Τα γεγονότα στην Κρήτη αποκάλυψαν για ακόμη μια φορά μια κυβέρνηση που αντί να σκύψει πάνω από τις κραυγές απελπισίας του αγροτικού κόσμου, αντιδρά με πανικό, καταστολή και ποινικοποίηση. Τα επεισόδια στα Χανιά και το Ηράκλειο έγιναν η αφορμή για να ενεργοποιηθεί ο πιο σκληρός κυβερνητικός μηχανισμός: μέσα σε λίγες ώρες, το Μαξίμου και το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη έστησαν μια επιχείρηση ταυτοποίησης και στοχοποίησης ανθρώπων που εδώ και μήνες παλεύουν για να κρατήσουν ζωντανή την παραγωγή τους. Αυτοί που ζητούν τα αυτονόητα —τις επιδοτήσεις που τους οφείλονται, αξιοπρεπές κόστος παραγωγής, δικαίωμα στο να συνεχίσουν να ζουν από τη δουλειά τους— παρουσιάζονται ξαφνικά ως απειλή για το κράτος, ως ταραχοποιοί που πρέπει να συλληφθούν, ως πρόβλημα που πρέπει να φιμωθεί και να «καθαριστεί». Είναι προφανές πως η κυβέρνηση προσπαθεί να μετατρέψει έναν κοινωνικό αγώνα σε ποινική υπόθεση, ώστε να τρομοκρατήσει όσους τολμούν να σηκώσουν κεφάλι.
Την ίδια στιγμή όμως που ενεργοποιεί την καταστολή, προσπαθεί να καμουφλάρει την πίεση με προσχηματικά καλέσματα σε διάλογο και με οικονομικά «ψιχουλάκια» την τελευταία στιγμή. Όταν μια κυβέρνηση καλεί τους αγρότες να «εκλέξουν εκπροσώπους» για να συζητήσουν, την ώρα που ετοιμάζει εντάλματα σύλληψης για όσους διαμαρτύρονται, είναι ξεκάθαρο πως δεν ενδιαφέρεται ούτε να ακούσει ούτε να λύσει. Ενδιαφέρεται μόνο να σταματήσουν οι κινητοποιήσεις πριν τα Χριστούγεννα. Όλα όσα υπόσχεται —το πρόγραμμα Γαία, κάποιοι επαναπροσδιορισμοί στο αγροτικό πετρέλαιο, κάποια επιδότηση που «θα φανεί σήμερα», ίσως κάποιες συζητήσεις με την Κομισιόν— εκλαμβάνονται από τους αγρότες ως μικροπολιτικά χαρτζιλίκια, ως μια απελπισμένη προσπάθεια της κυβέρνησης να κλείσει στόματα και να διαλύσει τα μπλόκα χρησιμοποιώντας την τσέπη αντί της πολιτικής βούλησης.
Οι αγρότες όμως δεν πείθονται. Δεν αγωνίζονται για μια δόση που έπρεπε να έχει πληρωθεί εδώ και μήνες, αλλά για να μπορούν να συνεχίσουν να παράγουν. Για να μην πνιγούν στα χρέη, τις ζωοτροφές, το ρεύμα, τα καύσιμα, τις απώλειες ζωικού κεφαλαίου. Γιατί βλέπουν ότι, αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, ο πρωτογενής τομέας θα καταρρεύσει οριστικά και μαζί του η ελληνική ύπαιθρος. Και τώρα, αντί να βρουν ένα κράτος να τους στηρίζει, βλέπουν μια κυβέρνηση που πρώτα τους άφησε να βουλιάξουν, μετά τους πέταξε καθυστερημένες πληρωμές και τώρα τους αντιμετωπίζει περίπου σαν απειλή για την «τάξη και ασφάλεια».
Το μήνυμα των αγροτών είναι ξεκάθαρο: δεν θα υποχωρήσουν επειδή τους πέταξαν μια καθυστερημένη πληρωμή, δεν θα τρομοκρατηθούν από ποινικοποίηση, δεν θα σιωπήσουν επειδή τους δείχνουν εισαγγελείς αντί για υπουργούς. Η οργή τους δεν είναι ένα στιγμιαίο ξέσπασμα, είναι αποτέλεσμα ετών αδιαφορίας, κοροϊδίας και πολιτικών που τους αντιμετώπισαν σαν αριθμούς και όχι σαν ανθρώπους. Και όσο η κυβέρνηση συνεχίζει να παίζει το παιχνίδι «λίγη καταστολή – λίγη ελεημοσύνη – λίγη επικοινωνία», τόσο πιο πολύ θα φουντώνει το κύμα της αντίδρασης.
Η πραγματικότητα είναι απλή και αμείλικτη: μια κυβέρνηση που υποσχέθηκε στήριξη, σήμερα καταδιώκει τους ανθρώπους που την πίστεψαν· μια κυβέρνηση που μιλά για διάλογο, στην πράξη στέλνει ΜΑΤ και εισαγγελείς· μια κυβέρνηση που θέλει να δείξει ισχύ, καταφεύγει στον αυταρχισμό επειδή έχασε την επαφή με τον πραγματικό κόσμο. Και οι αγρότες, αντί να κάνουν πίσω, δείχνουν ότι τώρα μόλις ξεκίνησαν.






