Τον γύρο του διαδικτύου κάνει βίντεο από τις ΗΠΑ με άνδρα να… ζητάει τα ρέστα από μωρό επειδή κλαίει μέσα στο αεροπλάνο.
Στο παραλήρημά του, ο άνδρας που επέβαινε στην πτήση της Southwest Airlines προς το Ορλάντο επιτέθηκε λεκτικά στους γονείς και το μωρό, με τους αεροσυνοδούς να προσπαθούν να τον ηρεμήσουν.
«Πλήρωσα εισιτήριο για να έχω μια γ… άνετη πτήση», ακούγεται να φωνάζει εκνευρισμένος ο άνδρας για να συνεχίσει: «Αυτό το παιδί κλαίει εδώ και 40 λεπτά». Το πλήρωμα ζήτησε από τον άνδρα να σταματήσει αλλά ο ίδιος είπε πως θα… ουρλιάξει. «Είμαστε σε ένα γ… κονσερβοκούτι με ένα μωρό σε έναν καταραμένο θάλαμο και θέλετε να μου πείτε να είμαι γ… εντάξει;», είπε. Επιβάτης της πτήσης επιχείρησε να ηρεμήσει τον άνδρα υπενθυμίζοντάς του πως είναι ενήλικας και φωνάζει σε ένα βρέφος. «Μήπως ο μ… πλήρωσε παραπάνω για να φωνάζει;» απάντησε ο άνδρας. «Δεν δίνω δεκάρα. Γαμώτο, χαμήλωσε τη φωνή του μωρού. Γαμώτο», είπε.
Το βίντεο ολοκληρώνεται με τον οξύθυμο άνδρα να περικυκλώνεται από την ασφάλεια και τους αστυνομικούς του αεροδρομίου του Ορλάντο, οι οποίοι τον συνοδεύουν προς τα έξω, καθώς υποστηρίζει ότι έφταιγαν οι γονείς που δεν κατάφεραν να κρατήσουν το βρέφος ήσυχο.
Η Southwest Airlines ανέφερε σε ανακοίνωσή της: «Συγχαίρουμε το πλήρωμά μας για τον εξαιρετικό επαγγελματισμό που επέδειξε κατά τον χειρισμό μιας δύσκολης κατάστασης και ζητάμε συγγνώμη από τους άλλους πελάτες στο αεροσκάφος που έπρεπε να βιώσουν μια τέτοια απαράδεκτη συμπεριφορά».
Πολύ μαλάκας. Οι φωνές του είναι χειρότερες από το κλάμα του μωρού. Γιατί οι άλλοι επιβάτες δεν ενοχλήθηκαν; Ο ένας άντρας και οι δυο κοπέλες γελούσαν.
Μπορεί κάπου να πονάει το μωρό και κλαίει, κι ας είναι χορτασμένο και αλλαγμένο.
Δίκιο είχε ο άνθρωπος. Κάθονται ατάραχοι μερικοί γονείς κι αφήνουν το βλαστάρι τους να σκούζει και να κλαίει στο κεφάλι του άλλου.
Απο τι φωνές του, μωρό δεν είναι, λέει και κάτι, για 2/3ίχρονο το κόβω.Σιγά που ο τουρίστας θα χαλάσει τη ζαχαρένια του, αυτός έχει συνηθίσει το κλάμα και τη γκρίνια του και δεν πτοείται.Να τους δείτε όλους τους, αυτά κλαίνε καταμεσής του δρόμου, κυλιούνται και κανείς τους δεν τ’ αρπάζει να φύγουν.