Η νομική υπόσταση της Μονής Σινά μετατρέπεται σε εργαλείο ήπιας ισχύος και διεθνούς εκπροσώπησης
Η κυβέρνηση προχωρά σε μια θεσμική πρωτοβουλία με σαφές εκκλησιαστικο-διπλωματικό βάθος και τη Μονή Αγ. Αικατερίνης του Όρους Σινά στο επίκεντρο. Με σχέδιο νόμου που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση, συστήνεται νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπό την επωνυμία «Ελληνορθόδοξη Ιερά Βασιλική Αυτόνομη Μονή του Αγίου και Θεοβάδιστου Όρους Σινά στην Ελλάδα», με έδρα την Αθήνα και εποπτεία από το Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού.
Η θεσμική αυτή κατασκευή λειτουργεί ως εργαλείο προστασίας, εκπροσώπησης και ενίσχυσης ενός από τους αρχαιότερους εν ενεργεία πνευματικούς θεσμούς της Ορθοδοξίας. Δίνεται υπόσταση στην παρουσία της Μονής Σινά στο ελληνικό Δίκαιο, θεμελιώνεται δυνατότητα για διοικητική και οικονομική υποστήριξη του έργου της, προβλέπεται οργανωμένη αξιοποίηση περιουσιακών στοιχείων και διασφαλίζεται, σε όρους διεθνούς δικτύωσης, η δυνατότητα σύναψης συνεργασιών, υποδοχής ερευνητικών προγραμμάτων και ενίσχυσης της θεολογικής επιρροής.
Η παρουσία της Μονής Σινά αποκτά θεσμική και διοικητική συνέχεια στην Ελλάδα χωρίς να παραβιάζεται η εσωτερική της τάξη. Όλες οι κρίσιμες αποφάσεις, όπως η διαχείριση της περιουσίας ή η εκπροσώπηση του ονόματός της, τίθενται υπό την έγκριση της ίδιας της Μονής. Η σχέση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατοχυρώνεται θεσμικά χωρίς να κατονομάζεται ρητά. Το πλαίσιο που διαμορφώνεται θωρακίζει πνευματικά και θεσμικά τον μοναχισμό του Σινά σε μια περίοδο αυξημένων πιέσεων.
Το περιεχόμενο του νομοσχεδίου
Το νέο νομικό πρόσωπο, με έδρα την Αθήνα, έχει στόχο την εκπροσώπηση της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης του Όρους Σινά, η οποία εδρεύει ανελλιπώς από το έτος 549 και διοικείται από την Ιερά Σιναϊτική Αδελφότητα. Ο φορέας, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 1, έχει ως σκοπό να διαχειρίζεται την περιουσία που του ανατίθεται, να υποστηρίζει το έργο της Μονής και να ενισχύει την αποστολή της σε όλα τα επίπεδα: θεολογικό, πνευματικό, πολιτιστικό, εκπαιδευτικό, διοικητικό.
Οργανώνεται πλήρες πλαίσιο διοίκησης. Προβλέπεται Διοικητικό Συμβούλιο πέντε μελών με αρμοδιότητα τον στρατηγικό σχεδιασμό, τη διαχείριση εσόδων και εξόδων, την απογραφή περιουσίας και την υποβολή προϋπολογισμών. Ο πρόεδρος, ο διαχειριστής και ο γραμματέας λειτουργούν με σαφώς καθορισμένες ευθύνες. Κάθε απόφαση για εκπροσώπηση της Μονής ή για τη διαχείριση της ανατεθειμένης περιουσίας της ισχύει μόνον εφόσον εγκριθεί από την ίδια τη Μονή, αλλιώς θεωρείται αυτοδικαίως άκυρη.
Ο φορέας μπορεί να ιδρύει Μετόχια της Μονής εντός Ελλάδος. Μπορεί επίσης να οργανώνει επιστημονικά και εκπαιδευτικά προγράμματα, να υποδέχεται φοιτητές για πρακτική άσκηση, να εκδίδει έντυπα και να συμμετέχει σε διεθνή προγράμματα πολιτιστικού ή θρησκευτικού χαρακτήρα. Προβλέπεται ρητά η δυνατότητα δημιουργίας ψηφιακών βάσεων δεδομένων, φωτογραφικών αρχείων, καθώς και η ίδρυση εργαστηρίων για συντήρηση και μελέτη χειρογράφων και εικόνων.
Σε ό,τι αφορά τους πόρους, ο φορέας χρηματοδοτείται από δωρεές, επιχορηγήσεις, έσοδα από εκδόσεις και εκθέσεις, από τη διαχείριση πολιτιστικών προγραμμάτων και από ευρωπαϊκά ή διεθνή κονδύλια. Προβλέπεται δυνατότητα τακτικής και έκτακτης επιχορήγησης από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η ίδια η Μονή μπορεί να μεταβιβάζει χωρίς αντάλλαγμα κυριότητα ή χρήση περιουσίας, χωρίς φορολογική επιβάρυνση
Η γεωπολιτική ερμηνεία της συγκυρίας
Το σχέδιο νόμου έρχεται στον απόηχο των αυξανόμενων πιέσεων που δέχεται η Μονή Σινά από την αιγυπτιακή κρατική διοίκηση. Η Ιερά Σιναϊτική Αδελφότητα κατήγγειλε πρόσφατα προσπάθειες διοικητικής παρέμβασης, αμφισβήτηση του καθεστώτος αυτονομίας και πιέσεις που εγείρουν ζήτημα κατοχύρωσης της ιδιοπροσωπίας της Μονής. Η Αθήνα, με τη δημιουργία νομικού φορέα εντός του εθνικού της δικαίου, παρέχει στην Αδελφότητα ένα διοικητικό ανάχωμα και έναν σταθερό θεσμικό δίαυλο.
Η επιλογή να συσταθεί ΝΠΔΔ αντί ιδιωτικού ιδρύματος υπογραμμίζει το θεσμικό βάρος που αποδίδεται στο εγχείρημα. Η δημόσια υπόσταση διασφαλίζει τη δυνατότητα πρόσβασης σε κρατικούς πόρους, παρέχει θεσμική αναγνώριση της σχέσης με τη Μονή και επιτρέπει διακρατικές συνεργασίες με βάση το διοικητικό δίκαιο.
Η απουσία ρητής μνείας του Οικουμενικού Πατριαρχείου εναρμονίζεται, σύμφωνα με πληροφορίες, με τη διαχρονική πρακτική αποφυγής εμπλοκής του Πατριαρχείου σε κρατικά νομοθετικά κείμενα, όταν η εμπλοκή του είναι αυτονόητη και ουσιαστική.
Η ίδρυση Μετοχίων ενδέχεται να δημιουργήσει τριβές σε τοπικό επίπεδο, ιδίως σε περιοχές με έντονο προσκυνηματικό χαρακτήρα. Οι Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος αναμένεται να παρακολουθήσουν προσεκτικά την εφαρμογή του άρθρου 16, όπως σημειώνουν εκκλησιαστικές πηγές, με το συνολικό θεσμικό πλαίσιο να έχει σχεδιαστεί ώστε να μη λειτουργεί ανταγωνιστικά προς άλλες εκκλησιαστικές δομές. Η εσωτερική ισορροπία μεταξύ κρατικής εποπτείας και μοναστηριακής αυτονομίας επιτυγχάνεται μέσα από τον καθοριστικό ρόλο της ίδιας της Μονής στην έγκριση όλων των κρίσιμων αποφάσεων.
Η νομική ενσάρκωση της παρουσίας της Μονής Σινά στην Ελλάδα αντανακλά βαθύτερες γεωπολιτικές ισορροπίες, εκκλησιαστικούς σχεδιασμούς και πολιτιστικά συμφέροντα. Σε μια συγκυρία όπου η Ορθοδοξία αναζητεί τρόπους προστασίας των ιστορικών της κέντρων, η θεσμική πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης προσφέρει ένα υπόδειγμα σοβαρότητας και γεωπολιτικής αντίληψης.