Μετά από μαραθώνιες διαπραγματεύσεις, η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέληξε σε μια απόφαση που αποκαλύπτει με ωμό τρόπο τις πραγματικές της προτεραιότητες: 90 δισεκατομμύρια ευρώ «δάνειο» προς την Ουκρανία, την ώρα που κοινωνίες σε ολόκληρη την Ευρώπη –και ειδικά στην Ελλάδα– στενάζουν από την ακρίβεια, τη διάλυση του πρωτογενούς τομέα και την εγκατάλειψη των πιο ευάλωτων.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έσπευσε να χαιρετίσει τη συμφωνία ως «ενδεδειγμένη λύση», υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για ένα τέχνασμα λογιστικής που δήθεν δεν έχει δημοσιονομικές συνέπειες για τα κράτη-μέλη. Πρόκειται για έναν ισχυρισμό που προσβάλλει τη νοημοσύνη των πολιτών. Όταν η ΕΕ αναλαμβάνει κοινό χρέος δεκάδων δισεκατομμυρίων, το κόστος –άμεσο ή έμμεσο– θα επιστρέψει αργά ή γρήγορα στις πλάτες των ίδιων λαών που ήδη πληρώνουν τα σπασμένα.
Την ίδια στιγμή που «λεφτά υπάρχουν» για έναν πόλεμο χωρίς ορατό τέλος, για τους Έλληνες αγρότες που περιμένουν αποζημιώσεις, για τα νοικοκυριά που πνίγονται στα χρέη, για τα δημόσια νοσοκομεία και τις υποδομές, η απάντηση παραμένει μονότονα η ίδια: δεν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος. Η υποκρισία έχει πλέον μετατραπεί σε επίσημη πολιτική γραμμή.
Η συμφωνία προβλέπει ότι τα 90 δισ. ευρώ θα συγκεντρωθούν μέσω κοινού δανεισμού, με εγγύηση τον μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ. Δηλαδή, οι ευρωπαϊκοί λαοί αναλαμβάνουν ένα ρίσκο χωρίς καμία εγγύηση επιστροφής. Το αφήγημα ότι το δάνειο θα αποπληρωθεί από «μελλοντικές ρωσικές αποζημιώσεις» αγγίζει τα όρια της πολιτικής φαντασιοπληξίας, καθώς προϋποθέτει την ήττα της Ρωσίας – ένα ενδεχόμενο που ολοένα και λιγότεροι σοβαροί αναλυτές θεωρούν ρεαλιστικό.
Ακόμη πιο επικίνδυνη είναι η απειλή χρήσης των παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων. Η κατάσχεσή τους θα αποτελούσε ιστορικό προηγούμενο οικονομικής αυθαιρεσίας, με ανυπολόγιστες συνέπειες για την αξιοπιστία της Ευρώπης, τη σταθερότητα του ευρώ και τη διεθνή εμπιστοσύνη στο ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Παρ’ όλα αυτά, Ευρωπαίοι ηγέτες, με πρώτο τον Γερμανό καγκελάριο, μιλούν με επικίνδυνη ελαφρότητα για ένα τέτοιο σενάριο.
Σε αυτό το κλίμα γενικευμένης παραφροσύνης, τρεις χώρες –η Τσεχία, η Ουγγαρία και η Σλοβακία– αρνήθηκαν να συνταχθούν με το ευρωπαϊκό παραλήρημα και να βάλουν έστω και ένα ευρώ σε αυτή τη μαύρη τρύπα. Η στάση τους δεν είναι «αντιευρωπαϊκή», όπως σπεύδουν να τη βαφτίσουν οι Βρυξέλλες, αλλά πράξη πολιτικής αυτοπροστασίας και στοιχειώδους σεβασμού προς τους πολίτες τους. Σε μια Ένωση που μοιάζει αποφασισμένη να θυσιάσει την κοινωνική συνοχή στον βωμό της γεωπολιτικής εμμονής, οι χώρες αυτές επέλεξαν να πουν «ως εδώ».
Ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, από την πλευρά του, συνεχίζει να λειτουργεί ως ο μόνιμος αποδέκτης λευκών επιταγών, χωρίς καμία ουσιαστική λογοδοσία για το πού καταλήγουν τα χρήματα και ποιο είναι το πραγματικό σχέδιο εξόδου από τον πόλεμο. Η ευρωπαϊκή ηγεσία, αντί να πιέσει για διπλωματική λύση, επιλέγει να συντηρεί μια σύγκρουση που απομυζά πόρους και σταθερότητα.
Με απλά λόγια, η ΕΕ –με την πλήρη συναίνεση της κυβέρνησης Μητσοτάκη– αποφάσισε να πετάξει από το παράθυρο 90 δισεκατομμύρια ευρώ, ελπίζοντας σε μελλοντικά θαύματα και γεωπολιτικές ανατροπές. Την ίδια ώρα, οι κοινωνίες καλούνται να σφίξουν κι άλλο το ζωνάρι και να αποδεχθούν ότι για τις δικές τους ανάγκες «δεν γίνεται αλλιώς».
Αυτή δεν είναι ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Είναι πολιτικός κυνισμός, οικονομικός τυχοδιωκτισμός και πλήρης αποξένωση από την πραγματικότητα των πολιτών. Και όσο υπάρχουν χώρες που αρνούνται να συμμετάσχουν σε αυτό το αδιέξοδο σχέδιο, τόσο αποδεικνύεται ότι υπάρχει και άλλος δρόμος – αρκεί να υπάρχει πολιτική βούληση.







τις τράπεζες και όλα αυτά τα κλαμπάκια τα διοικούν Εβραίοι και πριν τους ναζί, και κατά την διάρκεια και μετά τους ναζί, τι σκάλωμα είναι αυτό που έχετε; οι ναζί που ήθελαν καθαρά έθνη εξαφανίστηκαν, άλλοι σας αντικατέστησαν με λαθρέποικους