Γιατί μισούνται η Μπαρτσελόνα με τη Ρεάλ; Ποιος ο ρόλος του Φράνκο

Κοινοποίηση:
barca

«Ρίξε μέσα όλη την ιστορία, την πολιτική και το κλίμα που δημιουργούν τα μέσα ενημέρωσης και έχεις το τέλειο εκρηκτικό μείγμα».
Σερ Μπόμπι Ρόμπσον, πρώην προπονητής Μπαρτσελόνα (1996-97), για τους αγώνες με τη Ρεάλ
6 Ιουνίου 1943, Βαρκελώνη
Το γήπεδο κόχλαζε. Οι ιαχές του κόσμου δονούσαν την ατμόσφαιρα της Βαρκελώνης και έφταναν στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της πόλης. Ακουγόντουσαν μέχρι και το Sant Andreu. Χιλιάδες θεατές χοροπηδούσαν στις ξύλινες κερκίδες του γηπέδου που έτριζαν επικίνδυνα και φώναζαν το όνομα της αγαπημένης τους ομάδας.
Ένα τεράστιο πανό που έγραφε «Η Καταλονία δεν είναι Ισπανία» κάλυπτε από άκρη σε άκρη τις βόρειες εξέδρες. Μέσα στο Καμπ ντε Λες Κορτς βρισκόντουσαν 60.000 άνθρωποι και έξω πολλοί περισσότεροι. Η carrer de Numancia, η carrer de Caballero, η carrer de Novell, ήταν απροσπέλαστες. Ένα τρίχρωμο ποτάμι έφτανε μέχρι εκεί που μπορεί να δει το μάτι. Οι άνθρωποι ήταν ντυμένοι με τα χρώματα της σημαίας της Καταλονίας. Το κόκκινο, το κίτρινο και το μπλε.
Κάποιες στιγμές οι θεατές σταματούσαν να φωνάζουν «Μπάρτσα, Μπάρτσα» και φώναζαν ρυθμικά ένα όνομα: «Τζοσέπ, Τζοσέπ». Ύστερα πάλι συνέχιζαν να επευφημούν τους μπλαουγκράνα.
Οι δρόμοι της πόλης είχαν αδειάσει. Αυτοκίνητα δεν κυκλοφορούσαν. Ίσως ελάχιστα ταξί και αυτά άδεια. Ακόμη και στη Ράμπλα οι μαγαζάτορες είχαν κλείσει τα καταστήματά τους.
Όσοι δεν είχαν καταφέρει να προμηθευτούν το μαγικό χαρτάκι για να πάνε στο γήπεδο, είχαν μείνει σπίτι τους. Είχαν αγκαλιάσει το ραδιόφωνο με τις λυχνίες, λες και έτσι θα άκουγαν καλύτερα. Άναβαν τσιγάρο και με αγωνία περίμεναν τον εκφωνητή να ξεκινήσει την περιγραφή.
Οι πιο θαρραλέοι είχαν κρεμάσει έξω από τα σπίτια ή στις μαρκίζες των καταστημάτων τους το κασκόλ με το μπλε και το κόκκινο. Επικίνδυνα πράγματα. Την επομένη, η Guardia Civil θα τους φώναζε στο αστυνομικό τμήμα για… «αντεθνική συμπεριφορά».
Σύγκρουση δύο κόσμων
Η ποδοσφαιρική μάχη της Μπαρτσελόνα με αντίπαλο τη Ρεάλ δεν ήταν απλώς ένας ποδοσφαιρικός αγώνας, ήταν μια ηχηρότατη διαμαρτυρία απέναντι στην Junta του Generalissimo. Ήταν η σύγκρουση δύο κόσμων, ήταν η σύγκρουση ανάμεσα στους ηττημένους του εμφυλίου και τους νικητές…
Ο Φράνκο, ο κοντούλης άνδρας με το φροντισμένο μουστάκι και το έντονο προγούλι, ο πιστός καθολικός reconquista της σύγχρονης Ισπανίας, δεν θα το άφηνε να περάσει έτσι. Εξάλλου δεν γινόταν το Κύπελλο Ισπανίας που είχε διοργανώσει ο ίδιος προς τιμήν του, το Copa de el Generalisimo, να το σηκώσουν οι καταραμένοι Καταλανοί και όχι η Ρεάλ.
Η Μπαρτσελόνα με εκπληκτικούς ποδοσφαιριστές στις τάξεις της ήταν δύσκολο να χάσει. «Η ομάδα της Βαρκελώνης παρατάσσεται με τους Μιρό, Μπενίτο, Κούρτα, Ράιτς, Ροσάλεντς, Καλβέτ, Σοσπέδρα, Εσκολά, Μαρτί, Θέσαρ και Βάλιε. Η ομάδα της Ρεάλ κατεβαίνει με τους Μάρθα, Κερεχέτα, Κορόνα, Σούτο, Ιπίνα, Μολέιρο, Αλσούα, Αλόνσο, Προύδεν, Μπαρινάγα, Μποτέγια» ξεκίνησε να λέει ο εκφωνητής του κρατικού ραδιοφώνου, που είχε έρθει από τη Μαδρίτη για να μεταδώσει.
Ο ημιτελικός άρχισε. Οι παίκτες της Ρεάλ με την ανοχή του διαιτητή έμοιαζαν με δρεπανηφόρα άρματα. Οι κλοτσιές, οι αγκωνιές, τα φτυσίματα, τα τραβήγματα της φανέλας έπεφταν σύννεφο. Στο ημίχρονο το μεγάλο αστέρι των μπλαουγκράνα, ο Χοσέ Εσκολά, τραυματίστηκε και αποχώρησε, με ενθύμιο στο ματωμένο πόδι του τις σχάρες των αντιπάλων του. Προηγουμένως είχε προλάβει να σημειώσει το 2-0. Ο αγώνας έληξε με ένα ακόμη γκολ υπέρ των Καταλανών:
Μπαρτσελόνα – Ρεάλ: 3-0. Η πόλη είχε μεθύσει από χαρά. Για 90 λεπτά έκανε στο πρόσωπο του δικτάτορα τη χειρονομία butifarra και το ευχαριστιόταν.
Την επόμενη μέρα οι εφημερίδες-φερέφωνα του δικτάτορα δυναμίτιζαν το κλίμα εν όψει του επαναληπτικού αγώνα, που θα γινόταν στη Μαδρίτη.
Ο διαιτητής δεν είχε προλάβει να σφυρίξει τρεις φορές και στη Μαδρίτη ο Φράνκο έστειλε περιπολικά να φέρουν στο γραφείο του τον δημοσιογράφο Χουάν Ντεπορτίστα.
Ήταν ο επικεφαλής του «Τύπου της εθνικής επιτροπής αθλητισμού». Ο Ντεπορτίστα μόλις μπήκε στο τεράστιο Palacio Real de El Pardo, την κατοικία του δικτάτορα, τον είδε σε έξαλλη κατάσταση: «Δεν με ενδιαφέρει τι θα κάνεις και πώς θα το κάνεις. Θέλω μόνο την επόμενη εβδομάδα ο αγώνας να είναι μια κόλαση για τους αλήτες της Μπαρτσελόνα. Φύγε τώρα, έχω δουλειά».
Ο Χουάν πραγματοποίησε τις εντολές που πήρε και μέσα σε λίγες μέρες δημιούργησε ένα εκρηκτικό κλίμα. Μέσω του Τύπου φρόντιζε να περνούν μηνύματα που καλούσαν τον κόσμο της Ρεάλ να πάει στο γήπεδο και να κάνει αντίποινα για τον τρόπο που συμπεριφέρθηκαν οι φίλοι της Μπαρτσελόνα στο πρώτο ματς.
Η φιλοκαθεστωτική εφημερίδα «Ya» έγραψε: «Οι παίκτες της Ρεάλ Μαδρίτης σφυρίχθηκαν με ξεκάθαρη διάθεση για επίθεση στους εκπροσώπους της Ισπανίας». Η «Marca» έκανε λόγο για δύο γκολ της Μπαρτσελόνα που δεν έπρεπε να μετρήσουν και ένα λανθασμένα ακυρωθέν τέρμα της Ρεάλ. Στη Βαρκελώνη τα διάβαζαν και γελούσαν. Δεν γνώριζαν ότι σε λίγες ημέρες θα έκλαιγαν…
Λίγα χρόνια νωρίτερα, 5 Αυγούστου 1936, περίχωρα Γαλικίας, Ισπανία
Ο δρόμος από τη Βαλένθια προς τη Μαδρίτη στα περισσότερα σημεία του δεν είχε άσφαλτο. Ήταν χωμάτινος και αρκετά επικίνδυνος να τον διασχίσει κάποιος. Οι στροφές που φιδογύριζαν στους καταπράσινους λόφους εναλλάσσονταν με μεγάλες ανηφορικές ευθείες και μικρές κατηφόρες.
Ο Χουλιάν, από το Vallecas της Μαδρίτης, ο οδηγός του γκρίζου αυτοκινήτου, έτρεχε περισσότερο από το κανονικό. Φορούσε ένα λευκό λεκιασμένο πουκάμισο με ένα κόκκινο φουλάρι δεμένο στον λαιμό του. Ήταν ιδρωμένος από την προσπάθεια που έκανε να στρίβει συνέχεια το βαρύ τιμόνι δεξιά και αριστερά για να αποφύγει τους κρατήρες από τις βόμβες.
Με την παλάμη του καθάρισε το μέτωπό του και πάτησε βαθύτερα το γκάζι. «Σενιόρ Τζουζέπ, όλα καλά εκεί πίσω;». Κοίταξε από τον καθρέπτη του τον μελαγχολικό επιβάτη του αυτοκινήτου, ο οποίος μόλις είχε ανάψει τσιγάρο και του έγνευσε χαμογελαστά. Ο Χουλιάν Μέντες πάτησε δυο φορές τον συμπλέκτη και κατέβασε ταχύτητα σε μια ανηφόρα. Ο 6λιτρος κινητήρας του Hispano-Suiza αγκομάχησε για να την ανέβει.
«Γαϊδούρι το αυτοκίνητο, σενιόρ. Μπορεί να είναι 12 χρόνων, αλλά αντέχει. Δεν βρίσκετε;». Ο επιβάτης πάλι του χαμογέλασε και του έγνευσε καταφατικά. «Τι διάβολο, δεν μιλούν αυτοί οι Καταλανοί; Μόνο γελούν και κουνάνε πάνω κάτω το κεφάλι τους;», σκέφτηκε ο οδηγός και συγκεντρώθηκε στον δύσκολο δρόμο, αποδεχόμενος το γεγονός ότι ευκολότερα μπορούσες να γοητεύσεις κάποια καλόγρια από το μοναστήρι της Σάντα Μαρία του Παουλάρ παρά να μιλήσεις με αυτόν τον παράξενο βουλευτή.
Τη σιωπή ύστερα από 10 λεπτά έσπασε ο επιβάτης: «Χουλιάν, μπορείς να σταματήσεις λίγο σε παρακαλώ εδώ δεξιά». Ο οδηγός χάρηκε που του απηύθυνε τον λόγο, αλλά είχε τους ενδοιασμούς του. «Σενιόρ, εάν θέλετε να κάνετε την ανάγκη σας, καλό θα ήταν να προχωρήσουμε λίγο μέχρι την άκρη του δάσους. Εδώ δίνουμε στόχο». Ο επιβάτης πάλι χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του.
