Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ), μια χρόνια νευροαναπτυξιακή πάθηση που επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως, συνδέεται όχι μόνο με δυσκολίες συγκέντρωσης και ελέγχου της παρόρμησης, αλλά και με σοβαρούς κινδύνους για την ψυχική και σωματική υγεία. Αν και η φαρμακευτική αγωγή αποτελεί βασικό μέσο αντιμετώπισης, η αύξηση των συνταγογραφήσεων τα τελευταία χρόνια έχει προκαλέσει ερωτήματα γύρω από την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια αυτής της προσέγγισης.
Δύο ερευνητές του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, ο καθηγητής και κλινικός ψυχολόγος Adam Guastella και η ερευνήτρια Kelsie Boulton, με άρθρο τους στο The Conversation, παρουσιάζουν τα ευρήματα πρόσφατης μελέτης που δημοσιεύτηκε στο BMJ, και η οποία αλλάζει τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε την αγωγή της ΔΕΠΥ.
Η μελέτη, που βασίστηκε σε δεδομένα από τη Σουηδία και παρακολούθησε πάνω από 148.000 άτομα με ΔΕΠΥ από το 2007 έως το 2018, ανέδειξε σημαντικά οφέλη από τη χρήση διεγερτικών φαρμάκων, όπως η μεθυλφαινιδάτη.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, οι ασθενείς που λάμβαναν φαρμακευτική αγωγή είχαν χαμηλότερες πιθανότητες να εμφανίσουν αυτοκτονικές τάσεις (-17%), εξάρτηση από ουσίες (-15%), τροχαία ατυχήματα (-12%) και εγκληματική συμπεριφορά (-13%). Επίσης, σε περιπτώσεις επαναλαμβανόμενων ατυχημάτων, η φαρμακευτική αγωγή αποδείχθηκε επίσης προστατευτική.
Τα διεγερτικά φάρμακα φάνηκε να προσφέρουν μεγαλύτερη προστασία από τα μη διεγερτικά, γεγονός που αποδίδεται στη βελτίωση βασικών συμπτωμάτων της διαταραχής – όπως η απροσεξία και η παρορμητικότητα – που επηρεάζουν άμεσα τη συμπεριφορά σε επικίνδυνες ή κρίσιμες καταστάσεις.
Ωστόσο, μια δεύτερη μελέτη έδειξε ότι, όσο αυξάνονται οι συνταγογραφήσεις, τόσο μειώνεται το καθαρό όφελος. Η εξήγηση που προτείνεται είναι ότι ίσως τα φάρμακα άρχισαν να δίνονται και σε άτομα με λιγότερο σοβαρά ή οριακά συμπτώματα.
Οι ειδικοί καταλήγουν ότι, ενώ η φαρμακευτική αγωγή αποτελεί ένα ισχυρό εργαλείο για τη μείωση των κινδύνων που σχετίζονται με τη ΔΕΠΥ, δεν θα πρέπει να λειτουργεί ως η μοναδική στρατηγική. Ο συνδυασμός φαρμάκων με ψυχολογική υποστήριξη και εξατομικευμένες παρεμβάσεις οδηγεί σε πιο ολοκληρωμένα και διαρκή αποτελέσματα για τα άτομα που ζουν με τη διαταραχή.