Για πάνω από 20 χρόνια ο Ράιχαρτ εκτελούσε με ταχύτητα και ακρίβεια όποιον του ζητούσε ο εκάστοτε εργοδότης του. Δούλεψε για το Τρίτο Ράιχ και στη συνέχεια εκτέλεσε διαβόητους Ναζί ως δήμιος των Συμμάχων
Στο Μόναχο του 1943, οι αίθουσες των φυλακών του Stadelheim δεν γνώριζαν σιωπή. Από τα χαράματα μέχρι τη δύση του ήλιου, ο ήχος του μεταλλικού μηχανισμού που έπεφτε με ακρίβεια εκατοστού πάνω στο ξύλινο τραπέζι, θύμιζε πως στη Γερμανία του Χίτλερ ο θάνατος είχε γραφειοκρατική συνέπεια. Τον χειριζόταν ένας άνθρωπος που δούλευε χωρίς συναίσθημα, με την ψυχρή ευγένεια ενός τεχνίτη: Ο Γιόχαν Ράιχαρτ.
Σε διάστημα πενήντα ετών, ο Ράιχαρτ θα εκτελέσει πάνω από 3.000 ανθρώπους. Εργάστηκε υπό τέσσερα διαφορετικά καθεστώτα, την Αυτοκρατορική Γερμανία, τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, το Τρίτο Ράιχ και, ειρωνικά, για λογαριασμό των Συμμάχων μετά το 1945. Για εκείνον, η εκτέλεση δεν ήταν πράξη μίσους ή πίστης· ήταν επάγγελμα.
«Ήμουν υπάλληλος του κράτους, τίποτε παραπάνω», θα δηλώσει αργότερα, όταν η κοινωνία θα τον απομονώσει.
Το όνομά του θα συνδεθεί για πάντα με το «Λευκό Ρόδο», τη φοιτητική οργάνωση που αντιστάθηκε στο Ναζί. Στις 22 Φεβρουαρίου 1943, ήταν ο άνθρωπος που έριξε τη λεπίδα πάνω στη Σόφι και τον Χανς Σολ. Δεν είχε πει λέξη. Είχε απλώς κάνει τη δουλειά του.
Κληρονομικό… χάρισμα
Ο Γιόχαν Ράιχαρτ γεννήθηκε το 1893, στο μικρό χωριό Βίχενμπαχ της Άνω Βαυαρίας, σε μια οικογένεια που είχε ήδη μακρά, σκοτεινή παράδοση. Ο παππούς του, ο Φραντς Ράιχαρτ, ήταν δήμιος και πριν από εκείνον, άλλοι συγγενείς είχαν υπηρετήσει στο ίδιο επάγγελμα. Η οικογένεια Ράιχαρτ, με καταγωγή που φτάνει πίσω στον 17ο αιώνα, είχε σχεδόν κληρονομικό δεσμό με την τέχνη του θανάτου.
Ο Γιόχαν μεγάλωσε σε μια εποχή που η θέση του δήμιου ήταν «αναγκαίο κακό»: απαραίτητοι για τη Δικαιοσύνη, μα απομονωμένοι κοινωνικά.
Μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο, εργάστηκε για λίγο ως κτηματίας και χασάπης, επάγγελμα που, όπως λένε οι ιστορικοί, θα τον βοηθούσε αργότερα να αντιμετωπίζει τη θέα του αίματος με απόλυτη ψυχραιμία. Το 1914, όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, επιστρατεύτηκε στον βαυαρικό στρατό και πολέμησε στο δυτικό μέτωπο. Οι εμπειρίες του εκεί δεν είναι καλά τεκμηριωμένες, όμως φαίνεται ότι υπηρέτησε χωρίς διάκριση και αποστρατεύτηκε με το τέλος του πολέμου, το 1918, επιστρέφοντας σε μια πατρίδα ταραγμένη από ήττα, πείνα και πολιτική αστάθεια.
Η Γερμανία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης δεν ήταν φιλόξενη για βετεράνους χωρίς σταθερή εργασία. Ο Ράιχαρτ, που είχε γνωρίσει από παιδί το επάγγελμα του δήμιου, άρχισε να βλέπει τη θέση αυτή όχι ως στίγμα, αλλά ως επαγγελματική ευκαιρία. Το 1924 υπέβαλε επίσημη αίτηση για να γίνει εκτελεστής στη Βαυαρία και το αίτημά του έγινε δεκτό.
Θα αναλάβει καθήκοντα τον Απρίλιο του 1824 αντικαθιστώντας τον θείο του Φραντς ο οποίος αποσύρθηκε σε ηλικία 70 ετών.. Ήταν μόλις 32 ετών.
Από εκείνη τη στιγμή, η μοίρα του θα ταυτιστεί με τον μηχανισμό της δικαιοσύνης — και αργότερα, με εκείνον της καταστολής.
Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης και η τεχνική του επαγγελματία δήμιου
Όταν ο Ράιχαρτ ανέλαβε επίσημα καθήκοντα δήμιου στη Βαυαρία το 1924, η Γερμανία βρισκόταν σε μια περίοδο πολιτικής αστάθειας και οικονομικής κατάρρευσης. Η θέση του εκτελεστή παρέμενε δημόσιο αξίωμα με συγκεκριμένο μισθό, εξοπλισμό και συμβόλαιο που ρύθμιζε ακόμα και τον αριθμό των βοηθών που μπορούσε να προσλάβει.
Ο Reichhart εισήλθε στο επάγγελμα με επαγγελματισμό και ψυχρό ρεαλισμό. Επιδίωξε να το εκσυγχρονίσει. Ήταν υπέρμαχος της κατάργησης των δημόσιων εκτελέσεων, καθιέρωσε αυστηρή διαδικασία προετοιμασίας και ακρίβειας, δίνοντας έμφαση στη «μηχανική αποτελεσματικότητα» και συντηρούσε σχολιαστικά την γκιλοτίνα του.
Ο ίδιος φέρεται να είχε δηλώσει αργότερα ότι θεωρούσε τη δουλειά του τεχνική υπηρεσία προς το κράτος, χωρίς ηθική ή συναισθηματική διάσταση. Πίστευε ότι ο ρόλος του ήταν να «εκτελεί το γράμμα του νόμου με αξιοπρέπεια και ταχύτητα».
Κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ο Ράιχαρτ πραγματοποίησε περίπου 150 εκτελέσεις σε διάφορα σωφρονιστικά ιδρύματα, μεταξύ των οποίων στο Μόναχο, τη Νυρεμβέργη και το Στρασβούργο (τότε υπό γερμανικό έλεγχο). Οι καταδικασμένοι περιλάμβαναν δολοφόνους, βιαστές και εγκληματίες του κοινού δικαίου.
Ο Ράιχαρτ ήταν απολιτικός, τουλάχιστον φαινομενικά. Δεν ανήκε σε κανένα κόμμα, αλλά σε μια εποχή όπου η δημοκρατία κλονιζόταν από βία και οικονομική κρίση, οι εκτελέσεις που επέβλεπε θεωρούνταν από πολλούς σύμβολο της σταθερότητας του κράτους.
Το 1933, όμως, με την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ, το έργο του δήμιου θα αποκτούσε ένα τελείως διαφορετικό νόημα. Από υπάλληλος της Δικαιοσύνης, θα γινόταν όργανο του Τρίτου Ράιχ κι ένας από τους πιο ενεργούς εκτελεστές στην ιστορία της Ευρώπης.
Ο Ράιχαρτ υπό το Τρίτο Ράιχ
Με την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία το 1933, ο Johann Ράιχαρτ παρέμεινε στη θέση του, αυτή τη φορά υπηρετώντας το Υπουργείο Δικαιοσύνης του Τρίτου Ράιχ. Το καθεστώς, που επεδίωκε τον πλήρη έλεγχο επί της «τάξης και πειθαρχίας», αναβάθμισε τη θέση του εκτελεστή σε εργαλείο κρατικής τρομοκρατίας.
Η «νομιμότητα» των εκτελέσεων έπαψε να αφορά μόνο εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου. Από το 1934, με τη θέσπιση των λεγόμενων «λαϊκών δικαστηρίων» (Volksgerichtshof), οι ποινές θανάτου επιβάλλονταν για πολιτικά εγκλήματα, όπως «προδοσία», «δυσφήμηση του Φύρερ» ή «αποδυνάμωση του πολεμικού φρονήματος».
Ο Reichhart προσαρμόστηκε γρήγορα στη νέα πραγματικότητα.
Ανάμεσα στο 1933 και το 1945 εκτέλεσε περισσότερους από 3.000 ανθρώπους, κυρίως με τη γκιλοτίνα . Οι εκτελέσεις του πραγματοποιούνταν κυρίως σε φυλακές με ταχύτητα και απόλυτη μυστικότητα. Ο Ράιχαρτ είχε αποκτήσει φήμη για την «αποτελεσματικότητά» του· οι αρχές κατέγραφαν ότι μπορούσε να πραγματοποιεί έως και 12 εκτελέσεις την ώρα.
Η αμοιβή του αυξήθηκε: λάμβανε περίπου 60 ράιχμαρκς ανά εκτέλεση, επιπλέον επιδόματα μετακίνησης και αποζημίωση για τους βοηθούς του.
Μία από τις πιο γνωστές περιπτώσεις ήταν η εκτέλεση των μελών της φοιτητικής αντιστασιακής ομάδας «Λευκό Ρόδο (Weiße Rose) το 1943, ανάμεσά τους και της Σόφι Σολ.
Στις 22 Φεβρουαρίου 1943, η Σόφι, ο αδελφός της Χανς και ο Κρίστοφ Προμπστ οδηγήθηκαν στη γκιλοτίνα στη φυλακή Stadelheim του Μονάχου.
Ο Ράιχαρτ ήταν ο εκτελεστής και η διαδικασία διήρκεσε μόλις τρία λεπτά για όλους. Η περίπτωση αυτή θα στοιχειώσει τη φήμη του, καθώς συνδέθηκε με τη στυγνή γραφειοκρατική εφαρμογή της ναζιστικής δικαιοσύνης.
Με το τέλος του πολέμου το 1945, η Βαυαρία βρέθηκε υπό αμερικανική κατοχή. Ο Ράιχαρτ συνελήφθη από τις δυνάμεις των Συμμάχων και ανακρίθηκε.
Κατά τις ανακρίσεις ισχυρίστηκε ότι «εκτελούσε διαταγές του κράτους, όπως κάθε δημόσιος υπάλληλος» και ότι «ουδέποτε έλαβε μέρος σε εκτελέσεις στρατοπέδων συγκέντρωσης».
Τα αρχεία επιβεβαιώνουν ότι οι εκτελέσεις του αφορούσαν κυρίως αποφάσεις δικαστηρίων του Ράιχ, όμως, οι δικαστές εκείνοι λειτουργούσαν εντός του μηχανισμού τρόμου.
Από δήμιος των Ναζί, εκτελεστής των Συμμάχων
Μετά την κατάρρευση του Τρίτου Ράιχ τον Μάιο του 1945, ο Γιόχαν Ράιχαρτ βρέθηκε από τη μία πλευρά της Ιστορίας στην άλλη. Οι Αμερικανικές Δυνάμεις Κατοχής, γνωρίζοντας την εμπειρία του, τον κάλεσαν να συμμετάσχει στις εκτελέσεις των καταδικασμένων Ναζί εγκληματιών πολέμου στη Γερμανία.
Τον Απρίλιο του 1946 ανέλαβε και πάλι καθήκοντα επίσημου εκτελεστή, αυτή τη φορά υπηρετώντας την αμερικανική στρατιωτική δικαιοσύνη.
Χρησιμοποιήθηκε κυρίως για την εκτέλεση Γερμανών που είχαν καταδικαστεί για εγκλήματα πολέμου από τα στρατοδικεία των Συμμάχων στο Νταχάου.
Σύμφωνα με τα αρχεία της αμερικανικής διοίκησης, ο Ράιχαρτ πραγματοποίησε συνολικά 156 εκτελέσεις την περίοδο 1945–1947.
Η ειρωνεία ήταν εμφανής: ο άνθρωπος που για δώδεκα χρόνια υπηρετούσε τη ναζιστική δικαιοσύνη, τώρα εκτελούσε εκείνους που την είχαν θεσπίσει.
Οι Αμερικανοί αρχικά σχεδίαζαν να χρησιμοποιήσουν απαγχονισμό για τις εκτελέσεις, αλλά ο Ράιχαρτ επέμεινε στη χρήση της γκιλοτίνας, την οποία θεωρούσε πιο «ακριβή και αξιοπρεπή».
Η γκιλοτίνα που χρησιμοποιήθηκε στο στρατόπεδο του Νταχάου ήταν η ίδια με αυτή που είχε μεταφερθεί από τις φυλακές του Μονάχου.
Ο Ράιχαρτ είχε πλέον εκπαιδεύσει έναν μικρό αριθμό βοηθών — ανάμεσά τους και τον ανιψιό του, Φραντς, ο οποίος αργότερα θα ακολουθούσε το ίδιο επάγγελμα.
Παρότι οι Αμερικανοί εκτίμησαν την «επαγγελματική του συνέπεια», οι σχέσεις του με τη νέα διοίκηση σύντομα επιδεινώθηκαν.
Ο δήμκιος άρχισε να δείχνει σημάδια ψυχολογικής κόπωσης, ενώ σε συνεντεύξεις του αργότερα θα παραδεχόταν ότι «οι εκτελέσεις των πρώην Ναζί τον βασάνιζαν περισσότερο απ’ ό,τι των πολιτικών κρατουμένων της εποχής του Χίτλερ».
Το 1947 αποσύρθηκε οριστικά. Του απαγορεύτηκε να συνεχίσει να εκτελεί υπό τη νέα Δημοκρατία της Γερμανίας.
Η ζωή μετά την πτώση: Απομόνωση, δίκη και το τέλος
Μετά το τέλος της συνεργασίας του με τους Αμερικανούς επέστρεψε στο Μόναχο, όπου βρέθηκε ανεπιθύμητος σχεδόν παντού. Οι πρώην συνάδελφοί του από το υπουργείο Δικαιοσύνης τον απέφευγαν, οι γείτονες τον αποκαλούσαν «ο άνθρωπος με τη γκιλοτίνα», και η νέα κυβέρνηση της Βαυαρίας επιδίωξε να αποστασιοποιηθεί πλήρως από τη σκοτεινή του καριέρα.
Το 1948, ο Reichhart τέθηκε υπό δικαστική διερεύνηση στο πλαίσιο της διαδικασίας αποναζιστικοποίησης. Αν και δεν καταδικάστηκε για εγκλήματα πολέμου, εφόσον ενεργούσε υπό κρατική εντολή, το καθεστώς του ως εκτελεστή θεωρήθηκε «ηθικά επιβαρυντικό».
Του αφαιρέθηκε το δικαίωμα σύνταξης και του επιβλήθηκε προσωρινός περιορισμός πολιτικών δικαιωμάτων.
Η οικονομική του κατάσταση επιδεινώθηκε ραγδαία. Ο Reichhart αναγκάστηκε να πουλήσει μεγάλο μέρος της περιουσίας του και να ζήσει με τη βοήθεια συγγενών.
Η μεγαλύτερη πληγή ήρθε από μέσα του. Ο γιος του, Χανς, ο οποίος είχε μεγαλώσει βλέποντας τον πατέρα του να προετοιμάζει εκτελέσεις, αυτοκτόνησε το 1950.
Η πράξη του, σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, οφειλόταν «στη ντροπή που κουβαλούσε για το όνομα της οικογένειας».
Ο Ράιχαρτ απομονώθηκε ολοκληρωτικά. Εγκαταστάθηκε σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στα προάστια του Μονάχου και πέρασε τις επόμενες δύο δεκαετίες σε απόλυτη αφάνεια.
Το 1963, η βαυαρική εφημερίδα Abendzeitung τον εντόπισε και του ζήτησε να μιλήσει για τη ζωή του.
Η απάντησή του έμεινε χαρακτηριστική:
«Ήμουν εργάτης του νόμου. Δεν σκότωνα, εκτελούσα. Μα στο τέλος, όποιος εκτελεί για πολύ καιρό, εκτελεί και τον εαυτό του».
Ήταν από τις ελάχιστες φορές που αναφέρθηκε δημοσίως στο παρελθόν του.
Ο Γιόχαν Ράιχαρτ πέθανε στις 26 Απριλίου 1972, σε ηλικία 78 ετών, στο Μόναχο. Ετάφη χωρίς επίσημη τελετή, και η ταφόπλακα του παραμένει ανώνυμη, μια επιλογή της οικογένειάς του, ώστε «να μην προσελκύει περίεργους».







ΑΛΒΑΝΟΥΜΠΕΣ