Ο Μάνος Κατράκης (Καστέλι Κισσάμου, 14 Αυγούστου 1908 – 2 Σεπτεμβρίου 1984) ήταν Έλληνας ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Στο θέατρο συνεργάστηκε με ιερά τέρατα όπως ο Μυράτ και η Κοτοπούλη κερδίζοντας τον θαυμασμό και των πιο απαιτητικών κριτικών, ενώ μέσω του κινηματογράφου έγινε γνωστός και αγαπητός σε όλους τους Έλληνες. Επιβλητική φυσιογνωμία, ψηλός, ευθυτενής, με χαρακτηριστική ηχηρή φωνή και έναν αέρα αριστοκρατικότητας, υποδυόταν συνήθως χαρακτήρες στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας (βασιλείς, γαιοκτήμονες-τσιφλικάδες, εφοπλιστές, βιομηχάνους, πολιτικούς κλπ).
Γρήγορα το ταλέντο του θα ανακαλυφθεί. Εμφανίζεται για πρώτη φορά σε θεατρική σκηνή στην Αθήνα το 1927. Ο σκηνοθέτης Κώστας Λελούδας θα ενθουσιαστεί από το μπρίο και τη δυναμικότητα του νεαρού και έτσι έναν χρόνο αμέσως μετά θα παίξει στην πρώτη βουβή ταινία «Το λάβαρο του ’21» (1928).
Από κει και πέρα όλα άλλαξαν ραγδαία για τον Κατράκη. Η δεκαετία του ’30 έφερε την καταξίωσή του στο θεατρικό σανίδι, τη γνωριμία του με εξέχουσες προσωπικότητες του καιρού (όπως ήταν η φιλία του με τον μαέστρο Δημήτρη Μητρόπουλο) αλλά και τον πρώτο του γάμο, σε ηλικία 25 ετών, με την επίσης ηθοποιό, Άννα Λώρη. Από το 1933 έπαιξε κατά σειρά με τους θιάσους Λουδοβίκου Λούη, Μήτσου Μυράτ, Βασίλη Αργυρόπουλου και Μαρίκας Κοτοπούλη μέχρι το 1935, όταν επαναπροσλήφθηκε από το Εθνικό θέατρο.
Ο γάμος του τέλειωσε σύντομα και γρήγορα ήρθε ο πόλεμος κι η κατοχή. Συμμετείχε στο μέτωπο και πολέμησε γενναία αλλά δραματικά γεγονότα στιγμάτισαν την τότε ζωή του: ένας δεύτερος γάμος που κι αυτός δεν ορθοπόδησε, ο χαμός κατά τη γέννα των μοναδικών δίδυμων παιδιών του.
Στα 1954 θα γνωρίσει την πιο σημαντική σύντροφο της ζωής του και μετέπειτα σύζυγό του (τρίτη και τελευταία), τη Λίντα Άλμα μετά από μία θεατρική πρεμιέρα. Από κείνη τη μέρα και μετά δε θα τους χωρίσει τίποτα, μονάχα ο θάνατος του μεγάλου ηθοποιού, τριάντα χρόνια αργότερα.
Τριάντα ολόκληρα χρόνια, με σκαμπανεβάσματα αλλά και με μεγάλη αγάπη και από τις δύο πλευρές, αγάπη που επισφραγίστηκε με το γάμο τους το 1979. Ήταν για εκείνη φίλος, σύζυγος, εραστής, αδερφός, πατέρας, δάσκαλος, μέντορας… Ένα χρόνο μετά το θάνατό του σε συνέντευξή της είχε πει πως από τη στιγμή που γνώρισε τον Μάνο, άρχισε να καταλαβαίνει το πραγματικό νόημα της ζωής, γιατί μέχρι τότε ήταν ένα παιδί… Της έμαθε να υπερασπίζεται τη ζωή και τη δουλειά της… Να ζει με πάθος κάθε στιγμή λες κι είν’ η τελευταία… Εκείνος αποκαλούσε την Άλμα «μάνα, πατέρα, ερωμένη, σύζυγο, φιλενάδα, υπηρέτη, αφέντη αλλά και θύμα». Πίστευε πώς μαζί του στερήθηκε μια καλύτερη ζωή και μια λαμπρή καριέρα που είχε αφήσει για χάρη του…
ΛΕΒΕΝΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗΣ