Το σαν σήμερα είναι λιγάκι διαφορετικό. Το σαν σήμερα είναι λίγο πιο ρομαντικό, λίγο πιο νοσταλγικό. Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Βασίλης Χατζηπαναγής και μαζί του όσα δεν έχουν φανταστεί τα μάτια μας.
Τον είχε δει πολλές φορές να χάνεται. Να βυθίζεται ομαλά σε μια ανάμνηση, την οποία φύλαγε πάντα μέσα του. Τον είχε παρατηρήσει πώς τη ζούσε. Πώς έλαμπαν τα μάτια του, πώς τινάζονταν αντανακλαστικά τα πόδια του, πώς χαμογελούσε και πόσο έντονοι ήταν οι μορφασμοί χαράς στο πρόσωπό του. Ήταν χρόνια θαμώνας στο καφενείο της γειτονιάς, χωρίς να έχει μανιώδη προσκόλληση σε ένα θέμα συζήτησης, όπως οι περισσότεροι. Συζητούσε για τα πάντα και ταυτόχρονα, με έναν λυρικό τρόπο, αδιαφορούσε για τα πάντα.
Πήγαινε και τα Σαββατοκύριακα. Παλιά, η τηλεόραση ήταν πάντα ανοικτή. Πλέον, οι τρεις διαφορετικές τηλεοράσεις – ανάγκες των εποχών – ήταν πάντα ανοικτές. Λες και δεν τον απασχολούσε ιδιαίτερα, καθόταν σε ένα γωνιακό τραπέζι. Σχεδόν κάτω από τη μία τηλεόραση, χωρίς καμία οπτική επαφή με τη δεύτερη και σε τόσο μακρινή απόσταση από την τρίτη, που ήταν βέβαιο πώς λόγω και της ηλικίας του αποκλείεται να μπορούσε να δει τόσο μακριά. Πότε-πότε έριχνε κλεφτές ματιές. Μάταια… Εκείνο το πρόσωπο που έμοιαζε να χάνει χρόνια με τους μορφασμούς χαράς των αναμνήσεων, γυρνούσε με αποστροφή από την άλλη σαν σοκαρισμένο και απογοητευμένο συνάμα.
Οι σερβιτόροι σπάνια αντάλλασσαν περισσότερες από τις τυπικές και ευγενικές κουβέντες που θα περίμενες να ανταλλάξουν με έναν πελάτη. Παρότι γνώριζαν την παραγγελία του, πάντοτε ρωτούσαν και πάντοτε με την ίδια χαρά τον σέρβιραν. Ήταν μυστήριος, αλλά ήταν ευγενής και ουδέποτε είχε προκαλέσει προβλήματα. Θα ήταν πριν περίπου ένα χρόνο, σε μια ανύποπτη στιγμή, ένα συνηθισμένο πρωινό σαν τα προηγούμενα, που ένας πελάτης μπήκε βιαστικός να πάρει ένα φραπέ στο χέρι. Στον ώμο του είχε περασμένη μια τσάντα. Ο ηλικιωμένος ξέσπασε σε γέλια! Τόσο καιρό πελάτης, πρώτη φορά τον έβλεπαν να γελάει με την καρδιά του.
Μια αστεία αφορμή, μια σακούλα εμπνευσμένη από τα χρόνια που το δικό του ποδόσφαιρο ήταν διαφορετικό. Ο σερβιτόρος τον πλησίασε και άνοιξε την κουβέντα. Ο ηλικιωμένος άντρας, παρότι έκπληκτος από την αναπάντεχη συντροφιά, εξήγησε τους λόγους της ξαφνικής του ευφορίας. Ναι, ήταν ο Βασίλης Χατζηπαναγής ο λόγος που τον έκανε να γελάει. Ήταν, επίσης, ο λόγος που τον έκανε να χάνεται στις αναμνήσεις του, να κοιτάζει με αποστροφή το σημερινό ποδόσφαιρο και να επιλέγει να κάθεται σε σημεία που ακόμα κι αν το μάτι πάει να ξεφύγει, δε θα μπορεί να παρακολουθήσει έναν αγώνα.
Ο σερβιτόρος άρχισε τον καταιγισμό των ερωτήσεων: Γνώριζε, άραγε, προσωπικά τον Βάσια; Ήταν φίλοι που χάθηκαν; Ήταν οπαδός του Ηρακλή και δεν αντέχει να βλέπει την ομάδα του να παρακμάζει; Του θυμίζει κάποιον έρωτα που έχασε για τη μπάλα; Έπαιζε ο ίδιος και δεν κατάφερε να κάνει καριέρα; Ο ηλικιωμένος δεν απάντησε σε καμία ερώτηση. Όταν η παύση ήταν τόσο μεγάλη που έγινε ξεκάθαρο ότι οι ερωτήσεις είχαν τελειώσει, απάντησε με μια πρόταση.
«Άκου γιε μου να σου πω ποιος ήταν ο Χατζηπαναγής!».
Η εξιστόρηση κράτησε σχεδόν μια ώρα. Του μίλησε για την ημερομηνία γέννησής του, 26 Οκτωβρίου, τόσο συμβολική για τη Θεσσαλονίκη όσο και ο ίδιος ο «Νουρέγιεφ της μπάλας». Του μίλησε για την ημέρα που έφτασε με το τρένο και τον περίμεναν περίπου 2.000 οπαδοί του Ηρακλή στο σταθμό. Ναι, είχε πάει κι εκείνος. Του μίλησε για την ντρίμπλα του αιώνα, του μίλησε για τα απευθείας κόρνερ, για τις στιγμές άφθαστης φαντασίας, για την αποθέωση σε όλα τα γήπεδα, για τα χειροκροτήματα στο Καραϊσκάκη, για την κατάκτηση του κυπέλλου το 1976, την κατάκτηση του βαλκανικού κυπέλλου το 1985, την πρόταση του Γιώργου Κοσκωτά, το πρόβλημα με την Εθνική ομάδα, την κλήση στη μεικτή κόσμου το 1984, την τρέλα 15.000 ομογενών για να τον δουν, την ανάδειξή του ως κορυφαίου ποδοσφαιριστή στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, την τελευταία εμφάνιση το 1990.
Του μίλησε, όπως ο ίδιος ο Βασίλης Χατζηπαναγής εξιστορεί συνήθως τα επιτεύγματα για τα οποία μέχρι και σήμερα όλοι θέλουν να μάθουν πώς τα έκανε. «Η τεχνική κατάρτιση δεν διδάσκεται. Είναι από το μυαλό. Γεννιέσαι, είναι η φαντασία, το έχεις από μόνος σου, είναι έμφυτο. Κάποια τεχνικά σημεία τα διδάσκεσαι, αλλά αυτό που θέλεις να κάνεις στο γήπεδο προέρχεται από το μυαλό. Κάποιες φορές με ρωτάνε πως έκανες αυτό, πως έκανες εκείνο; Εγώ απαντώ πως όλα έγινα αυθόρμητα στην συγκεκριμένη στιγμή. Δεν ήταν ποτέ προγραμματισμένο το τι θα κάνω».
Ούτε καν εκείνη, του είπε, ούτε καν τη φανταστική ντρίμπλα στη Νέα Φιλαδέλφεια, είχε σκεφτεί ποτέ πριν το δευτερόλεπτο που την έκανε. «Δεν ήθελα ούτε να τον ρεζιλέψω τον άνθρωπο, ούτε τίποτα. Ήθελα να ξεφύγω και του ξέφυγα. Τι να πω; Έμεινε στην ιστορία. Είναι θέμα φαντασίας και καθαρά θέμα στιγμής. Ο παίκτης πρέπει να τολμάει. Θα μπορούσε και να μην πιάσει, αλλά πρέπει να τολμάς», τού εξήγησε ότι είχε πει ο Χατζηπαναγής.
Η αναβίωση των αναμνήσεων κράτησε μια ώρα, αλλά για τον άγνωστο, ηλικιωμένο άντρα ήταν η ομορφότερη της εβδομάδας του. Για τον σερβιτόρο θα ήταν σίγουρα η καλύτερη της ημέρας του, αλλά ως εκεί. Ήξερε, όμως, πώς θα μπορούσε αυτή τη μια ώρα να την κάνει να κρατήσει λίγο παραπάνω. Γύρισε στον πάγκο του, έπιασε το κινητό στο χέρι και πληκτρολόγησε στα γρήγορα το όνομα. Συνδέθηκε στη διεύθυνση, πάτησε το κουμπί που υπηρετεί τις έξυπνες τηλεοράσεις και τα έξυπνα κινητά και οι τρεις οθόνες στο καφενείο, γέμισαν με εικόνα από τη δεκαετία του 1980.
Ο ηλικιωμένος άντρας γύρισε την καρέκλα του. Ο ήχος χτύπησε σαν συναγερμός. Σήκωσε το κεφάλι του προς την κοντινή του τηλεόραση. Τα μάτια του έλαμψαν, τα μάτια του άρχισαν να δακρύζουν και στην αντανάκλαση στο τζάμι έμοιαζε ξανά 30 χρονών. Ήταν η πιο ωραία μέρα του χρόνου. Τα βίντεο εκείνη την ημέρα στο καφενείο δεν σταμάτησαν να παίζουν Βασίλη Χατζηπαναγή!
sdna.gr
simply the best , ενα ανωτερο ον