Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις, με το δημόσιο χρέος να παραμένει σε υψηλά επίπεδα και την ανάπτυξη να κινείται σε χαμηλούς ρυθμούς. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, το «χρέος κράτους» ανέρχεται σε 422,6 δισ. ευρώ, ενώ το χρέος που διαχειρίζεται ο ΟΔΔΗΧ εμφανίζεται στα 403,8 δισ. ευρώ, δημιουργώντας αβεβαιότητα σχετικά με την ακριβή εικόνα των οφειλών της χώρας. Ταυτόχρονα, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης και της Κεντρικής Διοίκησης εμφανίζει διαφοροποιήσεις, ενώ οι παγωμένοι τόκοι των δανείων προστίθενται λογιστικά με διαφορετικό τρόπο, χωρίς να αντικατοπτρίζεται η πραγματική επιβάρυνση στους φορείς του κράτους.
Παρά τις προβλέψεις για αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,2% το 2025 και 2,4% το 2026, η πραγματικότητα παραμένει δύσκολη. Ο ρυθμός ανάπτυξης είναι χαμηλότερος από την αντίστοιχη αύξηση άλλων χωρών της ΕΕ, ενώ τα στοιχεία για τον σχηματισμό παγίου κεφαλαίου και τις επενδύσεις υπερεκτιμούνται συστηματικά. Τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, ύψους περίπου 11,5 δισ. ευρώ, δεν έχουν αξιοποιηθεί πλήρως, περιορίζοντας την πραγματική οικονομική ανάπτυξη.
Η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας παραμένει ένα από τα βασικά προβλήματα της οικονομίας, επηρεάζοντας άμεσα τους μισθούς. Στον μεταποιητικό τομέα παρατηρείται αύξηση της παραγωγικότητας κατά 43,6% από το 2009, ωστόσο η βιομηχανία συνεχίζει να αποτελεί μικρό ποσοστό του ΑΕΠ. Αντίθετα, η παραγωγικότητα στον τουρισμό είναι υποδιπλάσια της μέσης παραγωγικότητας της οικονομίας, λόγω της εποχικότητας, της χαμηλής εξειδίκευσης και της αδράνειας του εργατικού δυναμικού εκτός της τουριστικής περιόδου. Επιπλέον, μεγάλο μέρος των τουριστικών εσόδων διαφεύγει στο εξωτερικό, κυρίως στους φορείς των ταξιδιωτικών πρακτόρων και στις εισαγωγές προμηθειών, αφήνοντας περιορισμένα έσοδα για τη χώρα.
Η υπερφορολόγηση επιβαρύνει σημαντικά τα νοικοκυριά, με τον ΦΠΑ να αυξάνεται κατά 55% από το 2019, ενώ το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε μόνο κατά 11,6% την ίδια περίοδο. Ταυτόχρονα, τα ποσοστά αποταμίευσης παραμένουν αρνητικά, υποδεικνύοντας περιορισμένη δυνατότητα συσσώρευσης πλούτου από τα νοικοκυριά. Η αύξηση των δημοσίων δαπανών φαίνεται να περιορίζεται κυρίως στη συντήρηση της υπάρχουσας κατάστασης, ενώ οι δαπάνες για μισθούς και υγεία εμφανίζονται είτε σταθερές είτε ανεπαρκείς, παρά τις υποσχέσεις για προσλήψεις και αναδρομικά.
Στον ενεργειακό τομέα και τη βιομηχανία, οι ανάγκες για στήριξη παραμένουν έντονες, με τον ΣΕΒ να ζητά ενίσχυση της τάξης των 35 €/MWh για τη βιομηχανία. Ωστόσο, η επιδότηση μέσω του χρηματιστηρίου ενέργειας κινδυνεύει να ενισχύσει το ενεργειακό καρτέλ, αντί να στηρίξει πραγματικά την παραγωγή. Παράλληλα, η ελληνική αμυντική βιομηχανία εμφανίζει υποχρησιμοποίηση, με τις περισσότερες μονάδες να μην παράγουν στρατηγικά προϊόντα, ενώ σημαντικά κονδύλια για εξοπλιστικά εισάγονται από το εξωτερικό, επιβαρύνοντας το εμπορικό έλλειμμα.
Τα προβλήματα της αγοράς εργασίας είναι επίσης εμφανή. Η ανεργία εμφανίζεται μειωμένη στα επίσημα στοιχεία, αλλά η πραγματική εικόνα επηρεάζεται από τη μετανάστευση και τους πολλούς μακροχρόνια ανέργους. Οι πραγματικοί μισθοί παραμένουν χαμηλοί, με τη χώρα να κατατάσσεται τελευταία στην ΕΕ σε όρους αγοραστικής δύναμης, ακόμα και πίσω από τη Βουλγαρία.
Συνολικά, η ελληνική οικονομία κινείται σε ένα πλαίσιο χαμηλής ανάπτυξης, υψηλού χρέους και περιορισμένων επενδύσεων, με τη φορολογική αφαίμαξη των πολιτών να περιορίζει την πραγματική αγοραστική δύναμη και να εμποδίζει την αναδιάρθρωση του παραγωγικού μοντέλου. Η βελτίωση των μακροοικονομικών δεικτών παραμένει αβέβαιη, ενώ η στήριξη της παραγωγικής βάσης και η αύξηση της παραγωγικότητας φαίνεται να αποτελούν κρίσιμους παράγοντες για την έξοδο από την οικονομική στασιμότητα.






