Η επίσκεψη του Βολοντίμιρ Ζελένσκι στην Αθήνα δεν αποτέλεσε διπλωματική τυπικότητα ούτε τελετουργικό για τα φλας. Αντιθέτως, σηματοδότησε μια καθοριστική στροφή στην ελληνική εξωτερική πολιτική, με την κυβέρνηση να προχωρά σε δεσμεύσεις που ξεπερνούν την παραδοσιακή θέση ισορροπίας της χώρας. Η συνάντηση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη κατέληξε σε ανακοινώσεις που συνδέουν την Ελλάδα πιο στενά από ποτέ με ένα κράτος που βρίσκεται σε συνεχή πόλεμο — μια επιλογή με κόστος, συνέπειες και σοβαρό γεωπολιτικό ρίσκο.
Η δημόσια εικόνα των δύο ηγετών, γεμάτη θερμές εκδηλώσεις και δηλώσεις αλληλοϋποστήριξης, δεν ήταν ένα απλό διπλωματικό στιγμιότυπο. Ήταν ένα ξεκάθαρο μήνυμα: η Ελλάδα ευθυγραμμίζεται πλήρως με το Κίεβο, όχι μόνο πολιτικά, αλλά και οικονομικά, ενεργειακά και αμυντικά. Και το ερώτημα που προκύπτει είναι απλό: ποιο είναι το όφελος της χώρας από αυτή την απόλυτη πρόσδεση;
Μια εξωτερική πολιτική που εγκαταλείπει την ισορροπία
Η Ελλάδα ιστορικά επιδιώκει να κρατά ανοιχτούς διαύλους με διαφορετικές δυνάμεις, αποφεύγοντας μονοδιάστατες επιλογές. Η κυβέρνηση όμως δείχνει να εγκαταλείπει αυτή την παραδοσιακή στρατηγική, υιοθετώντας χωρίς επιφυλάξεις το αφήγημα του Κιέβου. Παρουσιάζει τις διεθνείς εξελίξεις όχι με βάση τα ελληνικά συμφέροντα, αλλά μέσα από τη σκοπιά ενός εμπόλεμου κράτους, τη στιγμή που η Ευρώπη εμφανίζει ήδη σημάδια κόπωσης και ζητά επαναξιολόγηση της εμπλοκής της.
Με αυτή τη στροφή, η Ελλάδα κινδυνεύει να μετατραπεί σε ένα είδος «προκεχωρημένου φυλακίου» της ευρωατλαντικής γραμμής, χωρίς τα ανταλλάγματα ή τις εγγυήσεις που θα δικαιολογούσαν μια τόσο μονομερή στάση.
Η ενεργειακή συνεργασία: κίνηση στρατηγικής σημασίας ή παγίδα;
Η συμφωνία για τον ενεργειακό διάδρομο Ελλάδας–Ουκρανίας παρουσιάστηκε ως ελληνική επιτυχία. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη. Με τη χώρα να αναλαμβάνει ενεργό ρόλο στην τροφοδοσία ενός εμπόλεμου κράτους, δημιουργούνται αυξημένοι κίνδυνοι:
-
οι ενεργειακές ανάγκες της Ουκρανίας θα επηρεάζουν την εσωτερική αγορά,
-
οι πολίτες θα επωμίζονται το κόστος μιας συνεργασίας που δεν εξυπηρετεί άμεσα τα ελληνικά συμφέροντα,
-
η Ελλάδα συμμετέχει σε μια ενεργειακή αρχιτεκτονική σχεδιασμένη για γεωπολιτικά συμφέροντα τρίτων, όχι για την ευημερία των Ευρωπαίων καταναλωτών.
Το αποτέλεσμα είναι η ενίσχυση μιας πολιτικής που έχει ήδη αποδειχθεί επιβαρυντική για τα ελληνικά νοικοκυριά, χωρίς να διαφαίνεται αντίστοιχο όφελος.
Αμυντική συνεργασία με ασαφείς προεκτάσεις
Η συζήτηση περί συνεργασίας στον τομέα των αμυντικών συστημάτων —από αυτόνομα μέσα μέχρι θαλάσσια drones— ανοίγει νέα πεδία κινδύνου. Η ελληνική κυβέρνηση απέφυγε να δώσει λεπτομέρειες, όμως η κατεύθυνση είναι ξεκάθαρη: η Ελλάδα εμπλέκεται όλο και βαθύτερα σε έναν πόλεμο που δεν είναι δικός της.
Η ανάπτυξη ή συνδρομή σε αμυντικές τεχνολογίες για ένα κράτος σε ενεργή πολεμική σύγκρουση:
-
αυξάνει τον κίνδυνο κυβερνοεπιθέσεων,
-
δημιουργεί εντάσεις με παραδοσιακούς εταίρους,
-
ενισχύει την αίσθηση ότι η χώρα μετατρέπεται σε “γρανάζι” μιας πολεμικής μηχανής.
Η παρουσία της Αμερικανίδας πρέσβειρας στις συναντήσεις δεν ήταν τυχαία. Η Ουάσιγκτον έχει κάθε λόγο να επιδιώκει:
-
την πλήρη αποκοπή της Ευρώπης από τη ρωσική ενέργεια,
-
την ενίσχυση των αμερικανικών εξαγωγών LNG,
-
τη στήριξη του ουκρανικού κράτους μέσω Ευρωπαίων συμμάχων.
Η Ελλάδα εμφανίζεται ως πρόθυμος συνεργάτης. Η κυβέρνηση δεν δείχνει να αντιστέκεται ούτε να διαπραγματεύεται αποφασιστικά, αλλά περισσότερο να αποδέχεται στρατηγικές κατευθύνσεις που εξυπηρετούν τρίτες χώρες.
Το ασαφές αφήγημα της ανοικοδόμησης
Ο πρωθυπουργός μίλησε για μελλοντικές ελληνικές συμμετοχές στην ανοικοδόμηση της Ουκρανίας. Όμως αυτό είναι ένα σενάριο χωρίς συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, χωρίς εγγυημένη χρηματοδότηση και χωρίς καμία σαφήνεια σχετικά με το πότε —ή αν— θα μπορέσει να ξεκινήσει. Πρόκειται για μια υπόσχεση με αβέβαιη επιστροφή και βέβαιο κόστος στο παρόν.
Η πολιτική διακινδύνευση για την κυβέρνηση
Η επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη να ταυτιστεί πλήρως με το ουκρανικό αφήγημα ενέχει σημαντικό πολιτικό ρίσκο. Οι Έλληνες πολίτες:
-
δεν βλέπουν απτά οφέλη,
-
ζουν με υψηλότερο ενεργειακό κόστος,
-
καλούνται να στηρίξουν μια πολιτική με αμφίβολο εθνικό όφελος.
Παράλληλα, η ταύτιση με έναν ηγέτη που βρίσκεται στο επίκεντρο διεθνών συζητήσεων για την ποιότητα της δημοκρατικής λειτουργίας της χώρας του, δεν προσφέρει καμία εγγύηση ότι η συμμαχία αυτή θα αποδειχθεί πολιτικά ασφαλής για την Αθήνα.
Συμπέρασμα: μια συμμαχία που μπορεί να στοχοποιήσει τη χώρα χωρίς λόγο
Η κυβέρνηση επιχειρεί να παρουσιάσει αυτή τη νέα ελληνο-ουκρανική συνεργασία ως ιστορικό επίτευγμα. Στην πράξη όμως, η Ελλάδα:
-
αναλαμβάνει δυσανάλογες δεσμεύσεις,
-
εκτίθεται σε γεωπολιτικούς κινδύνους,
-
εμπλέκεται ενεργά σε έναν πόλεμο που δεν είναι δικός της,
-
και ενδέχεται να στοχοποιηθεί διεθνώς χωρίς να έχει εξασφαλίσει ουσιαστικά ανταλλάγματα.
Η χώρα θα έπρεπε να λειτουργεί με γνώμονα τη σταθερότητα, την ασφάλεια και την πολυδιάστατη διπλωματία. Αντί γι’ αυτό, η κυβέρνηση επιλέγει μια επικίνδυνη τροχιά που μπορεί να αποδειχθεί περισσότερο επιβαρυντική παρά ωφέλιμη.






