Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), οι διαφορές στην ψυχική υγεία μεταξύ ανδρών και γυναικών είναι σημαντικές.
Οι γυναίκες στις χώρες του ΟΟΣΑ παρουσιάζουν περίπου 20% μεγαλύτερη συχνότητα ψυχικών διαταραχών, όπως το άγχος και η κατάθλιψη, σε σύγκριση με τους άνδρες. Αυτές οι διαφορές δεν περιορίζονται μόνο στο φύλο, αλλά επηρεάζονται επίσης από παράγοντες όπως το εισόδημα, η κοινωνική θέση και η ταυτότητα.
Η έκθεση αναδεικνύει ότι οι γυναίκες έχουν υποστεί δυσανάλογες πιέσεις κατά τη διάρκεια της πανδημίας, γεγονός που έχει οδηγήσει σε αύξηση των ποσοστών ψυχικών διαταραχών. Η κοινωνική και εργασιακή πίεση που βίωσαν οι γυναίκες κατά την διάρκεια αυτής της κρίσης φαίνεται να έχει επιδεινώσει την κατάσταση της ψυχικής τους υγείας.
Αντίθετα, οι άνδρες παρουσιάζουν πολύ υψηλότερα ποσοστά διαταραχών του αυτιστικού φάσματος (ΔΑΦ) και της Διαταραχής ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ), καθώς και διαταραχές χρήσης ουσιών. Όταν, όμως, οι τελευταίες προστεθούν στον συνολικό αριθμό ψυχικών διαταραχών, η διαφορά φύλου εξισορροπείται, καταδεικνύοντας τη διαφορετική έκφραση της ψυχικής επιβάρυνσης ανά φύλο.
Επιπλέον, τα εισοδηματικά κριτήρια συνδέονται στενά με την ψυχική υγεία. Άτομα στα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα έχουν 3,5 φορές μεγαλύτερες πιθανότητες να παρουσιάσουν συμπτώματα μέτριας ή σοβαρής κατάθλιψης σε σχέση με άτομα υψηλότερου εισοδήματος. Παρόμοιο μοτίβο εμφανίζεται και με βάση την εκπαίδευση: όσοι δεν ολοκλήρωσαν το λύκειο είναι 2,4 φορές πιο πιθανό να εμφανίσουν σοβαρή ψυχική επιβάρυνση.
Τι ισχύει για την Ελλάδα
Στη χώρα μας, ακολουθούνται οι διεθνείς αυτές τάσεις, ως προς την έμφυλη κατανομή των ψυχικών διαταραχών, αν και τα διαθέσιμα εθνικά δεδομένα είναι περιορισμένα. Οι γυναίκες αναφέρουν πιο συχνά συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους, ενώ οι άνδρες παρουσιάζουν υψηλότερα ποσοστά χρήσης ουσιών και διαγνωσμένων νευροαναπτυξιακών διαταραχών. Η αύξηση των ψυχικών διαταραχών μετά την πανδημία φαίνεται να επηρέασε περισσότερο ήδη ευάλωτες ομάδες, όπως άτομα με χαμηλό εισόδημα, άνεργους, γυναίκες με πολλαπλούς ρόλους.
Υψηλότερη πρόσβαση, χαμηλότερη υποστήριξη
Δύο είναι οι διαφορετικές δυναμικές που εντοπίζονται στην αναζήτηση υποστήριξης, σύμφωνα με τα δεδομένα. Από τη μία, αν και οι γυναίκες, οι φτωχότερες κοινωνικές ομάδες και τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα κάνουν περισσότερη χρήση υπηρεσιών ψυχικής υγείας, παραμένουν ταυτόχρονα οι ομάδες με τις περισσότερες ανεκπλήρωτες ανάγκες.
Συγκεκριμένα, οι γυναίκες έχουν 54% περισσότερες πιθανότητες από τους άνδρες να επισκεφθούν ψυχολόγο, ψυχίατρο ή ψυχοθεραπευτή μέσα σε έναν χρόνο. Ωστόσο, αναφέρουν 88% περισσότερες δυσκολίες πρόσβασης λόγω κόστους. Στα άτομα με χαμηλό εισόδημα, η χρήση υπηρεσιών είναι διπλάσια σε σχέση με τα εύπορα άτομα, αλλά και το χάσμα στις οικονομικά ανεκπλήρωτες ανάγκες είναι τριπλάσιο.
Τι μπορεί να γίνει
Η έκθεση του ΟΟΣΑ αναδεικνύει ως αποτελεσματικά μέτρα την εκπαίδευση επαγγελματιών σε διαπολιτισμικές δεξιότητες, την αύξηση της εκπροσώπησης ευάλωτων ομάδων στο προσωπικό υγείας και την ενίσχυση της υποστήριξης από ομότιμους (peer-support), ιδιαίτερα για άτομα με αυτισμό, ΔΕΠΥ ή τραυματικά βιώματα.
«Πρόσθετες προσπάθειες για την ελαχιστοποίηση των ανισοτήτων στην πρόσβαση στην ψυχική περίθαλψη καταβάλλουν τα τρία τέταρτα των χωρών του ΟΟΣΑ, ενισχύοντας την εμβέλεια και την ανταπόκριση της περίθαλψης, με ιδιαίτερη έμφαση στην έμφυλη βία. Ωστόσο, η διασφάλιση της πρόσβασης στις υπηρεσίες είναι απλώς ένα πρώτο βήμα στο σύστημα υποστήριξης και δεν εγγυάται τη μείωση των ανισοτήτων στην ψυχική υγεία. Η παρεχόμενη φροντίδα θα πρέπει να ανταποκρίνεται και να είναι κατάλληλη για τις ανάγκες των ομάδων που βρίσκονται σε ευάλωτες συνθήκες οι οποίες έχουν σταθερά χειρότερες εμπειρίες και αποτελέσματα της θεραπείας» συνοψίζουν οι ειδικοί του ΟΟΣΑ