Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις παρά τις πρόσφατες προβλέψεις για ανάπτυξη. Το δημόσιο χρέος παραμένει υψηλό, γύρω στο 148% του ΑΕΠ, περιορίζοντας την οικονομική ευελιξία, ενώ η δημοσιονομική πειθαρχία που απαιτείται για τη μείωσή του φέρνει περιορισμούς στις δαπάνες και πιέσεις στα κοινωνικά προγράμματα.
Οι εκτιμήσεις για τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι πιο συντηρητικές από αυτές της κυβέρνησης, γεγονός που δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς την ικανότητα μείωσης του χρέους. Παράλληλα, ο πληθωρισμός προβλέπεται να μειώνεται με αργό ρυθμό, περιορίζοντας τα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών, ενώ οι πρόσφατες αξιολογήσεις οίκων πιστοληπτικής ικανότητας, όπως της Fitch, υπογραμμίζουν δομικές αδυναμίες και κίνδυνο αύξησης του κόστους δανεισμού.
Ταυτόχρονα, τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, όπως η γήρανση του πληθυσμού και η χαμηλή παραγωγικότητα, παραμένουν σημαντικό εμπόδιο στη βιώσιμη ανάπτυξη, αφήνοντας την οικονομία εκτεθειμένη σε μελλοντικά ΣΟΚ και περιορίζοντας το περιθώριο για δημοσιονομικές παροχές.
Συνολικά, η ακρίβεια σε συνδυασμό με τις γιορτές που πλησιάζουν δημιουργεί μια διπλή πίεση: η οικονομία χειροτερεύει και παραμένει εύθραυστη και η καθημερινή ζωή των πολιτών μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, αφήνοντας την ελληνική κοινωνία εκτεθειμένη σε μελλοντικά ΣΟΚ.






