Αλλεργία – δυσανεξία στην ισταμίνη και διατροφή

Κοινοποίηση:
TROFH

Αλλεργία-δυσανεξία στην ισταμίνη και διατροφή

Αν υποφέρουμε από αλλεργίες, ίσως να έχουμε παρατηρήσει ότι τα αντιισταμινικά φάρμακα προσφέρουν μια γρήγορη ανακούφιση στα συμπτώματα μας.

Αυτό συμβαίνει επειδή ο ρόλος της ισταμίνης στο σώμα είναι να προκαλεί μια άμεση φλεγμονώδη απόκριση.

Τι είναι όμως η ισταμίνη;

Η ισταμίνη είναι μια χημική ουσία η οποία παράγεται από το ανοσοποιητικό μας σύστημα και μας βοηθά να απαλλαγούμε από κάτι που μας ενοχλεί, όπως για παράδειγμα ένα αλλεργιογόνο (τροφή, γύρη, φάρμακα, χημικά πρόσθετα κ.α.), ενεργοποιώντας τη φυσιολογική διαδικασία της προστατευτικής φλεγμονώδους απάντησης.

Αν και αποτελεί μια απολύτως χρήσιμη ουσία για το σώμα μας, κάποιοι οργανισμοί μπορεί να εμφανίσουν υψηλότερα από τα φυσιολογικά επίπεδα.

Τα υψηλά επίπεδα ισταμίνης  μπορεί να μας κάνουν να φτερνιστούμε, να δακρύσουμε, ή να μας προκαλέσουν πονοκεφάλους, φαγούρα και εξανθήματα.

Μηχανισμοί δράσης της ισταμίνης στο σώμα

Η ισταμίνη αναγκάζει τα αιμοφόρα αγγεία να διασταλούν και να «ανοίξουν» (αύξηση τριχοειδούς διαπερατότητας), έτσι ώστε τα λευκά αιμοσφαίρια να μπορούν να έρθουν πιο εύκολα και γρήγορα σε επαφή με την ξένη ουσία και να την καταπολεμήσουν.

Ωστόσο, η αυξημένη διαπερατότητα και αγγειοδιαστολή συμβάλλουν στην εμφάνιση διαφόρων συμπτωμάτων, όπως οι έντονες και ξαφνικές εξάψεις, η εφίδρωση (ιδρώτας), η κατακράτηση υγρών, η χαμηλή πίεση αίματος (υπόταση) κ.α.

Παράλληλα, εντοπίζεται μια συστολή των πνευμόνων (συσχετισμός με την εμφάνιση άσθματος) και απελευθέρωση αδρεναλίνης (προκαλεί την ταχυπαλμία).

Με λίγα λόγια, ενεργοποιείται μια αλλεργική αντίδραση.

Τα διάφορα σχετιζόμενα συμπτώματα που προκαλούνται από την υπερσυσσώρευση ισταμίνης στο σώμα, είναι γνωστά ως δυσανεξία στην ισταμίνη.

Η δυσανεξία στην ισταμίνη προκύπτει από την ανισορροπία μεταξύ της υψηλής συγκέντρωσης ισταμίνης στο σώμα και της αδυναμίας του οργανισμού μας να την αποικοδομήσει (διασπάσει) αποτελεσματικά.

Συμπτώματα δυσανεξίας στην ισταμίνη

Επειδή η ισταμίνη μπορεί να προκαλέσει μια γενικευμένη φλεγμονώδη απόκριση, τα συμπτώματα μπορεί να είναι ασαφή, αλλά γενικώς είναι παρόμοια με αυτά μιας τυπικής αλλεργικής αντίδρασης και περιλαμβάνουν:

  • Συχνές εξάψεις, λόγω δυσκολίας στη ρύθμιση της θερμοκρασίας του σώματος
  • Ξαφνική και έντονη εφίδρωση
  • Κνίδωση, εξανθήματα, ή φαγούρα στο δέρμα
  • Πονοκέφαλοι
  • Υγρά μάτια
  • Έντονος βήχας
  • Αλλεργική ρινίτιδα: Μπούκωμα στη μύτη, συχνό φτέρνισμα, φαγούρα και καταρροή
  • Οίδημα και κατακράτηση υγρών
  • Έκζεμα
  • Ταχυπαλμία, αίσθημα παλμών, αρρυθμία
  • Χαμηλή πίεση αίματος, λόγω μείωσης του συνολικού όγκου αίματος
  • Εντερικά προβλήματα

Άλλα τύπου αλλεργικά συμπτώματα μπορούν επίσης να εμφανιστούν σε:

Αναπνευστικό σύστημα: δυσκολία στην αναπνοή, βήχας (οξύς ή χρόνιος), άσθμα, ρινική συμφόρηση, πονόλαιμος, αίσθημα ανάγκης κάθαρσης του λαιμού.

Πεπτικό σύστημα: ναυτία, έμετος, διάρροια, πόνος στο στομάχι, φούσκωμα και γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση.

Νευρικό σύστημα: πονοκέφαλοι, ημικρανίες, ίλιγγος, ζάλη, αϋπνία, κόπωση και άγχος.

Μυϊκό σύστημα: μυϊκές συσπάσεις, μυαλγία, αρθραλγία και ινομυαλγία.

Αναπαραγωγικό σύστημα: κράμπες περιόδου, ακανόνιστες περίοδοι, ενδομητρίωση, υπερβολική συγκέντρωση οιστρογόνων.

Τι προκαλεί τη δυσανεξία στην ισταμίνη;

Η δυσανεξία στην ισταμίνη εμφανίζεται όταν υπάρχει μια υπερσυσσώρευση ισταμίνης στο σώμα, η οποία μπορεί να οφείλεται είτε σε υπερβολική παραγωγή, είτε σε αδυναμία αποτελεσματικής διάσπασης της.

Πολλά τρόφιμα στη διατροφή μας περιέχουν υψηλά επίπεδα ισταμίνης, ενώ διάφορες καταστάσεις υγείας και ορισμένα φάρμακα μπορούν επίσης να συμβάλουν στην εδραίωση της δυσανεξίας.

Το ένζυμο ΔΟ διασπά την ισταμίνη

Το σώμα μας παράγει ένα ένζυμο που ονομάζεται διαμινική οξειδάση (ΔΟ).

Η ΔΟ παράγεται από τα νεφρά, τον θύμο αδένα και τον εντερικό βλεννογόνο και είναι υπεύθυνη για τη διάσπαση της ισταμίνης στο σώμα.

Αν δεν παράγουμε αρκετή ποσότητα από αυτό το ένζυμο, δεν μπορούμε να διασπάσουμε αποτελεσματικά την ισταμίνη.

Μερικοί συνήθεις παράγοντες ανεπάρκειας του ενζύμου ΔΟ περιλαμβάνουν:

  • Αλλεργία, ή δυσανεξία σε πρωτεΐνες της γλουτένης, γαλακτοκομικών, σόγιας κ.α.
  • Γαστρεντερικές διαταραχές, όπως η εντερική δυσβίωση και μικροβιακές υπεραναπτύξεις, φλεγμονώδεις διαταραχές και οι γαστρεντερικές λοιμώξεις.
  • Διατροφή ιδιαίτερα υψηλή σε ισταμίνη με τρόφιμα που έχουν υποστεί ζύμωση (ξινολάχανο, τυρί, τουρσιά, μπύρα, ξύδι, κρασί κ.α.)
  • Κατανάλωση αλκοόλ
  • Γενετικές παραλλαγές και προβλήματα μεθυλίωσης (γονίδια ΜΤHFR, DAO, HNMT κ.α.)
  • Λήψη ορισμένων φαρμάκων όπως:
    • Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη
    • Αντικαταθλιπτικά
    • Ανοσορυθμιστικά και ανοσοτροποποιητικά
    • Αντιισταμινικά
    • Η2 Ανταγωνιστές της ισταμίνης (π.χ. Zantac)
  • Δυσλειτουργία των μαστοκυττάρων, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε υπερφόρτωση ισταμίνης.
  • Ανεπάρκεια σε ωφέλιμα εντερικά βακτήρια τα οποία διασπούν την ισταμίνη στο έντερο.

Η Διάγνωση της δυσανεξίας στην ισταμίνη

Δεν υπάρχουν τυποποιημένες εξετάσεις για τη διάγνωση της δυσανεξίας στην ισταμίνη.

Ωστόσο, η μέτρηση του ενζύμου ΔΟ στο αίμα και η μέτρηση της ισταμίνης στο αίμα και στα κόπρανα για τη διάγνωση πιθανών τροφικών αλλεργιών, ή/και της εντερικής δυσβίωσης, αποτελούν σημαντικά και χρήσιμα κλινικά εργαλεία.

Ωστόσο, η διατροφή είναι συνήθως το πρώτο βήμα τόσο στη διάγνωση, όσο και στη θεραπεία.

Διατροφή και ισταμίνη

Πριν αποφασίσουμε να ακολουθήσουμε μια διατροφή χαμηλής περιεκτικότητας σε ισταμίνη, είναι χρήσιμο να ξεκινήσουμε υιοθετώντας πρωτίστως μια υγιεινή διατροφή, η οποία περιλαμβάνει την κατανάλωση πρωτεϊνών, λαχανικών και υγιεινών λιπών σε κάθε πιάτο, αποφεύγοντας τους επεξεργασμένους υδατάνθρακες, τα επεξεργασμένα σάκχαρα και τρόφιμα που σχετίζονται με διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος, όπως τα προϊόντα με γλουτένη, τα συμβατικά γαλακτοκομικά και η σόγια.

Αυτό συμβαίνει επειδή εάν κάποιος έχει υψηλά επίπεδα ισταμίνης λόγω μιας αλλεργίας στη γλουτένη, ή στη σόγια, μια δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε ισταμίνη δεν θα φτάσει στην πραγματική αιτία του προβλήματος.

Το επόμενο βήμα είναι η ακολουθία μιας διατροφής χαμηλής περιεκτικότητας σε FODMAPs.

Τα FODMAPs είναι ζυμώσιμοι ολιγοσακχαρίτες, δισακχαρίτες, μονοσακχαρίτες και πολυόλες, δηλαδή τύποι ζυμώσιμων υδατανθράκων τους οποίους μερικοί άνθρωποι δυσκολεύονται να αφομοιώσουν.

Αυτό μπορεί να οφείλεται σε μια βακτηριακή ανισορροπία και υπερανάπτυξη μικροβίων στο λεπτό έντερο, όπως το SIBO.

Εάν μια δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε FODMAP βοηθήσει, αυτό αποτελεί μια ένδειξη ότι η εντερική δυσβίωση μπορεί να αποτελεί το πραγματικό πρόβλημα.

Εάν διαγνωστεί το SIBO, ο στόχος της θεραπείας στοχεύει στην αποκατάσταση της μικροβιακής ισορροπίας, κάτι το οποίο θα εξισορροπήσει τα επίπεδα εντερικής φλεγμονής και των επιπέδων ισταμίνης στο σώμα.

Μόλις το SIBO επιλυθεί, θα βελτιωθούν και τα συμπτώματα δυσανεξίας στην ισταμίνη.

Μόνο αφού δοκιμάσουμε και τις δύο αυτές μεθόδους, χωρίς να υποχωρήσουν τα συμπτώματα μας, τότε μπορεί να συσταθεί μια διατροφή χαμηλής περιεκτικότητας σε ισταμίνη.

Τροφές που μειώνουν την ισταμίνη. Που υπάρχει η ισταμίνη;

Σχεδόν όλα τα τρόφιμα περιέχουν ισταμίνη, αλλά μερικά συγκεντρώνουν μεγαλύτερες ποσότητες.

Παραδόξως, δεν αποφεύγουμε απλώς τροφές με υψηλή περιεκτικότητα σε ισταμίνη, αλλά και τρόφιμα που προάγουν την παραγωγή ισταμίνης, ή/και αυτά που παρεμποδίζουν την παραγωγή του ενζύμου ΔΟ.

Οι τροφές με υψηλή περιεκτικότητα σε ισταμίνες περιλαμβάνουν:

  • Τρόφιμα που έχουν υποστεί ζύμωση, όπως ξινολάχανο, σάλτσα σόγιας και το kimchi
  • Ξίδι, μηλόξυδο και τροφές που περιέχουν ξύδι: όπως τουρσιά, μαγιονέζα, ελιές κ.α.
  • Γαλακτοκομικά προϊόντα, όπως γιαούρτι, κεφίρ, κρέμα γάλακτος και παλαιωμένο τυρί
  • Αποξηραμένα φρούτα
  • Λαχανικά όπως αβοκάντο, μελιτζάνα και σπανάκι
  • Επεξεργασμένα ή καπνιστά κρέατα και ψάρια

Οι τροφές που προκαλούν την απελευθέρωση ισταμίνης περιλαμβάνουν:

  • Αλκοόλ
  • Φρούτα όπως η μπανάνα, η παπάγια και τα εσπεριδοειδή (λεμόνι, πορτοκάλι)
  • Ντομάτες
  • Φασόλια
  • Σοκολάτα
  • Ξηροί καρποί (ειδικά καρύδια, κάσιους και φιστίκια)
  • Πρόσθετα τροφίμων

Τα τρόφιμα που εμποδίζουν την παραγωγή της ΔΟ περιλαμβάνουν:

  • Αλκοόλ
  • Μαύρο και πράσινο τσάι
  • Ενεργειακά ποτά

Μια διατροφή χαμηλή στην ισταμίνη περιλαμβάνει την αφαίρεση όλων των παραπάνω τροφών.

Στη συνέχεια, κάθε πιθανή τροφή επαναφέρεται σταδιακά, μία κάθε φορά, ώστε να παρακολουθούνται και να αποτυπώνονται οι αντιδράσεις και η συμπτωματολογία.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, είναι σημαντικό να εστιάσουμε σε τρόφιμα χαμηλής περιεκτικότητας σε ισταμίνη, όπως:

  • Φρέσκο κρέας και φρέσκα ψάρια
  • Μη εσπεριδοειδή
  • Αυγά
  • Σπόροι χωρίς γλουτένη, όπως κινόα, ρύζι, κεχρί και άγριο ρύζι
  • Υποκατάστατα γαλακτοκομικών όπως γάλα καρύδας και αμυγδάλου
  • Φρέσκα λαχανικά εκτός από ντομάτα, αβοκάντο, σπανάκι και μελιτζάνα
  • Έλαια όπως το ελαιόλαδο, λάδι καρύδας κ.α.

Σε ό,τι αφορά τη διατροφή, ορισμένες έρευνες υποδηλώνουν επίσης ότι η επαρκής πρόσληψη υγιεινών λιπών και άλλων θρεπτικών συστατικών, όπως ο ψευδάργυρος, το μαγνήσιο, ο χαλκός, ο σίδηρος και η βιταμίνη Β12 μπορεί να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση της δραστηριότητας του ενζύμου ΔΟ.

Επομένως, μια συνολικά ισορροπημένη διατροφή είναι το κλειδί.

Συμπληρώματα:

1. Τα συμπληρώματα διαμινικής οξειδάσης ΔΟ αποσκοπούν στην αύξηση του ενζύμου στην πεπτική οδό, ενισχύοντας τη διάσπαση της ισταμίνης εντός του πεπτικού σωλήνα.

Λαμβάνονται αμέσως πριν από τα γεύματα και η επίδραση τους περιορίζεται στη διάσπαση της ισταμίνης των καταναλώμενων τροφών, δρώντας για ένα σύντομο χρονικό διάστημα.

2. Προβιοτικά, καθώς η ανισορροπία του εντέρου είναι μια κοινή αιτία εμφάνισης δυσανεξίας στην ισταμίνη.

Χρησιμοποιούμε προβιοτικά τα οποία είναι γνωστό ότι δεν παράγουν ισταμίνη, όπως τα παρακάτω είδη βακτηρίων:

Bifidobacterium infantis
Bifidobacterium longum
Lactobacillus plantarum
Lactobacillus rhamnosus (down-regulates histamine receptors and up-regulates anti-inflammatory agents).
Lactobacillus acidophilus is histamine neutral.

3. Ανοσοσφαιρίνες, οι οποίες ενισχύουν το ανοσοποιητικό σύστημα του εντέρου, μειώνοντας την υπερπαραγωγή ισταμίνης, βελτιώνοντας την παραγωγή του ενζύμου ΔΟ.

4. Συμπληρώματα με κουερσετίνη, τα οποία φαίνονται να βοηθούν τη συμπτωματολογία ορισμένων ατόμων.

5. Κοινά αντιισταμινικά, εφόσον κριθεί απαραίτητο.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: