Αναμνήσεις Δημήτρης Ψαθά! Τα Θεοφάνεια στην Τραπεζούντα

Κοινοποίηση:
Θεοφάνεια-στο-μώλο-της-Τραπεζούντας-στα-1917-

Από τη “Γη του Πόντου” του Δημήτρη Ψαθά

Η γιορτή, όμως, που με συγκινούσε περισσότερο απ’ όλες, ήταν τα Φώτα, επειδή ίσως,εκτός απ’ το χριστιανικό της περιεχόμενο, έπαιρνε κι έναν χαρακτήρα αθλητικό και ηρωικό.Γιατί στην μεγάλη αυτή γιορτή ριχνόταν ο Σταυρός στη θάλασσα κι έπρεπε να τον«πιάσουν» τα παλικαριά των ενοριών κι αυτό δεν ήταν εύκολη δουλειά μέσα στιςφουρτούνες και τα κρύα του Γενάρη.
Χιόνιζε εκείνη την χρονιά. Γεμάτος χαρά έβλεπα απ’ το στασίδι του ψάλτη, τις άσπρεςπεταλουδίτσες να κολλάνε στο πολύχρωμο τζαμωτό της εκκλησιάς, ενώ έψελνα με οίστροπλάι στον Τσιράχ.
Βιαζόμουν, λαχταρούσα να τελειώσω κι όταν απόλυσε η εκκλησιά μας,πήρα το δρόμο τρεχάλα, ευτυχισμένος μέσα στο χιόνι και νάμαι σε λίγο κάτω στην παραλίατου Αγίου Γρηγορίου, όπου ήταν πολύ πλήθος μαζεμένο και περίμενε την πομπή για τηνμεγάλη τελετή. Σ’ ένα σημείο, δυτικά απ’ τα μεγάλα βράχια του γιαλού μας, η στεριάπροχωρώντας μέσα στην θάλασσα σχημάτιζε μια μικρή χερσόνησο κι από κει ήταν πουέριχνε κάθε χρόνο ο δεσπότης τον Σταυρό.Ασταμάτητα έπεφτε το χιόνι.
Το κρύο τσουχτερό. Λυσσασμένη λες η θάλασσα σφύριζε καιβροντολογούσε κάτω απ’ το μαστίγωμα του αγέρα κι οι γλάροι —χιλιάδες— παλεύανε κιαυτοί και στριφογύριζαν μέσα στον βοριά, που καμιά φορά τους έπαιρνε και τρόμαζαν ναξαναζυγίσουν τα φτερά τους.
Τα παλικάρια, ωστόσο, που θ’ αγωνιζόντουσαν για να «πιάσουν» τον Σταυρό, δεν δείχναννα σκοτίζονται. Νέοι, γεροδεμένοι όλοι, από νωρίς βρισκόντουσαν εκεί στην παραλία,γυμνοί, και νάτους τώρα που κάνουν βόλτες ανυπόμονα μ’ ένα παλτό ριγμένο στους ώμουςκι ένα μπουκάλι κονιάκ, απ’ όπου ρουφάνε πότε ‐ πότε μια γουλιά, ενώ τους δέρνει οαγέρας και το χιόνι. Από κάθε ενορία είναι κι ένας — άλλος απ’ τον Άη Γρηγόρη, άλλος απ’την Αγιά Μαρίνα, τα Εξώτειχα ή τον Άγιο Βασίλειο, τον Ποζ Τεπέ κι αλλού.
Αλλά νάτη κιόλας που κατεβαίνει η πομπή, με τον μητροπολίτη Χρύσανθο ντυμένον σταολόχρυσα, με τους παπάδες, τους ψαλτάδες και τα εξαπτέρυγα, τις Αρχές — οιστρατιωτικοί με τις μεγάλες τους στολές και τα παράσημα, οι πρόξενοι και άλλοι.
Το χιόνι γίνεται όλο και πιο πυκνό κι ο αγέρας όλο και πιο μανιασμένος. Αργά ‐ αργάπροχωρεί η πομπή με ψαλμωδίες και φτάνει μέχρι την παραλία, που ανεμοδέρνεται καιθαλασσοχτυπιέται, με βρόντους που αντιλαλούν σαν κανονιές απ’ τα όρθια βράχια του ΆηΓρηγόρη μέχρι πέρα στ’ άλλα όρθια βράχια του Γκιουζέλ Σαράι.
Εκεί, στο χείλος της ξέρας, φτάνει ο δεσπότης —έχοντας πίσω του όλη την πομπή και τοευλαβικό πλήθος των πιστών— σηκώνει τον Σταυρό, ενώ τα παλληκάρια πήραν θέσεις καιοι ψαλτάδες ψέλνουν:
Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε…
Με το σήκωμα του Σταυρού όλοι οι αγωνιστές πετάνε από τους ώμους τα παλτά τους καικαθώς έπεσε ο Σταυρός χυμούν μέσα στα ολόρθα κύματα, που τους σκεπάζουν τα κεφάλιαμε τους αφρούς κι εκείνοι χτυπιούνται και παλεύουν και κολυμπούνε και πότε φαίνονται νατινάζονται ψηλά στις κορφές των αφρών, πότε κατρακυλάνε στο βάθος, χάνονται, κι ύστεραξαναφαίνονται σε κάποιες αφρισμένες κορφές των λυσσασμένων κυμάτων, προχωρώνταςμε πείσμα, σταθερά, κόντρα στον άνεμο, κόντρα στην μανία της φουρτούνας και στηνκοσμοχαλασιά.
Πού να βρεθεί ο Σταυρός μέσα σε τούτο το κακό; Κι όμως, να που ζύγωσαν στο σημείοόπου ρίχτηκε, να που τον ψάχνουν, να που κάποιος τον είδε κι οι άλλοι μάχονται για ναπρολάβουν, να που αρπάζονται ακόμα και στα χέρια, βουτούν, εξαφανίζονται, φαίνονταιπάλι και να, επί τέλους, κάποιο χέρι που σηκώνεται ψηλά, σφιχτά κρατώντας τον Σταυρόανάμεσα στα δάχτυλα.
Ποια ενορία νίκησε; Ο Άη Γρηγόρης, ο Άη Βασίλης, η Αγιά Μαρίνα, ο Ποζ Τεπές; Ο νικητής,αναψοκοκκινισμένος απ’ την προσπάθεια, σκαρφαλώνει στην μικρή χερσόνησο και δίνειτον Σταυρό στα χέρια του δεσπότη.
—Και του χρόνου!
Δυο χρυσές λίρες είναι το έπαθλο. Αλλά τι αξίζουν δυο χρυσές λίρες μπροστά, στη δόξα;Θεέ μου, πότε τάχα θα μεγαλώσω κι εγώ να πιάσω τον Σταυρό;
ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: