Σε μια συγκυρία έντονης κοινωνικής πίεσης, με τις αγροτικές κινητοποιήσεις να παραμένουν ενεργές σε κομβικά σημεία της χώρας, συνεδριάζει σήμερα το Υπουργικό Συμβούλιο υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Η συνεδρίαση πραγματοποιείται σε μια στιγμή κατά την οποία η κυβέρνηση καλείται όχι απλώς να «ισορροπήσει», αλλά να απολογηθεί για πολιτικές επιλογές που έχουν οδηγήσει σε συσσωρευμένη κοινωνική δυσαρέσκεια. Παρά τη ρητορική περί κανονικότητας, προγραμματισμού και σταθερότητας, η εικόνα στους δρόμους, στα χωριά και στους παραγωγικούς τομείς της χώρας αποτυπώνει μια κυβέρνηση που κινείται κυρίως αντιδραστικά, επιχειρώντας να διαχειριστεί το πολιτικό κόστος αντί να αντιμετωπίσει τις βαθύτερες αιτίες της κοινωνικής έντασης.
Η συνεδρίαση εξελίσσεται με ένα πολυεπίπεδο πρόγραμμα θεσμικών παρεμβάσεων και τεχνοκρατικών παρουσιάσεων, την ώρα που οι αγροτικές κινητοποιήσεις επηρεάζουν άμεσα τις μεταφορές, το εμπόριο και την καθημερινότητα χιλιάδων πολιτών. Το χάσμα ανάμεσα στην κυβερνητική ατζέντα και την κοινωνική πραγματικότητα παραμένει εμφανές, με την κυβέρνηση να επιλέγει τη γλώσσα της διαχείρισης αντί της πολιτικής αυτοκριτικής.
Στο επίκεντρο της ατζέντας τίθεται το Ενοποιημένο Σχέδιο Κυβερνητικής Πολιτικής για το 2026, ένα πλαίσιο που παρουσιάζεται ως στρατηγικός οδικός χάρτης για την επόμενη χρονιά. Πρόκειται για ένα πλήρες κυβερνητικό έτος που προηγείται της προεκλογικής περιόδου και, ως εκ τούτου, αποκτά έντονα πολιτικό χαρακτήρα. Παρά τις διακηρύξεις περί στοχοθεσίας και συντονισμού, παραμένει ανοιχτό το ερώτημα κατά πόσο το σχέδιο αυτό συνιστά ουσιαστική απάντηση στα προβλήματα της ακρίβειας, της κοινωνικής ανισότητας και της αποδυνάμωσης του πρωτογενούς τομέα ή αν λειτουργεί κυρίως ως εργαλείο επικοινωνιακής προετοιμασίας.
Στη συνέχεια, η παρουσίαση του νομοσχεδίου για το Ενιαίο Ψηφιακό Μητρώο Παρακολούθησης Υποθέσεων Διαφθοράς εντάσσεται στο αφήγημα της τεχνοκρατικής διαφάνειας και της ψηφιοποίησης της Δικαιοσύνης. Ωστόσο, η επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη να προσεγγίζει το ζήτημα της διαφθοράς κυρίως ως διοικητικό και τεχνικό πρόβλημα, αποφεύγοντας τη συζήτηση για πολιτικές ευθύνες και θεσμικές αστοχίες, δημιουργεί εύλογα ερωτήματα. Η ψηφιακή καταγραφή υποθέσεων δεν αρκεί όταν η κοινωνία αντιλαμβάνεται καθυστερήσεις, επιλεκτική ευαισθησία και έλλειμμα ουσιαστικής λογοδοσίας.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται και στο νομοσχέδιο για την αναμόρφωση της πολιτικής προστασίας και της αντιμετώπισης φυσικών και ανθρωπογενών καταστροφών, σε μια χώρα που τα τελευταία χρόνια έχει βιώσει επαναλαμβανόμενες πυρκαγιές, πλημμύρες και τραγωδίες. Παρά τις εξαγγελίες για καλύτερο συντονισμό και πρόληψη, η κυβέρνηση καλείται να απαντήσει γιατί τα ίδια προβλήματα επανεμφανίζονται, γιατί η πρόληψη παραμένει ανεπαρκής και γιατί η ανάληψη πολιτικής ευθύνης συχνά απουσιάζει από τον δημόσιο λόγο.
Στην ατζέντα περιλαμβάνεται και η εισήγηση για τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης στη δημόσια διοίκηση, η οποία παρουσιάζεται ως εργαλείο εκσυγχρονισμού και βελτίωσης της αποδοτικότητας. Ωστόσο, απουσιάζει η ουσιαστική συζήτηση για το πώς η τεχνολογία αυτή θα ενταχθεί σε ένα πλαίσιο διαφάνειας, κοινωνικού ελέγχου και προστασίας δικαιωμάτων, και όχι απλώς ως μέσο ενίσχυσης ενός συγκεντρωτικού μοντέλου διοίκησης.
Παράλληλα, το Υπουργικό Συμβούλιο συνεδριάζει υπό τη σκιά των αγροτικών κινητοποιήσεων, με την κυβέρνηση να επιμένει ότι οι έλεγχοι για παράνομες επιδοτήσεις αποτελούν θεσμική και όχι πολιτική διαδικασία. Την ίδια στιγμή, η έμφαση σε κυρώσεις, ταυτοποιήσεις και ποινικές διαδικασίες ενισχύει την αίσθηση ότι η κοινωνική δυσαρέσκεια αντιμετωπίζεται πρωτίστως ως ζήτημα τάξης και ασφάλειας. Η γραμμή αυτή βαθαίνει το ρήγμα με έναν κρίσιμο παραγωγικό κλάδο, ο οποίος αισθάνεται ότι πληρώνει το τίμημα πολιτικών επιλογών χωρίς ουσιαστικό διάλογο.
Το Υπουργικό Συμβούλιο συνεδριάζει, έτσι, σε ένα περιβάλλον αυξημένων κοινωνικών απαιτήσεων και έντονης αμφισβήτησης. Οι εξαγγελίες, τα σχέδια και οι παρουσιάσεις δυσκολεύονται να πείσουν όταν μεγάλο μέρος της κοινωνίας βιώνει πίεση, ανασφάλεια και αίσθηση αδικίας. Η πολιτική ευθύνη του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν περιορίζεται στον συντονισμό της κυβερνητικής λειτουργίας, αλλά εκτείνεται στην κατεύθυνση μιας πολιτικής που εμφανίζεται ολοένα και περισσότερο αποκομμένη από τις ανάγκες και τις ανησυχίες της κοινωνικής πλειοψηφίας.





