Θανατηφόρος επιδημικός συνδυασμός έχει χτυπήσει την Κούβα.
Σύμφωνα με πληροφορίες διεθνών ΜΜΕ,29 παιδιά και έφηβοι έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας του δάγκειου πυρετού και της νόσου τσικουνγκούνια, απολογισμός που δημοσιοποιήθηκε χθες Δευτέρα (08/12) από τις υγειονομικές Αρχές.
Ο αριθμός των νεκρών αυξήθηκε στους 44, εξαιτίας των δύο ταυτόχρονων επιδημιών τους τελευταίους δύο μήνες, αναφέρει η ίδια ανακοίνωση.
«Η χώρα έχει καταγράψει συνολικά 44 θανάτους εξαιτίας αρβοϊών», συνόψισε στην κρατική τηλεόραση η υφυπουργός Υγείας Καρίλντα Πένια, αναφερόμενη σε εστία δάγκειου πυρετού, νόσου ενδημικής στη νήσο, και επιδημία τσικουνγκούνια, που κηρύχθηκε πριν από σχεδόν πέντε μήνες.
Η αξιωματούχος διευκρίνισε πως ανάμεσα στους 11 νέους θανάτους στον νέο απολογισμό, οι επτά οφείλονταν στη νόσο τσικουνγκούνια, με έξι θύματα κάτω των 18 ετών και οι υπόλοιποι τέσσερις οφείλονταν στον δάγκειο πυρετό, με δύο ανήλικους να συμπεριλαμβάνονται στα θύματα.
Μια εβδομάδα νωρίτερα, η υφυπουργός δημοσιοποιούσε απολογισμό που έκανε λόγο για 33 θανάτους, συμπεριλαμβανομένων αυτών 21 παιδιών και ανηλίκων, εξαιτίας των δύο ιογενών ασθενειών που μεταδίδονται από τα κουνούπια.
Η επιδημία της τσικουνγκούνια, νόσου με κύρια συμπτώματα τον πολύ υψηλό πυρετό και πόνους στις αρθρώσεις, εκδηλώθηκε τον Ιούλιο, στην επαρχία Ματάνσας (δυτικά), που γειτονεύει με την Αβάνα.
Κατόπιν, μέσα σε μερικούς μήνες, εξαπλώθηκε και στις 15 επαρχίες της νήσου, όπου ταυτόχρονα μαίνεται επιδημία δάγκειου πυρετού.
Στο παρελθόν η Κούβα είχε ήδη αντιμετωπίσει επιδημίες δάγκειου πυρετού. Όμως η τσικουνγκούνια είναι συγκριτικά νέα νόσος για τη χώρα.
Έφθασε στη νήσο για πρώτη φορά το 2014, όταν μαινόταν επιδημία σε αρκετές χώρες της περιοχής πλήττοντας ιδίως τη Βραζιλία, την Κολομβία, την Αϊτή και τη Δομινικανή Δημοκρατία.
Την εποχή εκείνη οι υγειονομικές Αρχές κατάφεραν να ελέγξουν γρήγορα εστία μικρού μεγέθους, εντοπισμένη στη Σαντιάγο ντε Κούμπα (ανατολικά).
Αυτή τη φορά όμως, η επιδημία εξαπλώθηκε και έγινε ανεξέλεγκτη, εξαιτίας της «συσσώρευσης σκουπιδιών» σε δρόμους και του στάσιμου νερού σε δεξαμενές σε σπίτια, οι ένοικοι των οποίων αντιμετωπίζουν με αυτές την περιοδική έλλειψη τρεχούμενου νερού από το δίκτυο ύδρευσης, που πλήττει φέτος ως και τρία εκατομμύρια Κουβανούς.






