25η Ιουνίου 1987: Η μέρα που ο Παναγιώτης Φραντζής ομολογεί τη δολοφονία και τεμαχισμό της γυναίκας του Ζωής

Κοινοποίηση:
φραντζής-3

25η Ιουνίου του 1987: Ο 27χρονος φοιτητής της ΑΣΟΕΕ Παναγιώτης Φραντζής ομολογεί σκότωσε τη γυναίκα του Ζωή, 18 ετών, τεμάχισε το πτώμα της σε 16 κομμάτια και τα πέταξε σε κάδο απορριμάτων στα Κάτω Πατήσια. Πρόκειται για ένα από τα πιο φρικιαστικά εγκλήματα στα ποινικά χρονικά της χώρας μας.

Τις πρώτες πρωινές ώρες εκείνης της Πέμπτης, σε έναν ανατρεπόμενο κάδο απορριμμάτων του δήμου, επί της οδού Αιλιανού στα κάτω Πατήσια, ο ρακοσυλλέκτης Κωνσταντίνος Βουζίκας, επιχειρώντας να εκμεταλλευτεί το γεγονός, βρίσκεται προ μιας μακάβριας έκπληξης: ανάμεσα σε άχρηστα και αποφάγια, διπλωμένος σε σακούλες σκουπιδιών, υπήρχε ένας ακέφαλος κορμός από γυναικείο σώμα.

Αμέσως κινητοποιείται η Αστυνομία και η αναπάντεχη όσο και τυχαία ανακάλυψη κάνει το γύρο των πανελλαδικής εμβέλειας Μ.Μ.Ε. της εποχής (κρατικό δελτίο ειδήσεων και κρατικό ραδιόφωνο). Πριν ακόμη πιστοποιηθεί η ταυτότητα του πτώματος, το ίδιο απόγευμα, ο 27χρονος Παναγιώτης Φραντζής παραδίδεται στα γραφεία της Γ.Α.Δ.Α. και ομολογεί : «Σκότωσα τη γυναίκα μου. Ήταν ατύχημα».

Το τεμαχισμένο πτώμα ανήκει πράγματι στη Ζωή Φραντζή και ο δράστης υποδεικνύει πού είχε πετάξει τα διάφορα μέλη του. Το κύριο μέρος του κορμού του πτώματος ήταν αυτό που βρέθηκε λίγα μέτρα από το σπίτι του νεαρού ζεύγους.

Ο Παναγιώτης Φραντζής και η Ζωή Γαρμανή είχαν γνωριστεί τον Οκτώβριο του 1985. Ο πρώτος, 25 ετών τότε, ήταν φοιτητής της Α.Σ.Ο.Ε.Ε., δευτερότοκος γιος μιας αστικής οικογένειας που ζούσε στα Κάτω Πατήσια, με επίκεντρο μια οικογενειακή επιχείρηση (αντιπροσωπείες ενδυμάτων) που παρουσίαζε θετική οικονομική πορεία και προοπτική.

Η δεύτερη, 16 ετών, κόρη ευκατάστατης αστικής οικογένειας που ζούσε τον Άγιο Νικόλαο Πατησίων, τελείωνε τότε το Λύκειο Σύμφωνα με τις καταθέσεις και τις δημόσιες τοποθετήσεις γνωστών, φίλων και συγγενών του Παναγιώτη Φραντζή, η γνωριμία του εκείνη με την Ζωή οδήγησε γρήγορα σ’ έναν σφοδρό έρωτα.

Προκειμένου να πλησιάσει, να γνωρίσει και να συνδεθεί ερωτικά με την νεαρή, διέλυσε έναν υφιστάμενο από πενταετίας αρραβώνα, κάνοντας με τον τρόπο αυτό την «επανάστασή» του μέσα στην οικογένειά του. Ο γάμος του ζευγαριού έγινε τον Δεκέμβριο του ’86, οπότε και εγκαταστάθηκαν σε δικό τους διαμέρισμα, στην οδό Αιλιανού, κοντά στην οικία της οικογένειας Φραντζή. Η συμβίωση των δυο νέων υπήρξε εξ αρχής δύσκολη και επεισοδιακή, μια αρχετυπική περίπτωση του κλισέ περί «ασυμφωνίας χαρακτήρων».

Από τη μια πλευρά, ο νεαρός σύζυγος. Φοιτητής μόνο για τη εκπλήρωση των προσδοκιών της οικογένειάς του για πανεπιστημιακή πρόοδο, στις οποίες και ανταποκρίθηκε το 1979, πετυχαίνοντας μέσω των πανελλαδικών εξετάσεων την εισαγωγή του στην Α.Σ.Ο.Ε.. Από το ’85 ήταν ενταγμένος πλήρως στην αγορά εργασίας, βοηθώντας «χωρίς ωράριο, όσες ώρες χρειαζόταν κάθε μέρα» στην οικογενειακή επιχείριση. Ένας «ευγενής» νεαρός, με αναπτυγμένη την αίσθηση της ευθύνης, όπως αυτή υπαγορευόταν από τον πάτερ – φαμίλια Σπύρο Φραντζή, έναν αυτοδημιούργητο έμπορο προς τον οποίο η οικογένεια έτρεφε αμέριστο αμέριστο σεβασμό.

Από την άλλη πλευρά, η έφηβη σύζυγος: η «χαϊδεμένη κόρη» ενός συνταξιούχου εφοριακού και μιας «κυρίας εφοριακού», γεμάτη όρεξη για ζωή, με την αυταρέσκεια της ηλικίας, με επίγνωση του ότι συγκεντρώνει τα ανδρικά βλέμματα, που δεν σκέφτεται τίποτε άλλο, παρά μόνον «απλώς» να τελειώσει το σχολείο και να μπορεί «να περάσει καλά».

Όλα αυτά τα γεγονότα διοχετεύονταν σε δόσεις μέσα από μακροσκελή ρεπορτάζ. Άλλο όμως ήταν το στοιχείο η δημοσιοποίηση του οποίου άφησε εποχή. Δύο μέρες μετά την ανακάλυψη του πτώματος, η εφημερίδα «ΈΘΝΟΣ» δημοσιεύει στο δισέλιδο «σαλόνι» της το τεμαχισμένο πτώμα, πάνω στην ιατροδικαστική κλίνη, σε μια από τις πλέον θλιβερές ημέρες για την ελληνική δημοσιογραφία.

Από την 26η Ιουνίου 1987 και δέκα περίπου ημέρες, όσο θα διαρκέσει η κυρία ανάκριση, θα καταγραφεί το συντριπτικότερο μέχρι τότε media overkill που είχε καταγραφεί στον εθνικό τύπο, σε βάρος ενός κατηγορουμένου για την τέλεση ενός, όπως επικράτησε να λέγεται, «εγκλήματος ερωτικού πάθους».

Ο σοκαρισμένος δράστης, εν μέσω ασυναρτησιών, ψυχολογικών μεταπτώσεων και παραληρηματικών αφηγήσεων, δηλώνει αρχικά ότι δεν θυμάται τι ακριβώς έγινε κατά τη διάρκεια ενός από τους συχνούς με τη σύζυγό του καυγάδες, που είχε ξεσπάσει μετά τα μεσάνυκτα της 24ης προς την 25η Ιουνίου.

Στη συνέχεια, αποσπασματικά ανασυνθέτει το σκηνικό : Από το απόγευμα της ίδιας ημέρας, το ζεύγος Φραντζή είχε αρχίσει να παίζει το προσφιλές του παιχνίδι, αυτό των ερωτικών αλληλοαπορρίψεων». Ο καθένας επιχειρούσε «να σπάσει τα νεύρα του άλλου», με τις πιο ασήμαντες αφορμές. Έπαθλο και των δύο πλευρών ήταν, κατά κανόνα, η συμφιλίωση, μέσα από τη σεξουαλική επαφή. Όμως για τον συντηρητικό και ήπιο Φραντζή, αυτό το παιχνίδι είχε καταστεί πλέον ψυχοφθόρο, ενώ ο ίδιος είχε υπερτιμήσει τις αντοχές του. Επιστρέφοντας από μια έξοδο με φίλους, ο καυγάς τους πράγματι καταλήγει σε ερωτική συνεύρεση.

Η Ζωή, για να του περάσει το μήνυμα ότι για κείνη ό,τι έγινε δεν είχε κανένα ενδιαφέρον, τον προσβάλει : «Είσαι ανίκανος, εγώ φταίω που σε παντρεύτηκα». Γι’ αυτήν το παιχνίδι δεν έχει λήξει, είχε μόλις ξαναρχίσει. Ο Φραντζής δεν δίστασε από την πρώτη του ανωμοτί εξέταση να αναπαραστήσει, σχεδόν λεπτό προς λεπτό, την ψυχική του κατάσταση εκείνες τις μοιραίες στιγμές. Η απόπειρά του να εκλογικεύσει σκέψεις και συναισθήματα εκείνης της νύχτας πρόκειται να βαρύνει καθοριστικά εις βάρος του : «Είχε θιγεί ο εγωισμός μου και είχα ζωστεί από κατώτερες και πεζές σκέψεις και συναισθήματα (…). Όταν μού’ δειξε την αδιαφορία, φαρμακώθηκα σα να μου είχαν κάνει τη μεγαλύτερη αδικία. Παρ’ ότι έτρεμα ολόκληρος από τα νεύρα μου, θεώρησα καλό να μην αντιδράσω, να μη δώσω συνέχεια, γιατί καταλάβαινα πως δεν θα μπορούσα να ελέγξω τον εαυτό μου, ήταν και δύο η ώρα το βράδυ».

Η δηλητηριώδης λογομαχία εξελίχθηκε σε ανταλλαγή ύβρεων με σφιγμένα δόντια, κραυγές, χαστούκια και σπρωξίματα. Μέσα σε ούτε δύο λεπτά της ώρας, το μοιραίο είχε συμβεί. Η κατάληξη υπήρξε δραματική, οποιαδήποτε από τις δύο -ακραίως αντίθετες- εκδοχές πολιτικής αγωγής και υπεράσπισης κι αν επισκοπήσει κανείς, είτε αυτήν του δράστη, είτε εκείνην που αποτυπώθηκε στο παραπεμπτικό βούλευμα που ακολούθησε.

Την εκδοχή της πρόκλησης του θανάτου από στραγγαλισμό υιοθέτησαν τα βουλεύματα του Συμβουλίου Πλημ/κών και Εφετών Αθηνών, εκτιμώντας ότι υφίστανται επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου από το αποδεικτικό υλικό της Τακτικής Ανάκρισης που προηγήθηκε. Η Εισαγγελική πρόταση προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, περιλαμβάνει εκτεταμένη αναφορά στα αποτελέσματα νεκροψίας και νεκροτομής. Με βάση τα ευρήματα επί των μελών του διαμελισμένου πτώματος, η Εισαγγελική πρόταση επισφραγίζει το συμπέρασμα του Ιατροδικαστή κου Χρήστου Λευκίδη ότι ο θάνατος του θύματος προήλθε από στραγγαλισμό.

Το συμπέρασμα αυτό δεν φαίνεται να παραπέμπει σε συγκεκριμένα, αναφερόμενα στην Έκθεση, ευρήματα αλλά εδράζεται στο εμπειρικό συμπέρασμα ότι εφόσον τα μαλακά μόρια του λαιμού δεν ανευρέθησαν, επομένως «υπάρχει προσπάθεια απόκρυψης της ταυτότητος του θύματος».

Σε μια συλλογιστική του τύπου «τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται» αποτιμώνται στο βούλευμα και οι δυο Εκθέσεις Ψυχιατρικής Πραγματογνωμοσύνης. Αυτή του ψυχιάτρου κου Μάριου Μαράτου, η οποία κρίνει ότι ο κατηγορούμενος είναι «απολύτως υγιής». Αυτή χαρακτηρίζεται στο βούλευμα «λητή (σ.σ.: sic) σε έκφραση και σοβαρή σε περιεχόμενο». Εκείνη του Σπυρίδωνος Σπύρογλου, ο οποίος έκρινε ότι ο κατηγορούμενος «κατά τον χρόνον τελέσεως των διωκομένων πράξεων ετέλει εν διαταράξει των πνευματικών του λειτουργιών, λόγω ψυχικής νόσου (…), λόγω της οποίας δεν εστερείτο παντελώς της ικανότητος να αντιληφθεί το άδικον των πράξεών του (…), αλλά είχε μειωθεί ουσιωδώς η ικανότης του αυτή», κατά την Εισαγγελική πρόταση ερμηνεύεται σαν μια προσπάθεια από τον υπογράφοντα αυτήν ψυχίατρο να πείσει ότι «ο κατηγορούμενος είναι ακαταλόγιστος ψυχασθενής» (!). Ως εκ τούτου, κρίνεται με μισή περιεκτική φράση ότι «η έκθεση αυτή δεν είναι δυνατόν να γίνει αντικείμενο σοβαρής κριτικής».

Στην αυτή κατεύθυνση κινήθηκε και το βούλευμα υπ’ αριθ. 668/1988 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Ο ισχυρισμός του Φραντζή ότι ο θάνατος της Ζωής προήλθε από πτώση και χτύπημα της βάσης του αυχένα στην κόγχη του κρεβατιού, κρίνεται μη πειστικός, με την παράθεση της άποψης του Ιατροδικαστή ότι «προηγήθηκε πάλη», για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα βαριά θλαστικά τραύματα στο πίσω μέρος του κεφαλιού από τα οποία πιθανόν να προήλθε ο θάνατος του θύματος, οφείλονται σε «πλήξη της κεφαλής επί ανενδότου αμβλείας επιφανείας», η οποία εξαιτίας της πάλης θεωρείται δεδομένα σκοπούμενη και μάλιστα ισούται με εκδήλωση ανθρωποκτόνου σκοπού.

Το πόρισμα περί στραγγαλισμού ενισχύθηκε μάλιστα από την, κατά το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, «επιμελή και εν τέλει επιτυχημένη απόκρυψη τμήματος των μαλακών μορίων του λαιμού», στοιχείο το οποίο, από ιατροδικαστικό εμπειρικό συμπέρασμα μεταβλήθηκε σε αρραγή αιτιολόγηση της αιτίας θανάτου, άρα και του δόλου του κατηγορουμένου. Για την αξιολόγηση του ισχυρισμού του κατηγορουμένου περί βρασμού ψυχικής ορμής γίνεται ελάχιστη αναφορά, καθώς «εφόσον η αφορμή της συμπλοκής δεν ήταν σοβαρή», αλλά, όπως απολογούμενος ανέφερε και ο κατηγορούμενος, «συνηθισμένη», δεν ήταν ικανή να του προξενήσει τον βρασμό, πολλώ μάλλον αφού «επιτίθεται χωρίς σοβαρή αφορμή στον λαιμό του θύματος».

Για την δε Έκθεση Ψυχιατρικής Πραγματογνωμοσύνης του Ψυχιάτρου  Σπύρογλου, ο οποίος είχε διορισθεί κατά τη διάρκεια της Κυρίας Ανακρίσεως προκειμένου να υπάρξει επίσημη θέση για την ψυχική υγεία του κατηγορουμένου, το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών περιλαμβάνει την εξής αναφορά: «Διαβάζουμε την πλήρην, άνευ ψυχιατρικού ελέγχου αποδοχήν των απόψεων του κατηγορουμένου με μια ανεπίτρεπτον για πραγματογνώμονα διάθεση».

Στη συνέχεια, αφού υπομιμνήσκεται ότι «Άλλωστε, ως είναι γνωστόν, ουδεμία ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη δεσμεύει την δικαστικήν κρίση ως προς το θέμα υπάρξεως ή μη υπαιτιότητος προς καταλογισμόν εις τον κατηγορούμενον», εκτίθεται με μεγαλύτερη σαφήνεια για ποιό λόγο κρίνεται ως μη πειστική η Πραγματογνωμοσύνη Σπύρογλου: «…Η ψυχιατρική, ως κλάδος της ψυχολογίας, στηρίζεται κυρίως επί της εμπειρίας και της παρατηρήσεως, γι’ αυτόν τον λόγον και τα συμπεράσματα αυτής στερούνται του απολύτου σεβασμού, οι δε διαπιστώσεις των ειδικών ιατρών – ψυχιάτρων πολλές φορές χαρακτηρίζονται για την υπερβολήν τους, είτε για τον επηρεασμόν τους από ορισμένες εσφαλμένες θεωρητικές αντιλήψεις…».

Όσον αφορά το ότι ο κατηγορούμενος δήλωνε ότι δεν θυμόταν «εάν έπιασε τη γυναίκα του από το λαιμό», το βούλευμα περιλαμβάνει την ακόλουθη σκέψη : «η αμνησία των παραστάσεων τελέσεως της πράξεως είναι χαρακτηριστικό μόνο των σε διαταραχήν της συνειδήσεως εκδηλουμένων παρορμήσεων, καθόσον παρόμοιοι ισχυρισμοί («δεν ενθυμούμαι»), που ειπώθηκαν από τον κατηγορούμενο, για άγνοια των ελατηρίων της πράξεως και για το τυχίον της επιτεύξεως του σκοπού, πολλές φορές ελέγχονται ψευδείς ως προβαλλόμενοι προς απόσπαση της δικαστικής επιεικείας».

Τελικώς, το υπ’ αριθ. 1179/1988 βούλευμα του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου, το οποίο ακολούθησε, βρήκε ορθή καθ’ όλα την νομική τεκμηρίωση του παραπεμπτικού Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών και ο Φραντζής παραπέμφθηκε σε δίκη για ανθρωποκτονία από πρόθεση, ιδιαζόντως ειδεχθή και για περιύβριση νεκρού. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας (Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1988), η αναπαραγωγή του νοσηρού μεταθανάτιου εγκλήματος είχε και πάλι τον πρώτο λόγο.

Η κάλυψη της δίκης από τα έντυπα της εποχής ξεκίνησε με μια ομοβροντία δημοσιογραφικών λιβελογραφημάτων, τα οποία έφθαναν έως και σε ευθείες εκκλήσεις προς το δικαστήριο για εφαρμογή της ποινής του θανάτου. Κατά την αναμενόμενα φορτισμένη ακροαματική διαδικασία, ο κατηγορούμενος δεχόταν συχνά επιθέσεις και προπηλακισμούς από τους γονείς και τον αδελφό τους θύματος, που σε κατάσταση ανείπωτης θλίψης και οργής  κράδαιναν τη φωτογραφία του «ΕΘΝΟΥΣ» με το τεμαχισμένο πτώμα, ζητώντας «δικαίωση».

Οι είκοσι επτά παρόντες (από τους ενενήντα δύο συνολικώς κληθέντες) μάρτυρες  κατέθεσαν τόσο ένθερμα για το χαρακτηρολογικό ποιόν του κατηγορουμένου, ώστε, υπήρξαν και κάποια δημοσιεύματα συμπάθειας προς τον Φραντζή και το οικογενειακό του δράμα. Επί της ουσίας, επίκεντρο της αποδεικτικής διαδικασίας υπήρξε η, χαρακτηριστική, «διπλή» αντιδικία μεταξύ ιατροδικαστών (Χρήστου Λευκίδη από τη μία, ο οποίος τάχθηκε υπέρ της εκδοχής του στραγγαλισμού και Εμμανουήλ Νόνα και Κωνσταντίνου Χουρδάκη από την άλλη, υπέρ της εκδοχής του ατυχήματος) και μεταξύ ψυχιάτρων.

Παρών στο ακροατήριο ήταν μόνον ο ψυχίατρος Μαράτος, ο οποίος έκρινε ότι ο Φραντζής δεν έδειχνε να έχει στοιχεία διαταραχής προσωπικότητας πριν το έγκλημα. Παρά το αίτημα της υπεράσπισης να κληθεί και ο ψυχίατρος Σπύρογλου να εξηγήσει τα συμπεράσματα της από 3/11/1987 Εκθέσεώς του, σύμφωνα με την οποία η ανθρωποκτονία τελέσθηκε σε κατάσταση μειωμένου καταλογισμού, το αίτημα απορρίφθηκε και η Έκθεσή του απλώς αναγνώσθηκε. Παρά ταύτα, ακόμη και όσα υποστήριξε ο ψυχίατρος Μαράτος, άφηναν, τουλάχιστον το ενδεχόμενο συνδρομής των προϋποθέσεων του βρασμού ψυχικής ορμής ανοικτό.

Στην πολυαναμενόμενη απολογία του, ο Φραντζής εξέθεσε τα περιστατικά της νύχτας του εγκλήματος, υποστηρίζοντας ό,τι και στην πρώτη του κατάθεση, ότι δηλαδή πάνω στον καυγά έσπρωξε τη Ζωή κι εκείνη «έπεσε και κτύπησε». Για μια ακόμη φορά, προσπάθησε να αυτοερμηνευθεί για το μεταθανάτιο συμβάν, περιγράφοντας την διαδρομή της ψυχολογικής του κατάστασης σαν τρίτος, ανασυνθέτοντας μνήμες και συναισθήματα, άλλοτε με ψυχραιμία, άλλοτε με συντριβή, κλαίγοντας με λυγμούς και μην μπορώντας να σταθεί όρθιος, καταλήγοντας ως εξής: «Παραδέχομαι την κατηγορία της προσβολής νεκρού αν και δεν μπορώ να δώσω στην πράξη μου αυτή λογική εξήγηση. Τύψεις θα έχω σ’ όλη μου τη ζωή και δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου που δεν μπόρεσα να δείξω ψυχραιμία, εννοώ τη στιγμή που πέθανε η Ζωζώ. Δεν την στραγγάλισα, δεν είμαι φονιάς και ούτε σκοπεύω να γίνω ποτέ μου».

Νέα ένταση προκλήθηκε όταν στην αγόρευσή του, ένας εκ των συνηγόρων πολιτικής αγωγής απευθύνθηκε στον κατηγορούμενο λέγοντάς του «το μόνο που σου μένει τώρα είναι να αυτοκτονήσεις». Ο Εισαγγελέας της έδρας Κυριάκος Καρούτσος, στην αγόρευσή του όπου ζήτησε την ενοχή του Φραντζή για ανθρωποκτονία από πρόθεση τελεσθείσα με τρόπο ιδιαζόντως ειδεχθή, είπε μεταξύ άλλων και την εξής φράση, όπως αυτή αναπαράγεται στον τύπο της εποχής: «Κανένα ζώο του ζωικού βασιλείου δεν θα έκανε τέτοιο έγκλημα».

Στην επί της ποινής εισήγησή του, πρότεινε να εφαρμοστεί η ποινή του θανάτου (η οποία στην πράξη είχε καταργηθεί από το 1972, μετά την υπόθεση Λυμπέρη), λέγοντας : «Ανατριχιάζω που το λέω, αλλά η μόνη ποινή που πρέπει να του επιβάλετε είναι ο θάνατος. Δεν μπορεί να επανέλθει σ’ αυτήν την κοινωνία και προβληματίζομαι αν θα πρέπει να βρίσκεται ανάμεσα σε ζώντες ανθρώπους, χωρίς να μπορεί να τους βλάψει».

Τελικά, την 1η Οκτωβρίου 1988, ο Παναγιώτης Φραντζής κρίθηκε ένοχος ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως και περιυβρίσεως νεκρού και του επιβλήθηκε η ποινή της ισοβίου καθείρξεως. Κατά πλειοψηφία πέντε μελών (5-2) του δικαστηρίου απορρίφθηκαν οι προταθείσες από την υπεράσπιση ελαφρυντικές περιστάσες, με τη μειοψηφία δύο ενόρκων να υποστηρίζει (παρά τον επικοινωνιακό κόλαφο που είχε προηγηθεί) ότι θα έπρεπε να του αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου (αρ. 84 παρ. 2 περ. α΄ του Π.Κ.).

Κατ’ έφεση δίκη δεν έγινε επί της ουσίας ποτέ, αφού ενώπιον του Μ.Ο. Εφετείου Αθηνών, το αίτημα του κρατουμένου στις φυλακές Κορυδαλλού Φραντζή για αναβολή λόγω αιφνίδιου κωλύματος υγείας το οποίο επικαλέστηκε (γαστρορραγία την ημέρα της δίκης) απορρίφθηκε, με αποτέλεσμα η έφεσή του να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη. Η ποινή της ισόβιας κάθειρξης και φυλάκισης δύο ετών για το αδίκημα της περιύβρισης νεκρού παρέμεινε.

Παρά ταύτα, με την συμπεριφορά του μέσα στη φυλακή, ο Φραντζής κατάφερε να δώσει μια ηχηρή απάντηση στους λογοκόπους υποστηρικτές της θανατικής ποινής. Λαμβάνοντας από το 1997 εκπαιδευτικές άδειες, συνέχισε τις σπουδές του στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (πρώην Α.Σ.Ο.Ε.Ε.). Τα εκ των έσω κωλύματα που αντιμετώπισε κατά την χορήγηση των αδειών αυτών υπήρξαν πολλαπλά, καθώς ήταν από τους μετρημένους στα δάκτυλα του ενός χεριού «ισοβίτες» κρατουμένους που ελάμβανε εκπαιδευτικές άδειες. Τελικώς, εγκατέλειψε τις προσπάθειες, τέσσερα μαθήματα πριν το πτυχίο.

Με διαγωγή επαινετή από σειρά διευθυντών φυλακών, κοινωνικών λειτουργών και σωφρονιστικών υπαλλήλων, ξεκίνησε από το 2003 να ζητά να του επιτραπεί η υφ’ όρον απόλυση. Ακολούθησαν έξι αποτυχημένες προσπάθειες, με αντίστοιχα βουλεύματα από τα Συμβούλια Πλημμελειοδικών και Εφετών Πειραιώς, παρά την ρητή πρόβλεψη του αρ. 106 του Π.Κ., να αναφέρονται σε αιτιολογικά σχήματα που αφορούσαν στη βαρύτητα του προ εικοσαετίας εγκλήματος και να θεωρούν ότι «μόνο με τη συνέχιση της κράτησης μπορεί να αποτραπεί η από αυτόν τέλεση άλλων αδικημάτων», αιτιολογία επιστημονικά αθεμελίωτη, αφού στη χώρα μας δεν υπάρχει καταγεγραμμένη υποτροπή καταδικασθέντων για ανθρωποκτονία μέσα στην οικογένεια μετά την υφ’ όρον απόλυσή τους.

Κατά την τριετία που διανύθηκε με την εκδίκαση των αιτήσεών του, οι ίδιοι οι γραμματείες των δικαστικών συμβουλίων μετέφεραν χωρίς καν να τηρούν τα προσχήματα την είδηση προς τα ηλεκτρονικά Μ.Μ.Ε. ότι «ο Φραντζής ζητά να βγει» , οι εισαγγελείς υπηρεσίας θεωρούσαν προφανώς πολυτέλεια να διατάξουν με ένα απλό τηλεφώνημα προς τη φρουρά της εισόδου του Δικαστικού Μεγάρου του Πειραιά να απομακρυνθούν οι τηλεοπτικές κάμερες, οι οποίες παραμόνευαν τον κρινόμενο κατάδικο και τον καταδίωκαν κατά την είσοδο και έξοδό του από αυτό, αλλά και  έξω από την Δ.Φ. Κορυδαλλού όπου επέστρεφε, έξω από το πατρικό του σπίτι στα Πατήσια, έξω από την Α.Σ.Ο.Ε.Ε. έχοντας πληροφορηθεί πότε μεταβαίνει εκεί για παρακολούθηση υποχρεωτικών μαθημάτων και εργαστηρίων.

Καθώς πλησίαζε η συζήτηση της αιτήσεώς του στο Δικαστικό Συμβούλιο, αλλεπάλληλες ήταν οι τηλεφωνικές οχλήσεις από τους ρεπόρτερ προς τους υπέργηρους γονείς του, ενώ μερικές μέρες ο αδελφός της άτυχης Ζωής εμφανιζόταν σε κάθε τηλεοπτικής ζώνης δημοσιογραφικές  και μη εκπομπές, διατεινόμενος ότι «αν αφήσουν να βγει ο φονιάς, δεν υπάρχει δικαιοσύνη».

Τελικά, ο Φραντζής, μετά από 18 χρόνια έγκλειστος –τα 11 στον Κορυδαλλό- και αφού είχε περάσει και από τα πλέον σκληρά σωφρονιστικά καταστήματα της χώρας, όπως αυτά της Κέρκυρας, ζήτησε να μεταχθεί στις Αγροτικές Φυλακές Αγιάς Κρήτης για να συνεχίσει τις προσπάθειές του για υφ’ όρον απόλυση από εκεί, κατ’ ουσίαν μακριά από τα Μ.Μ.Ε..

Πράγματι, ξεχασμένος από το πλέγμα όλων των εξωθεσμικών αυτών πιέσεων, με την πρώτη αίτησή του για υφ’ όρον απόλυση, ένα τυπικό στην αιτιολογία του βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χανίων του χορήγησε την υφ΄ όρον απόλυση, με όρους που συνίσταντο στον περιορισμό της διαμονής και την εμφάνιση στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής του. Ήταν 20 Οκτωβρίου 2005. Ο πατέρας του, που για περίπου δεκαοκτώ χρόνια είχε επισκεφθεί κάθε πιθανό υπεύθυνο και μη φορέα, πρόσωπο και πολιτικό γραφείο, προσπαθώντας να πείσει όποιον μπορούσε για την «αδικία» που είχε υποστεί ο γιος του, δεν πρόλαβε να τον δει ελεύθερο. Ταλαιπωρημένος από προβλήματα υγείας, πέθανε ένα μήνα πριν την αποφυλάκισή του. Ο ίδιος ο Φραντζής, μετά την αποφυλάκισή του απέφυγε με συνέπεια να εκτεθεί στα φώτα της δημοσιότητας, διεκδικώντας το δικαίωμα στη λήθη, κύριο διακύβευμα για κάθε αποφυλακιζόμενο ισοβίτη.

Η υπόθεση Φραντζή υπήρξε ένα κομβικό γεγονός που ανέδειξε για πρώτη φορά τη χώρα μας στην εποχή μιας εν πολλοίς πολιτικοκοινωνικής νιρβάνας, αυτήν του 1987, την πρωταρχική θέση που θα διαδραμάτιζαν καθ’ ολόκληρη τη δεκαετία του ’90 τα ηλεκτρονικά Μ.Μ.Ε. στην διαμόρφωση του περίφημου «κοινού περί δικαίου αισθήματος» με όχημα πολύκροτες υποθέσεις ποινικού δικαίου και κατά μείζονα λόγο, στην διαμόρφωση (ή την αποδόμηση) των συλλογικών αισθητηρίων σε κρίσιμα κοινωνικά ζητήματα όπως η δίκαιη δίκη και η ορθολογική ποινική μεταχείριση, σε ζητήματα δηλαδή όπου η κοινωνική και η νομική πραγματικότητα (η οποία ελάχιστη σχέση έχει με την γνώση του κοινού για τα από το νόμο προβλεπόμενα) απαιτεί πραγματική ανάλυση και αποκωδικοποίηση.

Την ώρα που πάνω από τη σωρό της τραγικής 18χρονης Ζωής η πολιτεία έλαμψε δια της απουσίας της (οι γονείς της πέθαναν μετά από λίγα χρόνια μέσα σε αφόρητο καημό και ο νεώτερος αδελφός της δεν βοηθήθηκε από κανέναν φορέα για να αντιμετωπίσει το ψυχικό φορτίο μιας τόσο ακραία πιεστικής συνθήκης, όπως το βίαιο έγκλημα) και ο ίδιος ο Φραντζής αποτέλεσε για τα ελληνικά εγκληματολογικά χρονικά κάτι σαν ένα «τοτέμ» ενοχής. Για περισσότερα από 20 χρόνια το επώνυμό του ανήχθη σε μακάβριο ανέκδοτο, εντάχθηκε στην λαϊκή κουλτούρα ως μια μονολεκτική υπόμνηση φρικαλέας απαξίας.

Όχι όμως επειδή η υπόθεση υπήρξε αντιπροσωπευτική ενός τρόπου τέλεσης ή των ψυχολογικών χαρακτηριστικών κάποιου τυπολογημένου ανθρωποκτόνου δράστη, όσο επειδή η δύναμη της εικόνας και η εξουσία που ασκεί η μιντιακή αναπαραγωγή των περί το έγκλημα στερεοτύπων κατάφερε στην περίπτωση αυτή υποκαταστήσει στη μνήμη και την κρίση των περισσοτέρων κοινωνών, νομικών και μη, το τί τελικώς συνέβη και το πώς κατέληξε να αποτιμηθεί ποινικά αυτό που συνέβη.

Σήμερα, η ισόβια κάθειρξη ισοδυναμεί κατ’ ανώτερο όριο 19 έτη εγκλεισμού, μετά την έκτιση των οποίων ο καταδικασθείς απολύεται υποχρεωτικά. Σταθερή επιλογή αντεγκληματικής πολιτικής αποτελεί η αποφόρτιση των φυλακών και η εφαρμογή εναλλακτικών του εγκλεισμού ποινών. Συνακόλουθα, η υφ’ όρον απόλυση έχει προσλάβει τεχνικό χαρακτήρα, ενώ η αιτιολογία στα βουλεύματα των Δικαστικών Συμβουλίων έκτισης ποινών τείνει να αποκατασταθεί μια ισόρροπη, ορθολογική και σύμφωνη με το πνεύμα των αρ. 105-110 Π.Κ. εφαρμοστική και ερμηνευτική λογική.  Η υπόθεση Φραντζή, μας θυμίζει, δεκαετίες μετά από κείνο το ανύποπτο πρωiνό του Ιουνίου του ’87 και τον μακρύ και δύσβατο δρόμο που χρειάστηκε να διανυθεί μέχρι σήμερα, ώστε να ξεπεραστούν ορισμένες εγγενείς εφαρμοστικές νοοτροπίες του ποινικοσωφρονιστικού μας κόσμου.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: