Ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ «τσιμπάει» ξανά, φτάνοντας στο 2,7% τον Αύγουστο σε ετήσια βάση, έναντι 2,6% τον Ιούλιο, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Εμπορίου.
Η τιμή αυτή είναι η υψηλότερη από τον Φεβρουάριο και πλησιάζει επικίνδυνα τα όρια της ανοχής της Fed, η οποία επιμένει στον στόχο του 2%.
Όμως στην Ουάσιγκτον… όλα «καλώς καμωμένα». Ο Ντόναλντ Τραμπ, στην πρώτη του θητεία μετά την επιστροφή στον Λευκό Οίκο, διαβεβαιώνει ότι «η οικονομία πάει καλά» και «δεν έχουμε πληθωρισμό». Κι αν δεν τον πιστεύετε, δείτε το X της εκπροσώπου του, Κάρολαϊν Λέβιτ: «Να έχετε εμπιστοσύνη στον Τραμπ». Μήπως να του δώσουμε και λευκή επιταγή;
Την ίδια στιγμή, το λεγόμενο υφέρπων ποσοστό πληθωρισμού –δηλαδή χωρίς ενέργεια και τρόφιμα– παρέμεινε στο 2,9%, υπενθυμίζοντας ότι το κόστος ζωής εξακολουθεί να πιέζει τα αμερικανικά νοικοκυριά, ιδιαίτερα τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Η αγορά εργασίας χάνει τη φόρα της, ενώ οι μισθοί μένουν πίσω. Οι ευκαιρίες για καλά αμειβόμενη δουλειά περιορίζονται και η αγοραστική δύναμη της μεσαίας τάξης ροκανίζεται από τις αυξήσεις τιμών και το ασθενές δολάριο.
Κι όμως, εν μέσω αυτών των εξελίξεων, ο Τραμπ συνεχίζει να προωθεί το οικονομικό του δόγμα προστατευτισμού, επιβάλλοντας νέους δασμούς – αυτή τη φορά σε φάρμακα, φορτηγά και έπιπλα εισαγωγής. Η δικαιολογία; «Εκβιομηχάνιση της Αμερικής». Η πραγματικότητα; Πτώση των επενδύσεων (με εξαίρεση τον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης), επιβράδυνση της ανάπτυξης, και αύξηση της ανεργίας.
Ωστόσο, η κατανάλωση, όπως σημειώνει ο οικονομολόγος Μάικλ Πιρς της Oxford Economics, διατηρείται σε υψηλά επίπεδα – αλλά μόνο χάρη στα πιο εύρωστα νοικοκυριά. Ο ίδιος παραδέχεται ότι οι αρνητικές επιπτώσεις των πολιτικών Τραμπ ήταν μικρότερες από τις αναμενόμενες. Αλλά μέχρι πότε;