Όταν ο Καραγάτσης έγραφε για τα καυτά καλοκαίρια της Λάρισας στον «Συνταγματάρχη Λιάπκιν»

Κοινοποίηση:
tloupas-780x405

Η αίσθηση της πυρακτωμένης άπνοιας πιο καυτή κι από την ανάσα ενός ιδρωμένου κορμιού που με δυσκολία προσπαθεί να κινηθεί κάτω από το λιοπύρι του Θεσσαλικού κάμπου.

Η Λάρισα, πολύφημη για πολλά, μα εσχάτως λόγω του καύσωνα για τη ζέστη ή «ζέστα» κατά την τοπική διάλεκτο.

Όχι, δεν είναι – μόνον – η κλιματική αλλαγή που μας οδηγεί ολοένα και περισσότερο σε ακραίες καιρικές συνθήκες.

Στη Λάρισα, το «άκρο» κατά το θέρος, δηλαδή το «καυτό» μικροκλίμα και η αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε κάποιο σημείο της… Μέσης Ανατολής, δεν είναι κάτι νέο.

Είναι ένα κομμάτι της καθημερινότητας όσων περνούν τα καλοκαίρια στην καρδιά του κάμπου, που δεν παραξενεύει όταν έρχεται.

Το επιβεβαιώνει και η ίδια η λογοτεχνία, μέσα από αριστουργήματα που συνάμα φιλοξενούν πολύτιμα ψήγματα ιστορίας.

Τι πιο ενδεικτικό από τον «Συνταγματάρχη Λιάπκιν», το βιβλίο που σύστησε στο κοινό τον μεγάλο Μ. Καραγάτση και τον καθιέρωσε ως έναν από τους μεγαλύτερους πεζογράφους της σύγχρονης Ελλάδας.

Μιλά για τη συναρπαστική ιστορία και το δράμα ενός Ρώσου εμιγκρέ, που μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, πολέμησε ενάντια στους Μπολσεβίκους. Έτσι, βρίσκεται ξαφνικά, ξεριζωμένος από τον τόπο του, στον κάμπο της Θεσσαλίας και που, όσο και να το προσπαθεί, αδυνατεί να εγκλιματιστεί στα ελληνικά χώματα.

Το βιβλίο γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’30 και αναφέρεται σε γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στα τέλη του ’20. Πολύ πριν δηλαδή την είσοδο στο λεξιλόγιό μας, του όρου «κλιματική αλλαγή».

Γράφει λοιπόν ο Καραγάτσης:

«Η Λάρισα νεκρώθηκε όταν από τον ολόχρυσο κι αθέριστο κάμπο φύσηξε ο πρώτος Λίβας του καλοκαιριού. Κάπου, κατά το Νοτιά, κάποιος φοβερός δράκος πρέπει ν’ άνοιξε το φλογισμένο στόμα και να ‘χυσε την πύρινη ανάσα του πάνω στα στάχυα…

Οι Λαρισαίοι μόλις νιώσουν τις πρώτες πνοές του Λίβα, κλείνονται στα σπίτια τους. Η πολιτεία νεκρώνεται, ως κι αυτές οι δροσερές αυλές, με τα σκιερά χαγιάτια, στους παλιούς μαχαλάδες, ερημώνονται. Πόρτες, παραθυρόφυλλα, τζάμια, κλειστά· είναι ο μόνος τρόπος να ζήσει κανείς.

Το αυστηρό κλείσιμο δημιουργεί στα σπίτια δροσιά ευεργετική. Μόλις όμως τολμήσεις ν’ ανοίξεις οτιδήποτε, μια καυτή πνοή σού καψαλίζει τα μάτια και τα πλεμόνια. Με το ηλιόγερμα ο Λίβας πέφτει, κι ως τα μεσάνυχτα βασιλεύει ζέστα υγρή, πνιχτική, αντίθετη απ’ την ξερή λαύρα της μέρας. Κατά τα μεσάνυχτα, απ’ τις κορφές του Ολύμπου κατεβαίνει ένα ψυχρό αεράκι, γεμάτο ζωή κι ανακούφιση. Η Λάρισα ανασαίνει. Πόρτες και παράθυρα ανοίγουν διάπλατα.

Οι Λαρισαίοι, που ίσα με τότε ιδρωκοπούσαν στους δρόμους αποχαυνωμένοι, φορούν το σακάκι τους πάνω απ’ το μουσκεμένο πουκάμισο. Το θερμόμετρο κατρακυλάει από τα 40 στα 20. Δροσίζονται τα σπίτια, οι άνθρωποι κοιμούνται ευχάριστα· μα ξυπνούν, μια στιγμή, πριν βγει ο ήλιος, να ξανακλείσουν παράθυρα και πόρτες· γιατί οι πρώτες του αχτίδες είναι κιόλας θανατερές».

Μία περιγραφή από το μακρινό χθες, τόσο κοντά στο σήμερα. Γιατί αυτή ήταν και είναι η Λάρισα. Αγκαλιά με το καυτό καλοκαίρι και αγκαζέ με τον παγωμένο χειμώνα.

«Έτσι, δεν μπορώ να ζήσω ούτε χωρίς εσένα, ούτε μ’ εσένα…» όπως έγραψε και ο Ρωμαίος ποιητής.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: