλο πόλεμο χρησιμοποιούνταν πολιτική δράση και ψυχολογικές επιχειρήσεις. Οι κομμουνιστές δεν κατακτούσαν μόνο το κορμί των χωρικών που επιστράτευαν αλλά και την ψυχή τους, δίνοντάς τους ένα πολιτικό όραμα, ενώ ταυτόχρονα τους έπειθαν ότι η νίκη τους ήταν αναπόφευκτη εναντίον των παρηκμασμένων εχθρών τους.

Η μέθοδος αυτή εφαρμόστηκε στη Μαλαισία το 1950, αλλά απέτυχε χάρη στις βρετανικές μεθόδους αντεπαναστατικού αγώνα. Αποτυχία σημείωσε και στις Φιλιππίνες στις αρχές της δεκαετίας του ’50, όταν ο αρχιπράκτορας της CIA Edward Lansdale εφάρμοσε εναντίον των επαναστατών ιθαγενών Huk έναν αντιανταρτικό αγώνα που συνοδευόταν από πρόγραμμα κοινωνικής αναμόρφωσης και βοήθειας προς τους χωρικούς των πληγεισών περιοχών.

Η περίπτωση του Βιετνάμ, ωστόσο, ήταν πολύ πιο δύσκολη. Γεωγραφικά το Ν. Βιετνάμ δεν ήταν απομονωμένο όπως η Μαλαισία και οι Φιλιππίνες. Τα εκτενή σύνορά του επέτρεπαν τη διείσδυση μέσω δυσπρόσιτων τροπικών δασών ολόκληρων μεραρχιών του εχθρού, καθώς και τη δημιουργία αφανών γραμμών ανεφοδιασμού των ανταρτών από απρόσιτα στρατιωτικώς και πολιτικώς κέντρα.

Οι ΗΠΑ θα έπρεπε να εισβάλουν σε δύο χώρες (Καμπότζη και Λάος) για να σφραγίσουν τα δυτικά σύνορα του Ν. Βιετνάμ. Μια ενέργεια που θα σήμαινε τη χρησιμοποίηση εκατοντάδων χιλιάδων στρατιωτών, με όλες τις πολιτικές επιπλοκές στο εσωτερικό των ΗΠΑ, αλλά και διεθνή κατακραυγή και πιθανότατα επέμβαση της ΕΣΣΔ και της Κίνας με κίνδυνο να δημιουργηθεί μια νέα τεράστια «Κορέα».

Πολιτικά, η κατάσταση στο Ν. Βιετνάμ ήταν χαώδης. Η κυβέρνηση της Σαϊγκόν έπρεπε να πολεμά έναν ανταρτοπόλεμο, να προσπαθεί να δημιουργήσει μία δημοκρατία από ένα φεουδαρχικό καθεστώς, να καταπολεμήσει τη διαφθορά, ενώ ταυτόχρονα δεν ανεχόταν τις αμερικανικές παρεμβάσεις, αν και οι ΗΠΑ ήταν αυτές που τη συντηρούσαν. Επιπλέον, υπήρχε το αυστηρό μάτι των δυτικών μέσων μαζικής ενημέρωσης που δημοσιοποιούσαν όλα τα στραβά (καθώς αυτά είχαν ακροαματικότητα), σε αντίθεση με τον Βορρά όπου όλα διοχετεύονταν από το όργανο της κυβέρνησης του Χο Τσι Μινχ.

Οι Βιετκόνγκ, εκμεταλλευόμενοι καταρχάς το χαμηλό βιοτικό επίπεδο των χωρικών και την ομολογούμενη καταπίεση των τοπικών αρχόντων, πρόσφεραν στους Νοτιοβιετναμέζους διάφορα οράματα: εθνικά ανεξάρτητη χώρα, αναδιανομή της γης και κοινωνική επανάσταση. Η ιδεολογική τους κατήχηση και οι ψυχολογικές επιχειρήσεις τους είχαν ως δόλωμα τα ανωτέρω επιτεύγματα. Παράλληλα, όπου δεν «έπιπτε λόγος», «έπιπτε ράβδος». Η τρομοκρατία, στην πιο φρικτή της μορφή, ανάγκαζε τους ολιγόπιστους να συνεργασθούν.

Η έλλειψη εμπιστοσύνης στην ασφάλεια που παρείχαν τα στρατεύματα του Νότου ήταν ένας από τους λόγους για τον οποίο οι κάτοικοι των αγροτικών περιοχών διάλεγαν την πλευρά των Βιετκόνγκ.

Η δράση των Βιετκόνγκ είχε πολιτικούς περισσότερο παρά στρατιωτικούς στόχους. Οι επιθέσεις εναντίον κυβερνητικών φυλακίων και οι δολοφονίες δεν στόχευαν τόσο στους αντιπάλους των Βιετκόνγκ, αλλά στο να αποδείξουν στον πληθυσμό ότι η κυβέρνηση ήταν ανίκανη να τους προστατέψει.

Ο πολιτικός αντικειμενικός σκοπός είχε πολύ μεγαλύτερο βάρος από τον στρατιωτικό, γιατί οι Βιετκόνγκ γνώριζαν ότι η καθαρά στρατιωτική νίκη ήταν αδύνατη. Δεν ήθελαν να προκαλέσουν τη συντριβή των στρατιωτικών δυνάμεων του Ν. Βιετνάμ, αλλά να δημιουργήσουν πολιτικές συνθήκες που θα ανέτρεπαν την κυβέρνηση και θα οδηγούσαν τον λαό σε επανάσταση ή τουλάχιστον σε άρνηση της συνεργασίας του, σε όλα τα επίπεδα –στρατιωτικό, οικονομικό, πολιτικό– με τη Σαϊγκόν.

Οι Βιετκόνγκ ακολουθούσαν κατά γράμμα τα τέσσερα βασικά στάδια του επαναστατικού-ανταρτικού αγώνα. Το πρώτο είναι η ανατροπή, όπου ο εχθρός διεισδύει στον πληθυσμό, στρατολογεί μέλη και δημιουργεί δίκτυα· το δεύτερο είναι η χρήση μικρών στρατιωτικών δυνάμεων με τακτικές ανταρτοπόλεμου· το τρίτο είναι η επανάσταση και το τελικό, ο γενικός εμφύλιος πόλεμος.

Οι Βιετκόνγκ είχαν πετύχει και στα τέσσερα αυτά στάδια, με κορύφωση το έτος 1968, όπου στην εορτή της αλλαγής του έτους (Τet) εξαπέλυσαν μια γενική επίθεση σε όλη την επικράτεια του Ν. Βιετνάμ προκαλώντας στους αντιπάλους τους, αλλά και στους ίδιους, τεράστιες απώλειες. Στρατιωτικά έχασαν, ωστόσο νίκησαν πολιτικά στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Οι σκηνές σφαγών και ολοκαυτωμάτων στην αμερικανική τηλεόραση ξεσήκωσαν θύελλα διαμαρτυριών από τον αμερικανικό λαό, ο οποίος άρχισε να πιέζει την κυβέρνησή του για πλήρη αποχώρηση από το Βιετνάμ.

Πίσω από την επιτυχία των Βιετκόνγκ υπήρχε ένας πολιτικός οργανισμός παράλληλος με τη νόμιμη κυβέρνηση και τις λειτουργίες της σε κάθε επίπεδο. Υπήρχε ένας νομάρχης Βιετκόνγκ για κάθε νομάρχη της Σαϊγκόν, ένας δήμαρχος Βιετκόνγκ για κάθε δήμαρχο της Σαϊγκόν, ένας κοινοτάρχης και αρχηγός χωριού για κάθε ανάλογο νόμιμο της κυβέρνησης. Υπήρχε υπουργείο οικονομικών και φορολογικό σύστημα με φοροεισπράκτορες που συνέλεγαν «εισφορές» από τα χωριά, υπήρχε υπουργείο Στρατιωτικών που στρατολογούσε έστω και βίαια νεοσύλλεκτους, υπήρχε υπουργείο Προπαγάνδας που περιφερόταν στα χωριά ευαγγελιζόμενο τον κομμουνιστικό παράδεισο που ήθελαν να επιβάλουν οι «σύντροφοι» του Βορρά.

Η πολιτική αυτή δομή αποτελείτο από μέλη του Λαϊκού Επαναστατικού Κόμματος (Κομμουνιστικό Κόμμα Ν. Βιετνάμ), το οποίο στην ουσία ήταν κλάδος του Lao Dong, του Κ.Κ. Βορείου Βιετνάμ. Τα σκληροπυρηνικά αυτά μέλη σχεδίαζαν, επέβλεπαν και διεύθυναν όλες τις δραστηριότητες των Βιετκόνγκ, ενώ προετοίμαζαν χώρους υποδοχής και παραμονής μεγάλων στρατιωτικών μονάδων του Βορρά που διείσδυαν στον Νότο μέσω των δυτικών συνόρων, από το Λάος ή την Καμπότζη. Επιπλέον, ήταν αυτοί που καθοδηγούσαν σε άγνωστες περιοχές τα στρατεύματα αυτά για να διεξάγουν τις επιθέσεις τους κατά των βάσεων του νοτιοβιετναμέζικου Στρατού.

Η παρακυβέρνηση του ΚΚΝΒ είχε δημιουργήσει ένα τεράστιο δίκτυο εθελοντών και μη, πρακτόρων-παρατηρητών, που επέβλεπαν κάθε κίνηση του στρατού της Σαϊγκόν, γνώριζαν τι γινόταν στα στρατόπεδά τους, τα ονόματα και τις διευθύνσεις των αξιωματικών τους, ενώ σχεδόν πάντα υπήρχαν και Βιετκόνγκ στις τάξεις του κυβερνητικού Στρατού, πολλές φορές σε ανώτατα επίπεδα.

Οι κομμουνιστικοί «τυφλοπόντικες» είχαν τρυπώσει και στον πολιτικό μηχανισμό του Ν. Βιετνάμ μετά την απελευθέρωση της χώρας από την κατοχή των Γάλλων. Η ηγεσία του Ανόι προέβλεπε για το μέλλον, με αποτέλεσμα ανώτατα στελέχη του στρατού και της κυβέρνησης της Σαϊγκόν να είναι υψηλόβαθμοι Βιετκόνγκ. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του αντισυνταγματάρχη Pham Ngoc Thao, ο οποίος θεωρείτο ένας από τους πιο λαμπρούς αξιωματικούς του Νότου και γι’ αυτό τοποθετήθηκε διοικητής της επαρχίας Ben Tre.

Στην επαρχία αυτή η δραστηριότητα των Βιετκόνγκ μηδενίστηκε οικειοθελώς από τους ίδιους, ώστε ο ίδιος να λάβει εύσημα καλής διοίκησης. Ωστόσο, το Ben Tre αποτελούσε χώρο ανάπαυσης και ανασυγκρότησης των Βιετκόνγκ των γειτονικών επαρχιών, στις οποίες η δράση των Βιετκόνγκ είχε αυξηθεί κατακόρυφα! Επιπλέον, ο Thao ήταν από τους πιο συχνούς πραξικοπηματίες και πάντα μπλεκόταν σε ίντριγκες, δημιουργώντας αναταραχή και αποξενώνοντας την κυβέρνηση από τον λαό.

Αμερικανική αντίδραση: «Ειρήνευση»

Ο πρόεδρος Κένεντι ήταν από τους πρώτους που αντελήφθησαν τη νέα μορφή πολέμου που εξαπλωνόταν στην υδρόγειο από τον αντίπαλο κομμουνιστικό συνασπισμό: τον ανταρτοπόλεμο. Αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία ενός ειδικού συμβουλίου μέσα στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας (NSC), το οποίο ονομαζόταν Special Group (Counter-Insurgency), δηλαδή Ειδική Ομάδα (Αντι-ανταρτοπολέμου).

Η δράση του SG(CI) αφορούσε σε ειρηνευτικές μεθόδους, όπως χτίσιμο σχολείων, παροχή φύτρων για σπορά, ιατρεία κλπ., χωρίς όμως να συνοδεύονται από πολιτική προπαγάνδα. Όμως ο «απολιτικός» χαρακτήρας της δράσης αυτής δεν μπορούσε να ανταγωνισθεί τον ιδεολογικό, ψυχολογικό πόλεμο που είχαν εξαπολύσει οι Βιετκόνγκ.

Ο στρατηγός Lansdale, σε ένα άρθρο του το 1964 με τίτλο «Βιετνάμ: Μπορούμε να κατανοήσουμε την Επανάσταση;» συνέκρινε το Βιετνάμ με τις Φιλιππίνες και τη Μαλαισία, υπογραμμίζοντας ότι για να επιτύχει ο αντι-ανταρτοπόλεμος πρέπει «να υπάρχει ένας σκοπός που να τον αισθάνονται οι χωρικοί βαθιά μέσα στην καρδιά τους και στον οποίο να είναι αφοσιωμένη η κυβέρνηση, ένας σκοπός που να είναι πιο ελκυστικός από αυτόν που προσφέρουν οι κομμουνιστές».

Με άλλα λόγια, γινόταν ένα είδος προεκλογικής εκστρατείας για να κερδηθούν ψηφοφόροι, μόνο που ο αγώνας γινόταν με πολυβόλα και χειροβομβίδες, εκτός από τις υποσχέσεις για παροχές. Η αντιμετώπιση των υποσχέσεων των Βιετκόνγκ, που έταζαν «τον ουρανό με τ’ άστρα» στους χωρικούς, προϋπέθετε την ύπαρξη ενός προγράμματος αγροτικής μεταρρύθμισης με αναδιανομή της γης, οικονομική βελτίωση και κοινωνικές παροχές (σχολεία, ιατρεία, κοινωφελή έργα).

Ωστόσο, για να πετύχουν τα προγράμματα αυτά, έπρεπε να περιβάλλονται με ένα δίκτυ ασφαλείας, ώστε να αντιμετωπισθεί η δολιοφθορά των Βιετκόνγκ και η τρομοκρατία κατά των χωρικών, η οποία τους εμπόδιζε να δεχτούν τις προσφορές αυτές.

Μια μέθοδος ήταν η συγκέντρωση του αγροτικού πληθυσμού σε προστατευμένες περιοχές, ώστε να χωρισθεί ο αντάρτης από τη «θάλασσα» που κολυμπούσε, σύμφωνα με τον Μάο, ενώ ταυτόχρονα οι περιοχές αυτές θα ήταν καταλληλότερες για παροχή προστασίας από τον εχθρό. Το πρώτο σχέδιο του προέδρου του Ν. Βιετνάμ, Ντιέμ, ονομαζόταν «Agrovilles».

Κάθε χωριό τύπου Agroville θα διέθετε 400 οικογένειες (2.000-3.000 άτομα) και θα είχε υπεραγορά, ηλεκτροδότηση, σχολεία και νοσοκομεία. Οι αγρότες, ωστόσο, αντέδρασαν σθεναρά. Κανείς δεν ήθελε να εγκαταλείψει το σπίτι του. Αυτή ήταν μια καθαρά ανθρώπινη αντίδραση, η οποία δεν ελήφθη υπόψη από τους σχεδιαστές, που μεταχειρίστηκαν τους ανθρώπους σαν κοπάδια ζώων.

Το επόμενο ειρηνευτικό σχέδιο, τα «Στρατηγικά Χωριά» (Strategic Hamlets), επίσης έμπνευση του Ντιέμ, υπήρξε αποτυχία όπως και το πρώτο, για τους ίδιους λόγους. Οι μετακινήσεις αγροτών έγιναν διά της βίας, ενώ οι Βιετκόνγκ διείσδυσαν σ’ αυτά τα χωριά εξαπολύοντας μια σειρά δολοφονιών και φορολογώντας τους κατοίκους, οι οποίοι ήταν τώρα… πλουσιότεροι. Ωστόσο, το μήνυμα ήταν το ίδιο: η κυβέρνηση της Σαϊγκόν ήταν τυραννική και ταυτόχρονα ανίκανη να τους προστατέψει.

Η ειρηνοποιός CIA

Στα μέσα του 1965, σύμφωνα με αναφορές, οι Βιετκόνγκ έλεγχαν το 60% του πληθυσμού των 12 εκατομμυρίων του Ν. Βιετνάμ χάρη σε 30.000 «πυρήνες» του κόμματος και 130.000 αντάρτες. Ο στρατός των 230.000 του Ν. Βιετνάμ και η Εθνοφυλακή και η Αστυνομία με 320.000 μέλη ήταν ανίκανοι να παράσχουν ασφάλεια στον νοτιοβιετναμέζικο πληθυσμό.

Η άφιξη αμερικανικών δυνάμεων επισκίασε το πρόγραμμα ειρήνευσης και ενώ αυτές στράφηκαν κατά των κύριων δυνάμεων των Βιετκόνγκ και του βορειοβιετναμέζικου Στρατού, ο μισός στρατός του Νότου ARVN (Army of the Republic of Viet Nam) δηλαδή 50 τάγματα, ανέλαβε τον έλεγχο των χωριών της υπαίθρου. Ο ARVN θεωρείτο ανίκανος από τους Αμερικανούς, οι οποίοι υποστήριζαν ότι διεξάγει αποστολές «Έρευνας και Διαφυγής» και όχι «Έρευνας και Καταστροφής».

Τότε, το ειρηνευτικό πρόγραμμα πέρασε στα χέρια της αμερικανικής CIA (Central Intelligence Agency), η οποία εμφάνισε μεγάλα ποσοστά επιτυχίας, καθώς δεν περιοριζόταν από γραφειοκρατικές μεθοδεύσεις ούτε είχε πρόβλημα χρηματοδότησης από επίσημες πηγές. Ένα από τα πρώτα προγράμματα που δημιούργησε ήταν το CIDG (Civilian Irregular Defence Groups – Άτακτες Ομάδες Πολιτικής Άμυνας), το οποίο καλυπτόταν από το γενικό Σχέδιο «Village Defence» (Άμυνα Χωριών).

Η CIA μελέτησε τις μεθόδους των ανταρτών και τα γραπτά του στρατηγού του Βορρά και αρχιτέκτονα της εκστρατείας κατά του Νότου, Γκιαπ, ενώ χρησιμοποίησε τις αρχές και τις μεθόδους αυτές εναντίον των Βιετκόνγκ, αφού τις βελτίωσε και τις υποστήριξε με καλύτερη οργάνωση.

Όταν το πρόγραμμα CIDG πέρασε στα χέρια του αμερικανικού Στρατού, υπό την Επιχείρηση «Swithback» και συγκεκριμένα τέθηκε υπό την ευθύνη των Πρασινοσκούφηδων (Special Forces), απέκτησε μια πιο επιθετική μορφή. Τα χωριά όχι μόνο αμύνονταν, αλλά και έστελναν περιπόλους που «κυνηγούσαν» τους Βιετκόνγκ. Ωστόσο, το CIDG δεν έγινε δεκτό από τη Σαϊγκόν, καθώς οι «βουνίσιοι» ( Montagnards) θεωρούνταν από τους πεδινούς Βιετναμέζους «άγριοι» (Moi) και στην ουσία ήταν εθνότητα που ενείχε κινδύνους για την κυβέρνηση.

Παρ’ όλα αυτά, η CIA δημιούργησε και άλλα επιτυχημένα προγράμματα στο πολυπληθές Δέλτα του ποταμού Μεκόνγκ, του οποίου η τεράστια παραγωγή ρυζιού τροφοδοτούσε το Βιετνάμ και, ως εκ τούτου, ήταν κύριος στόχος της κομμουνιστικής διείσδυσης. Αυτά περιελάμβαναν τις ομάδες «Census-Grivance» (Απογραφή Παραπόνων), οι οποίες περιφέρονταν στα χωριά ακούγοντας τα παράπονα των κατοίκων και ταυτόχρονα στρατολογούσαν τοπικούς πράκτορες και εντόπιζαν στελέχη των Βιετκόνγκ.