Ύστερα από μερικά επίπονα χιλιόμετρα ανηφορικών στροφών, ο Χουλιάν σταμάτησε δεξιά. Ο επιβάτης άνοιξε την πόρτα του, βγήκε έξω και τεντώθηκε για να ξεμουδιάσει. Άναψε πάλι τσιγάρο και στάθηκε στην άκρη του δρόμου. Η θέα ήταν εξαιρετική. Ένα καταπράσινο δάσος απλωνόταν παντού, ενώ από τα βουνά ξεφύτρωναν τα λευκά σπίτια από τα χωριουδάκια της Αραγονίας.
Ο Τζουζέπ Σουνιόλ, γνωστός δικηγόρος της Βαρκελώνης και βουλευτής της Αριστεράς με την Accio Catalana, έκανε τον γύρο του αυτοκινήτου, έφτασε στο πορτ-μπαγκάζ, το άνοιξε και από μέσα έβγαλε την τρίχρωμη σημαία της Καταλονίας.
«Αυτό ήταν, δεν πρόκειται να γλυτώσουμε», σκέφτηκε ο οδηγός, αλλά έσπευσε να βοηθήσει τον άνδρα να στερεώσει τη σημαία στο καπό του οχήματος. Ο βουλευτής ικανοποιημένος από τη νέα εμφάνιση του αυτοκινήτου, στα μπλε, κόκκινα και κίτρινα, χαμογέλασε και πρότεινε στον οδηγό να ξεκινήσουν πάλι.
Οι στροφές συνεχίζονταν βαρετές και ύστερα από δυο χιλιόμετρα ο Τζουζέπ Σουνιόλ, χαμένος στις σκέψεις του στο πίσω κάθισμα, είδε στην άκρη του δρόμου μια πέτρινη πλάκα που έγραφε «52ο χιλιόμετρο» και σχεδόν αμέσως μια πινακίδα τον πληροφορούσε ότι περνούσαν το χωριό Γκουαδαράμα. Ακριβώς δίπλα είδε το La Casilla de la Muerte, ένα διαλυμένο κτήριο που τα φορτηγά τράκαραν συχνά επάνω του και το είχαν ονομάσει το «σπίτι του θανάτου».
Ο πρόεδρος
«Σενιόρ, μπλόκο μπροστά μας». Ο Χουλιάν έκοψε ταχύτητα. Ο Τζουζέπ Σουνιόλ, εκτός από δικηγόρος, ήταν γνωστός σε ολόκληρη την Ισπανία και για μια άλλη ιδιότητά του. Ήταν ο πρόεδρος της ποδοσφαιρικής ομάδας της Βαρκελώνης. Ο πρόεδρος της Μπάρτσα.
Μόλις είδε το μπλόκο και πριν ρωτήσει τον οδηγό του, μίλησε αυθόρμητα ο οπαδός μέσα του. Το αίμα του έβραζε. Το αυτοκίνητο είχε πλησιάσει τους στρατιώτες και εκείνος άνοιξε το παράθυρο και φώναξε: «Viva la Republica».
Όταν συνειδητοποίησε ότι οι στρατιώτες δεν απάντησαν «Viva», αλλά όπλισαν τα τουφέκια τους, ήταν αργά. Το μπλόκο ήταν από Καρλιστές και φαλαγγίτες. Ένας λοχαγός πλησίασε την πίσω πόρτα, την άνοιξε και τον τράβηξε από το σακάκι. Ο Σουνιόλ έπεσε στο χώμα. Ο οδηγός του είχε ήδη σηκώσει τα χέρια και έβγαινε με αργές κινήσεις. Ο λοχαγός δεν έχασε λεπτό. Με τις όχι και τόσο γυαλισμένες μπότες του, άρχισε να κλοτσάει στο στομάχι και στο κεφάλι τον πεσμένο άνδρα. «Ηλίθιε, πότε θα μάθεις να κρατάς το στόμα σου κλειστό», πρόλαβε να σκεφτεί ο Σουνιόλ, ενώ ένας βαρύς υποκόπανος προσγειωνόταν στους κροτάφους του.
Άκουσε ένα ξερό «κρακ» μέσα στα αυτιά του και ύστερα όλα σκοτείνιασαν. Πριν χάσει τις αισθήσεις του, είδε με την άκρη του ματιού του έναν φαλλαγίτη να ακουμπάει ένα πιστόλι στο πρόσωπο του Χουλιάν, να πυροβολεί και μετά να φτύνει το σώμα του νεκρού οδηγού του.
Όταν ο πρόεδρος της Μπάρτσα συνήλθε, βρισκόταν δεμένος μέσα σε έναν στάβλο. Ο πονοκέφαλος τον ζάλιζε και από τα αυτιά του άκουγε εκατοντάδες σφυρίχτρες να του τρυπάνε το μυαλό.
Τα χέρια του έτρεμαν, η αναπνοή του είχε δυσκολέψει και η καρδιά του χτυπούσε σαν να ήθελε να βγει από το στήθος του.
Άκουσε τα κλειδιά να στριφογυρίζουν στην κλειδαριά. Η πόρτα άνοιξε και κάποιοι μπήκαν. «Σενιόρ Σανιόλ, Τζοσέπ ι Γκαρίγα γράφουν τα χαρτιά σας. Είστε πραγματικά εσείς; Ο πρόεδρος της Μπάρτσα;». Ο λοχαγός που τον είχε χτυπήσει προηγουμένως τώρα εξέταζε όρθιος προσεκτικά μια τη φωτογραφία στην ταυτότητα και μια το πρόσωπο του ανθρώπου που καθόταν στο πάτωμα μπροστά του.
«Σουνιόλ, είναι το όνομά μου, όχι Σανιόλ», ψέλλισε ο άνδρας. «Πιστεύετε ότι είστε σε θέση να διαπραγματεύεστε ακόμη και το όνομά σας, σενιόρ. Στα ισπανικά είναι Σανιόλ. Αλλά από ό,τι καταλαβαίνω εσείς δεν είστε καν Ισπανός. Είστε ένας προδότης της χώρας σας. Κομμούνι».
Η μπότα του λοχαγού προσγειώθηκε στο στομάχι του δικηγόρου, που διπλώθηκε στα δυο από τον πόνο και άφησε μια ανάσα να ξεφύγει από το στόμα του. Ο λοχαγός έγνεψε σε έναν πολιτοφύλακα, εκείνος έσκυψε, έβγαλε τα παπούτσια από τον άνδρα που αγκομαχούσε και του έδεσε τα χέρια και τα πόδια.
Ύστερα πήρε ένα μεγάλο ξύλο και με το πρόσταγμα του λοχαγού άρχισε να τον βαράει με δύναμη στα πέλματα. Ο Σουνιόλ άφησε ένα βογγητό και έχασε πάλι τις αισθήσεις του. Οι δυο άνδρες ικανοποιημένοι έφυγαν από τον στάβλο.
Δεν είχε περάσει πολλή ώρα όταν η πόρτα άνοιξε πάλι με δύναμη. «Σενιόρ, ακολουθήστε με», του είπε ένας φαλαγγίτης την ώρα που ξεκλείδωνε τις αλυσίδες από τα χέρια του.
Προχώρησαν παράλληλα στον στάβλο και έστριψαν στην πρώτη γωνία. Μπροστά τους ανοιγόταν μια έρημη πλατεία, με τα καφενεία της ακόμη κλειστά. Ο λοχαγός καθόταν στο τραπεζάκι ενός καφενείου και έπινε τον καφέ του.
«Ελάτε, σενιόρ, καθίστε. Ορίστε και ένα τσιγάρο», απευθύνθηκε στον πρόεδρο της Μπάρτσα και με την όχι και τόσο καλογυαλισμένη μπότα του έσπρωξε μια ψάθινη καρέκλα προς το μέρος του. Εκείνος κάθισε. Πήρε το τσιγάρο και το άναψε. Δεν μιλούσε. «Δεν είναι υπέροχα τα πρωινά στην Γκουαδαράμα;».
Ο άνδρας κατένευσε και συνέχιζε να καπνίζει. Ο ήλιος άρχισε να βγαίνει και παρατήρησε μακριά το δάσος να χρωματίζεται.
«Τελειώσατε το τσιγάρο σας, σενιόρ;», ρώτησε ο λοχαγός τον χαμένο στις σκέψεις του δικηγόρο. Εκείνος έγνευσε καταφατικά. Τότε ο λοχαγός σηκώθηκε. Με αργές κινήσεις άνοιξε τη δερμάτινη θήκη που είχε το πιστόλι του, το όπλισε και σημάδεψε το κεφάλι του καθισμένου Τζουζέπ Σουνιόλ. «Μα τι κάνει;», ξανασκέφτηκε ο πρόεδρος της Μπαρτσελόνα. Ήταν η τελευταία σκέψη της ζωής του…
13 Ιουνίου 1943, Μαδρίτη, Estadio Chamartin, αποδυτήρια φιλοξενουμένων
«Πού πάμε; Πώς θα βγούμε εκεί έξω; Θα μας φάνε ζωντανούς. Δεν είδατε τι πάθαμε στο τρένο; Από τον σταθμό μέχρι το ξενοδοχείο μάς έριχναν πέτρες και μας έφτυναν. Βρίσκονται σε φρενίτιδα και ζητούν καταλανικό αίμα». Ο τερματοφύλακας της Μπάρτσα, ο Luis Mirό Donate, την ώρα που έδενε τα κορδόνια του απευθύνθηκε στους συμπαίκτες του. Απάντηση δεν πήρε. Μόνο φοβισμένα χαμόγελα.
«Πάμε να παίξουμε και ό,τι βγει. Είμαστε καλύτεροι και μπορούμε να νικήσουμε και αυτούς στις εξέδρες», απάντησε ο Jaime Sospedra Julià και φόρεσε τη φανέλα του.
Ξαφνικά, δίχως να χτυπήσει, η πόρτα των αποδυτηρίων άνοιξε. Ο θόρυβος από τις εξέδρες ακούστηκε δυνατότερος στον χώρο: «Ρέαλ… Cristo Rei… Ρέαλ».
Η ήδη βαριά ατμόσφαιρα έγινε δυσβάσταχτη. Μέσα μπήκαν δυο άνδρες ντυμένοι στρατιωτικά. Ήταν ο στρατηγός José Moscardό Ituarte με τα σκουρόχρωμα στρογγυλά γυαλάκια του και ο γενικός διευθυντής Εθνικής Ασφάλειας, ο άνθρωπος που έτρεμαν όλοι οι Ισπανοί μετά τον Φράνκο, ο Blas Pérez Gonzàlez. Τους συνόδευε ο ντυμένος στα μαύρα διαιτητής Celestino Rodrίguez Mato, που θα σφύριζε σε λίγα λεπτά τον επαναληπτικό ημιτελικό.
Οι τρεις άνδρες δεν μάσησαν τα λόγια τους: «Senores, είστε εδώ ζωντανοί μόνο χάρη στη μεγαλοθυμία του στρατηγού μας και της γενναιοδωρίας της κυβερνήσεώς μας. Σας συγχώρεσε μια φορά την περασμένη εβδομάδα, για έλλειψη πατριωτισμού. Μη δοκιμάζετε τα όριά μας. Έχετε και οικογένειες πίσω στη Βαρκελώνη. Φαντάζομαι ακούτε τον κόσμο. Με δυσκολία τους κρατάμε να μην ορμήξουν…». Στις εξέδρες, το καθεστώς του Φράνκο είχε φροντίσει να κάθονται μόνο καρλιστές και φαλαγγίτες.
Όταν οι παίκτες της Μπαρτσελόνα μπήκαν στο γήπεδο, εκείνο που πλέον τους ενδιέφερε λιγότερο ήταν η νίκη. Ήθελαν να βγουν ζωντανοί από εκείνη τη ζούγκλα και να μην πειράξουν τις οικογένειές τους. Ο αγώνας ήταν μια παρωδία, γεμάτη πέτρες, ξύλο, βρισιές και κλοτσιές. Ο τερματοφύλακας Luis Mirό δεν μπορούσε να καθίσει κάτω από τα δοκάρια λόγω των πετρών που δεχόταν. Αναγκαστικά στεκόταν στη γραμμή της περιοχής και στα 90 λεπτά. Οι μπλαουγκράνα ηττήθηκαν με 11-1…
Επιμύθιον 
*Ο Τζουζέπ Σουνιόλ χαρακτηρίστηκε από τον ίδιο τον Φράνκο, αντί Ισπανός.
*Με διαταγή του δικτάτορα απαγορεύτηκε να τον μνημονεύουν στη Βαρκελώνη, ενώ σβήστηκε το όνομά του από τον κατάλογο των προέδρων της Μπαρτσελόνα.
*Τρία χρόνια μετά τον θάνατό του, πάλι με διαταγή του Φράνκο, ο Σουνιόλ πέρασε από στρατοδικείο.
*Το σώμα του Σουνιόλ δεν βρέθηκε ποτέ. Στο σημείο που δολοφονήθηκε έχει στηθεί μια πλάκα με το όνομά του. Συχνά νεοφασίστες ακόμη και σήμερα τη βάφουν με μπογιές.
*Οι μάχες στα βουνά της Γκουαδαράμα έγιναν γνωστές από το βιβλίο του Χέμινγουεϊ «Για ποιον χτυπά η καμπάνα».
*Στον τελικό ο Φράνκο λίγο έλειψε να ξεριζώσει το μουστάκι του τρίχα τρίχα από την οργή του. Η Ρεάλ έχασε με 1-0 από την (εξίσου) μισητή ομάδα των Βάσκων, την Αθλέτικο Μπιλμπάο…
ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ:

2 Σχόλια

  1. Λυπάμαι αλλά και οι Ισπανοί είναι Έλληνες, άσχετο αν Καστιλάνοι, Βάσκοι, Καταλανοί κλπ, τρώγονται μεταξύ τους (όπως και εμείς). Βέβαια αυτά που έκανε ο Φράνκο στους Καταλανούς στην Μαδρίτη είναι τα ίδια που έκανε ο ξε-Κόκαλιτς και οι Γάβροι στα βαζέλια (3-0) στην Ριζούπολη! Εκεί γιατί δεν λέγανε για χούντα, τζενεραλίσιμο κλπ; έπαθε κάτι η γλώσσα τους;

  2. Οι Βασκοι και εμεις ειμαστε ενα dna.Η αγαπη τους για την μητερα Ελλαδα ειναι τρομερη.Οι δε Καταλανοι που διαβαζω απο καποιους ανιστορητους οτι ηταν βαρβαρικο φυλο,ειναι οι απευθειαν απογονοι των αρχαιων λουζιτανων της Ιβηρικης,οι οποιοι ζουσαν λιτα και απεριτα σαν τους σπαρτιατες,ενω ηταν υπερηφανοι για την καταγωγη τους απο τους ηρακλειδες.Ως γνωστον,ο Ηρακλης ηταν αρκετα χρονια στην Ιβηρικη χερσονησο-εξου και το ονομα ΗΡΑΚΛΕΙΕΣ ΣΤΗΛΕΣ δηλαδη το Γιβραλταρ.Οι ισπανοι,ειναι αραβες της Φοινικης που υποδουλωσαν τους αυτοχθονες.ΚΑΤΑΛΩΝΙΑ και ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΒΑΣΚΩΝ,κανονικα δεν θα επρεπε να εχουν καμια σχεση με την ΙΣΠΑΝΙΑ..

Comments are closed.