Την εικόνα ενός «αγίου των φτωχών» επιχειρούσε να καλλιεργήσει ο 46χρονος ρασοφόρος YouTuber, ο οποίος μετρούσε περισσότερους από 200.000 ακολούθους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πίσω, όμως, από το προσωπείο του ταπεινού ιερέα που βοηθούσε αναξιοπαθούντες, κρυβόταν ένα σκοτεινό πρόσωπο: εκείνο ενός ανθρώπου που φέρεται να διακινούσε ναρκωτικά, να εξαπατούσε πιστούς και να εκμεταλλευόταν την πίστη τους για ίδιον όφελος.
Εδώ και δύο 24ωρα, ο 46χρονος βρίσκεται προφυλακισμένος, κατηγορούμενος ως μέλος εγκληματικής οργάνωσης που δραστηριοποιούνταν στη διακίνηση ναρκωτικών. Αν και η δίωξη αφορά σε υποθέσεις ναρκωτικών, αστυνομικές πηγές δεν αποκλείουν ότι μια παράλληλη έρευνα για απάτες θα μπορούσε να αποκαλύψει έναν ακόμη πιο «πλούσιο» φάκελο.
Ο ρασοφόρος των social media
Όπως έχει γράψει σήμερα και προχθές η εφημερίδα ΜΑΚΕΛΕΙΟ, ο κατηγορούμενος είχε καταφέρει να χτίσει ένα προσεκτικά σκηνοθετημένο προφίλ μέσω των κοινωνικών δικτύων. Εμφανιζόταν να προσφέρει φαγητό σε άστεγους και τοξικομανείς σε υποβαθμισμένες περιοχές της Αθήνας, ενώ κάποιος συνεργάτης του τον φωτογράφιζε «εν ώρα δράσης» για να αποτυπώσει πιο «φυσικές» στιγμές. Οι εικόνες αυτές αναρτούνταν στο διαδίκτυο, δημιουργώντας το αφήγημα ενός «ασκητικού» ιερέα που πρόσφερε ανιδιοτελώς βοήθεια στους «κατατρεγμένους» της ζωής.
Η δράση του συγκίνησε πολλούς, ακόμη και γνωστούς καλλιτέχνες, οι οποίοι δημόσια τον χαρακτήριζαν «παράδειγμα προσφοράς». Ωστόσο, πίσω από τις κάμερες και τα likes, φέρεται να εκτυλισσόταν μια τελείως διαφορετική πραγματικότητα.
Από τη φιλανθρωπία στις απάτες
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο 46χρονος παρίστανε τον ιερέα, παρότι δεν είχε καμία επίσημη σχέση με την Εκκλησία. Εκμεταλλευόταν την εμπιστοσύνη των πιστών, ζητώντας χρηματικές δωρεές για υποτιθέμενα φιλανθρωπικά έργα, τις οποίες όμως χρησιμοποιούσε για προσωπική του ωφέλεια. Παράλληλα, οι αρχές εντόπισαν ποσότητες ναρκωτικών που, σύμφωνα με την έρευνα, αποθήκευε ακόμη και μέσα σε εκκλησία.
Άνθρωποι που τον γνώριζαν μιλούν για έναν χειριστικό και έξυπνο άνθρωπο, που είχε καταλάβει νωρίς πως η πίστη των εύπιστων θα μπορούσε να μετατραπεί σε εργαλείο πλουτισμού.
Ήταν τον Αύγουστο του 2020 όταν ανακοίνωσε μέσω ιστοσελίδας εκκλησιαστικού περιεχομένου την ίδρυση της «πρώτης Εκκλησίας του Αγίου Παρθενίου από το Παλαιό Ημερολόγιο». Στην ανακοίνωση παρουσιαζόταν ως εκπρόσωπος μιας «ιεραποστολικής αδελφότητας» και υπεύθυνος ενός «παγκοσμίως πρώτου προσκυνηματικού ναού». Η κίνηση αυτή έδωσε κύρος στη δράση του και προσέλκυσε ακόμη περισσότερους πιστούς.

Η ΜΚΟ και οι τραπεζικοί λογαριασμοί
Με τον καιρό, δημιούργησε μία Μη Κυβερνητική Οργάνωση (ΜΚΟ) υπό τον τίτλο «Ιεραποστολική Αδελφότητα του Αγίου Παρθενίου», μέσω της οποίας ζητούσε διαρκώς οικονομική ενίσχυση για «φιλανθρωπικούς σκοπούς». Σε κάθε ανάρτηση παρέθετε λογαριασμούς τραπέζης, Viva Wallet, Revolut και PayPal, προσκαλώντας τους ακόλουθούς του να συμβάλουν «στο έργο της αγάπης».
Ταυτόχρονα, μέσω του καναλιού του στο YouTube, ανέβαζε βίντεο με συνταγές και δράσεις αλληλεγγύης, συγκεντρώνοντας εκατοντάδες χιλιάδες προβολές – ένα πρόσθετο εισόδημα που, όπως φαίνεται, δεν του ήταν αρκετό.
Το TikTok και τα «δώρα αγάπης»
Η εμμονή του με τη δημοσιότητα και τα χρήματα φάνηκε και στο TikTok. Μόλις ο λογαριασμός του ξεπέρασε τους 10.000 ακολούθους –όριο που επιτρέπει στους χρήστες να δέχονται «δώρα» μέσω της πλατφόρμας– έσπευσε να αναρτήσει μήνυμα ευχαριστίας:
«Ξεπεράσαμε τους 10.000 ακολούθους και σας ευχαριστώ πολύ. Τώρα μπορείτε να στείλετε την αγάπη σας με δώρα στα βίντεο. Να είστε καλά», έγραφε χαρακτηριστικά.
Ο «φτωχούλης του Θεού» που δεν ήταν αυτό που έδειχνε
Σήμερα, οι αποκαλύψεις δείχνουν πως ο «φτωχούλης του Θεού» δεν ήταν τίποτε περισσότερο από έναν επιτήδειο που εκμεταλλεύτηκε την εικόνα του ιερέα για να εξασφαλίσει χρήματα και εξουσία. Οι αστυνομικοί τον περιγράφουν ως άνθρωπο «παραδομένο στα πάθη του», που δεν αρκέστηκε ποτέ στη φήμη ή στο νόμιμο κέρδος.
Η υπόθεση έχει προκαλέσει σοκ στους κύκλους των πιστών που τον ακολουθούσαν φανατικά, αλλά και στους ανθρώπους που πραγματικά προσφέρουν φιλανθρωπικό έργο χωρίς να επιζητούν την προβολή.
Η έρευνα συνεχίζεται, ενώ οι αρχές εξετάζουν το ενδεχόμενο να επεκτείνουν την προανάκριση και σε άλλες πράξεις οικονομικής εκμετάλλευσης.