Μια ακόμη απόρροια της «πολιτικής δράσης» της CIA ήταν οι Ειδικές Ομάδες Πληροφοριών (Special Intelligence Teams), των οποίων τα μέλη μεταμφιέζονταν σε χωρικούς, οπλισμένοι με πιστόλια. Οι SIT ανέφεραν κατευθείαν στον έπαρχο για τη δράση των Βιετκόνγκ.

Περισσότερο προσανατολισμένες στη «δράση» ήταν οι Αντι-Τρομοκρατικές Ομάδες ή Ομάδες-Χ, που χρησιμοποιούσαν τις πληροφορίες από διάφορες πηγές για να εξοντώσουν τοπικούς ηγέτες των κομμουνιστών. Οι τακτικές τους περιελάμβαναν ενέδρες, απαγωγές και δολοφονίες, μιμούμενες εκείνες των Βιετκόνγκ, και αποτέλεσαν τον πρόδρομο του προγράμματος «Φοίνιξ».

Η CIA βοήθησε ακόμα και ιδιωτικούς στρατούς, προκειμένου να καταπολεμήσει τον αόρατο εχθρό, όπως τους «Ατάκτους της Κανέλας και της Γαρίδας», μια μονάδα 500 ανδρών οργανωμένη από έναν πλούσιο επιχειρηματία της Σαϊγκόν για να προστατεύει το εμπόριο κανέλας και γαρίδας κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου Σαϊγκόν-Βουνγκ Τάου. Τελικά ο αριθμός του έφθασε τις 5.000 άνδρες και κατέστειλε σε σημαντικό βαθμό τη δράση των Βιετκόνγκ στην περιοχή.

Οι Αμερικανοί πεζοναύτες, βετεράνοι αρκετών ανταρτοπολέμων στις Φιλιππίνες, στη Λατινική Αμερική και στην Κίνα, συνέβαλαν και αυτοί στον πόλεμο κατά της πολιτικής δομής του εχθρού, οργανώνοντας τις Combined Action Platoons (Διμοιρίες Συνδυασμένης Δράσης). Μια ομάδα πεζοναυτών των 14 ανδρών και μια διμοιρία 38 ανδρών των Λαϊκών Δυνάμεων (Popular Forces) και ήταν υπεύθυνες για την ασφάλεια χωριών με 3.500 κατοίκους περίπου (στην ουσία μιας ομάδας οικισμών).

Ωστόσο, κατά την περίοδο 1964-1967 η κομμουνιστική τρομοκρατία εξακολουθούσε να αποτελεί κύριο πρόβλημα, καθώς 8.000 τουλάχιστον κυβερνητικοί αξιωματούχοι και ηγέτες κοινοτήτων είχαν εκτελεσθεί από τους Βιετκόνγκ.

Πρόγραμμα CORDS

Το 1967 ο Λευκός Οίκος είχε αντιληφθεί πλέον ότι, πέραν του συμβατικού πολέμου από αμερικανικές μονάδες στο Βιετνάμ, ο οποίος δεν οδηγούσε πουθενά, παρά σε μια στείρα και πολλές φορές αμφιβόλου αξιοπιστίας καταμέτρηση πτωμάτων, έπρεπε να οργανωθεί και ένας άλλος πόλεμος πίσω από τις σκιές. Ο τελευταίος θα είχε ως στόχο του αφενός «την καρδιά και το μυαλό» των κατοίκων της υπαίθρου του Ν. Βιετνάμ και αφετέρου την αόρατη κυβέρνηση των κομμουνιστών που οργάνωνε, σχεδίαζε και διεύθυνε μια αιματηρή εκστρατεία τρόμου και φθοράς του Νότου.

Για τον σκοπό αυτό, δημιουργήθηκε ένας οργανισμός ο οποίος θα επέβλεπε όλα τα επιμέρους «ειρηνευτικά» προγράμματα, ενώ θα δημιουργούσε και άλλα, και ο οποίος έφερε τελικά την ονομασία Civil Operations and Revolutionary Development Support – CORDS (Πρόγραμμα Πολιτικών Επιχειρήσεων και Υποστήριξης Επαναστατικής Ανάπτυξης). Διοικητής ήταν ο Robert Κomer, από το επιτελείο του Λευκού Οίκου και άμεσος εκπρόσωπος του προέδρου των ΗΠΑ, ο οποίος απεχθανόταν τη γραφειοκρατία και ήθελε να επιτυγχάνει αποτελέσματα.

Κύριο μέσο επιβολής του προγράμματος ήταν οι ομάδες Revolutionary Development (Επαναστατική Εξέλιξη), οι οποίες επισκέπτονταν τα χωριά και επεδείκνυαν το ενδιαφέρον της κυβέρνησης για την ασφάλεια των κατοίκων τους και για το βιοτικό τους επίπεδο. Σκοπός των ομάδων RD ήταν να δώσουν στον μέσο χωρικό έναν λόγο για να πολεμήσει και να υποστηρίξει την κυβέρνηση της Σαϊγκόν.

Η νοτιοβιετναμέζικη Υπηρεσία Πληροφοριών συνέβαλε στην προσπάθεια αντιμετώπισης του πολιτικού πολέμου των Βιετκόνγκ με την οργάνωση των Ομάδων Son Truong (Ομάδες Ένοπλης Προπαγάνδας), που περιδιάβαιναν τα χωριά έχοντας στις τάξεις τους επαγγελματίες προπαγανδιστές υπέρ της πολιτικής της Σαϊγκόν, οι οποίοι προστατεύονταν από ένοπλα τμήματα.

Μια από τις πρώτες ενέργειες του Κomer ήταν η αναδιοργάνωση των Λαϊκών/Επαρχιακών Δυνάμεων της Εθνικής Αστυνομίας, γνωστών και ως «Ραφ-Παφ» από τα αρχικά RF/PF (Regional Forces/Popular Forces), που αποτελούσαν την τυπική εθνοφυλακή, καθώς και η ενίσχυση του προγράμματος Chieu Hoi (Ανοικτές Αγκάλες), το οποίο έδινε αμνηστία στους μετανοούντες αντάρτες Βιετκόνγκ.

Το 1968, μετά τη γενική επίθεση του Τετ, που αποδεκάτισε και εξέθεσε τη δομή των κομμουνιστών, δημιουργήθηκε ένα κενό το οποίο κάλυψαν γρήγορα οι δυνάμεις ειρήνευσης του CORDS. Βελτιωμένες δυνάμεις RF/PF, όχι μόνο εκκαθάρισαν, αλλά και διατήρησαν υπό τον έλεγχό τους παραδοσιακές περιοχές επικράτησης των ανταρτών. Δείγμα της επιτυχίας του CORDS ήταν η ανάπτυξη μιας πολιτοφυλακής γνωστής ως Λαϊκή Δύναμη Αυτοάμυνας (PSDF), το 1969, η οποία αριθμούσε το 1971 περί τα 4 εκατομμύρια μέλη, εφοδιασμένα με 500.000 όπλα.

Οι Βιετκόνγκ, αναγνωρίζοντας τον φοβερό κίνδυνο που διέτρεχαν, προσπάθησαν να διαφθείρουν το πρόγραμμα, «φυτεύοντας», μέσω υποτιθέμενων λιποτακτών από τις τάξεις τους –στο πλαίσιο του προγράμματος Chieu Hoi– πράκτορες στις μονάδες RF/PF. Μια προσπάθεια που αναγνωρίστηκε το 1971, μετά την εξόντωση διαφόρων φυλακίων των κυβερνητικών δυνάμεων από προδοσία.

«Φοίνιξ»: Αναγέννηση από τις στάχτες

Το CORDS ήταν η επίσημη προσπάθεια ειρήνευσης, η οποία συνδύαζε την πολιτική επίθεση της κυβέρνησης της Σαϊγκόν, την κοινωνική-αγροτική μεταρρύθμιση και τα νόμιμα και φανερά μέσα αστυνόμευσης και άμυνας. Ωστόσο, στη σκιά του CORDS ζούσε ένας άλλος θηριώδης οργανισμός, ο οποίος εκπροσωπούσε την πληρωμένη απάντηση στην κτηνωδία και την τρομοκρατία των Βιετκόνγκ. Έμβλημά του το μυθικό πτηνό Φοίνιξ, καθώς, σύμφωνα με το ομώνυμο πρόγραμμα, μέσα από τις στάχτες της πολιτικής δομής των Βιετκόνγκ θα αναγεννιόταν το νέο ελεύθερο Βιετνάμ.

Αρχικά το «Φοίνιξ» ξεκίνησε ως ICEX (Intelligence Coordination and Exploitation – Συντονισμός και Εκμετάλλευση Πληροφοριών). Στόχος του η μυστική κυβέρνηση των κομμουνιστών και η δομή της μέσα στον κοινωνικό ιστό του Ν. Βιετνάμ. Αργότερα, το 1968, το ICEX ονομάσθηκε «Phoenix» ή Phung Hoang στη βιετναμέζικη γλώσσα.

Επικεφαλής του «Φοίνικα» ήταν ο πρώην σταθμάρχης της CIA στη Σαϊγκόν, Ουίλιαμ Κόλμπι, ο οποίος αργότερα –επί Ρήγκαν– διετέλεσε διευθυντής της CIA. Ο Κόλμπι ήταν ο πλέον κατάλληλος για παραστρατιωτικές επιχειρήσεις, καθώς, ως νεαρός αξιωματικός, είχε εκτελέσει αρκετές αποστολές πίσω από τις γερμανικές γραμμές στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν υπηρετούσε στον πρόδρομο της CIA, το OSS (Office of Strategic Studies – Γραφείο Στρατηγικών Μελετών). Ο Κόλμπι πέθανε μυστηριωδώς το 1996, ενώ βρισκόταν σε αποστρατεία.

Το ICEX και αργότερα «Φοίνιξ» προέβλεπε την τοποθέτηση ενός Αμερικανού αξιωματικού πληροφοριών σε κάθε περιοχή, ώστε να συντονίζει τις ποικίλες υπηρεσίες πληροφοριών του Ν. Βιετνάμ στην επίθεσή τους κατά της πολιτικής δομής των Βιετκόνγκ. Συγκεκριμένα, το «Φοίνιξ» προέβλεπε τη συγκέντρωση πληροφοριών, τη σύλληψη και την ανάκριση υπόπτων πρακτόρων των Βιετκόνγκ, καθώς και τη χρήση στρατιωτικής βίας για τη σύλληψη ή την εξόντωση των υπόπτων, εάν η σύλληψή τους δεν ήταν δυνατή με νόμιμα μέσα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι πράκτορες του εχθρού δεν θα προλάβαιναν να στρατολογήσουν νέα μέλη, να φορολογήσουν τους χωρικούς ή να σχεδιάσουν και να ηγηθούν επιθέσεων κατά των κυβερνητικών δυνάμεων.

Η οργάνωση του «Φοίνικα» προέβλεπε τρία επίπεδα αξιολόγησης των πληροφοριών και δράσης. Στο πρώτο εμπλεκόταν το Κέντρο Συντονισμού Περιοχής ή DIOCC (District Co-ordination Center). Εκεί φυλάσσονταν οι φάκελοι με τα ονόματα Βιετναμέζων πολιτών που υπήρχαν υποψίες ότι ήταν πράκτορες των Βιετκόνγκ ή συνεργάτες τους. Μόλις σε έναν ύποπτο καταγράφονταν τρεις πράξεις ανατρεπτικής συμπεριφοράς, το πρόσωπο αυτό έμπαινε στην «πράσινη λίστα» της Αστυνομίας. Ο ύποπτος μπορεί να συλλαμβανόταν και να φυλακιζόταν χωρίς το δικαίωμα πολιτικής δίκης. Συχνά η αστυνομία περιερχόταν τα χωριά και εξέταζε κάθε έναν κάτοικο, σύμφωνα με την πράσινη λίστα που διέθετε.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: