Όταν έφυγε ο “ημίθεος” του λαϊκού τραγουδιού, ράγισαν κι οι πέτρες. 14 Σεπτεμβρίου 2001. Το πικάπ σταμάτησε να παίζει Καζαντζίδη αλλά ο Λαός τον τραγουδάει μέχρι σήμερα

Κοινοποίηση:
stelios5

stelios1

Ο Στέλιος Καζαντζίδης υπήρξε ένας από τους λίγους τραγουδιστές, που κέρδισαν αδιαφιλονίκητα τον τίτλο του λαϊκού ερμηνευτή, αγαπήθηκε φανατικά, μπήκε στις καρδιές και στα σπίτια των ανθρώπων, τραγουδήθηκε όσο λίγοι και χάρισε το αίσθημα της οικειότητας σε όσους ένιωσαν ότι τραγουδά για εκείνους.

Με τη μοναδική υφή της φωνής του κατάφερε να εκφράσει τις αγωνίες, τους φόβους, αλλά και τις ελπίδες μιας ολόκληρης γενιάς ανθρώπων, για τους οποίους η επιβίωση δεν ήταν και τόσο αυτονόητη. Οικονομικά και κοινωνικά αποκλεισμένοι, πρόσφυγες, εργάτες, όλοι αγωνιστές της καθημερινότητας αναζητούσαν στα τραγούδια του παρηγοριά για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν καθημερινά. Και το κοινό του, βέβαια, δεν σταματούσε μόνο σε αυτούς.

Γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1931 στη Νέα Ιωνία. Η μητέρα του ήταν πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία. Από αυτή άκουγε ως παιδί τα λαϊκά τραγούδια που έφεραν οι πρόσφυγες και από τη γιαγιά του -όπως έλεγε ο ίδιος- πήρε τις τεχνικές, τις αναπνοές, το κλάμα στη φωνή… Ως τη στιγμή που τον ανέλαβε ο μεγάλος δάσκαλος Στέλιος Χρυσίνης.

Μεγαλώνοντας, δούλεψε σ’ ένα εργοστάσιο στη Νέα Ιωνία. Μία μέρα, τον φωνάζει το αφεντικό του και του λέει ότι έχει καταπληκτική φωνή και του κάνει δώρο μία κιθάρα. Ο Στέλιος, όσες ώρες δεν δούλευε, καθόταν στο σπίτι και προσπαθούσε να μάθει τραγούδια στην κιθάρα. Μια μέρα, κάποιος περαστικός τον άκουσε και του πρότεινε να τραγουδήσει στην ταβέρνα του. Έτσι, έγινε η αρχή…

Το 1950 εμφανίστηκε για πρώτη φορά επαγγελματικά στην Κηφισιά. Δύο χρόνια αργότερα έκανε και την πρώτη ηχογράφησή του στην Columbia, με το τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα «Για μπάνιο πας», που όμως δεν πούλησε. Το δεύτερο τραγούδι, «Οι βαλίτσες» του Γιάννη Παπαϊωάννου, έγινε μεγάλη επιτυχία. Από εκεί και πέρα ξεκίνησε μία σειρά επιτυχιών και συνεχής άνοδος, με εμφανίσεις σε γνωστά λαϊκά κέντρα της εποχής. Τότε έρχεται και η γνωριμία, ο αρραβώνας, αλλά και η συνεργασία με την Καίτη Γκρέυ, ως το καλοκαίρι του 1957. Σουξέ της εποχής, το «Απόψε φίλα με» του Μανόλη Χιώτη, ένα ντουέτο του Στέλιου Καζαντζίδη με την Καίτη Γκρέυ. Μετά από αυτό χώρισαν.

Η επόμενη οκταετία (1957-1965) είναι ίσως η πιο γόνιμη και δημιουργική περίοδος για τον Στέλιο Καζαντζίδη. Η γνωριμία του με τη Μαρινέλλα στη Θεσσαλονίκη εξελίχθηκε σε μια λαμπρή συνεργασία. Μαζί έκαναν μεγάλες επιτυχίες με κορυφαίους συνθέτες (Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Χιώτης, Καλδάρας, Παπαγιαννοπούλου, Βίρβος, Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Λεοντής, Ξαρχάκος, Λοΐζος, Μαρκόπουλος κ.ά.) και εμφανίστηκαν στα μεγαλύτερα λαϊκά κέντρα.

Το Μάιο του 1966 αποφάσισαν να ενωθούν και στη ζωή. Ο γάμος τους μπορεί να μην άντεξε στο χρόνο, αλλά έμειναν για πάντα φίλοι. Έπειτα από χρόνια, ο Καζαντζίδης γνώρισε και παντρεύτηκε την κυρα-Βάσω, την οποία ο χαρακτήριζε ως «θησαυρό». Τo 1965 κι ενώ βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του, αποφάσισε να εγκαταλείψει τα νυχτερινά κέντρα. Τήρησε την επιλογή του αυτή ως το τέλος της ζωής του και η μόνη επαφή με το κοινό ήταν μέσω των δίσκων του. Για κάποιο διάστημα και αυτή η επικοινωνία διακόπηκε, λόγω προβλημάτων που είχε με τη δισκογραφική εταιρεία «Μίνως».

Στη δισκογραφία επανήλθε, έπειτα από 12 χρόνια απουσίας, το 1987, συνεργαζόμενος με τους Τάκη Σούκο, Λευτέρη Χαψιάδη, Θανάση Πολυκανδριώτη, Θοδωρή Καμπουρίδη, Μάκη Ερημίτη, Αντώνη Βαρδή, Σώτια Τσώτου και άλλους άξιους δημιουργούς. Το κύκνειο άσμα του ήταν ο δίσκος «Έρχονται χρόνια δύσκολα».

Πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου 2001, σε ηλικία 70 ετών, έπειτα από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο.

 

Το ΜΑΚΕΛΕΙΟ είχε ήδη κάνει ένα ξεχωριστό αφιέρωμα για τον μεγάλο Στέλιο στην εφημερίδα μας. Δημοσιεύουμε χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο του Κυριάκου Διακογιάννη που γράφτηκε για τον μεγάλο τραγουδιστή που αγαπήθηκε αλλά και πολεμήθηκε ακόμα και από ξένα συμφέροντα όσο κανένας.

Μια άτυχη ιστορία

…Δεν διάβασα το πρόσφατο περί δήθεν Καζαντζιδικής υβρεολογίας «έργο» του Βασίλη Βασιλικού, ούτε καν το είδα. Είδα μόνον και άκουσα από τις οθόνες όλων των τηλεοπτικών δικτύων όσα επί σειράν ημερών εξακόντιζαν πρόσωπα ευυπόληπτα δικαίως αγανακτισμένα για τα σε βάρος τους γραφόμενα στις σελίδες αυτού του βιβλίου. Επαναλαμβάνω ότι δεν το διάβασα, συνεπώς δεν είμαι σε θέση να αξιολογήσω ποιοτικά, αισθητικά, λογοτεχνικά τη γραφή του. Εξάλλου πέρασαν πενήντα χρόνια από τότε που «έβγαζα» μεροκάματο ασχολούμενος με την παρουσίαση βιβλίων σε ελληνόφωνο περιοδικό του Λονδίνου! Ύστερα, η άποψή μου για τους σχολιαστές κειμένων βρίσκεται καταχωρισμένη στον επίλογο (σελίδα 358) του πρώτου μου βιβλίου που γράφτηκε το 1968 στο Παρίσι και είναι η παρακάτω:

stelios2

«Σήμερα που τέλειωσα αυτό το έργο, επιτρέπω στον εαυτό μου να θέσει σαν καθήκον την ανάγκη μιας παρατήρησης. Δεν θα την ονομάσω σύνθημα ή μήνυμα. Άλλοι θα τρέξουν να το κάνουν, γιατί θα νιώσουν πως πρέπει να μιλήσουν. Αυτοί που κατορθώνουν να ζήσουν με το να πείθουν τον κοσμάκη να τους αποκαλεί κριτικούς και γι’ αυτό να τους πληρώνει. Αυτοί που έχουν σαν πρώτη κίνηση το πρωί και τελευταία το βράδυ τη συζήτηση με τον καθρέφτη τους, τον ατέρμονο, τον αδιάκοπο μονόλογο: ” Είμαι κριτικός, των αλλωνών τις κρίσεις κρίνω, τις δικές μου τις κρίσεις κανένας κριτής δεν κρίθηκε ακόμη ικανός να τις κτίνει”»…

Συνεπώς δεν κρίνω τον Βασιλικό συγγραφέα, κρίνω τη συμπεριφορά του ανθρώπου, κι ομολογώ πως είναι δυσάρεστο το συναίσθημα που με κατέχει, αφού ίσως αναγκαστούμε να θυμηθούμε άτυχες στιγμές — άτυχες για όλους μας.

Το 1978 ο Βασίλης Βασιλικός δέχτηκε ένα τρομερό χτύπημα. Έχασε δυστυχώς τη γυναίκα τον, μια ύπαρξη ευγενική, μια κυρία αξιοπρεπέστατη, έναν υπέροχο άνθρωπο που ο Βασιλικός πραγματικά λάτρευε, όπως αρκετές φορές μου ανέφερε ο Στέλιος. 0 Βασιλικός κεραυνοβολήθηκε, σπάραξε, δεν άντεξε, σταμάτησε να τρώει, δεν έβαζε τίποτα στο στόμα του εκτός από νερό! Με το νερό ζούσε. Κατά τη γνώμη του Στέλιου, ο Βασιλικός ένιωσε να χάνει κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή, απεφάσισε, ανεπίγνωστα ή όχι, να πεθάνει.

Όταν η κατάσταση του φίλου του έφτασε στα ακρότατα όρια ο Στέλιος δεν δίστασε, τον άρπαξε, τον έβαλε στ’ αυτοκίνητο και τον πήρε σπίτι τον. Εκεί δόθηκε ο μεγάλος αγώνας. Στέλιος και Βάσω Καζαντζίδη σκυμμένοι στο προσκέφαλό του έκαναν τα πάντα για να τον ξανασυνδέσουν με τη ζωή, ίσως δεν υπερβάλω αν πω για να τον κρατήσουν στη ζωή.

Ακολουθώντας τις υποδείξεις γνωστού τους γιατρού τον οποίον συμβουλεύτηκαν, ακολουθώντας όμως κυρίως τις υποδείξεις της συνείδησής τους, αποδύθηκαν σε μια αγωνιώδη και επίπονη προσπάθεια να ξανασταλάξουν στο καταπονημένο σώμα και στην ταλαιπωρημένη ψυχή του φίλου τους την ικμάδα της ζωής, να ξαναδώσουν τη γαλήνη σ’ έναν άνθρωπο που έβλεπαν ότι υπέφερε τρομερά.

stelios4

Πράγματι, φιλία με τόση αφοσίωση, με τόση αυταπάρνηση όπως αυτή που του έδειξαν ο Στέλιος Καζαντζίδης και η Βάσω δεν συναντιέται εύκολα. Οι συντονισμένες φροντίδες τους όχι  χωρίς δυσκολία κι όχι χωρίς κόστος ψυχικό, άρχισαν να καρποφορούν. Και στο τέλος, λίγο ο Στέλιος που τάχα ήθελε  να ξεσκουριάσει τα δάχτυλά του κι έπιανε την κιθάρα και σιγοτραγουδούσε, λίγο η Βάσω με τα αστειάκια της, λίγο οι φίλοι που προσκαλούσε επιλεκτικά το ζεύγος Καζαντζίδη σπίτι, ο Βασιλικός συνέρχεται, χωρίς φυσικά ο πόνος για την απώλεια της γυναίκας του να τον αφήνει στιγμή.

Επαναλαμβάνω: ίσως δεν είναι υπερβολή να πούμε οι προσπάθειες του Στέλιου και της συζύγου του είναι αυτές που κράτησαν ζωντανό τον Βασιλικό, στη δεινή εκείνη περίοδο της ζωής του.

Πάντα μυρίζομαι από τις πρώτες κουβέντες πως είναι τα κέφια του, όταν ο Στέλιος μου τηλεφωνεί. Εκείνο το μεσημέρι δεν μου απέμενε αμφιβολία ότι κάτι σοβαρό του συμβαίνει. Μου ζήτησε, αν μπορώ, το βράδυ να συναντηθούμε στου Καταμπά το μαγαζί. Έφθασα, όπως συνήθως, κατά τις οχτώ. Ήταν ανήσυχος κι εκνευρισμένος.

Δεν πρόλαβα να τον ρωτήσω κι αρχίζει:

— Κάτσε κάτω να σου πω να σου φύγει, αδελφέ, το τσερβέλο. Έλαβα χθες φωτοαντίγραφα από χειρόγραφα του καινούριου του βιβλίου που μου έστειλε ο Βασίλης Βασιλικός. Τους έριξα μερικές ματιές και τα ‘χασα. Η Βάσω ταράχτηκε. Ποτέ δεν την είδα τόσο αναστατωμένη. Ξέρεις τι γράφει; Γράφει ότι εγώ μίλησα με τα χειρότερα λόγια, ότι έβριζα, ότι κατηγορούσα ορισμένες πραγματικά, Κυριάκο, μεγάλες κυρίες του ελληνικού τραγουδιού.

—Όπως ποιες, λόγου χάρη; Πες μου έτσι από περιέργεια.

—Όπως την κυρία Καίτη Γκρέυ, την κυρία Μαίρη Λίντα, την κυρία Πόλυ Πάνου, την κυρία Αγάπη Κυριακού και άλλες. Ακόμη και τον συχωρεμένο τον φίλο μου Χρήστο Κολοκοτρώνη. Θα τον θυμάσαι τον Χρήστο τον Κολοκοτρώνη, είχαμε έρθει αρκετές φορές σπίτι σου.

— Κι από πού τα έβγαλε όλα αυτά ο Βασιλικός; Και για ποιο λόγο τα ‘γραψε; Δεν γίνεται έτσι στον… αέρα να χαρμάνιασε ξαφνικά. Τι συνέβη;

—Άκου, φίλε μου, εδώ υπάρχει μια μεγάλη ιστορία που θα σου την αφηγηθώ με πολύ λίγα λόγια. Όπως ξέρεις, μια εποχή εγώ κι η Βάσω τον βρήκαμε ετοιμοθάνατο, δίπλα στον τάφο, τον πήγαμε σπίτι μας, τον ξαναζωντανέψαμε. Κι αντί αυτό αντί να γραφτεί για πάντα στην ψυχή του σαν ευγνωμοσύνη, έρχεται ύστερα από είκοσι τρία χρόνια να μ’ εξευτελίσει.

—Ύστερα από είκοσι τρία χρόνια, βρε Στέλιο; Πολύ δεν πάει;

— Θα σου απαντήσω. Τώρα τελευταία είχα μερικές δυνατές κόντρες μ έναν που μ’ έριξε και μου τα πήρε στην ψύχρα, με τον Χρίστο Νικολόπουλο επίσης άλλη κόντρα για κάποια τραγούδια τραβήχτηκα στα δικαστήρια, κάπου ανάψανε τα αίματα, είπα βαριές κουβέντες, αφού να σκεφτείς ότι το βράδυ «με έβλεπα» στην τηλεόραση και δεν με αναγνώριζα! Εγώ, ο μια ζωή ήρεμος, ήσυχος, εγώ, Κυριάκο μου, που δεν έβγαλα στραβή κουβέντα από τα χείλη μου, να παραφέρομαι στις αίθουσες των δικαστηρίων! Τώρα, λοιπόν, που μια φορά κι εγώ στη ζωή μου έκανα «κοιλιά», που βρέθηκα αδύναμος, να ‘χω ν’ αντιμετωπίσω και τούτη τη λαβωματιά! …

—Ρε Στέλιο, μήπως τα παραλές;

— Εγώ, αδελφέ μου; Εγώ σου έχω ποτέ πει πράγματα παραμυθένια; Εγώ να πω σ’ εσένα, τον μεγάλο μου αδελφό, υπερβολές; Εμένα η κάθε μου κουβέντα όταν μιλάω μαζί σου περνάει πρώτα και τρίβεται καλά πάνω σ’ εκείνη την πέτρα που δοκιμάζουν το χρυσάφι! Πώς την είπαμε;

—Λυδία λίθος…

— Μπράβο! Τώρα τελευταία πολύ ξεχνάω. Δεν σου λέω υπερβολές, είκοσι τέσσερα καράτια τα λόγια μου. 0 Βασιλικός με πίκρανε. —

Είπες ότι χθες έλαβες τα χειρόγραφα του Βασιλικού και αναστατώθηκες.

— Συγγνώμη, γράψε λάθος, όχι χθες, προχθές τα πήραμε.

— Και δεν αντέδρασες όταν είδες ότι υπάρχουν ανακρίβειες που στρέφονται σε βάρος σου, σε βάρος ιδίως αθώων κυριών που τίμησαν το ελληνικό τραγούδι στην Ελλάδα και στο εξωτερικό;

—Φυσικά αντιδράσαμε κι εγώ κι η Βάσω. Του τηλεφώνησα εγώ στην αρχή πολλές φορές, αλλά απέφευγε την επαφή. Η Βάσω με τις ώρες προσπαθούσε, κάποια στιγμή απάντησε. Του παραπονέθηκε η Βάσω για όσα απαράδεχτα διάβασε στα χειρόγραφά του και τον παρακάλεσε να τα βγάλει.

— Και τι απάντηση πήρε;

—Τι απάντηση; «Προσέξτε καλά», της είπε, «γιατί έχω τις κασέτες και θα τις βγάλω στον αέρα! Εγώ είμαι ο Βασίλης ο Βασιλικός και κανείς δεν μπορεί να παίζει μαζί μου. ‘Έχω την κυβέρνηση δική μου, έχω όλες τις εφημερίδες με το μέρος μου, τα ραδιόφωνα, τις τηλεοράσεις, εγώ είμαι ο Βασίλης ο Βασιλικός, προσέξτε!» Και μπραφ, της έκλεισε το τηλέφωνο!

— Καλά, είναι δυνατόν;

— Η Βάσω που μίλησε μαζί του είπε πως ήταν εκτός εαυτού! «Όχι δεν βγάζω ούτε γραμμή, θα μπούνε όλα», της φώναζε. Τι να πω, έχω σαστίσει… Γράψε, αδελφέ, κουβεντιάσαμε τόσες φορές, γράψε ένα βιβλίο για τον Στέλιο Καζαντζίδη και τα βάσανά του.

—Αυτά είναι μια άλλη ιστορία, Στέλιο, για άλλη ώρα. Εγώ θέλω να μου απαντήσεις σ’ ένα απλό ερώτημα. Τι εννοούσε ο Βασιλικός όταν έλεγε «έχω τις κασέτες»;

— Να σου απαντήσω. Πάνε είκοσι χρόνια από τότε. Ίσως και παραπάνω. 0 Βασιλικός ερχότανε συχνά σπίτι. Και στην Αθήνα και στον Άγιο Κωνσταντίνο. Ήτανε η εποχή που σ’ έψαχνα. Τον παρακαλούσα «βρες μου τον Διακογιάννη, θέλω να τον γνωρίσω, πήγαινέ με εκεί που μένει, εσύ είσαι στο σινάφι». Τη τελευταία φορά — το θυμάμαι σαν τώρα — , του είπα μια κουβέντα  τραβηγμένη, έτσι να τον συγκινήσω. Του είπα «φέρε μου τον Κυριάκο Διακογιάννη κι εγώ θα κόψω να σου χαρίσω το δεξί μου χέρι!» Οι απαντήσεις του πάντα ίδιες: «0 Διακογιάννης δεν πλησιάζεται είναι άγριος, αγνώστου διαμονής, έχω μάθει πως αν δεν σε πάρει με καλό μάτι, μπορεί να σου ρίξει μερικές ανάποδες». Θυμάμαι και μια λεπτομέρεια που με σοκάρισε. Μου είπε ότι στο Παρίσι επί χούντας ήθελε κι εκείνος να σε γνωρίσει, το έλεγε στον κύκλο του και, όταν ένα απόγευμα περνούσες μ άλλους δύο έξω από έναν καφενέ που καθόταν, και κάποιος απ την παρέα του του είπε «να ο Διακογιάννης», γύρισε, σε κοίταξε μα δεν σηκώθηκε να σε ζυγώσει, επειδή την προηγούμενη μέρα κάποιος άλλος τον συμβούλεψε ν’ αποφύγει συνάντηση μαζί σου γιατί, αν τον υποπτευθείς, αν τον πάρεις για χουντικό,  μπορεί και να τον μαχαιρώσεις! Τέτοια μου έλεγε, ίσως γιατί δεν ήθελε να  γνωριστούμε. Μπορεί και να με κορόιδευε. Το λέω βέβαια το τελευταίο με επιφύλαξη!

—Όχι, Στέλιο, εδώ τον αδικείς τον Βασιλικό! Προσπάθησε να με βρει, μου έστειλε και δυο—τρεις φορές μηνύματα με συναδέλφους μου, μου έστειλε και τηλέφωνο να επικοινωνήσω μαζί του, συναντηθήκαμε και στο βιβλιοπωλεία του τότε εκδότη μου, του αείμνηστου Λαδιά, και μου εξήγησε ότι ένας φίλος του καλλιτέχνης, τραγουδιστής, ο Στέλιος Καζαντζίδης, «επιθυμεί  διακαώς» να με γνωρίσει. Τότε του απάντησα ότι δεν έχω καιρό για κοινωνικές σχέσεις. Πρόσεξα έτι μου μιλούσε φοβισμένος, αν και με τον αείμνηστο Λαδιά είχανε κατεβάσει κάμποσες τσικουδιές. Μια άλλη μέρα ανέβαινα την οδό Πανεπιστημίου, εκεί στα παλιά γραφεία της Ελευθεροτυπίας. Τον είδα να κατεβαίνει και για ν’ αποφύγω τα ίδια και τα ίδια κρύφτηκα πίσω από ένα περίπτερο που τότε υπήρχε εκεί. Με «πήρε» όμως το μάτι του, και, αντί να προσπεράσει, σταμάτησε, με χαιρέτησε και τότε μου είπε για το δεξί σου χέρι που θα έκοβες να του προσφέρεις! Τότε με παρακάλεσε να γράψω σ’ ένα χαρτί το τηλέφωνό σου. «Κάνε του ένα τηλέφωνο, σε παρακαλώ, δεν φαντάζεσαι πόσο θα χαρεί. Είναι ένα καλό, ένα μεγάλο παιδί ο Στέλιος Καζαντζίδης, ορκίζεται στ’ όνομά σου». Έγραψα το τηλέφωνό σου —του Αγίου Κωνσταντίνου μου έδωσε — , το ‘γραψα στο περιθώριο της εφημερίδας που κρατούσα, πέταξα την εφημερίδα και το τηλεφώνημα δεν έγινε ποτέ. Μετά, πως γνωριστήκαμε το θυμάσαι. Σ’ ένα σημείο λοιπόν τον αδικείς τον Βασιλικό. Με ενημέρωσε αμέσως και εμμέσως. Ήταν όμως η εποχή που ο γιος μου με πείραζε έλεγε: «Άσε μας, πατέρα, μια φωτογραφία σου να σε βλέπουμε!» Ξέρεις όμως κάτι, Στελάρα; Από την κουβέντα ξεστρατίσαμε, απάντηση στην ερώτηση για τις κασέτες δεν πήρα, ούτε τι ακριβώς θέλεις δεν μου είπες ακόμη.

— Έβαλα μπρος να σου απαντήσω, μα η κουβέντα έστριψε! Έτσι είμαστε εμείς οι Έλληνες. Δεν τελειώνουμε ποτέ.

—Εννοείς από τη μια στην άλλη κουβέντα! — Εσένα πάντα ο νους σου στον ποδόγυρο! Φυσικά, περί κουβέντας ο λόγος. Φτου κι απ’ την αρχή, πάμε. Ερχόταν, όπως σου ανέφερα, σχεδόν κάθε μέρα σπίτι μας ο κ. Βασιλικός. Μου ζητούσε μάλιστα επίμονα να πάμε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στη Θάσο. Τέλος πάντων. Από δω με είχε, από κει με είχε, εγώ που τις μετακινήσεις τις αποφεύγω σαν το διάολο το λιβάνι, να ‘μαι μια μέρα ο καλός σου στη Θάσο. Τότε πού να πάει ο νους μου στο κακό! Στη Θάσο του το ξεκαθάρισα, θα έμενα δυο μέρες όχι παραπάνω. Το επόμενο πρωί, μετά τον καφέ, βολτίτσα, για μια στιγμή μου προτείνει να καθίσουμε σ ένα σημείο σκιερό να πιούμε ένα ουζάκι. Στην αρχή με ρωτούσε πώς τα πάω με τη Βάσω, αν πετυχαίνω καλές ψαριές, αν ετοιμάζομαι για καινούριο δίσκο, πέταξε και μερικές ξώφαλτσες για την αντιδικία μου με την τότε δισκογραφική εταιρεία κι η συζήτηση στριφογύριζε στα γνωστά, στα καθημερινά. Στο τρίτο ουζάκι έχει μαλαγρώσει —καταλαβαίνεις. Η συζήτηση πήγε αλλού: Τι έχεις για τούτον, πώς σου φαίνεται τούτη, τι γίνεται με τον κύριο τάδε, με την κυρία δείνα —κι ο λόγος για τα μεγαλύτερα ονόματα στο χώρο του τραγουδιού. Συνέχιζε τις ερωτήσεις, επέμενε. Αν και είχα κατεβάσει τρία ούζα, πονηρεύτηκα! Ώσπου βλέπω να σηκώνει το πάνω μέρος μιας εφημερίδας που είχε  ακουμπισμένη πάνω στο τραπέζι, να πιάνει ένα μικρό μαγνητόφωνο και να μου λέει γελώντας «κάτσε μια στιγμή να γυρίσω την κασέτα»! Θύμωσα, άναψα και κόρωσα, έγινα Τούρκος! «Τι μαγνητοφωνείς τόση ώρα, ρε Βασίλη;» «Τίποτα, να… τα ψαρέματα, τις εντυπώσεις σου από τη Θάσο, αυτά που λέγαμε για το τραγούδι και τους ερμηνευτές του!» «Μην ξηγιέσαι έτσι, Βασίλη, γιατί θα γίνουμ’ από δυο χωριά!» « Ελα ρε, μην τσαντίζεσαι δεν είπαμε τίποτε πονηρό, για ενθύμιο “τουριστικό” θα το κρατήσω για το αρχείο μου, ηρέμησε, με το παραμικρό σε τσιμπάει η μύγα!»

stelios3 stelios1

Δεν τη χώνεψα αυτή την κασκαρίκα, αλλά και δεν το τράβηξα το σκοινί, δεν άρπαξα την κασέτα να την κομματιάσω γιατί δεν θυμόμουνα να είπα τίποτε τρομερό και δεύτερο γιατί τον πίστευα για δικό μου άνθρωπο. Τα χειρόγραφα που μου έστειλε ισχυρίζεται ότι προέρχονται απ’ αυτή την κασέτα και, όπως είπε στη Βάσω, έχει μαγνητοφωνήσει κι άλλες κρυφά! Ιδού συμπεριφορά! Κι όλα αυτά ύστερα από είκοσι χρόνια τα έχει συρράψει,, τα μοντάρισε αυθαίρετα, έριξε και τις σάλτσες του, να τα σερβίρει σε βιβλίο, να μ’ εξευτελίσει! Και να εξευτελίσει εμένα, μικρό το κακό. Παίρνει σβάρνα, όπως σου είπα, μεγάλα ονόματα γυναικών που, αφ’ ενός, δόξασαν το ελληνικό τραγούδι, αφ’ ετέρου, υπήρξαν πάντοτε κυρίες, δεν έδωσαν ποτέ, μα ποτέ αφορμές για σκάνδαλα και σούσουρα. Να σου πω και την τελευταία σκέψη μου; Ακόμη κι αν όσα γράφει ήσαν πέρα ως πέρα αληθινά, έπρεπε να την φάει την κασέτα κι όχι ύστερα από είκοσι χρόνια να την κάνει βιβλίο που θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες. Γι’ αυτό σου ζήτησα να ‘ρθεις, εσύ το ελληνικό βιβλίο και τους ανθρώπους του το γνωρίζεις όσο λίγοι, θέλω να με συμβουλεύσεις τι να κάνω, πώς να αμυνθώ.

— Θέλω, Στέλιο, να μ’ ακούσεις με προσοχή και να δράσεις αμέσως, σήμερα κιόλας. Το πρόβλημα είναι εξαιρετικά σοβαρό. Να μην ακούσεις κανενός άλλου τη συμβουλή, κανένας δεν είναι μέσα στα πράγματα του βιβλίου όσο εγώ. Δεν περιαυτολογώ, δεν συντρέχει λόγος για κάτι τέτοιο. Δημοσίως, δεν θα μιλήσεις γι αυτό το βιβλίο ακόμη κι όταν κυκλοφορήσει. Κυρίως τότε. Δεν θα βγάλεις άχνα! Κάθε σου λέξη εναντίον του θα αυξάνει την κυκλοφορία του. Εσύ θέλεις οι ανακρίβειες των σελίδων του να περιοριστούν. Αυτό δεν γίνεται. Πρέπει επομένως να περιορίσεις τους αναγνώστες. Γι’ αυτό τσιμουδιά! Ούτε έχεις ένδικο μέσο να σταματήσεις την έκδοση. Ότι κι αν ζητήσεις θα απορριφθεί, ενώ, όταν εκδοθεί, η κυκλοφορία θα πολλαπλασιαστεί. ‘Ενα μέτρο άμυνας είναι στη διάθεσή σου, πολύ αποτελεσματικό, ένα μέτρο που θα μηδενίσει τις κακές εντυπώσεις για σένα στα μάτια του κόσμου. Πρέπει όμως να μάθεις αμέσως το όνομα του εκδότη. Να τηλεφωνήσουμε δεξιά—αριστερά να το μάθουμε.

—Το γνωρίζω εγώ το όνομα τον εκδότη. Είναι ο εκδοτικός οίκος Αντώνη Λιβάνη. Μου το είπε σήμερα το μεσημέρι μιλώντας τυχαία όταν μου τηλεφώνησε, ο «δικός σου από τα ΝΕΑ»

— Οπότε τα πράγματα έρχονται κάπως βολικά. Είμαστε γνωστοί με τον κ. Α. Λιβάνη. Τον εκτιμώ για τη σοβαρότητα τη συνέπειά του, νομίζω το ίδιο κι εκείνος εμένα. Ήταν ο πιο έμπιστος συνεργάτης του αείμνηστου Ανδρέα Παπανδρέου. Και η γυναίκα του αξιοπρεπέστατη κυρία. Μεγάλωσαν και σπούδασαν τα παιδιά τους άψογα, αυτά διαχειρίζονται σήμερα την εκδοτική επιχείρηση του πατέρα, πρόκειται για μια θαυμάσια οικογένεια. Είμαι βέβαιος, θ’ αντιμετωπίσουν το πρόβλημά σου με συμπάθεια και κατανόηση.

— Δηλαδή, λες να σταματήσουν την έκδοση;

— Στέλιο, αυτά δεν γίνονται! Γίνεται μόνο αυτό που θα πω. θα πιάσεις χαρτί και μολύβι και θα γράψεις ένα ευγενικό κείμενο στο οποίο θα λες, απευθυνόμενος στον εκδοτικό οίκο Α. Λιβάνη, ότι διαφωνείς ως προς τη δημοσίευση ορισμένων μερών του υπό έκδοση βιβλίου του κ. Β. Βασιλικού και θα παρακαλέσεις να τα απαλείψουν, κυρίως τα μέρη στα οποία αναφέρονται ονόματα καλλιτεχνών του λαϊκού τραγουδιού, ανδρών και γυναικών. Περιεχόμενο, επαναλαμβάνω, ευγενικό, όπως αρμόζει σ έναν Στέλιο Καζαντζίδη. Αυτό το κείμενο θα το τηλεφωνήσει Βάσω, εσύ, κάποιος δικός σου, στο δικηγόρο σου, και θα του ζητήσει να το προσαρμόσει στον νομικό γλωσσικό κώδικα και να το στείλει «εξώδικο» στον οίκο Λιβάνη.

— Και πιστεύεις εσύ ότι θα τα βγάλουν από μέσα αυτά παραμύθια; Άμα τα πάρει και πάει να βρει άλλον εκδότη;

— Δικαιολογείσαι να μην καταλαβαίνεις, Στέλιο, δουλειά σου δεν είναι αυτά τα πράγματα. Κανένας δεν πρόκειται ν’ αφαιρέσει αυτά τα παραμύθια, όπως τα είπες, του Βασιλικού από το βιβλίο. Με το εξώδικο στο χέρι όμως, όταν το βιβλίο κυκλοφορήσει, εσύ εμφανίζεσαι στα κανάλια, στα ραδιόφωνα, στις εφημερίδες, το δημοσιεύεις και λες «ορίστε, κύριοι, εγώ ζήτησα με εξώδικο να μη δημοσιευτούν σι κακοήθειες, αλλά κανείς δεν έδωσε σημασία. Εγώ το χρέος μου το έκανα για να μην έρθουν στο φως βρισιές που δεν είπα, ψευτιές που διασύρουν αθώους διάσημους»! Είναι σοβαρό άλλοθι ένα εξώδικο σαν αυτό που σου λέω να στείλεις.

— Μπορείς να μου το γράψεις αυτό το κείμενο, αδελφέ;

—Να το υπαγορεύσω, γιατί το μάτι μου, ξέρεις, δεν βοηθάει. Και να το τηλεφωνήσετε αμέσως στο δικηγόρο. Αύριο Κυριακή, τη Δευτέρα το πρωί να φθάσει στον εκδότη.

Υπαγόρευσα ένα ευπρεπές κείμενο σε μια κυρία που εκείνη την ώρα βρισκόταν στο κατάστημα του Κώστα Καταμπά. Ηρέμησε ελαφρώς ο Στέλιος, μαζεύτηκε κι η στενή παρέα, ακολούθησαν τα γνωστά και συνηθισμένα, τα μεζεδάκια, το κρασάκι, το κουβεντολόι, για να το διαλύσουμε περασμένα μεσάνυχτα, όπως πάντα.

Τη Δευτέρα το πρωί τηλεφωνώ στον Καταμπά, επειδή γνωρίζω τον Στέλιο Καζαντζίδη όσο άλλος κανείς. Έζησα χρόνια την ενοχλητική κυκλοθυμία του, τις ανασφάλειές του, τις φοβίες του, τις αυταπάτες του, αιτίες πολλών από τα δεινά που τον βρήκαν. Τηλεφώνησα στον Καταμπά για να τ’ ακούσω εκείνο που υπέθετα. 0 Στέλιος τους είπε:

— Αφήστε τα, ούτε εξώδικα ούτε δικηγόρους. Αφήστε, ας πάει όπου θέλει αυτή η ιστορία. Αργότερα, όταν το βιβλίο του Βασιλικού κυκλοφόρησε, όταν ξέσπασε ο πάταγος, ο άριστα οργανωμένος σαματάς, τότε μόνο κατάλαβε τη σημασία του εξώδικου: θα τον αποκαθιστούσε, θα απεδείκνυε την αγαθή του πρόθεση να μην εκτεθούν αδίκως άνθρωποι που δεν έφταιξαν! Τότε σκυλομετάνιωσε και μου το είπε με τον δικό του χαρακτηριστικό τρόπο:

—Όποτε δεν σ’ άκουσα, έφαγα τα μούτρα μου, ούτε μια μου είπες κάτι που ήταν λάθος!

Η υπόθεση με το βιβλίο του Βασιλικού κόστισε πολύ ακριβά στον Στέλιο Καζαντζίδη. Τον πλήγωσε βαθιά, τον μάτωσε. Μόνον όταν πέθανε η συγχωρεμένη η μάνα του η Γεσθημανή τον είχα δει σε τέτοια ψυχική κατάπτωση. Η κατάθλιψη σε όλο το θλιβερό της μεγαλείο.

Ένα βράδυ μου είπε σχεδόν απελπισμένος:

—Σε παρακαλώ, γράψε ένα άρθρο, απάντησε σ αυτή ιστορία, γράφε κάτι να μ’ ανακουφίσει, προφύλαξέ με, βοήθησέ με να ξεδώσω γιατί θα τρελαθώ! Ούτε τη γυναίκα μου να μη σεβαστεί, τη γυναίκα που τον ξανάφερε πίσω στη ζωή! Να της κλείσει στα μούτρα το τηλέφωνο!..

Έβλεπα το φίλο μου μέρα τη μέρα να μαραζώνει, κυριολεκτικά να λιώνει. Δεν βαστούσε τόσο πόνο η άδολη ψυχή του . Τις νύχτες έμενε ξάγρυπνος, τις μέρες δεν έτρωγε, τα βράδια που ανταμώναμε ψευτοτσιμπούσε κι έπιvε. Ωσότου  μια μέρα τ αστροπελέκι τον χτύπησε κατακούτελα, η αρρώστια τον έζωσε από παντού, αρρώστια ψωρίς γυρισμό.

Επόμενο είναι οι φίλοι του να φορτωθούμε τη στενοχώρια ο καθένας ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του, να συμπάσχουμε να υποφέρουμε. Είμαι βέβαιος ότι ο αναγνώστης κατανοεί συγχωρεί τους συναισθηματικούς κραδασμούς. Σκέπτομαι ότι ο φυσικός πόνος δεν μεταδίδεται. Όταν σε πονάει το δόντι και σφαδάζεις, όταν σου σπάνε τα κόκαλα στο Μακρονήσι και βογκάς και σπαρταράς, την ώρα του μαρτυρίου σου δεν σκέφτεσαι τι τράβηξε στη σούβλα ο Αθανάσιος Διάκος ούτε πόσο βασανίστηκε στη φωτιά η Ιωάννα της Λωρραίνης. 0 φυσικός πόνος δεν μεταδίδεται, αλλά ο ψυχικός, ο συναισθηματικός, σου τρυπάει το μεδούλι! Στον χειρότερο εχθρό δεν εύχομαι να ζήσει τις μαύρες ημέρες που πέρασε ο Στέλιος Καζαντζίδης μετά την κυκλοφορία του βιβλίου του Βασίλη Βασιλικού.

Χωρίς να τον ρωτήσω —το θεωρώ περιττό, η θετική του απάντηση προκύπτει αυτονόητα— θέλω εκ μέρους του να εκφράσω τα βαθύτατα αισθήματα συγγνώμης αν αθέλητα ο Στέλιος Καζαντζίδης έθιξε τις κυρίες Πόλυ Πάνου, Καίτη Γκρέη, Μαίρη Λίντα, Αγάπη Κυριακού και την οικογένεια του συνθέτη Χρήστου Κολοκοτρώνη, επειδή κάποιος εχρησιμοποίησε το όνομά τους.

Έπιασε πολλές φορές κορόιδο το χάρο ο Στέλιος στα παιδικά του χρόνια, όταν δούλευε σε μια φάμπρικα στη Νέα Ιωνία δεκαπεντάχρονος και «βούλωσαν» τα πνευμόνια του από τα χνούδια των κουρελιών που ξαίνανε στις μηχανές. Έτσι του είπαν’ τότε οι γιατροί και πως αν συνέχιζε θα πάθαινε μεγάλη ζημιά. Τότε παράτησε τη φάμπρικα, έπιασε μια κιθάρα που του χάρισε ένας γείτονας κι έγινε ο μεγαλύτερος ερμηνευτής του λαϊκού τραγουδιού όλων των εποχών. Τη δεύτερη φορά γλίστρησε από τα νύχια του Χάρου, όταν κάποιοι ανεγκέφαλοι υπαξιωματικοί, τον καιρό που υπηρετούσε τη θητεία του, τον κακοποιούσαν άγρια και μια μέρα, ξεπίτηδες, τον έστειλαν με το ζόρι να μεταφέρει ένα μουλάρι αφηνιασμένο, αφού του είχαν πασαλείψει με νέφτι τα πισινά! Όταν ζύγωσε ο Στέλιος, το μουλάρι τον κλότσησε στ’ αχαμνά, τον λάβωσε βαριά, τον έστειλαν στο νοσοκομείο και, όταν μισόγιανε, στο Μακρονήσι.

Από παιδί τον ψάχνει ο Χάρος. Σήμερα, στα εβδομήντα του, τα «κλείνει» στις 29 Αυγούστου, ο πορθμέας των νεκρών, ο γιος της νύχτας, βρήκε το δρόμο που οδηγεί κοντά στο μοναδικό μας βάρδο, τον ανακάλυψε μέσα από μια παράλογη υπόθεση. Οι συγγενείς του Στέλιου, η αξιοθαύμαστη γυναίκα του, η Βάσω, οι φίλοι του, θ’ αγωνιστούμε να τον κρατήσουμε ζωντανό, να διώξουμε το Χάρο. Αγώνας δύσκολος· η επιστήμη, οι σπουδαίοι γιατροί μας, το «Ιατρικό Αθηνών» συμπαραστέκονται συγκινητικά.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ:

3 Σχόλια

  1. ΣΤΕΛΑΡΑΣ Ο ΜΕΓΙΣΤΟΣ.ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΥΤΟΝ ΤΟ ΧΑΟΣ.
    Ο Β,ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ όπως και ο Νικολόπουλος αλλά και ο οβριοσ ΜΥΡΙΤΗΚΑΝ ΨΗΤΟ και έπεσαν με τα μούτρα….από την ανάποδη μιά και βρίσκονταν σε διατεταγμένη υπηρεσία.
    Αχαριστία γιά έναν άνθρωπο κατξιωμένο στην συνείδηση του λαού….
    Και μόνο ΣΤΕΛΛΑΡΑ που στάθηκες στο πλάι του ΓΙΓΑΝΤΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΧΡΥΣΑΝΘΟ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗ ΚΑΙ ΚΑΛΟΤΡΑΩΔΩΣΕΣ ΤΗΣ ΡΙΖΑΣ ΤΗΝ ΑΘΛΙΑΝ ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΝΙΑ αυτό και μόνο φτάνει…

  2. Στελλαρα εσαι ο μοναδικος και ο ενας ολοι οι αλλοι ειναι τσιχλοφουσκες σε θυμαμαι στον Λογγο στο κτημα που κερναγες τους περαστικους ουζακι μαζι με την μητερα σου με τα τραγουδια σου μεγαλωσαμε πολλοι και με αυτα θα φυγουμε απο την ζωη εισαι αρχοντας

Comments are closed.