Αυτό είναι το στοιχειωμένο σπίτι των Σπετσών (ΦΩΤΟ)

Κοινοποίηση:
σπετσες 1

Το καλοκαίρι του 1918, ο επιτετραμμένος της Ισπανίας στην Αθήνα, Μαρκήσιος Prat de Nantouillet, αποφάσισε να παραθερίσει στις Σπέτσες και ενοικίασε μια έπαυλη, που ανήκε στον Μανιάτη.

Ο Μαρκήσιος εγκαταστάθηκε εκεί στις 6 Ιουνίου μαζί με τη σύζυγό του, την 6χρονη κόρη του Ισαβέλλα και το προσωπικό της πρεσβείας, όπως ο γραμματέας του Ξεν. Λευκοπαρίδης και η δακτυλογράφος του Simonne Lachausse.

Όταν έφτασε το βράδυ, έπεσαν να κοιμηθούν κατάκοποι από την ταλαιπωρία της εγκατάστασής τους, αφήνοντας ανοιχτό το παράθυρο. Ξαφνικά, άκουσαν δυνατούς κρότους, σαν να έπεφταν πέτρες στο δωμάτιο. Ο Μαρκήσιος έτρεξε προς το παράθυρο, αλλά δεν είδε κανέναν. «Ποιος διάβολος πετάει πέτρες;», είπε δυνατά, μα δεν έλαβε καμιά απάντηση. Ο θόρυβος επαναλήφθηκε αρκετές φορές ακόμη. Άναψαν φως, αλλά δε βρήκαν πουθενά πέτρες μέσα στο δωμάτιο.

Ύστερα από δυο τρεις μέρες, η Μαρκησία διηγήθηκε στον άντρα της ένα πολύ παράξενο όνειρο.

Περπατούσε δήθεν στην παραλία των Σπετσών, όταν αντιλήφθηκε έναν άντρα που φορούσε ρούχα παλιάς εποχής, όπως κοντό παντελόνι, άσπρες ψηλές γκέτες, λουστρίνια, ψηλό κολλάρο και μακριά ρεντιγκότα. Είχε δεμένο το κεφάλι του με άσπρο μαντήλι, που σχημάτιζε φιόγκο και έπαιζε στα δάχτυλά του κομπολόι δίχως φούντα. Επίσης, έβλεπε να κάνουν βόλτα στρατιωτικοί με περίεργες στολές και με περικεφαλαία. Όλα αυτά χαράχτηκαν ζωηρά και βαθιά στη μνήμη της.

Ο Μαρκήσιος δεν έδωσε καμιά σημασία στο όνειρο που αναστάτωσε τη σύζυγό του. Ύστερα από 23 ημέρες, κατά τις 8 το βράδυ, ενώ κάθισαν να δειπνήσουν μαζί με το προσωπικό, συνέβη ένα αλλόκοτο περιστατικό.

σπετσες 2

Η Μαρκησία σηκώθηκε για λίγο, προκειμένου να φέρει ένα βιβλίο από τον σκοτεινό διάδρομο μπροστά της, όταν ο σύζυγός της την άκουσε να ξεφωνίζει κι αμέσως έτρεξε κοντά της.

«Ο γέρος είναι εκεί…αυτός που είδα στο όνειρό μου! Να ΄τος!»

Ταυτοχρόνως, ο σκύλος τους άρχισε να γρυλλίζει και με την ουρά στα σκέλια, μαζεύτηκε στα πόδια τους. Ο Μαρκήσιος πήρε τη λάμπα στο χέρι και μαζί με τους άλλους έτρεξαν στον διάδρομο, αλλά δεν είδαν τίποτα.

Όταν, όμως, πλησίασε στο μέρος που του έδειχνε η Μαρκησία ότι είχε δει τον γέρο, παρόλο που τα παράθυρα και οι πόρτες ήταν κλειστές, η λάμπα έσβησε ξαφνικά και ένιωσε ένα απότομο κρύο να τον διαπερνά. Γύρισε στην τραπεζαρία, άναψε τη λάμπα και η σύζυγός του άρχισε πάλι να ουρλιάζει: «Να ‘τος… Να ‘τος, μπαίνει μέσα στην πόρτα… Να, κάθισε στην πολυθρόνα!». Συγχρόνως, ο σκύλος άρχισε να γρυλίζει ακόμα πιο δυνατά, ενώ η κουνιστή πολυθρόνα ξεκίνησε να κουνιέται μόνη της.

Για να είναι βέβαιοι ότι και οι τέσσερεις δεν είχαν πάθει ομαδική παραίσθηση, φώναξαν τη νταντά, την καμαριέρα και τη μαγείρισσα και τις ρώτησαν αν έβλεπαν να κουνιέται η πολυθρόνα. Τότε, εκείνες επιβεβαίωσαν το γεγονός.

Έπειτα, ο Μαρκήσιος πλησίασε και θέλησε να καθίσει εκεί, μα αισθάνθηκε το ίδιο παγερό συναίσθημα και σαν να άγγιζε κάτι το ζωντανό. Το συναίσθημα του φάνηκε τόσο απαίσιο, ώστε δεν τόλμησε να επιμείνει.

Μετά από τρεις ημέρες, όταν ένα πρωί ο Μαρκήσιος άκουσε ξανά τις φωνές της συζύγου του, που ήταν ξαπλωμένη και έτρεξε αμέσως. Του εξήγησε πως είχε δει να ανοίγει η ντουλάπα του δωματίου και να βγαίνει μέσα απ’ αυτήν ο ίδιος γέρος με το άσπρο μαντήλι στο κεφάλι.

Ο Μαρκήσιος δεν είχε δει κανέναν. Όταν όμως εκείνη συνήλθε από την ταραχή της, επειδή ήταν εξαιρετική ζωγράφος, σχεδίασε τον γέρο, αποδίδοντας όχι μόνο την ενδυμασία του, αλλά και τα χαρακτηριστικά του.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: