Μια υπόθεση που ξεκίνησε ως καταγγελία για ανεξήγητα αυξημένους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος κατέληξε σε μια από τις πιο ηχηρές παρεμβάσεις της Ρυθμιστικής Αρχής Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ), αναδεικνύοντας σοβαρά προβλήματα στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται υποθέσεις φερόμενης ρευματοκλοπής και προκαλώντας έντονο προβληματισμό στην αγορά ενέργειας.
Η απόφαση της ΡΑΑΕΥ υπερβαίνει τα όρια ενός μεμονωμένου περιστατικού, καθώς αποτυπώνει μια ευρύτερη παθογένεια που, σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου, λαμβάνει πλέον ανησυχητικές διαστάσεις, με τις σχετικές καταγγελίες να αυξάνονται ραγδαία και να αποκτούν χαρακτηριστικά «χιονοστιβάδας».
Στο επίκεντρο της υπόθεσης βρίσκεται καταναλωτής, ο οποίος μετά από προγραμματισμένη αντικατάσταση τηλεμετρούμενου μετρητή του ΔΕΔΔΗΕ άρχισε να λαμβάνει λογαριασμούς με καταναλώσεις πολλαπλάσιες των συνηθισμένων. Σύμφωνα με την αναφορά που υποβλήθηκε στη ΡΑΑΕΥ, οι χρεώσεις έφταναν τις 3.000 κιλοβατώρες, ποσότητα που δεν ανταποκρινόταν σε καμία περίπτωση στις πραγματικές ανάγκες και τη χρήση της συγκεκριμένης κατοικίας.
Αν και στο δελτίο επίσκεψης του συνεργείου που πραγματοποίησε την αντικατάσταση του μετρητή αναγραφόταν ότι δεν υπήρχε «ουδέν εύρημα», ο καταναλωτής, βλέποντας τους λογαριασμούς να εκτοξεύονται, ζήτησε επανειλημμένα τεχνικό έλεγχο και διερεύνηση. Παρά τα αιτήματά του, δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ επιτόπια αυτοψία παρουσία του, ούτε του δόθηκαν σαφείς και τεκμηριωμένες απαντήσεις.
Ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτά το ζήτημα του υποτιθέμενου ραντεβού για έλεγχο του μετρητή. Όπως προκύπτει από τον φάκελο της υπόθεσης, αρχικά υπήρξε τηλεφωνική ενημέρωση για προγραμματισμένη επίσκεψη τεχνικού σε συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα. Όταν όμως ο ιδιοκτήτης ενημέρωσε εγκαίρως ότι αδυνατούσε να παρευρεθεί και ζήτησε νέο ραντεβού, το αίτημα φέρεται να αγνοήθηκε. Αργότερα, το τηλεφωνικό κέντρο του ΔΕΔΔΗΕ τον ενημέρωσε ότι ο έλεγχος είχε ήδη πραγματοποιηθεί σε διαφορετική ημερομηνία και ώρα από εκείνη που είχε αρχικά ανακοινωθεί.
Σύμφωνα με την καταγγελία, ο μετρητής βρίσκεται εντός της κατοικίας και δεν είναι προσβάσιμος χωρίς την παρουσία του ιδιοκτήτη, ο οποίος μάλιστα δηλώνει ότι βρισκόταν στο σπίτι κατά το επίμαχο διάστημα χωρίς να εμφανιστεί οποιοδήποτε συνεργείο. Ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία προκαλεί ο ισχυρισμός ότι ο έλεγχος φέρεται να έγινε «εξ αποστάσεως», στοιχείο που έρχεται σε αντίθεση με τις προβλεπόμενες διαδικασίες επιτόπιου ελέγχου και εντείνει τις αμφιβολίες για το αν πραγματοποιήθηκε πράγματι αυτοψία.
Η υπόθεση έλαβε δραματική τροπή όταν, μήνες αργότερα, ο καταναλωτής ενημερώθηκε αιφνιδιαστικά, μέσω δικαστικού επιμελητή, ότι του είχε καταλογιστεί «διαπιστωμένη ρευματοκλοπή». Ο καταλογισμός βασίστηκε σε εργαστηριακό έλεγχο του μετρητή, ο οποίος είχε πραγματοποιηθεί χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του καταναλωτή, χωρίς δικαίωμα παράστασης και χωρίς κοινοποίηση στη ΡΑΑΕΥ, παρότι η υπόθεση τελούσε υπό εξέταση από την Αρχή.
Η ΡΑΑΕΥ διαπίστωσε ότι τα στοιχεία που προσκόμισε ο Διαχειριστής παρουσίαζαν σοβαρές αντιφάσεις, ελλείψεις και αδυναμία πλήρους τεκμηρίωσης, ενώ το βάρος απόδειξης της ρευματοκλοπής, το οποίο εκ του νόμου φέρει αποκλειστικά ο ΔΕΔΔΗΕ, δεν καλύφθηκε επαρκώς. Από την εξέταση του φακέλου προέκυψε εικόνα συστηματικών παραλείψεων, μη τήρησης των διαδικασιών του Κώδικα Διαχείρισης, στέρησης θεμελιωδών δικαιωμάτων ενημέρωσης και ακρόασης του καταναλωτή, καθώς και ουσιαστικής έλλειψης συνεργασίας με τη Ρυθμιστική Αρχή.
Επίσημα έγγραφα και επανειλημμένα αιτήματα της ΡΑΑΕΥ για παροχή στοιχείων έμειναν αναπάντητα, ενώ οι απαντήσεις που δόθηκαν μέσω της σχετικής πλατφόρμας κρίθηκαν προσχηματικές και ανεπαρκώς τεκμηριωμένες. Υπό το πρίσμα αυτών των διαπιστώσεων, η Αρχή προχώρησε στην επιβολή διοικητικού προστίμου συνολικού ύψους 120.000 ευρώ στον ΔΕΔΔΗΕ. Το ποσό περιλαμβάνει πρόστιμο 40.000 ευρώ για τις σοβαρές πλημμέλειες στη διαχείριση της συγκεκριμένης υπόθεσης και επιπλέον 80.000 ευρώ για την παραβίαση των υποχρεώσεων συνεργασίας με τη ΡΑΑΕΥ και την αγνόηση των αιτημάτων της.
Σύμφωνα με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, τα πρόστιμα που μπορεί να επιβάλει ο ρυθμιστής δύνανται να φτάσουν έως και το 10% των ετήσιων εσόδων του ελεγχόμενου φορέα. Παρότι η Αρχή διαπίστωσε πολλαπλές και σοβαρές παραβάσεις, έκρινε ότι το πρόστιμο των 120.000 ευρώ είναι αναλογικό, στέλνοντας ωστόσο σαφές μήνυμα αυστηρής εποπτείας και απαίτησης συμμόρφωσης.
Η σημασία της απόφασης υπερβαίνει την οικονομική κύρωση. Όπως επισημαίνουν γνώστες της αγοράς, οι καταγγελίες για αυθαίρετους ή ανεπαρκώς τεκμηριωμένους καταλογισμούς ρευματοκλοπής πληθαίνουν. Καταναλωτές κάνουν λόγο για απότομες αυξήσεις κατανάλωσης μετά από αλλαγές μετρητών, για ελέγχους που φέρονται να μην έγιναν ποτέ, για εργαστηριακές διαδικασίες χωρίς παρουσία ή ενημέρωσή τους και για αποφάσεις που τους κοινοποιούνται εκ των υστέρων, όταν πλέον έχουν τετελεστεί.






