Ο Ελβετός υπουργός Οικονομίας Γκι Παρμελέν δήλωσε την Παρασκευή ότι είχε μια σύντομη συνομιλία με τον Αμερικανό υπουργό Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ σχετικά με τους εξωπραγματικούς δασμούς 39% που επέβαλαν οι ΗΠΑ στις ελβετικές εξαγωγές, χωρίς όμως να αφήσει καμία ένδειξη ότι υπήρξε πρόοδος ή διάθεση αποκλιμάκωσης.
«Ήταν μια πολύ σύντομη συνομιλία», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Παρμελέν στο ελβετικό τηλεοπτικό δίκτυο SRF, στο περιθώριο επίσκεψής του στην Ουάσιγκτον. «Η επαφή συνεχίζεται, και σε τεχνικό επίπεδο, αλλά δεν έχουμε τίποτα ουσιαστικό να ανακοινώσουμε προς το παρόν».
Οι δηλώσεις του Παρμελέν έρχονται σε μια ιδιαίτερα τεταμένη περίοδο για τις εμπορικές σχέσεις των δύο χωρών. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ προκάλεσε σοκ στην Ελβετία τον περασμένο Αύγουστο, επιβάλλοντας μονομερώς τεράστιους δασμούς 39% σε συγκεκριμένα προϊόντα, με το αιτιολογικό ότι το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ με την Ελβετία είναι «άδικο και μη βιώσιμο».
Ελβετία: Καμία πρόοδος, παρά τις παραχωρήσεις
Η αντίδραση της ελβετικής κυβέρνησης ήταν άμεση: συντάχθηκε πακέτο μέτρων για να μειωθεί το έλλειμμα των ΗΠΑ και να ενισχυθούν οι ελβετικές επενδύσεις στο αμερικανικό έδαφος. Παρ’ όλα αυτά, η Ουάσιγκτον δεν έχει υποχωρήσει ούτε χιλιοστό από τη σκληρή γραμμή της.
Όταν ρωτήθηκε αν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία μέχρι το τέλος του μήνα, ο Παρμελέν απάντησε λακωνικά: «Η επικοινωνία συνεχίζεται. Δεν μπορώ να πω κάτι παραπάνω αυτή τη στιγμή».
Τραμπ: «Πρώτα το πλεόνασμα» — Μετά οι σχέσεις
Η Ουάσιγκτον επιμένει ότι οι δασμοί είναι «δικαιολογημένοι», με τον Τραμπ να προβάλλει το εμπορικό πλεόνασμα της Ελβετίας ως λόγο «τιμωρίας». Αυτό, παρά το γεγονός ότι η Βέρνη είχε ήδη καταργήσει τους δικούς της βιομηχανικούς δασμούς, σε μια προσπάθεια φιλελευθεροποίησης του εμπορίου.
Πολιτικοί αναλυτές επισημαίνουν ότι ο Τραμπ χρησιμοποιεί το εμπόριο ως εργαλείο πίεσης ακόμη και σε παραδοσιακούς συμμάχους, μετατρέποντας την ουδετερόφιλη Ελβετία σε στόχο σκληρής εμπορικής γραμμής.
Εν μέσω σιγής από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η ελβετική κυβέρνηση παραμένει εγκλωβισμένη: δεν μπορεί να αγνοήσει την οικονομική πίεση, αλλά ούτε να διαπραγματευτεί με όρους εκβιασμού.
Η τελική στάση της Ουάσιγκτον παραμένει άγνωστη — όπως και το αν η ελβετική ευγένεια μπορεί να κάμψει την αμερικανική αδιαλλαξία